8) Ἡ ἀκρίβεια τῆς εἰκονογραφήσεως συμφώνως μέ τήν Ἁγία Γραφή καί οἱ παρατυπίες τῶν νεοεικονομάχων
Ἄς σχολιάσωμεν ὅμως ἀκόμη ὀλίγον αὐτήν τήν
παράγραφον: «Οἱ εἰκονογράφοι ὀφείλουν νά
μένουν στήν ἀκρίβεια ὅταν ἀπεικονίζουν γεγονότα πού περιγράφονται στήν Ἁγία
Γραφή, στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, στούς βίους τῶν ἁγίων ἤ ἀλλοῦ. Αὐτοί εἶναι δύο ἀπό τούς λόγους γιά τούς ὁποίους
τίποτε δέν ἐπιτρέπεται “καλλιτεχνική ἀδείᾳ” στίς εἰκόνες».
Οἱ ἀντιφάσεις εἰς τά ἐπιχειρήματα τῶν
πολεμίων τῆς εἰκόνος εἶναι προφανεῖς. Ἐνῷ διατείνονται διά τήν συμφωνίαν τῆς εἰκόνος
μετά τοῦ πρωτοτύπου (χρονικήν καί τοπικήν), ταυτοχρόνως τήν παραβαίνουν
πράττοντες ἀκριβῶς τά ἀντίθετα!
Εἰς
ἕνα βιβλίον ἀναφερόμενον περί τῆς τέχνης τῆς Εἰκονογραφίας[1],
τό ὁποῖον κατεστάθη ΄΄εὐαγγέλιον΄΄ διά τούς νεοεικονομαχοῦντας, γίνεται
προσπάθεια, ὥστε νά δικαιολογηθῇ αὐτή ἡ ἀντίφασις μέ ψευδοθεολογικόν ἐπικάλυμμα. Ἀφοῦ πρῶτα ὁ
συγγραφεύς ΄΄ἀδειάζει΄΄ τόν ἅγιον Νικόδημον, λόγῳ τῶν ἀντινεοεικονομαχικῶν
σχολίων του εἰς τό Ἱερόν Πηδάλιον, ὡς μή ἀντιληφθέντα δῆθεν τόν ΄΄μυστικόν
κανόνα τῆς Βυζαντινῆς Ζωγραφικῆς΄΄, εἰς τήν συνέχειαν προσθέτει: «Ἡ εἰκονογραφία παίρνει τό χρόνο, τό χῶρο καί τά ὄντα καί τά θρυμματίζει, τά πλάθει σά
ζυμάρι καί μ’ αὐτά δημιουργεῖ
διαχρονικές συνθέσεις. Προσθέτει καί
ἀφαιρεῖ πρόσωπα σέ ἱστορικές σκηνές, σχεδιάζει τό χῶρο ἐλεύθερα».[2]
Δηλαδή, ὅτι θέλει καί φαντάζεται ἕκαστος
ζωγράφος, ΄΄καλλιτεχνικῇ ἀδείᾳ΄΄ δύναται νά τό ἀποτυπώνῃ εἰς τάς εἰκόνας, χωρίς
αὐτό νά εἶναι σύμφωνον μέ τό θέμα πού περιγράφεται ἀπό τάς Γραφάς; Δυστυχῶς εἴδαμεν μέχρι ποῦ φθάνει αὐτή ἡ ἐλευθερία
τοῦ ζωγράφου! Τότε πρός τί οἱ διαταγές τῶν Πατέρων τῆς Ζ΄ Συνόδου, «εἴ τι ἡ Γραφή
λέγει, ταῦτα παριστῶσι. ὥστε συνήγοροι εἰσι τῶν γεγραμμένων»;[3]
Δηλαδή αὐτά πού ἡ Γραφή περιγράφει οὕτω νά τά παριστάνουν οἱ ζωγράφοι, ὥστε νά
μήν εἶναι ἐνάντιοι μέ αὐτάς. Αὐτάς λοιπόν τά παρεκτροπάς τῶν ζωγράφων πού
βλέπομεν ἀκόμη καί σήμερον, εἰς τάς Βυζαντινάς λεγομένας εἰκόνας, προσπάθησαν οἱ
Πατέρες νά ἀποτρέψουν ἐντελλόμενοι αὐτάς τάς αὐστηράς συστάσεις καί προτροπάς, ἀλλά...
«Ὅπως εἴχαμε ἀναπτύξει (συνεχίζει ὁ
συγγραφεύς τοῦ βιβλίου ΄΄Θεωρία Ἁγιογραφίας΄΄) στά κεφάλαια περί ἀλλοιώσεως τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου στήν Ἁγιογραφία ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου στίς εἰκόνες αὐτές, καθώς καί σέ ἄλλες, δεν ὀφείλεται σέ ἄγνοια
τοῦ ἁγιογράφου, ἀλλά τοὐναντίον σέ μιά ὑψηλή Πνευματική γνώση καί σύλληψη».[4]
Μήπως καί τά ἀπαράδεκτα εἰς ποσότητα καί ὄχι μόνον ὀρθογραφικά λάθη πού ἔκαναν
οἱ ζωγράφοι αὐτοί εἰς τάς ἐπιγραφάς αὐτῶν τῶν Βυζαντινῶν εἰκόνων ἦταν συνοδᾷ τῆς
΄΄ὑψηλῆς πνευματικῆς γνώσεως΄΄; Ἄς μήν ἀστειευόμεθα! «Ἡ εἰκόνα (μᾶς λέγει) τότε
μόνον θά ὤφειλε νά συμμορφώνεται μέ τή χρονική ἐξιστόρηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἄν ἀπεικόνιζε
χρονικές μόνο στιγμές, ὅπως κάνει ἡ παπική θρησκευτική ζωγραφική».[5]
Δυστυχῶς αὐτό πού ἀρνοῦνται καί χλευάζουν, αὐτό εἶναι πού μᾶς ἐπιτάσσουν οἱ
Πατέρες τῆς Ζ΄ Συνόδου! Δηλαδή νά ἀκολουθῇ
ὁ ζωγράφος τήν διήγησιν τῆς Γραφῆς καί ὄχι τήν καλπάζουσα φαντασίαν του. Ἐρωτῶμεν
ὅμως: Διατί ἀπαιτοῦν μόνον ἀπό τούς ὑποστηρικτάς καί ὁμόφρονας τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἰς τό θέμα τῶν ἁγίων εἰκόνων,
νά συμμορφώνονται μέ τά ἐντάλματα τῶν Πατέρων, ἀπό τήν στιγμήν πού αὐτοί αὐθαιρετοῦν βασιζόμενοι εἰς τήν ἐλευθερίαν
καί τήν ἀχαλίνωτον φαντασίαν τῶν ζωγράφων;
Ὄντως
σχῆμα ἀντιφατικόν καί ὀξύμωρον!
Πέραν ὅμως ὅλων αὐτῶν οὐδείς δύναται νά ἀρνηθῇ
τήν δυνατότητα τῶν ζωγράφων νά χρησιμοποιήσουν ἀλληγορίας καί ἄλλα διαχρονικά
σχήματα κατά τήν ἱστόρησιν μιᾶς εἰκόνος, ἀρκεῖ ὅμως αὐτά νά γίνονται μέσα εἰς
τά ἀποδεκτά ὅρια, δηλαδή χωρίς νά προσβάλλεται ἡ ἱστορικότητα τῆς διηγήσεως καί
κυρίως συμφώνως μέ τάς Γραφάς καί τά Δόγματα
τῆς Ἐκκλησίας.
9) Ἡ παρερμηνεία τοῦ λογίου: “Ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει”
«...κατά τά λόγια τοῦ
Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, (μᾶς λέγει ὁ
συγγραφεύς τοῦ βιβλίου) “ἡ ἀπόδοση τιμῆς
στήν εἰκόνα, μεταφέρεται στό πρωτότυπό της”.
Αὐτό τό ἐπιχείρημα θίγει δύο
ζητήματα. Πρῶτο, τούς βαθμούς τῆς λατρείας (ἀπόλυτη λατρεία, σχετική λατρεία,
τιμή, σεβασμός, προσκύνηση, κλπ). Καί δεύτερο θέμα, αὐτό πού ἀφορᾷ ἐμᾶς ἐδῶ -
τά οὐσιώδη στοιχεῖα τῶν εἰκόνων καθ' αὐτῶν
- τίς εἰκονίσεις καί τά πρωτότυπά τους.
Ἄς μιλήσουμε λίγο γιά τήν ἔννοια
τοῦ πρωτοτύπου. Εἶναι τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῆς ὀρθοδόξου ἀντιλήψεως γιά
τίς εἰκόνες.
Πρωτότυπο, εἶναι τό πρόσωπο ἤ τό ἀντικείμενο πού
παριστάνεται στήν εἰκόνα, ὅπως ὁ Χριστός, ἡ Θεοτόκος, ἕνας ἅγιος. Ἡ ἀπεικόνιση
πρέπει νά βρίσκεται σέ συμφωνία μέ τό πρωτότυπο: “Ἡ εἰκόνα εἶναι ὁμοίωμα πού
χαρακτηρίζει σέ ὅλα τό πρωτότυπό της”. (Ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Τό πρωτότυπο καί ἡ
ἀπεικόνιση, τό ἀρχικό πρόσωπο καί τό ἀντίγραφό του, συνδέονται στενά καί μποροῦμε
νά ποῦμε ὅτι ἔχουν κοινή ταυτότητα. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέει ὅτι αὐτό ἦταν
στό βάθος τό νόημα τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στόν Μωϋσῆ, “...ποιήσεις δύο
Χερουβίμ...”. “Βλέπετε πώς τό ἀντίγραφο καλεῖται μέ τό ἴδιο ὄνομα ὅπως καί τό
πρωτότυπο”».
Εἶναι
γεγονός, ὅτι οἱ πολέμιοι τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν κάνουν διάκρισιν ἀναμέσον
εἰκόνος καί πρωτοτύπου! Τό κοινό ὅμως ὄνομα δέν σημαίνει καί κοινή φύσιν. Τό
κακόν ὅμως εἶναι πώς εἰς τήν προσπάθειάν τους νά πείσουν τούς ἀναγνώστας των ἀναμειγνύουν
καί τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, καί οὕτω προκαλοῦν σύγχυσιν εἰς τούς
πιστούς. Οἱ Ἅγιοι ὅμως εἶναι ξεκάθαροι ὅταν ἀφήνονται χωρίς παρερμηνείας νά ἐκφρασθοῦν!
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ἀναλύει
πλέον ξεκάθαρα τό θέμα τῆς εἰκόνος: «Εἰκών
λέγεται ἀπό τοῦ ἐοικέναι, ἤτοι ἀπό τήν ὁμοιότητα ὅπου ἔχει μέ τό πρωτότυπον.
Καί ἄλλη μέν λέγεται φυσική, καθώς εἶναι κάθε φυσικός υἱός, πρός τόν φυσικόν
πατέρα του (δι’ ὅ καί ὁ Θεῖος Βασίλειος∙ τό, ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἀνωτέρω ῥητόν, ἐπί
τῆς φυσικῆς εἰκόνος ἐξέλαβε τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου πρός τόν Θεόν καί Πατέρα). Ἄλλη
δέ μιμητική καί τεχνική, καθώς εἶναι ἡ διά χρωματουργίας γινομένη, καί ἄλλης ἐπιτηδείας
ὕλης, περί ἧς ὁ λόγος ἐνταῦθα ἐστιν. Ἀλλ’ ἡ μέν φυσική εἰκών διαφέρει μέν κατά
τήν ὑπόστασιν ἀπό τό αἴτιον αὐτῆς, καθ’ ὅτι πατήρ καί υἱός δύω ὑποστάσεις εἶναι,
δέν διαφέρει δέ κατά τήν φύσιν, καθ’ ὅ αὐτοί ἕνα εἶναι κατά τήν φύσιν τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἡ δέ τεχνική ἐκ τοῦ ἐναντίου, κατά μέν τήν οὐσίαν διαφέρει ἀπό τό πρωτότυπον,
καθ’ ὅ τό μέν πρωτότυπον εἶναι ἔμψυχος
καί ζωντανός ἄνθρωπος, ἡ δέ εἰκών αὐτοῦ εἶναι ἄψυχος καί νεκρά ὕλη∙ δι’ ὅ καί ἡ
Ζ΄ Σύνοδος εἶπεν ἐν τῇ στ΄ πράξει (σελ. 836 τοῦ β΄ τόμου τῶν συνοδικῶν) «ὅτι ἡ
εἰκών οὐ κατά τήν οὐσίαν τῷ πρωτοτύπῳ ἔοικεν, κατά δἐ τήν ὑπόστασιν, ἤτοι κατά
τήν μίμησιν τῆς ὑποστάσεως ἕνα εἶναι μέ τό πρωτότυπον». Μία γάρ εἶναι ἡ τῆς εἰκόνος
ὑπόστασις, καθ’ ὅ τό μέν πρωτότυπον ὁρᾶται ἐν τῇ εἰκόνι, ἡ δέ εἰκών ὑφίσταται ἐν
τῷ πρωτοτύπῳ, ὥσπερ ἡ σκιά ἐν τῷ σώματι, καί ἀπ’ αὐτό νά χωρισθῇ εἶναι ἀδύνατον∙
καί καθ’ ὅ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται καί ὄχι
ἡ φύσις. Καί καθ’ ὅ εἰς κάθε εἰκόνα ἐπιγράφεται ὄχι τό τῆς φύσεως ὄνομα, ἠγουν αὕτη εἶναι εἰκών ἀνθρώπου ἁπλῶς, ἀλλά τό ὄνομα τῆς ὑποστάσεως, ἤγουν ὅτι
εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἤ τοῦ Ἰωάννου καί καθ’ ἑξῆς∙ δι’ ὅ καί ἡ παροῦσα Σύνοδος ἐν
τῇ στ’ πράξει σελ. 836 αὐτόθι λέγει, ὅτι ἡ εἰκών ὁμοιάζει μέ τό πρωτότυπον
μόνον κατά τό ὄνομα, καί κατά τήν θέσιν τῶν χαρακτηριζομένων μελῶν. Ἔστι δέ καί τρίτη εἰκών, ἥτις λέγεται νοητή
καί συμβολική. Καθώς ἦτο, πρωτότυπα μέν τῆς χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ἀληθείας
μυστήρια, εἰκόνες δέ τούτων, τά τοῦ παλαιοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν σύμβολα...».[6]
«Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος (συνεχίζει
ὁ συγγραφεύς) τονίζει κι αὐτός τήν κοινή ταυτότητα τῆς ἀπεικόνισης μέ τό
πρωτότυπο: “Ἡ εἰκόνα θά μποροῦσε νά πεῖ: “Ἐγώ καί τό πρωτότυπο εἴμαστε ἕνα πρᾶγμα.
Γιατί ἐγώ βρίσκομαι σ’ αὐτό κι αὐτό σε μένα. Καί ὅ,τι βλέπεις σ’ αὐτό, βλέπεις
καί σέ μένα”. Ἄρα λοιπόν, ὅποιος προσκυνεῖ τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ τό πρωτότυπο
πού βρίσκεται σ’ αὐτή, γιατί ἡ εἰκόνα εἶναι ἡ μορφή καί τό ὁμοίωμά του”».
Ἐδῶ
πρόκειται διά μία προφανῆ καί ἠθελημένη ἀλλοίωσιν τοῦ νοήματος τῶν λεγομένων τοῦ
μεγάλου Ἀθανασίου. Εἶναι ξεκάθαρον, ὅτι
ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ διά τήν ταυτότητα τῶν ὑποστάσεων καί ὄχι τῶν φύσεων!!! Μᾶς λέγει
δηλαδή, ὅτι ἡ εἰκόνα παριστάνει τό πρόσωπον τοῦ εἰκονιζομένου καί ὄχι τήν οὐσίαν
του, ὅπως πονηρῶς καί ἀπατηλῶς ἀφήνει νά ἐννοηθῇ ὁ συγγραφεύς. Δυστυχῶς εἰς τήν
προσπάθειάν τους νά ἀρνηθοῦν τήν δυνατότητα Συμβολικῆς ἐξεικονίσεως τοῦ Πατρός,
πίπτουν εἰς μεγάλα Θεολογικά ἀτοπήματα, συγχέοντες ὄχι μόνον τήν Φύσιν μέ
τά Σύμβολα, ἀλλά καί τάς Ὑποστάσεις μετ’
Αὐτῆς!
Ἄς κάνωμεν ὅμως μίαν ἔνστασιν. Οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄
Οἰκ. Συνόδου πολλάκις διεκήρυξαν, πώς ἡ εἰκόνα
μόνον κατά τό ὄνομα κοινωνεῖ μέ τό πρωτότυπον καί ὄχι κατά τήν φύσιν.
Καί αὐτό διότι στερεῖται καί ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νά περιγραφῇ, διότι
εἶναι ἀόρατος ἄν καί κτιστή. «Ἡ γάρ εἰκών
(μᾶς λένε οἱ Πατέρες) κατά ὄνομα μόνον
καί οὐ κατά τόν ὅρον κοινωνεῖ τῷ πρωτοτύπῳ, ὡς πολλάκις εἰρήκαμεν∙ ἐπειδή καί ψυχῆς ἐστέρηται, ἥν ἀδύνατον περιγράφειν, ὅτι ἀόρατος... κτιστήν οὖσαν...».[7]
Εἶναι προφανές λοιπόν, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται, ἀλλά καί δέν μποροῦμε νά ἐξεικονίσωμεν
τήν ψυχήν, καθώς εἶναι ἀόρατος, εἰς τάς εἰκόνας διά τοῦ χρωστῆρος. Καί ὅμως τό κάνομεν!!! Ποῖος ἀγνοεῖ τήν
ἱεράν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου ὁ Κύριος κρατᾷ εἰς τάς χείρας του
τήν ψυχήν τῆς κεκοιμημένης Μητρός Του, ἐν μορφῇ βρέφους ἐν σπαργάνοις
τετυλιγμένον; Διά τί οἱ φίλοι νεοεικονολόγοι δέν ἀποβάλλουν τήν σκηνήν αὐτήν, ὡς
ἀπαράδεκτον καί ἀντορθόδοξον, ἐπειδή δίδει μορφήν καί σχῆμα εἰς τό ἀόρατον καί ἀσχημάτιστον τῆς ἀνθρωπίνης
ψυχῆς; Εἶναι προφανέστατον∙ οἱ Πατέρες ὁμίλησαν διά τήν ἱστόρησιν τῆς οὐσίας τῆς
ψυχῆς καί ὄχι διά κάποια Συμβολικήν παράστασίν της.
Ἐπίσης.
Εἰς πλείστας ἱεράς εἰκόνας ἐχούσας Χριστοκεντρικόν κυρίως χαρακτῆρα, ἀτενίζομεν
Αἴγλην ἐπικαλύπτουσα τά πρωταγωνιστοῦντα
εἰς τήν εἰκόνα πρόσωπα. Διά παράδειγμα εἰς τήν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος
ὁ Κύριος εὑρίσκεται εὐλογῶν εἰς τό μέσον μιᾶς τοιαύτης Αἴγλης, ἐνῷ οἱ μαθητές ἐκτυφλωμένοι
ἐκ τῆς λαμπρότητος αὐτῆς, πεσόντες εἰς τό ἔδαφος καλύπτουν τά πρόσωπά τους. Τό Φῶς-Αἴγλη αὐτό κατά τούς θεοφόρους
Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ Ἄκτιστος
Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποίαν καταξιώνονται νά εἴδουν μόνον οἱ καθαροί τῇ
καρδίᾳ νοερῶς διά τῶν πνευματικῶν ὀφθαλμῶν τους. Εἶναι δέ κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶ ὁ ἴδιος ὁ ΘΕΟΣ! Ἡ ΔΟΞΑ. «Τό
γάρ φῶς τοῦτο ὁ Θεός ἐστιν αὐτός καί οὐδέν ἄλλο».[8]
Αὐτό τό Φῶς, δηλαδή ὁ Θεός, πού μποροῦμε νά τόν ἰδοῦμε μέ τρόπον μόνον
πνευματικόν καί νοερόν, ἐμεῖς τό
ζωγραφίζουμε μέ ὑλικά χρώματα εἰς
σανίδας καί τοίχους! Θά ἔλεγαν κάποτε οἱ Εἰκονομάχοι: «τίς οὖν τῆς τοιαύτης ἀξίας
τε καί δόξης τάς ἀποστιλβούσας καί ἀπαστραπτούσας μαρμαρυγάς οἷός τε ἄν ᾖ
καταχαράξαι νεκροῖς καί ἀψύχοις χρώμασι
καί σκιαγραφίαις;».[9]
Δηλαδή∙ ποῖος ἄραγε θά τολμοῦσε μέ ἄψυχα χρώματα νά ζωγραφίσῃ καί νά σκιαγραφήσῃ
τάς ἐκθαμβωτικάς ἐκλάμψεις τῆς Θείας Δόξης; Καί ὅμως, αὐτή ἡ ἄκτιστος, ἀσχημάτιστος
καί ἀόρατος Ἐνέργεια καί Δόξα τοῦ Θεοῦ, παίρνει σχῆμα, προβαλλόμενον ὡς ὑπερώνυμον[10] ὁρατόν
Φῶς, ὁρώμενον ἀπό τούς πνευματικούς ὀφθαλμούς[11]
τῶν Ἀποστόλων, ὡς οὐσιῶδες[12] Σύμβολον[13]
τῆς ἑαυτοῦ Θεότητος!
Αὐτό
λοιπόν τό ἄϋλον Θεϊκόν Φῶς παίρνουν
οἱ ζωγράφοι καί τό διαπλάθουν μέ τά ὑλικά χρώματα τῆς τέχνης των, ἀποτυπώνοντάς
το Συμβολικῶς ἐπάνω εἰς τάς ἱεράς εἰκόνας
πρός κοινήν θέαν τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Τό ἴδιον ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τάς Αἴγλας-Φωτοστέφανα τῶν Ἁγίων εἰς τάς ἱεράς
εἰκόνας, ὅπου καί ἐκεῖ ἀπεικονίζεται τό ἄκτιστον θεϊκόν Φῶς νά περιβάλλῃ τάς
κεφαλάς των, διότι μία εἶναι ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων.[14]
Πῶς
λοιπόν ἀποτυποῦμεν τήν ἄϋλον καί ἄκτιστον Θεότητα μέ ὑλικά χρώματα; Καί πῶς
γίνεται νά ἀποβάλλωμεν ὁρισμένα μόνον ἱερά
Σύμβολα καί Τύπους ἀρνούμενοι τήν δυνατότητα ἱστορήσεώς τους (κατά προσωπικήν ἑκάστου
ἐπιλογήν!), ἐνῷ κάποια ἄλλα νά τά ἀποδεχόμεθα ἀβασανίστως, ἀπό τήν στιγμήν
μάλιστα πού καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις πρόκειται περί τῆς ἀΰλου, ἀοράτου καί ἀσχηματίστου Θεότητος;
Τά
ἀνωτέρω ἐρωτήματα φυσικά μόνον μέ ἀστήρικτα καί φαιδρά ἐπιχειρήματα μποροῦν νά ἀπαντηθοῦν!
«Ἔχοντας αὐτή τήν ἀντίληψη γιά τίς εἰκόνες, ὅτι εἶναι
ἡ μορφή καί τό ὁμοίωμα τοῦ πρωτοτύπου, εἶναι ἀδύνατο νά δεχτεῖ κανείς τήν ἀπεικόνιση
τοῦ Θεοῦ Πατρός σάν γέρου ἀνθρώπου. Πού βρίσκεται ἡ ταυτότητα τῆς μορφῆς καί τοῦ
χαρακτῆρα ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο πού φαίνεται σέ προχωρημένα γεράματα καί στόν
Πατέρα πού εἶναι ἄχρονος, ἀόρατος, ἄϋλος, ἄμορφος καί ἀπερίγραπτος; Ἔχουν κοινή
μορφή καί ὁμοίωση; Εἶναι δυνατό, ὅ,τι φαίνεται στήν εἰκόνα νά ὑπάρχει καί σ’ Αὐτόν
νά ὑπάρχει καί στήν εἰκόνα;».
Ἀσφαλῶς
καί ὁ Θεός ὡς ἄχρονος, ἀόρατος, ἄϋλος, ἄμορφος καί ἀπερίγραπτος δέν εἶναι πιστόν φυσικόν πρωτότυπον διά τοιαύτας
Συμβολικάς ἀπεικονίσεις∙ αὐτές ὅμως μᾶς ἐδόθησαν
ἀπό τόν ἴδιον τόν Θεόν, διά νά ἐννοήσωμε διά μέσου τοῦ παχυλοῦ ἀνθρωπίνου
νοῦ, ὅλας τάς προειρημένας δι’ Αὐτόν θεϊκάς ἰδιότητας. Θά
ἔπρεπε νά γνωρίζουν οἱ πολέμιοι τῆς εἰκόνος αὐτῆς, ὅτι ἄλλο Σύμβολον
καί ἄλλο Φύσις, ὡς καλῶς θά ἐγνώριζε καί ἕνας πρωτοετής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς! Διά τά εἰρωνικά
περί τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὡς γηρασμένου ἀνθρώπου
ἀπαντῶμεν, ὅτι τοῦτο δηλοῖ τήν
παλαιότητα αὐτοῦ ὡς ἀχρόνου καί οὐχί ὡς περιορισμένου χρονικῶς. Ἄλλωστε καί οἱ ἀσώματοι καί ἀόρατοι Ἄγγελοι ὅταν
ζωγραφίζονται παριστάνονται ὡς πτεροφόροι ἄνθρωποι, χωρίς αὐτό νά σημαίνῃ ὅτι αὐτή
εἶναι πιστή ὁμοίωσις τῆς πραγματικῆς τους φύσεως! Διά τί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ
Ἀνάρχου Πατρός νά συμβαίνῃ τό ἀντίστροφον; Δυστυχῶς χρησιμοποιοῦν συνεχῶς δύο
μέτρα καί δύο σταθμά, χωρίς νά ἀντιλαμβάνονται τάς ἀντιφάσεις ὅπου διαρκῶς πίπτουν.
Ἄς ἀκούσουν λοιπόν τόν θεῖον
Χρυσόστομον καί ἄς μᾶς εἴπουν, ἐάν εἶναι σύμφωνος μέ τάς ἰδικάς των
θεωρίας: «Ἐπειδὴ γὰρ ἔφησε τὸν ἐπὶ τοῦ
θρόνου καθήμενον τρίχα ἔχειν λευκὴν ὡσεὶ
ἔριον, καὶ ἱμάτιον ὡς χιόνα, ἵνα μὴ τρίχας νομίσῃς, μήτε ἱμάτιον, ἀλλὰ τὸ καθαρὸν
καὶ τὸ διαυγὲς πῦρ πανταχοῦ εἶναι, λέγει·
Πῦρ ἐνώπιον αὐτοῦ καυθήσεται, καὶ κύκλῳ αὐτοῦ καταιγὶς σφοδρά. Οὕτω καὶ
οὗτος ὁμοῦ τε τὸ ἀναλλοίωτον, καὶ ἄτρεπτον, καὶ φωτεινὸν, καὶ ἀπρόσιτον διὰ
τούτων ἐνδείκνυται τῶν εἰκόνων».[15]
Μετάφρασις:
Ἐπειδή εἶπε, ὅτι αὐτός πού κάθεται ἐπάνω εἰς τόν θρόνον ἔχει τρίχα λευκή ὡσάν
μαλλί ὁλόλευκον καί ἔνδυμα ὡσάν χιόνι, διά νά μή νομίσῃς ὅτι ἐννοεῖ τρίχες ἤ ἔνδυμα, ἀλλά τό καθαρόν καί
φωτεινόν, μᾶς τά παρουσιάζει ὅλα παντοῦ ὡσάν φωτιά. ''Φωτιά θά καίῃ μπροστά του
καί τριγύρω του θά σαρώνῃ καταιγίδα φοβερή''. Οὕτως καί αὐτός μέ αὐτές τίς εἰκόνες δείχνει συγχρόνως
τό ἀναλλοίωτον, τό ἀμετάβλητον, τό φωτεινόν καί ἀπλησίαστον.
Καί
ἀλλοῦ: «...Θρόνοι, φησὶν, ἐτέθησαν, καὶ ὁ Παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο.
Τίς ἐστιν οὗτος;...
Παλαιὸς ἡμερῶν τί ἐστιν;
Γεγηρακότι τινὶ ἐῴκει. Πρός γάρ τάς
χρείας τῶν πραγμάτων, δι' ἅς φαίνεται, τυποῖ ἑαυτόν, δεικνύς ὅτι τοῖς
τοιούτοις πιστεύεσθαι τά κρητήρια χρή. Ὥσπερ γάρ θρόνον ἀκούων οὐχί καθέδραν
νοεῖς· ἀλλά πῶς τόν χυδαῖόν τις ἐπισπάσαιτο;...
Τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ, ὡσεὶ χιὼν, λευκόν. Τίνος ἕνεκεν;
Ὅτι οὐχὶ
κρίσεως καιρὸς μόνον, ἀλλὰ
καὶ
ἀνταποδόσεως· ὅτι
πάντας δεῖ
αὐτῷ παραστῆναι· ὅτι Τὸ κρῖμα αὐτοῦ,
φησὶ, ὡς φῶς ἐξελεύσεται. Εἶτα Θρόνοι ἐτέθησαν. Οὐ θρόνοι, ἐν οἷς Καθήσεσθε,
φησὶ, ἐπὶ δώδεκα θρόνους; Καὶ
ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν. Τὸ πῦρ οὐδὲν ἀνήλισκεν, ἐπειδὴ γὰρ ἥμερον.
Εἶδες ὄψιν καὶ σχῆμα πολιτικὸν καὶ δημαγωγικόν;
Ὁ θρόνος ἐφόβει, τῷ πολύπυρος εἶναι· πῦρ
οὐχ ἁπλῶς, ἀλλὰ φλέγον. Ἵνα γὰρ
μὴ νομίσῃς διὰ
τὴν εἰκόνα παραβεβλῆσθαι, προσέθηκεν αὐτοῦ τὴν
ἐνέργειαν, εἰπὼν οὐχ ἁπλῶς πῦρ, ἀλλὰ,
Πῦρ φλέγον. Ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. Χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν
αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρεστήκεισαν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. Κριτήριον ἐκάθισεν.
Τουτέστι, διὰ τοῦτο παρεγένετο, ὥστε κριτήριον καθίσαι. Καὶ
βίβλοι ἀνεῴχθησαν. Τί λέγεις; βιβλίων ὁ Θεὸς δεῖται, Ὁ τὰ πάντα εἰδὼς
πρὶν γενέσεως αὐτῶν; Ὁ
πλάσας κατὰ
μόνας τὰς
καρδίας αὐτῶν; ... Μηδὲν σωματικὸν ὑπολάβῃς, ἀγαπητὲ, μηδὲ
ἐμπεριειλῆφθαι θρόνῳ τὸν ἄπειρον Θεὸν νομίσῃς. Εἰ γὰρ Ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ
πέρατα τῆς γῆς· εἰ Τὰ ὄρη ἔστησε ζυγῷ· εἰ Πάντα τὰ ἔθνη ὡς σίελος ἐνώπιον αὐτοῦ
ἐλογίσθη, καὶ ὡς κονιορτὸς ἐνώπιον αὐτοῦ τὰ πάντα, ὡς αὐτός φησι· ποῖος τόπος ὅλον
ὁμοῦ περιβαλεῖν δυνήσεται; Ἀλλὰ
τί; Οὐκ
ἔστι τοῦτο, οὐκ ἐναπείληπται θρόνῳ. Εἰ
δὲ ἔνδυμα εἶχε,
πῶς οὐκ
ἀνήλωσεν αὐτὸ τὸ πῦρ;
πῶς εἶ
δὲ (f. εἴη)
Παλαιὸς ἡμερῶν, ὁ [f. ὃς] πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ὑπῆρχε; πῶς
δὲ καὶ παλαιός; Σὺ γὰρ, φησὶ, ὁ αὐτὸς εἶ. Πῶς οὖν παλαιός; Καὶ τὰ ἔτη σου
γὰρ, φησὶ, οὐκ ἐκλείψουσιν. Πῶς δὲ καὶ ἔνδυμα
γένοιτ'
ἂν περὶ τὸν ἄπειρον καὶ ἀσώματον; ... Πῶς οὖν ἱματίῳ
περιεγράφετο ἀνθρωπίνῳ, καὶ οὔτε τοῦτο ἀνήλισκεν;
Ἀλλὰ μὴν
καὶ ἕτερα πολλὰ ἠδύνατο ἰδεῖν ὁ
προφήτης. Πῶς δὲ τρίχες ἐν πυρὶ οὐκ ἀνηλίσκοντο;
Διὰ γὰρ
τοῦτο ἐπήγαγεν· Ὁ θρόνος αὐτοῦ πῦρ
φλέγον. Καὶ
βίβλοι ἀνεῴχθησαν... Καὶ
ἰδοὺ, φησὶ,
ὡς Υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν, καὶ ἕως
τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασεν. Ἰδοὺ
καὶ τὸ ὁμότιμον. Ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη αὐτῷ. Ἵνα ὅταν ἴδῃς διδομένην
αὐτῷ τὴν βασιλείαν, μὴ ἀνθρωπίνως νομίσῃς εἶναι τὸ δεδόσθαι... Εἶδες ὁμοτιμίαν αὐτοῦ πρὸς τὸν Πατέρα; Ἐπειδὴ γὰρ ὕστερος
ἐφάνη τοῦ Πατρὸς, διὰ τοῦτό φησι, ὅτι
ἦλθε μετὰ τῶν νεφελῶν. Ὅτι δὲ ἦν καὶ πρώην, δῆλον ἐκ τῶν νεφελῶν· ἐπὶ τῶν νεφελῶν
γὰρ ἔρχεται. Καὶ αὐτῷ προσηνέχθη ἡ τιμή...
Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ Πατρὸς νοεῖς τὰς
τρίχας, καὶ τὰ λοιπά· οὕτω καὶ τοῦτο. Τὸ δὲ Ἐδόθη, καὶ ὅσα τοιαῦτα ἀκούων, μηδὲν ἀνθρώπινον ὑποπτεύσῃς,
μηδὲ ταπεινὸν περὶ τοῦ Υἱοῦ. Ὥσπερ γὰρ
γεγηρακότα ὁρῶν, οὐχὶ γέροντα ὑποπτεύεις,
οὕτω καὶ τὰ λοιπά. Μὴ γὰρ ζήτει τὴν
σαφήνειαν ἐν ταῖς προφητείαις, ἔνθα σκιαὶ καὶ αἰνίγματα· ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἀστραπῆς
οὐ ζητεῖς διηνεκὲς φῶς, ἀλλὰ ἀρκεῖ φανῆναι μόνον... Πατέρα
καὶ Υἱὸν οὗτος καὶ πρῶτος καὶ μόνος ὁρᾷ, ὡς ἐν ὄψει. Τί ἂν ἔχοιεν Ἰουδαῖοι
πρὸς τοῦτο εἰπεῖν; (σ.σ. ἐπίσης καί οἱ σημερινοί πολέμιοι τῆς ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ
Πατρός)».[16]
Μετάφρασις: Θρόνοι λέγει τοποθετήθηκαν καί ἐκάθησε εἰς
αὐτόν ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν. Ποῖος εἶναι αὐτός; ... Παλαιός ἡμερῶν τί σημαίνει; Ἔμοιαζε
μέ κάποιον πολύ γηρασμένο. Διότι δίνει μορφή εἰς τόν ἑαυτόν του ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες
τῶν πραγμάτων, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων κάνει τήν ἐμφάνισίν του, διά νά δείξῃ ὅτι
πρέπει αὐτά νά γίνονται πιστευτά μέ αὐτά τά κριτήρια. Ὅπως δηλαδή ἀκούοντας
θρόνον, δέν σκέπτεσαι ὅτι πρόκειται διά πραγματικό θρόνον, διότι πῶς ἀλλιῶς θά
προσέλκυε κανείς τό ἐνδιαφέρον τοῦ πνευματικῶς ἀνωρίμου ἀνθρώπου; “Τό ἔνδυμα
αὐτοῦ ἦταν λευκό ὡσάν τό χιόνι''. Διά ποῖον λόγον; Διότι δέν εἶναι μόνον
καιρός κρίσεως, ἀλλά καί ἀνταποδόσεως, καθόσον πρέπει ὅλοι νά παρουσιασθοῦν
μπροστά εἰς Αὐτόν, διότι λέγει, ''Ἡ δικαία κρίσις του θά ἐξέλθῃ καί θά λάμψῃ
ὡσάν φῶς''. Εἰς τήν συνέχειαν ''θρόνοι τοποθετήθησαν''. Ὄχι θρόνοι διά τούς
ὁποίους λέγει ''θά καθήσετε ἐπάνω εἰς δώδεκα θρόνους''; ''Οἱ τρίχες τῆς
κεφαλῆς του ἦταν λευκές ὡσάν τό κατάλευκο μαλλί''. Τό πῦρ δέν κατέκαιε, ἐπειδή
ἦταν ἥμερο. Εἶδες ὄψιν καί μορφήν πολιτικήν καί δημαγωγικήν; Ὁ θρόνος προξενοῦσε
φόβον, ἐπειδή περιβαλλόταν ἀπό παντοῦ μέ φωτιά, καί ὄχι ἀπό ἁπλή φωτιά, ἀλλά ἀπό
φωτιά πού ἔκαιγε. Διότι, διά νά μή νομίσῃς ὅτι ἔχει παρεμβληθεῖ ἐξ αἰτίας τῆς εἰκόνας,
πρόσθεσε τήν ἐνέργειαν αὐτοῦ, λέγοντας ὄχι ἁπλῶς πῦρ, ἀλλά ''πῦρ πού ἐξέπεμπε
φλόγες''. Ποταμός ἔτρεχε μπροστά του. Χίλιες χιλιάδες ἀγγέλων τόν ὑπηρετοῦσαν
καί μύριες μυριάδες στέκονταν μπροστά του. Δικαστήριον στήθηκε. Δηλαδή δι' αὐτό
ἦλθε, διά νά στήσῃ δικαστήριον. ''Καί βιβλία ἀνοίχθησαν''. Τί λές; Ὁ
Θεός ἔχει ἀνάγκη ἀπό βιβλία, ''Αὐτός πού τά πάντα γνωρίζει πρίν γίνουν;''.
''Αὐτός πού μόνος του ἔπλασε τίς καρδιές αὐτῶν;''... Τίποτε τό σωματικό μή σκεφθεῖς, οὔτε νά νομίσῃς ὅτι ὁ ἄπειρος
Θεός ἔχει χωρέσει μέσα σέ θρόνο. Διότι, ἐάν ''μέσα εἰς τήν χείρα του εὑρίσκεται
ἡ γῆ μέχρι τά πέρατά της'', ἐάν ''τά ὄρη τά σήκωσε καί τά ζύγισε μέ
ζυγαριά''. Ἐάν ''ὅλα τά ἔθνη θεωροῦνται ἐνώπιόν του ὡσάν σάλιο καί τά
πάντα ἐνώπιόν του εἶναι ὡσάν σκόνη'', καθώς αὐτός λέγει, ποῖος τόπος θά
μπορέσῃ νά τόν χωρέσῃ ὅλον μαζί; Ἀλλά τί; Δέν συμβαίνει αὐτό, δέν περιορίζεται
μέσα εἰς θρόνον. Ἐάν δέ εἶχεν ἔνδυμα, πῶς δέν κατέκαψε αὐτό ἡ φωτιά; πῶς δέ εἶναι
''Παλαιός ἡμερῶν'', αὐτός πού ὑπῆρχε πρό πάντων τῶν αἰώνων; πῶς δέ εἶναι
καί παλαιός; Διότι, λέγει ''Σύ εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος''. Πῶς λοιπόν εἶναι
παλαιός; Διότι, λέγει ''καί τά ἔτη σου δέν θά τελειώσουν ποτέ''. Πῶς δέ
θά ἦταν δυνατόν νά περιβάλλεται καί ἔνδυμα αὐτός πού εἶναι ἄπειρος καί ἀσώματος;...
Πῶς λοιπόν περιβαλλόταν μέ ἔνδυμα ἀνθρώπινον καί οὔτε αὐτό καιγόταν; Ἀλλά
βεβαίως καί πολλά ἄλλα μποροῦσε νά δῇ ὁ προφήτης. Πῶς δέ οἱ τρίχες εὑρίσκοντο
μέσα εἰς τήν φωτιά καί δέν καίονταν; Δι' αὐτό πρόσθεσε, ''ὁ θρόνος αὐτοῦ ἦταν
πῦρ πού ἐξέπεμπε φλόγες''... Καί ἀνοίχθησαν βιβλία... Καί ξαφνικά, λέγει,
κάποιος ὡσάν Υἱός ἀνθρώπου, φάνηκε νά ἔρχεται ἀπό τόν οὐρανόν καί ἔφθασε μέχρι
τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν. Νά τό ἰσότιμον. ''Καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον αὐτοῦ”. Ὥστε,
ὅταν δῇς νά δίνεται εἰς αὐτόν ἡ βασιλεία, μή νομίσῃς ὅτι αὐτή δίνεται εἰς αὐτόν
κατ' ἀνθρώπινον τρόπον... Εἶδες ἰσοτιμία αὐτοῦ πρός τόν Πατέρα του;
Διότι, ἐπειδή ἡ φανέρωσίς του ἔγινε μετά τόν Πατέρα, δι' αὐτό λέγει, ὅτι ἦλθε μαζί μέ τά σύννεφα. Καί “εἰς αὐτόν
παρεδόθη ἡ τιμή''... Ὅπως ἀκριβῶς
λοιπόν εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Πατέρα ἐκλαμβάνεις τίς τρίχες καί τά ὑπόλοιπα, οὕτως
θεώρησε καί αὐτό. Τό δέ ''ἐδόθη'', καί ὅσα παρόμοια ἀκοῦς, τίποτε τό ἀνθρώπινον μή σκεφθῇς διά τόν Υἱόν, οὔτε ταπεινόν. Διότι, ὅπως
ἀκριβῶς βλέποντας αὐτόν νά εἶναι γερασμένος,
δέν σκέπτεσαι ὅτι
εἶναι γέρος, οὕτως καί τά ὑπόλοιπα.
Μή ψάχνεις νά βρῇς εἰς τίς προφητεῖες
σαφήνεια, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει σκιά καί αἰνίγματα, διότι ὅπως ἀκριβῶς εἰς τήν
περίπτωσιν τῆς ἀστραπῆς δέν ζητᾶς νά ὑπάρχῃ συνεχές φῶς, ἀλλ' ἀρκεῖ μόνον νά
φανῇ αὐτή.... Αὐτός (ὁ Δανιήλ) πρῶτος
καί μόνος βλέπει
τόν Πατέρα
καί Υἱόν, ὑπό μορφήν βεβαίως ὁράματος. Τί θά μποροῦσαν
νά ποῦν σχετικά μέ αὐτό οἱ Ἰουδαῖοι;
Παραθέτομεν δέ καί μίαν μαρτυρίαν τοῦ Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ: «ἀλλ' ὅρα μὴ
ἀπατηθῇς περὶ θεοῦ ἀκούων ἐν Δανιὴλ τὸ Παλαιὸς
ἡμερῶν. ἐνταῦθα γὰρ οὐ τὸ πεπαλαιῶσθαι
δηλοῖ ἐκ πλήθους ἡμερῶν ἀλλὰ τὸ ἀρχαῖος
καὶ παλαιὸς τῶν ἡμερῶν εἶναι· ὡς ἴσον τὸ ἐν Ψαλμοῖς δύναται τὸ φάσκον. Ὁ ὑπάρχων
πρὸ τῶν αἰώνων, οὕτω καὶ πρὸ τῶν ἡμερῶν τουτέστι πρὸ παντὸς χρόνου παλαιὸς καὶ ἀρχαῖός ἐστι».[17] Προτρέπει λοιπόν τούς ἀναγνώστας τῆς προφητείας τοῦ Δανιήλ νά
προσέχουν, ὥστε νά μήν πλανηθοῦν ἀκούοντας αὐτόν νά ἀναφέρῃ τόν Θεόν ὡσάν Παλαιόν τῶν Ἡμερῶν, διότι δέν ἀνέφερεν
αὐτό διά νά δείξῃ, ὅτι ἔχει παλαιωθεῖ ἀπό τό πλῆθος τῶν πολλῶν ἡμερῶν, ἀλλά διά
νά τονίσῃ τήν ἀρχαιότητα Αὐτοῦ. Καί ἔχει λέγει τό ἴδιον νόημα μέ τό ψαλμικόν
στίχον «Ὁ ὑπάρχων πρὸ τῶν αἰώνων», δι’ αὐτό πρέπει τό Παλαιός
τῶν ἡμερῶν νά ἐκλαμβάνεται ὡς παλαιότερος
καί ἀρχαιότερος πρίν ἀπό κάθε χρόνον.
Λέγει περί αὐτοῦ τοῦ θέματος καί ὁ μέγας Ἀθανάσιος: «...πρὸς τὸν ἑαυτοῦ
Υἱὸν εἶπε· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου· ἐκ δὲ τοῦ καθίσαι ἐκ δεξιῶν τὸν Υἱὸν ἔστιν ἐπινοῆσαι͵
ὅτι κατ΄
ἐπιτροπὴν εἶπε καὶ τῷ ἑαυτοῦ Πνεύματι͵
Κάθου ἐξ εὐωνύμων μου. Τοῦ δὲ καθημένου ἡ προσηγορία ἀξιώματός ἐστι σημασία· ὁ γὰρ καθήμενος ἐμπερίγραφός ἐστιν͵ ἐν ᾧ κάθηται τόπῳ. Ὁ δὲ Θεὸς ἡμῶν ἀπερίγραφός ἐστι φύσει· περιγράφεσθαι δὲ δοκεῖ μετενσωματούμενος· οὐ γὰρ ἀνθρωπίζει ἡ Γραφὴ τὸν Θεόν· ἀλλ΄ ἐκ τοῦ καθ΄ ἡμᾶς διαλέγεται͵ ἵνα τὰ ὑπὲρ ἡμᾶς ἐμφάνῃ πράγματα ἐν ποίᾳ φύσει».[18] Μέ ἐλευθέραν ἀπόδοσιν∙ Εἶπεν ὁ Θεός διά τόν Υἱόν κάθου ἐκ δεξιῶν μου∙ ἀπό τό ὁποῖον πρέπει νά
συμπεράνωμεν, ὅτι διά τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶπε νά καθίσῃ ἐκ τῶν ἀριστερῶν του. Τό
νά καθίζῃ εἰς τά ἀριστερά ἔχει σημασίαν ἀξιώματος καί ὄχι τοπική. Διότι αὐτός ὅπου
ἀναφέρεται ὡς καθήμενος συνεπάγεται, ὅτι μπορεῖ νά περιγραφῇ εἰς τόν τόπον ὅπου
καθίζει∙ ὁ Θεός ὅμως εἶναι ἀπερίγραπτος
κατά τήν Φύσιν, περιγράφεται ὅμως ὡς φαίνεται νά φέρῃ σῶμα. Δέν δίδει
πραγματικήν ἀνθρωπίνην μορφήν λέγει ὁ Ἅγιος ἡ Γραφή εἰς τόν Θεόν, ἀλλά τόν
παρουσιάζει οὕτως διά νά μπορέσῃ νά ἐπικοινωνήσῃ
μαζί μας.
Ἐπίσης καί ὁ Σεβηριανός:
«Ἐνταῦθα πρόσεχε ἀκριβῶς, παρακαλῶ, πῶς
τὸν κριτὴν τῆς ἀληθείας ἱστορεῖ ὡς ἐν εἰκόνι σωματικῇ. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Θεὸς ἀσώματός ἐστι τὴν φύσιν, ὡς ἐν εἰκόνι
τοῖς αἰσθητοῖς διαγράφει τὰ νοητά. Φησὶ γοῦν, Ὡς Παλαιὸς ἡμερῶν...».[19]
Πρόσεχε λέγει μέ ποῖον τρόπον παρουσιάζει τόν κριτήν τῆς ἀληθείας, ὡσάν νά
εἶχε σωματικήν εἰκόνα. Ἐπειδή λοιπόν ὁ Θεός κατά τήν Φύσιν εἶναι ἀσώματος, δι’
αὐτό καί μέ αἰσθητές εἰκόνες περιγράφει τά νοερά.
Ἐν κατακλείδι, καί τά ἑξῆς ἐκ τοῦ Θεοδωρήτου: «Προσήκει δὲ εἰδέναι, ὅτι ἀσώματος ὢν ὁ Θεὸς, ἁπλοῦς τε καὶ ἀσχημάτιστος,
περιγραφὴν οὐδεμίαν δεχόμενος, ἀλλ' ἀπερίγραπτον ἔχων τὴν φύσιν, σχηματίζει πολλάκις πρὸς τὸ χρήσιμον, ὡς
ἐθέλει, τὰς ὀπτασίας. Καὶ ἔστιν ἰδεῖν
ἑτέρως μὲν αὐτὸν ἐπιφαινόμενον τῷ Ἀβραὰμ,
ἑτέρως δὲ τῷ Μωυσῇ, καὶ ἄλλως τῷ Ἡσαΐᾳ,
καὶ τῷ Ἰεζεκιὴλ δὲ ὡσαύτως ἑτέραν ὄψιν ἐπέδειξεν.
Ὅταν τοίνυν τὴν τῶν ἀποκαλύψεων ἴδῃς διαφορὰν, μὴ πολύμορφον ὑπολάβῃς τὸ Θεῖον, ἄκουσον δὲ αὐτοῦ λέγοντος διὰ Ὠσηὲ τοῦ προφήτου· «Ἐγὼ ὁράσεις ἐπλήθυνα,
καὶ ἐν χερσὶ προφητῶν ὡμοιώθην».[20]
Εἰς ἐλευθέραν ἀπόδοσιν∙ Πρέπει νά γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, εἶναι ἁπλός,
ἀσχημάτιστος καί δέν δέχεται οὐδεμίαν περιγραφήν. Βλέπομεν ὅμως ἄν καί ἔχει τήν
φύσιν ἀπερίγραπτον νά δίδει σχῆμα πολλές φορές εἰς τόν ἑαυτόν του, ὅταν τό
θεωρεῖ ἀναγκαῖον κατά τάς ὀπτασίας. Ἐμφανίζεται
δέ μέ διαφορετικές μορφές κάθε φορά∙ εἰς τόν Ἀβραάμ ἄλλως, εἰς τόν Μωυσήν
διαφορετικῶς, τό ἴδιον καί εἰς τόν Ἡσαΐαν, καθώς καί εἰς τόν Ἰεζεκιήλ. Ὅταν
λοιπόν ἰδοῦμε τόν Θεόν νά ἐμφανίζεται κάθε φορά μέ διαφορετικήν μορφήν, ἄς μήν ἐννοήσωμεν
αὐτόν πολύμορφον, διότι ὁ προφήτης Ὠσηέ λέγει, ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε πολλές ὀπτασίες
καί εἰς τά χέρια τῶν προφητῶν ὁμοιώθηκε.
Πῶς λοιπόν μποροῦν νά σταθοῦν οἱ πεπλανημένες
θεωρίες τῶν νεοεικονομάχων μπροστά εἰς τόν ξεκάθαρον λόγον τόσων Πατέρων;
Δι' αὐτό
καί χρησιμοποιοῦν παραπλανητικά ἐπιχειρήματα-ἐρωτήματα
τά ὁποῖα πονηρῶς ἐπικαλοῦνται διά νά ἀποπροσανατολίσουν
τόν ἀναγνώστη. Οὕτως ὅμως γίνεται φανερόν καί τό μέγεθος τῆς ἀντιφατικότητος αὐτῶν∙ ἐφ' ὅσον
προδίδεται ἡ πονηρία τους ἐκ τῆς
παραθέσεως τῶν ἐξοφθάλμως σαθρῶν ἐπιχειρημάτων τους, τά ὁποῖα εἶναι βασιζόμενα
πάντοτε ἐπί δύο μέτρα καί δύο σταθμά.
Καί
συνεχίζει ἐρωτῶν ὁ ἀντικείμενος συγγραφεύς: «Ποῦ βρίσκεται ἡ
ταυτότητα τῆς μορφῆς καί τοῦ χαρακτῆρα ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο πού φαίνεται σέ
προχωρημένα γεράματα καί στόν Πατέρα πού εἶναι ἄχρονος, ἀόρατος, ἄϋλος, ἄμορφος
καί ἀπερίγραπτος; Ἔχουν κοινή μορφή καί ὁμοίωση;»
Ἐάν
ὅμως ἀπαιτοῦν κοινήν μορφήν καί ὁμοίωσιν
(ταυτότητα φύσεων μέ τό τρόπον πού αὐτοί τήν ἐννοοῦν) ἀναμέσον τοῦ εἰκονιζομένου
καί τῆς εἰκόνος, τότε πῶς οἱ ζωγράφοι ζωγραφίζουν τόν Χριστόν βασιζόμενοι εἰς
τό 1ον κεφάλαιον τῆς Ἀποκαλύψεως,[21]
ὡς πολιόν γέροντα ἔχοντα τρίχας λευκάς; Ὅπως γνωρίζομεν ὅλοι ὅτι ὁ Κύριος δέν ὑπερέβη
τήν ἡλικίαν τῶν τριάντα τριῶν ἐτῶν. Πῶς εἰς τό 5ον κεφάλαιον τῆς Ἀποκαλύψεως[22]
καί πάλιν ἐμφανίζεται ὡς ἐσφαγμένον ἀρνίον∙ μορφήν πού τήν μιμοῦνται καί οἱ
ζωγράφοι διά τῶν χρωστήρων τους εἰκονίζοντάς τον κατ' αὐτόν τόν τρόπον; Μήπως ὁ
Κύριος σύν τήν μορφήν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἔλαβε καί τήν μορφήν καί φύσιν τῶν ἀρνίων;
Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!!! Δέν εἶναι φανερόν ἐκ τῶν προηγουμένων, ὅτι ὅλα αὐτά δεικνύουν Συμβολισμούς καί ὄχι
πραγματικάς φυσικάς μορφάς τάς ὁποίας ἔλαβαν οἱ εἰκονιζόμενοι; Διά τί λοιπόν νά
ἐπιτρέπεται εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν νά εἰκονίζεται Συμβολικῶς ὡς πολιός γέρων, ἐνῷ
αὐτός ὁ Συμβολισμός νά ἀπαγορεύεται εἰς τόν Θεόν Πατέρα; Δέν εἶναι αὐτό
παραφροσύνη;
Μετά ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν θά ἔπρεπε πλέον οἱ
νεοεικονομάχοι νά πάψουν νά διασύρουν μέ τάς συκοφαντίας τους, ὅσους ἀποδέχονται τάς ὁράσεις αὐτάς τῶν
Προφητῶν ὡς εἰκονιστέας (καθώς ἀπό τήν Θείαν Γραφήν περιγράφονται καί ἀπό τούς Ἁγίους
ἑρμηνεύονται), ὡς ἀποδίδοντες τάχα εἰς τόν ἀόρατον Θεόν φυσικούς-πραγματικούς σωματικούς χαρακτῆρας!!![23]
Νομίζομεν, ὅτι τά προλεχθέντα ἀποτελοῦν ἰσχυρόν
κόλαφον εἰς τάς παρειάς τῶν ἀντιλεγόντων, καί δή τοῦ συγγραφέως τοῦ πρός ἀναίρεσιν
πονήματος, καθώς σαφέστατα φανερώνουν τήν διαστρέβλωσιν καί ἀλλοίωσιν τῶν νοημάτων
γύρω ἀπό τό θέμα ὅπου πραγματευόμεθα. Αὐτό τό συναντῶμεν μάλιστα εἰς ὅλον
τό φάσμα τῶν ἐπιχειρημάτων του, ὅπου μεθοδικῶς καί ἐν ἐπιγνώσει χρησιμοποιεῖ τό
ψεῦδος καί τήν ἀπάτην, ὅπως καί εἰς τήν συνέχειαν θά ἀποδείξωμεν.
10) Ἡ ἀρχαιότητα τῆς ἱστορήσεως τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος
Ἕνα ἀπό
τά κυριώτερα ἐπιχειρήματα τῶν νεοεικονομάχων εἶναι ὅτι, «Στήν πραγματικότητα, δέν ὑπῆρχαν τέτοιες εἰκόνες στόν καιρό τῆς Εἰκονομαχίας». Ἄς δοῦμε ὅμως
τήν πραγματικότητα.
Ἔχει
παρατηρηθεῖ, ὅτι εἰς τά ἐπιχειρήματά
τους οἱ πολέμιοι τῆς εἰκόνος χρησιμοποιοῦν
κατά κόρον τήν ἀπολυτότητα, τήν ὑπερβολήν καί τήν διόγκωσιν αὐτῶν, ὥστε νά φοβίσουν τόν ἀναγνώστη καί νά
καθυποβάλλουν τήν γνώμην του. Ἕνα τέτοιο ἐπιχείρημα εἶναι καί τό ὅτι, ἡ εἰκόνα
τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι χρονικῶς νέα, ἐπινοηθεῖσα καί κατασκευασθεῖσα μόλις
κατά τόν 16ον αἰῶνα ἀπό τούς Παπικούς εἰς τήν αἱρετικήν Δύσιν! Οὐδέν ψευδέστερον!!! Πόσας φοράς ἄραγε πρέπει
ἀκόμη νά ἀποδείξωμεν εἰς τόν ἀναγνώστην τήν ψευδολογίαν τῶν ἀντιφρονούντων, ὥστε
νά τόν πείσωμεν διά τό ὀρθόν τῆς εἰκονογραφήσεως τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνος; Εἶναι νά ἀπορῇ κανείς! Καί τοῦτο, διότι τό ψεῦδος
καί ἡ παραπλάνησις εἶναι καταφανέστατα εἰς τούς λόγους τους, καθώς δεκάδες
μαρτυρίες ἀπό τήν παλαιοχριστιανική ἐποχήν
βοοῦν ὑπέρ ἡμῶν, μέσα ἀπό ἀρχαιοτάτους Κώδικας, Κατακόμβας καί
πρωτοχριστιανικούς Ναούς. Μία σύντομος μόνον ἀναφορά μερικῶν ἐξ αὐτῶν θά
καταδείξῃ τήν ἀρχαιότητα καί παλαιότητα τῆς εἰκονογραφήσεως τοῦ Ἀνάρχου Πατρός
καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀπό
τά Ἀποστολικά χρόνια οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἐζωγράφιζαν τά θέματά τους μόνον διά
συμβόλων καί σχημάτων, ὄχι ὅμως καί μέ ἀνθρωπίνη μορφήν∙ καί αὐτό διά νά ἀποφύγουν
τάς μομφάς τῶν Ἐθνικῶν. Τά κυριώτερα σύμβολα ὅπου ἐχρησιμοποίουν ἦταν ὁ Ἀετός, ἡ
Ἄγκυρα, ὁ Ἀλέκτωρ, ὁ Ἁλιεύς, ὁ Ἀμνός, ἡ Ἄμπελος, ἡ Βάτος, «Βοῦς, ἡ Δορκάς, ὁ
Δράκων, ἡ Ἐλαία, ἡ Ἔλαφος, ὁ Ζυγός, ὁ Ἵππος, ὁ Ἰχθύς, ἡ Περιστερά, ὁ Ὄφις, ὁ
Σταυρός καί πλεῖστα ἄλλα.[24]
Ἐπίσης
καί ὁ Νικηφόρος Καλογερᾶς ἀναφέρει, ὅτι κατ’ ἀρχάς οἱ χριστιανοί εἰσήγαγαν
εἰκόνας παριστώσας χριστιανικάς σκηνάς: «Ἦσαν δέ αἱ εἰκόνες αὗται κατ’ ἀρχάς συμβολικαί, εἰς ἅς προσβλέποντες οἱ
χριστιανοί ἀνεβίβαζον τόν νοῦν τους εἰς τήν ἔννοιαν τῶν ἀπεικονιζομένων. Τοιαῦται
συμβολικαί εἰκόνες ἦσαν ἡ τῆς περιστερᾶς,
τῆς σημαινούσης τό Ἅγιον Πνεῦμα ἤ
τήν ἁγίαν χριστιανικήν ψυχήν, τοῦ ἰχθύος...
κ.ἄ.».[25]
Εἶναι
γεγονός, ὅτι ἡ εἰκονογράφησις τῆς Ἁγίας Τριάδος καί εἰδικότερα τοῦ Ἀνάρχου
Πατρός δέν ἦταν εἰς ὅλην τήν διάρκειαν τῆς ἱστορίας της μέ αὐτήν τήν εἰκονικήν
διάταξιν καί μορφήν ὅπου τήν γνωρίζομεν
σήμερον.
Ἡ
παλαιοτέρα εἰκών εἰς τήν ὁποίαν ἐζωγραφίσθη
ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι ἡ λεγομένη ΄΄Ἡ ἑτοιμασία
τῶν θρόνων΄΄.[26]
Εἰς αὐτήν ἱστορεῖτο ἡ Ἁγία Τριάς διά Συμβολισμῶν κατά τόν ἑξῆς τρόπον, ὡς μᾶς ἀναφέρει
ὁ κ. Προβατάκης: «Ἐπί τοῦ
προσκεφαλαίου δηλ. τοῦ εὑρισκομένου ἐπί τοῦ Θρόνου ἐτοποθετεῖτο μέν κατ’ ἀρχήν ὁ
σταυρός τοῦ Γολγοθᾶ ὄχι ὅμως καί τό Εὐαγγέλιον καί ἡ ἐπ’ αὐτοῦ περιστερά. Ἀντί τούτου ἱστορεῖτο κατ’ ἀρχάς
εἰλητάριον μέ ἑπτά σφραγίδας καί διάδημα».[27]
Ἡ εἰκών αὐτή κατά τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἔλαβε πολλάς παραλλαγάς, χωρίς ὅμως
ποτέ νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τόν ἀρχικόν θεολογικόν συμβολισμόν της.
Ἡ
πολυπληθεστέρα ὅμως ἀπεικόνισις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι αὐτή μέ τήν μορφήν τῶν τριῶν
Ἀγγέλων, ὅπου παρακάθονται εἰς τήν φιλοξενίαν
τοῦ Ἀβραάμ. Κατ’ ἀρχάς οἱ τρεῖς Ἄγγελοι ἐζωγραφίζοντο συνομήλικοι
ταυτόσημοι καί ἰσοκέφαλοι (ὄχι ὅμως πάντα), ἀργότερα ὅμως οἱ ἁγιογράφοι τοποθέτησαν τόν μεσαῖον Ἄγγελον ὀλίγον ὑψηλότερα
διά νά συμβολίσῃ αἰσθητῶς τόν Θεόν
Πατέρα. Ὁρισμένες παλαιές παραστάσεις εἶναι οἱ ἑξῆς: Ἡ ὅρασις τοῦ Ἀβραάμ τῆς
κατακόμβης De la via Latina Ῥώμης (4ος
αἰών), τήν παράστασιν τῆς
S. Maria Manggiore (5ος αἰών), τοῦ Ἁγίου Βιταλίου Ραβέννης (6ος αἰών), (Πίναξ 14), ἀμφότερα
ψηφιδωτά, τήν τοιχογραφίαν τοῦ TcharegM
- Kilisse εἰς Καππαδοκίαν (11ος
αἰών), τό μωσαϊκόν τῆς
Capella Palatina τοῦ Παλέρμου (12ος αἰών), τήν
τοιχογραφίαν τῆς Μονῆς Πάτμου (13ος αἰών (πίν. 3 εἰκ.
β), τό μωσαϊκόν τοῦ Ἁγίου Μάρκου Βενετίας (13ος αἰών), τήν μικρογραφίαν τοῦ
ὑπ’ ἀριθμ. 1242 χειρογράφου τῆς
Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν
Παρισίων (1371 - 1375), εἰς τήν ὁποίαν ἄνωθεν τῆς διπλῆς προσωπογραφίας τοῦ
Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ,
ὡς βασιλέως καί μοναχοῦ,
παρίστανται μόνον οἱ τρεῖς Ἄγγελοι πρό Τραπέζης (P. Ssherrard, Constantinople, London
1965, σελ. 55), τήν φορητήν εἰκόνα τοῦ Andr Eoublev (1422) συναριθμουμένην ἤδη εἰς τήν
συλλογήν Tretiakov Μόσχας τήν τοιχογραφίαν τῆς
Μονῆς Δοχειαρίου τοῦ
Ἁγίου ’Όρους (16ος αἰών)
τήν φορητήν εἰκόνα τῆς Μονῆς Decani (15ος αἰών)
τήν ὡσαύτως φορητήν εἰκόνα
τοῦ Μουσείου Σόφιας (17ος αἰών),
τάς πολλάς παραστάσεις τῶν ναῶν τῆς Κρήτης κ.ἄ.π.[28]
Σημειωτέον, ὅτι ἡ παράστασις αὐτή τῶν τριῶν Ἀγγέλων τονίζει ὡς κύριον θέμα τῆς εἰκόνος τήν ἐμφάνειαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ
εἰς τόν Ἀβραάμ καί ὄχι αὐτήν αὕτη ταύτην τήν πρᾶξιν τῆς φιλοξενίας, ὡς θέλουν ὁρισμένοι
σημερινοί ἀθεολόγητοι, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται μέ ἀστεῖα ἐπιχειρήματα νά τήν
κατονομάσουν μέ τήν ὀνομασίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος! Ἕτεροι δέ ἀρνοῦνται ἀκόμη καί
τήν ἐμφάνισιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἰς τόν Ἀβραάμ, λέγοντες, ὅτι οἱ ἐμφανισθέντες
ἦταν ὁ Θεός Λόγος μαζί μέ δύο Ἀγγέλους∙ ἀλλά περί τούτου θά γίνῃ λόγος εἰς τόν ἁρμόδιον
τόπον.
Ὑπάρχουν δέ καί ἄλλες μορφές μέ τάς ὁποίας
οἱ ζωγράφοι τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἀπέδιδαν τήν παράστασιν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄν
καί δέν εἶναι εἰς τούς πολλούς γνωστές, ἦταν ὅμως ἀρκετά διαδεδομένες μέ πολλές
παραλλαγές (ὅπως ἐπίσης καί ἡ εἰκόνα τῆς ἑτοιμασίας τοῦ Θρόνου, τῶν τριῶν Ἀγγέλων
κ.ἄ.), ὅπως θά δοῦμε καί εἰς τήν συνέχειαν. Ἕνας τύπος ἐξ αὐτῶν ἀπεικόνιζε μίαν
μονοκέφαλον καί τριπρόσωπον μορφήν τοποθετημένην
ἐπί ἑνός σώματος, τό ὁποῖον φέρει τρία ζεύγη βραχιόνων. «Ἡ τριμορφία διακρίνεται μέ τήν παρουσίασιν τεσσάρων ὀφθαλμῶν - ἐκ τῶν ὁποίων οἱ δύο
κεντρικοί προσμετρῶνται δίς
διά νά σχηματιστοῦν τά τρία
πρόσωπα – τριῶν ρινῶν, τριῶν στομάτων
καί τριῶν πωγώνων. Ἡ κεφαλή φέρει φωτοστέφανον σταυροειδῶς τεμνόμενον. Εἰς τάς τρεῖς διακρινομένας κεραίας τοῦ σταυροῦ ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή Ο.Ω.Ν. Τά τρία
εἰκονιζόμενα πρόσωπα εἶναι ὅμοια καί
συνομήλικα. Ἄλλοτε εἶναι γέροντες, ἄλλοτε
νέοι.[29]
Εἰς τήν Δύσιν τό ἐν λόγῳ θέμα ἱστορεῖτο μέ διαφόρους παραλλαγάς, ὅπως, α) ἐπί ἑνός
σώματος τρεῖς κεφαλαί,
β) ἐπί μίας κεφαλῆς τρία πρόσωπα, γ) τρεῖς κεφαλαί ἐπί τριῶν σωμάτων
κ.ἄ.».[30]
«Πότε ἀκριβῶς
ἡ ὡς ἄνω παράστασις εἰσῆλθεν εἰς τόν
Χριστιανισμόν (διερωτᾶται ὁ κ.
Προβατάκης) δέν εἶναι ἀκριβῶς γνωστόν. Πλήν ὅμως ἀπό πολύ ἐνωρίς (5ος αἰών) συναντᾶται εἰς τόν δυτικόν
Χριστιανισμόν, εἴτε μία τρικέφαλος παράστασις ἐπί ἑνός σώματος, εἴτε τρία χωριστά πρόσωπα ἐπί
τριῶν χωριστῶν ὁμοίων ἤ ἀνομοίων σωμάτων. Ταῦτα πάντα συμβόλιζαν ἐξ ἀρχῆς τήν Ἁγίαν
Τριάδα. Κατά τήν περίοδον ἀπό τοῦ 6ου
ἕως τοῦ 12ου αἰῶνος τά ὡς ἄνω παραδείγματα πολλαπλασιάζονται εἰς τήν Δύσιν,
ἀλλά μέ πολλάς παραλλαγάς, ἀποσκοπούσας πάντοτε εἰς τόν τονισμόν τῆς ὁμοιότητος
τῶν τριῶν Θείων προσώπων. Οὕτω τόν 14ον αἰῶνα συναντῶνται πολλά παραδείγματα
τοιούτων ἱστορήσεων εἰς τήν Δυτικήν Ἐκκλησίαν. Ἐφ’ ὅσον δέ ἐτονίζετο διά τῶν παραστάσεων
τούτων ἡ ὁμοιότης τῶν τριῶν προσώπων ἦτο εὔκολος ἡ μετάβασις ἐκ τῆς ὁμοιότητος
εἰς τήν ταυτότητα. Οὕτω ἔφθασεν ἡ χριστιανική τέχνη ἀπό τήν παράστασιν τοῦ
τρικεφάλου εἰς τήν παράστασιν τοῦ μονοκεφάλου τριπροσώπου... Ἡ ἱστόρησις τοῦ μονοκεφάλου τριπροσώπου ἤ
μονοσωμάτου τριμόρφου (συνεχίζει ὁ ἀξιότιμος καθηγητής) φαίνεται νά στηρίζεται εἰς τήν ἀνεπτυγμένην δογματολογίαν καί τήν διδασκαλίαν ἐκείνην
τῶν Πατέρων, διά τῆς ὁποίας ἐξαίρεται
ἡ ἑνότης τῶν ἰδιωμάτων τῶν τριῶν Θείων προσώπων καί τονίζεται ἡ ἐνδοτάτη ἐνοίκησις
καί συνύπαρξις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν ἀλλήλοις».
[31]
Πρέπει νά γνωρίζομεν, ὅτι ἡ Παπική «ἐκκλησία» κατεδίκασε ἐπί τοῦ Πάπα Ἰωάννου
τοῦ ΚΒ΄ τάς εἰκόνας αὐτάς[32],
καθώς καί ἡ ἐν Τριδέντῳ σύνοδος (1545-1563) τάς τοιαύτας συγχρόνους παραλλαγάς
τῆς εἰκόνος, ὅσον καί ὁ Πάπας Οὐρβανός·[33] καθώς εἶναι φανερόν, ὅτι ἐξετράπησαν κατά
πολύ οἱ δυτικοί ζωγράφοι κατά τήν Ἀναγέννησιν, φθάσαντες εἰς μεγάλας ἀκρότητας,
ὑπερβαίνοντας τά καθιερωμένα, καθ’ ὅσον ἡ ζωγραφική τους βασιζόταν περισσότερον
εἰς τήν φαντασίαν παρά εἰς τήν κοινήν ἁγιογραφικήν Παράδοσιν
Ἀνατολῆς καί Δύσεως τοῦ πρό τοῦ σχίσματος χρόνου. Εἰς τήν Ἀνατολήν (ἐξαίρεσις ἀποτελεῖ ἡ Ῥωσσία)
αὐτό τό εἶδος τῆς ἱστορήσεως δέν ἐγνώρισεν μεγάλην διάδοσιν, καθώς τό πνεῦμα ἦταν
περισσότερον συντηρητικόν, ἀρκούμενον μᾶλλον εἰς τάς καθιερωμένας ἀπεικονίσεις
τῆς Ἁγίας Τριάδος, κυρίως δέ τῆς Φιλοξενίας καί τοῦ λεγομένου ΄΄Συνθρόνου΄΄ ἀργότερα.
Εἰκόνες
τῆς ἁγίας Τριάδος μέ τήν ἱστόρησιν τῶν
τριῶν προσώπων εἰς τήν ὁποίαν
παριστάνεται ὁ Πατήρ ὡς πολιός γέρων, συναντοῦμε συνήθως ἀπό τόν 11ον περίπου αἰῶνα.
Ἀντιθέτως ὅμως ἡ μεμονωμένη ἱστόρησις τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ ἀνθρωπίνην μορφήν (ἄν
καί σημερινοί εἰδικοί τήν τοποθετοῦν κατά τήν ἰδίαν ἐποχήν), εἶναι ἄγνωστος.
Τήν παλαιοτέρα μαρτυρίαν μᾶς δίδει ὁ ἱστορικός Γκαροῦτσι, ὅπου βεβαιοῖ, ὅτι ὁλόκληρον πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ ἀνθρώπινον
σχῆμα εὑρίσκεται ἀκόμη καί κατά τόν 5ον
αἰῶνα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς ἁγίας Μαρίας Maggiore
(432 μ.Χ.).[34]
Εἶναι χαρακτηριστικόν, ὅτι οἱ παλαιότερες παραστάσεις Αὐτοῦ ἐγίνοντο μέ καθαρῶς
συμβολικόν τρόπον καί διά σχημάτων, ὅπως ὡς Νεφέλης (Ἐξοδ. ιγ΄, 21, ιθ΄, 9, λδ΄, 5, μ΄, 38, κ.α῎.), ὡς Δόξης Κυρίου (Λευϊτ. ιστ΄, 2), ὡς Οὐρανίου Χειρός (Δαν. ι΄, 10, Ἱερ. α΄,
9, Ἰεζ. β΄, 9), ὡς Ἀκοιμήτου Ὀφθαλμοῦ
(παροιμ. ιε΄, 3), ὡς Θρόνου, (Ἡσ.
ς’, 1, Ἰεζ. α΄, 26), εἰς τόν ὁποῖον ἐκαθίζετο ἐπ’ αὐτοῦ ἄλλοτε ὁ Κύριος, ἄλλοτε
ἀμνός, ἤ βιβλίον, ἤ δίσκος.[35]
Ὁ
δέ καθηγητής Κων/νος Καλοκύρης ἀναφερόμενος εἰς τήν μεμονωμένην ἱστόρησιν τοῦ Ἀνάρχου Πατρός μέ τήν μορφήν τοῦ πολιοῦ
γέροντος, λέγει τά ἑξῆς: «Εἰκονογραφικόν θέμα, γνωστόν κυρίως ἀπό τοῦ ΙΑ΄ αἰῶνος, καθ’ ὅ παρίσταται μέν ὁ ἄναρχος Πατήρ, ὡς γέρων λευκογένειος,
ὑπονοεῖται ὅμως ἐν τῇ ἀπεικονίσει καί ὁ Υἱός, ἐφ’ ὅσον οὗτος εἶναι «εἰκών τοῦ
Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολοσ. α' 15) καί «τό ἀπαύγασμα καί ὁ χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως
τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. α’ 3). Κυρίως ἐκφράζεται
διά τοῦ τύπου τούτου τό ὁμοούσιον τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Ὁ Πατήρ ἄλλοτε φέρει εἰς τήν ἀριστεράν του χείρα τό Ἅγιον Πνεῦμα. Οὕτως ἀγόμεθα εἰς
τήν ἔννοιαν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό θέμα ἔχει τήν ἀρχήν εἰς τό ὅραμα τοῦ
προφήτου Δανιήλ: «Ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καί παλαιός ἡμερῶν ἐκάθητο,
καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών, καί ἡ θρίξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεί ἔριον
καθαρόν» (Δαν. ζ' 9). Ἐκ τοῦ χωρίου
τούτου ἐξηγοῦνται τά χαρακτηριστικά τῆς ἀπεικονίσεως τοῦ Θεοῦ, ἤτοι ὡς γέροντος
μέ μακράν λευκήν κόμην καί γένειον καί λευκά ἐνδύματα, καθημένου ἐν θρόνῳ,
περιβαλλομένῳ ὑπό στρογγυλῆς δόξης».[36]
Ἡ
Εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ ἀπεικονιζόμενα καί
τά τρία πρόσωπα, τοῦ Πατρός ὡς πολιοῦ γέροντος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ὡς περιστερᾶς, συναντᾶται καί αὐτή εἰς πολλάς παραλλαγάς εἰς ὅλον τό
μῆκος τῆς μακράς ἱστορικῆς διαδρομῆς της.
Διά τήν παράστασιν μάλιστα αὐτήν (μᾶς λέγει ὁ κ. Προβατάκης) μέ τόν Υἱόν
ζωγραφιζόμενον, ὡς
νέον ἤ παῖδα εἰς τά δεξιά ἤ ἐπί τῶν γονάτων τοῦ Πατρός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἰκονιζόμενον
ὡς περιστερά, ἐκπορευομένην ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Πατρός ἤ ἱπταμένην μεταξύ
Πατρός καί Υἱοῦ καθέτως ἤ ὁριζοντίως ἤ καί εὑρισκομένην ἄνω τοῦ Πατρός ἤ εἰς
τάς χείρας τοῦ Υἱοῦ συμφωνοῦν ἡ Ἁγία
Γραφή καί ἡ ὀρθόδοξος παράδοσις.[37]
Ἡ
ἱστόρησις αὐτῶν τῶν τριῶν προσώπων εἰς ἑνιαίαν
εἰκόνα πιθανῶς,[38]
ἀρχήν εἶχε κατά πρῶτον εἰς βυζαντινά χειρόγραφα τοῦ 10ου αἰῶνος.[39] Ἡ
παράστασις αὐτή ἦταν ἡ λεγομένη κάθετος. Ἡ ἐπικρατοῦσα ὅμως ἀπεικόνισις τῶν τριῶν
προσώπων εἶναι ἡ ὁριζόντιος, τήν ὁποίαν καί προτάσσει καί ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ἐκ Φουρνᾷ, εἰς τό βιβλίον του
«Ἑρμηνεία
Ζωγραφικῆς Τέχνης»,[40]
ὡς ἀναφέρει καί ὁ ἐπίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ξενοφῶν
Παπαχαραλάμπους· ὁ ὁποῖος μάλιστα
τονίζει καί τήν συμφωνίαν τῆς εἰκόνος μέ τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθειαν τῆς Θ.
Γραφῆς: «Ἡ εἰκονογράφησις τῆς ἁγίας
Τριάδος ὑπό τοῦ Ἱερομονάχου Διονυσίου ἑδράζεται σταθερῶς, καθ’ ἡμᾶς, εἰς
τήν ἀποκεκαλυμμένην θείαν ἀλήθειαν,
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ὡς εἴδομεν, τῶν δύο δέ ἄλλων προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος
ὑπό τάς συμβολικάς παραστάσεις, τοῦ Πατρός
μέν ὡς παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ὑπό τήν μορφήν γέροντος συμφώνως πρός τό Δανιήλ 7, 9-10, ἄν καί τό ἐδάφιον ἑρμηνεύεται
πρωτίστως χριστολογικῶς ἐν ἀναφορᾷ εἰς τήν κρίσιν ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά
τήν Β΄ Παρουσίαν αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς, τοῦ δέ ἁγίου
Πνεύματος ὡς περιστερᾶς συμφώνως
πρός τήν βιβλικήν διήγησιν τῆς
βαπτίσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τόν Ἰορδάνην
ποταμόν ὑπό Ἰωάννου Προδρόμου».[41]
Εἶναι
ἄξιον προσοχῆς, ὅτι πάντες οἱ προειρημένοι καθηγητές, ἄν καί ἔνιοι ἐξ αὐτῶν εἶναι
ἐπηρεασμένοι ἐκ τῶν ἀμφισβητούντων τήν ἱστόρησιν τῶν δύω ἐκ τῶν τριῶν προσώπων
εἰς τήν ἐν λόγῳ εἰκόνα, ἤ καί τοῦ Πατρός μεμονωμένως ἐνίοτε∙ ἐν τούτοις ἀποφαίνονται,
ὅτι αὕτη ἡ ἀπεικόνισις ἑδράζεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν καί ὄχι εἰς τήν φαντασίαν
τῶν ζωγράφων, ὅπως ἐμπαθῶς μᾶλλον καί ὄχι δεοντολογικῶς, διατείνονται οἱ
πολέμιοι αὐτῆς, γινόμενοι οὕτω βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως· καί ὅτι, μέ τήν τοιαύτην παράστασιν «ἀγόμεθα
εἰς τήν ἔννοιαν τῆς Ἁγίας Τριάδος».
11) Εἰκόνες καί τά πρωτότυπα
«Ἀλλά ὁ κανόνας
αὐτός (συνεχίζει
ὁ συγγραφεύς) ἀποτελεῖ ἕνα πρακτικό
κριτήριο βασισμένο στήν ἔννοια τοῦ πρωτοτύπου. Καί μάλιστα ἕνα κριτήριο πού τό
χρησιμοποιοῦσαν πολύ οἱ χριστιανοί προκειμένου νά κάνουν τή διάκριση ἀνάμεσα
στίς εἰκόνες καί στά εἴδωλα, τά ὁμοιώματα τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν ἦταν εἴδωλα ἐπειδή
ἦταν φανταστικά καί ψεύτικα. Ἦταν εἰκόνες χωρίς πρωτότυπα. Κάποιος ἅγιος συζητώντας
τό θέμα αὐτό μ’ ἕναν εἰδωλολάτρη, τοῦ εἶπε: “Ἐμεῖς κατασκευάζουμε εἰκόνες ἀνθρώπων
πού ὑπῆρξαν καί εἶχαν σώματα. Δέν κάνουμε τίποτε τό ἄτοπο ἀπεικονίζοντάς τους ὅπως
ἦταν στή ζωή. Δέν ἐπινοοῦμε τίποτε, ὅπως κάνετε ἐσεῖς”. (Ἰωάννου, Ἐπισκόπου
Θεσσαλονίκης, ἕβδομος αἰῶνας). Τά λόγια τοῦ συμπυκνώνουν τό χριστιανικό
κριτήριο γιά τή διάκριση ἀνάμεσά σε εἴδωλα καί εἰκόνες. Αὐτά τά ἀρχαῖα μέτρα μᾶς
βοηθοῦν νά καταλάβουμε πώς εἰκόνες χωρίς πραγματικά πρωτότυπα δέν εἶναι εἰκόνες,
ἀλλά εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, πολύ πρίν ἀπό μας, ἔθεσε τό ζήτημα ὡς
ἑξῆς: “Ὁ κίνδυνος τῆς εἰδωλολατρίας προέρχεται καί ἀπό τά εἴδωλα ἀλλά καί ἀπό
τίς εἰκόνες”».
Ἀπό τά ἐπιχειρήματα πού παραθέτει βλέπουμε πώς μέ πονηρόν τρόπον ἀπομονώνει
ἀποσπάσματα ἀπό διάφορα ἀντιεικονομαχικά κείμενα Ἁγίων, παρουσιάζοντας αὐτά ὡς
συνηγοροῦντα δῆθεν μέ τάς ἰδέας του∙ τό ἐναντίον ὅμως φέρουν ἀποτέλεσμα, αὐτά
στρέφονται ἐναντίον του! Καί αὐτό θά τό ἀποδείξωμεν ἀμέσως μέσα ἀπό τά ἴδια τά
λόγια του.
Λέγει
λοιπόν, ὅτι ζωγραφίζομεν μόνον εἰκόνας ὅπου
ἔχουν πραγματικά πρότυπα, εἰδάλλως ἐκπίπτομεν εἰς εἰδωλολατρίαν!
Σκοπίμως
ὅμως κλείνουν τά αὐτιά τους (θά ἔλεγε δι' αὐτούς ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης) ὅσοι ὑποστηρίζουν αὐτά, διά νά μή διακρίνουν τήν αἰτία, διά τήν ὁποίαν
ἡ θεόπνευστος Γραφή ἀπαγορεύει τό ὁμοίωμα ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη μυθολογικῆς ἐμπνεύσεως
εἰκόνα. Διότι ἀκριβῶς ὁ λόγος ἐκεῖ ἀφορᾷ
τήν θεία φύση, ἐπειδή τό Θεῖον δέν ἔχει μέγεθος καί σχῆμα καί οὔτε τήν
παραμικράν ὁμοιότητα μέ κάποιαν εἰκόνα.[42]
Ἐρωτῶμεν
λοιπόν καί πάλιν∙ θεωρεῖ πραγματικόν πρωτότυπον δυνάμενον νά ζωγραφισθῇ μόνον ὅ,τι
ἔχει ὑπαρκτήν σωματικήν διάπλασιν∙ πρᾶγμα τό ὁποῖον ἐκ τῶν παρατιθεμένων ἀφήνει
νά ἐννοηθῇ; Τά συγκεκριμένα Σύμβολα τά ὁποῖα ἐμφανίσθησαν εἰς τάς ὀπτασίας τῶν
Προφητῶν καί παρίσταναν τόν Θεόν Πατέρα ὡς παλαιόν τῶν ἡμερῶν (ὅπως καί ὅλοι οἱ
Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν ἑρμηνεύσει), ἤ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει
περιστερᾶς, ἦταν ψεύτικες φαντασίες καί ἄμοιρα πρωτοτύπων; Διότι, ἐφ’ ὅσον ἀρνεῖται
νά τά ζωγραφίσῃ, οὕτω τά ἐννοεῖ καί ἀποδέχεται! Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί οἱ Ἅγιοι
Πατέρες ὅπου τήν ἀπήρτισαν, ἄλλην γνώμην ἔχουν: «Τῶν τάς προφητικάς ὁράσεις,
ὡς αὐτό τό Θεῖον αὐτάς ἐσχημάτισεν
καί διετύπου, εἰδότων καί ἀποδεχομένων
καί πιστευόντων, ἅπερ ὁ τῶν προφητῶν χορός ἑωρακότες
διηγήσαντο, καί τήν τῶν Ἀποστόλων καί εἰς Πατέρας διήκουσαν ἔγγραφον καί ἄγραφον
παράδοσιν κρατυνόντων, καί διά τοῦτο εἰκονιζόντων τά Ἅγια καί τιμώντων, αἰωνία ἡ μνήμη».[43] Τό ὁποῖον
ἐν ὀλίγοις θέλει νά εἰπῇ: Ὅτι ὅσοι ἀποδέχονται τάς ὁράσεις τῶν προφητῶν ὡς ἐσχηματίσθησαν
ἀπ’ αὐτό τό Θεῖον, καί τάς ἀποτυπώνουν διά τῶν Θείων εἰκόνων, ὄχι μόνον δέν κατακρίνονται, ἀλλά καί ἰδιαιτέρας εὐλογίας
μέτοχοι τυγχάνουν, ἐκ μέρους τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διά τῆς φράσεως «ΑΙΩΝΙΑ
Η ΜΝΗΜΗ». Καί αὐτοῦ λοιπόν τοῦ εἴδους
τάς προφητικάς ὁράσεις ὅπου προδιετύπωσεν τό Θεῖον, ἐθεώρησαν οἱ Πατέρες τῆς
Συνόδου αὐτῆς, ὡς παραστάσεις τῆς Ἁγίας
Τριάδος (τάς συγχρόνους τῆς ἐποχῆς των τουλάχιστον), τάς ὁποίας καί τιμοῦσαν
κατασπαζόμενοι. «Πιστεύοντες εἰς ἕνα Θεόν ἐν Τριάδι ἀνυμνούμενον, τάς τιμίας αὐτοῦ εἰκόνας ἀσπαζόμεθα»[44].
Ποίας; Αὐτάς ὅπου παρίσταναν διά τῶν προφητικῶν ὁράσεων τόν ἐν Τριάδι Θεόν! Εἶναι ξεκάθαρον!
Εἶναι
γεγονός, ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καί κυρίως μετά τήν εἰκονομαχικήν
περίοδον (Η' αἰ.) ἕνα μέρος τῆς διανοήσεως αὐτῆς (κυρίως εἰς τό ἀνατολικό τμῆμα
τῆς Αὐτοκρατορίας), διακατεχόταν ἕως ἕναν βαθμόν ἀπό μίαν συντηρητικότητα καί ἐπιφύλαξιν,
ὅσον ἀφορᾷ τό θέμα τῆς ἱστορήσεως τοῦ Θείου καί εἰδικότερα τοῦ Θεοῦ Πατρός ἤ
καί τῆς Ἁγίας Τριάδος γενικότερα· πιθανώτατα πρός ἀποφυγήν νέων θεολογικῶν
διενέξεων, λόγῳ τῆς ἀνεπάρκειας ὁρισμένων πού ἀδυνατοῦσαν νά ἐμβαθύνουν πλήρως
εἰς τήν θεολογίαν τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων. Ὑπάρχει ὅμως μία οὐσιώδης διαφορά μεταξύ τῶν
σημερινῶν ἀρνητῶν τῶν εἰκόνων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί αὐτῶν ὅπου ἦταν κατά
κάποιον τρόπον ἐπιφυλακτικοί. Ἐκεῖνοι οὐδέποτε χαρακτήρισαν εἰδωλολατρία τήν ἱστόρησιν
αὐτήν, οὔτε τούς ἀποδεχομένους αὐτήν ὡς περιπίπτοντας εἰς εἰδωλολατρίαν, εἰς ἀντίθεσιν
μέ τούς σημερινούς, ὅπου ὄχι μόνον οὕτω φρονοῦν, ἀλλά προβαίνουν καί εἰς
καταστροφάς καί βεβηλώσεις τῶν ἱερῶν αὐτῶν εἰκόνων (ὑπερβαίνοντες ἐνίοτε καί
τόν ζῆλον τῶν παλαιῶν εἰκονομάχων), ἔχοντες μάλιστα τήν ἐντύπωσιν ὅτι
διαπράττουν θεάρεστον ἔργον! Χαρακτηριστικόν παράδειγμα τά γεγονότα εἰς τήν Μονήν τῆς Κερατέας.
Καί
συνεχίζει ὁ νεοεικονομάχος συγγραφεύς μέ περισσή ἐμμονήν: «Ἐξ’ ὁρισμοῦ, εἰκόνες τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ ὑλική
μορφή χωρίς νά ὑπάρχει τό πρωτότυπο κάποιας ἀληθινῆς σωματικῆς φύσης, γίνονται
εἴδωλα καί ἡ προσκύνησή τους εἰδωλολατρία».
Ἡ
ἀπόδοσις ὑπό τῶν νεοεικονομάχων τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν εἰδώλων εἰς τάς ἱεράς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί τήν πρᾶξιν
τῆς προσκυνήσεως αὐτῶν ὡς εἰδωλολατρίαν ἀποτελεῖ ἀπό μόνη της μεγίστη βλασφημία!!!
Ἡ
κατηγορία ἐναντίον τῶν ἀποδεχομένων τάς ἱεράς
εἰκόνας ἐπί εἰδωλολατρίᾳ δέν εἶναι
κάτι καινούργιο∙ τήν συναντοῦμε πρωτίστως εἰς τούς παλαιούς ἐκείνους Εἰκονομάχους τοῦ 8ου αἰῶνος. Ἦταν μία
κατηγορία ἡ ὁποία εἰς τό ἄκουσμά της κατατρομοκρατοῦσε τούς ἁπλοϊκούς πιστούς,
οἱ ὁποῖοι ἀπό τόν φόβον αὐτῆς συνέρρεον εἰς τάς τάξεις τῶν Εἰκονοκλαστῶν.
Γινόταν δέ περισσότερον πιστικοί, διότι παρουσίαζαν διάφορα ἁγιογραφικά ἐδάφια ἀφορῶντα
τά εἴδωλα τῶν Ἐθνικῶν πού τά ἀπέδιδαν εἰς τάς ἱεράς εἰκόνας! Οἱ Εἰκονομάχοι διά
τήν παραπλανητικήν αὐτήν τακτικήν τους καί διά τούς βλασφήμους χαρακτηρισμούς ὡς
εἴδωλα ἐναντίον τῶν εἰκόνων, Ἀνεθεματίσθησαν! «τοῖς λαμβάνουσι τάς παρά τῆς
θείας Γραφῆς ῥήσεις, τάς κατά τῶν εἰδώλων, εἰς τάς σεπτάς εἰκόνας, ΑΝΑΘΕΜΑ...
τοῖς ἀποκαλοῦσι τάς ἱεράς εἰκόνας εἴδωλα
ΑΝΑΘΕΜΑ...».[45]
Τά
Ἀναθέματα αὐτά εἶναι διαχρονικά καί ἐπικρέμανται
εἰς ὅσους καί σήμερον ἀκόμη συνεχίζουν ἀμετανόητοι νά διαβάλλουν τάς σεπτάς εἰκόνας
συκοφαντοῦντες αὐτάς ὡς εἴδωλα! Τό ἴδιον Ἀνάθεμα
βεβαίως ἰσχύει (κατά τούς αὐτούς Πατέρας) καί διά ὅσους γνωρίζουν τάς κακοδοξίας τῶν εἰκονομάχων καί
μέ ἀδιαφορίαν ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικῶς
μέ αὐτούς! «τοῖς κοινωνοῦσι ἐν γνῶσι τοῖς ὑβρίζουσι καί ἀτιμάζουσι τάς σεπτάς εἰκόνας
ΑΝΑΘΕΜΑ».[46]
Κατά
τόν ἁγιώτατον Πατριάρχην Ταράσιον,
δέν ὑπάρχει κάτι πιό βέβηλον ἀπό τό νά λέγῃ κάποιος πώς εἰδωλολατροῦν οἱ
Χριστιανοί, ἐξ αἰτίας τῆς προσκυνήσεως τῶν σεπτῶν εἰκόνων: «... τί βεβηλώτερον, ἤ καινοφωνότερον τοῦ λέγειν Χριστιανούς εἰδωλολατρῆσαι;».[47] Ἄς
εἴμεθα λοιπόν πιό προσεκτικοί εἰς τάς διατυπώσεις μας!
12) Σύγχυσις τοῦ πρωτοτύπου μέ τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου
Δυστυχῶς
ὁ ἐν λόγῳ συγγραφεύς τελείως ἀποθρασυνθείς, ἐπιμένει νά ἔχῃ τήν τάσιν νά
διορθώνῃ τόν ἴδιον τόν Θεόν!!! Τά ἐρωτήματα ὅπου μέ τήν ξεκάθαρη ὑποβολή τοῦ Πονηροῦ θέτει, ἀποτελοῦν ἀπό μόνα τους ἀσύστολες βλασφημίες εἰς βάρος τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος καί προνόησε διά μεσου τῶν ὁραμάτων
τά συγκεκριμένα Σύμβολα· τά ὁποῖα ἀσφαλῶς καί δέν ἀποτελοῦν πιστά ὁμοιώματα τῆς Φύσεως τοῦ Θεοῦ (ὅπως ἀδίκως καί
τελείως συκοφαντικῶς κατηγορεῖ), ἀλλ’
ἁπλῶς Συμβολικές ἀπεικονίσεις κάποιων ἰδιοτήτων
τοῦ Θεοῦ.
«Μέ τό ἴδιο κριτήριο, εἰκονογραφήσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός
μέ τή μορφή γέρου ἀνθρώπου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ μορφή περιστεριοῦ, δέν ἔχουν
πρωτότυπα. Δέν ἀντιστοιχοῦν σέ τίποτε. Ἡ μόνη ἐνσάρκωση πού ἔγινε ἦταν τοῦ
Χριστοῦ. Πῶς πῆρε τό Ἅγιον Πνεῦμα τή φύση ἑνός πουλιοῦ; Τολμᾷ κανείς νά
συλλογιστεῖ ποιά ἦταν ἡ φύση τῆς μητέρας τοῦ περιστεριοῦ; Ποῦ βρίσκεται σήμερα
τό περιστέρι; Πότε γεννήθηκε ὁ Πατήρ σάν ἄνθρωπος; Ποιά ἦταν ἡ μητέρα Του; Μέ
ποιό τρόπο ἔγινε ἡ σύλληψή Του; Εἶχε γιά μητέρα μιά θνητή; Βλέπετε πώς ὁ ἀνθρωπομορφισμός
ὁδηγεῖ στόν παγανισμό καί στούς μύθους; Ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός εἶναι ἐξ’ ὁλοκλήρου
φανταστική καί ψεύτικη. Καί ἀφοῦ ἡ προσκύνηση μεταφέρεται στό πρωτότυπο, τί
συμβαίνει ὅταν δέν ὑπάρχει πρωτότυπο; Παραμένει ἡ προσκύνηση στό ξύλο καί στή
μπογιά; Αὐτό δέν εἶναι καθόλου κενό ἐρώτημα».
Ἐξ
ὅλων αὐτῶν βλέπομεν, ὅτι περιπίπτει συνεχῶς εἰς τό ἴδιον σφάλμα∙ νά μήν μπορῇ δηλαδή νά διακρίνῃ τήν Θείαν Οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἀπό τάς Συμβολικάς Του ἐμφανείας, ὅπου ἐνεργοῦνται
καί εἶναι ἀπόρροια τῆς θείας Δόξης Του, δηλαδή τῆς θείας ἐνεργείας Του. Ὅπως
καταγράψαμε καί εἰς ἕτερον πόνημα κατά τό παρελθόν, φρονοῦμεν, ὅτι πᾶσα ἡ
παραπληξία των αὕτη, αἰτίαν ἔχει, ἄν μή τι ἄλλον, τήν σύγχυσιν μεταξύ Οὐσίας
καί Θείας Ἐνεργείας, τάς ὁποίας ὡς ἕνα ἐκλαμβάνουν, διό καί πάσας τάς ἐκφάνσεις
καί συμβολικάς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ, εἰς τήν πρώτην αἰτίαν, δηλαδή, εἰς τήν
Θείαν Οὐσίαν ἀποδίδουν, καί ὄχι εἰς τήν φυσικῶς
καί οὐσιωδῶς προερχομένην ἐξ αὐτῆς Θ. Ἐνέργειαν.
Ποιοῦντες οὕτως, «γυμνήν τήν
λέξιν τῆς Ἐνεργείας» (Δηλαδή,
μή ἔχουσα οὐδένα σημαινόμενον), κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν,[48]
ἐπειδή κατά τόν αὐτόν ἅγιον «ἄλλο μέν οὐσία,
ἄλλο δέ πρόοδος, εἴτουν ἐνέργεια ἤ θέλημα ἐπί Θεοῦ, καίτοι εἷς ἐστι Θεός...».[49]
Τό ὁποῖον θέλει νά πῇ, ὅτι ἄν καί ὁ Θεός εἶναι ἕνας, εἶναι ὅμως διαφορετική ἡ
Θεία Αὐτοῦ Οὐσία ἀπό τήν πρόοδον, δηλαδή ἀπό τήν Θείαν Ἐνέργειαν ἤ θέλημα τοῦ
Θεοῦ τήν ὁποίαν καί Σύμβολον ἀλλοῦ ὀνομάζει
. Πρᾶγμα τό ὁποῖον ἔπαθεν ὁ αἱρετικός Σαβέλλιος,
ὁ ὁποῖος τάς διακρίσεις ἐπί τοῦ Θεοῦ, διά
τῶν ἑαυτοῦ ὀνομάτων ἀπέρριπτε˙ διό
καί ὁ θεῖος Παλαμᾶς, μᾶς προτρέπει ἐπί τό αὐτό:
«μηδέ Σαβέλλιος ἄλλος τρόπον ἕτερον τά ὀνόματα ἐπί Θεοῦ πραγμάτων ἔρημα δοξάζων, ὡς καθ’ἑνός σημαινομένου πάντα, τῆς οὐσίας μόνης, ἐκλαμβάνων. Μή σύ γε ταῦτα πάντα
πάθοις.... ἀλλά πίστευέ μοι τόν αὐτόν διαιρετόν καί ἀδιαίρετον Θεόν, ἡνωμένον ἐν τῇ διακρίσει καί ἐν τῇ ἑνώσει διακεκριμένον,
ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ ἐν ταῖς προόδοις καί ἐν τῇ ἀκινησίᾳ ἀεικίνητον, ἀμερῶς
μεριζόμενον καί ὁλοσχερῶς μετεχόμενον κατά τήν
εἰκόνα τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος».[50] Τό ὁποῖον θέλει νά εἰπῇ, ὅτι
ἄν καί ὁ Θεός εἶναι ἕνας, εἶναι ὅμως διαφορετική ἡ θεία Αὐτοῦ οὐσία ἀπό τήν
πρόοδον, δηλαδή ἀπό τήν θείαν Αὐτοῦ ἐνέργειαν ἤ θέλημα Θεοῦ.
Οἱ δέ, μή ταῦτα ὁμολογοῦντες μέ λόγια καί
πράξεις «... ἀθεΐα περιπίπτουσιν,
ἀναιροῦντες τό εἶναι τόν Θεόν. (Καθότι) Οὐ
γάρ ἐστιν ἐνεργεῖν χωρίς ἐνεργείας, ὥσπερ οὐδέ ὑπάρχειν χωρίς ὑπάρξεως, τό
δέ ἀνενέργητον, καί ἀνύπαρκτον».[51] Περιπίπτουν δηλαδή εἰς ἀθεΐαν ἀναιροῦντες τήν ὕπαρξιν
τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή δέν γίνεται νά ἐνεργῇ τίς χωρίς νά ἔχῃ ἐνέργειαν, καθώς ἐπίσης
τό νά ὑπάρχῃ χωρίς νά ἔχῃ ὕπαρξιν, (διότι) τό ἀνενέργητον
εἶναι καί ἀνύπαρκτον.
13) Ἡ ἱστόρησις τῆς Περιστερᾶς καί τό πρότυπο
«Μία ὀπτασία, ὅπως αὐτή τῆς
περιστερᾶς κατά τή Βάπτιση (μᾶς λέγει ὁ συμπαθής συγγραφέας), δέν μπορεῖ νά εἶναι
ὑλικό πρωτότυπο».
Στήν
συγκεκριμένη ἀπεικόνισιν ‘’πρωτότυπον’’ εἶναι τό φανερούμενον ὑπό τοῦ Θεοῦ Σύμβολον, τό ὁποῖον καί ἐξεικονίζομεν. Δέν εἶναι ἀπαραίτητος ἡ ἰδία θέασις τῆς
Φύσεως τοῦ Θεοῦ ὥστε νά ὑπάρξῃ δυνατότητα ἐξεικονίσεως. Τό Σύμβολον ἀρκεῖ. Ἀλήθεια∙
κατά τήν Βάπτισιν τοῦ Κ.Η.Ι.Χ. ἠκούσθη ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ Πατρός λέγουσα∙ «οὗτός
ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3:17). Πῶς εἶναι δυνατόν
νά ἀκουσθῇ ἡ ἄκτιστος Θεϊκή αὐτή φωνή ἀπ’ ὅλους ἐκείνους τούς παρευρισκομένους ἀνθρώπους
διά τῶν αἰσθητῶν ὤτων; Πῶς ἐξεπέμφθη αὐτή ἡ φωνή∙ μήπως ὁ Θεός ἔχει ἀνθρωπίνας
φωνητικάς χορδάς καί στόμα, καί κατά συνέπειαν ἀνθρωπίνην φύσιν ὅπως δυνηθῇ τοῦτο;
Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Ὁ Θεός δέν ἔχει φωνή, οὔτε ὅρασιν, οὔτε ἀκοή, οὔτε καμίαν
ἄλλην αἴσθησιν, ὅπως τουλάχιστον τάς ἔχομεν ἡμεῖς, ἀλλά τά πάντα ὁρᾷ, ἀκούει
καί αἰσθάνεται μέ τόν ἰδικόν Του ἁρμόζοντα εἰς τήν Φύσιν Του τρόπον. Ἐν
κατακλείδι∙ ἡ φωνή αὐτή ἦταν κτιστή ἤ ἄκτιστος; Ἐρωτῶμεν!
Ἐπίσης∙
Διά τί ἡ ἀπεικόνισις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
ὡς περιστερᾶς ἀποτελεῖ εἰδωλολατρία ὅταν ζωγραφίζεται εἰς τήν εἰκόνα τῆς ἁγίας
Τριάδος καί ὄχι εἰς τήν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως, ἀφοῦ καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις ἀφορᾷ
ἀπεικόνισιν μέ ὑλικήν μορφήν χωρίς νά ἔχῃ πρότυπον κάποιας σωματικῆς ὑλικῆς
φύσεως; Μήπως λοιπόν ὁ στόχος τους δέν εἶναι ἡ νομιμότητα τῆς εἰκονογραφήσεως αὐτῆς,
ἀλλά αὐτό τό κήρυγμα τῆς τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, ὅπου τρανῶς διαλαλεῖται μέσα ἀπό
τήν Συμβολικήν ἀπεικόνισίν Του;
Τά
τῆς Συμβολικῆς ἐμφανίσεως καί τοῦ τρόπου ἐμφανείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει
περιστερᾶς ἀναπτύσσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰς τόν Ζ΄ Ἀντιρρητικόν
αὐτοῦ λόγον ἐναντίον τοῦ αἱρετικοῦ Ἀκινδύνου∙
ἰδού πώς τοποθετεῖται ἐν περιλήψει τοῦ ὅλου κειμένου:
«Δια
ποῖον λόγον (ἐρωτᾷ τόν Ἀκίνδυνον)
προβάλλει ὡς ἐπιχείρημα τό εἶδος τῶν
γλωσσῶν καί τῆς περιστερᾶς ἐναντίον τῆς λαμπρότητος τοῦ Θεοῦ; Διότι κανείς
μέχρι τώρα δέν ἐσκέφθη νά πῇ ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέχει παντοτινά αὐτήν τήν
μορφήν... πῶς λοιπόν ἡ καρδία βλέπει σχήματα καί τύπους καί εἶδος περιστερᾶς
καί γλωσσῶν; Ἐμεῖς πιστεύομεν λέγει ὁ Ἅγιος, ὅτι οἱ Προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι καί
πολλοί ἀπό τούς μεταγενεστέρους εἶδαν ὄχι
μόνον μέ τήν καρδίαν τους ἀλλά καί μέ τούς ὀφθαλμούς, ὄχι μόνον τέτοια, ἀλλά
καί ὑψηλότερα ἀπ’ αὐτά. Καί ἄν ἐρωτοῦσε κανείς, πως, ἐμεῖς θά τοῦ ἀπαντούσαμε
μαζί μέ τόν θεῖον Χρυσόστομον ταῦτα:
«δέν γνωρίζομεν, ἄν ὅμως θέλῃ νά μάθῃ, πώς εἶδαν, ἄς γίνῃ καί αὐτός προφήτης∙
διότι αὐτά τά πράγματα μαθαίνονται μέ τήν πεῖραν». Λέγομεν λοιπόν, ὅτι μέ ἄλλους ὀφθαλμούς εἶδαν, ὄχι μέ τήν ἀνθρωπίνην
ἀντιληπτικήν δύναμιν, ὅτι διά τοῦ Πνεύματος ἔβλεπαν. Διότι τοῦτα δέν εἶναι
λόγια φυσικῆς ἀκολουθίας ἀλλά πίστεως.
Ἐπί πλέον (συνεχίζει ὁ Ἅγιος) γνωρίζοντας,
ὅτι καί τά θεῖα ἐκεῖνα θεάματα εἶναι ἄρρητα,
ἐκλαμβάνομεν θεοπρεπῶς τά λεγόμενα κατανοώντας ἀπό αὐτά ὑψηλότερον νόημα. Διότι
τό Θεῖον Πνεῦμα δέν εἶναι πραγματικῶς
λέων καί βοῦς ἐπάνω εἰς τόν οὐρανόν, οὔτε γλῶσσα ἤ περιστερά, πρίν ἐμφανισθῇ
ἤ μετά τήν παρομοίαν ἐμφάνισίν του.
Ὅποιος καί ἄν ἦταν
ὅμως ὁ τρόπος τοῦτος ὅπου παρεστάθη εἰς τόν θεόπτην ἡ ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος, δέν ἔχει τίποτε τό παραπλήσιον πρός τήν ἐνανθρώπησιν
τοῦ Λόγου. Διότι τοῦτος ἔγινε σάρξ, ἀλλά τό Πνεῦμα δέν ἔγινε∙ καί ἡ μέν
περιστερά ἔγινε Σύμβολον, ἀλλ’ ὄχι σῶμα τοῦ Πνεύματος, ἐνῷ τό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ ἔγινε πράγματι σῶμα Θεοῦ, ἀλλ’ ὄχι
Σύμβολον, καί μάλιστα τέτοιο, ὥστε νά φανῇ μέν, νά μήν εἶναι ὅμως, ὅπως ἡ
Συμβολική περιστερά».[52]
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν ὑπενθυμίζομεν εἰς τούς ἀντικειμένους,
περί τοῦ θέματος πού προέκυψε κατά τήν διάρκειαν τῆς Ε΄ Πράξεως τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σχετικῶς μέ
κάποιον Πέρσην ἐπίσκοπον Ξεναΐαν, ὁ ὁποῖος
ἔλεγεν, ὅτι εἶναι νηπιῶδες νά σχηματίζωμεν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς∙
ὡσαύτως καί διά τούς Ἀγγέλους. «Μή γάρ θεμιτόν ἔλεγεν ὁ Ξεναΐας, ἀσωμάτους
ὄντας ἀγγέλους[53]
σωματοποιεῖν, καί ὡς ἐν μορφαῖς ἀνθρωπίναις ὑπάρχοντας ἐνσωμάτους τυποῦν, ἀλλά
μήν μηδέ κᾀκεῖνο νομίζειν, τιμήν ἤ δόξαν ἐκνέμειν τῷ Χριστῷ τήν διά γραφῆς αὐτῷ τεχνιτευομένην εἰκόνα∙ εἶναι δέ μόνην αὐτῷ
προσδεκτήν εἰδέναι τήν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκύνησιν. καί μεθ’ ἕτερα∙ εἰδέναι
δέ λέγει κᾀκεῖνο, νηπιώδους εἶναι φρενός τό πλαστουργεῖν ἐν περιστερᾶς εἰδώλῳ τό πανάγιον
καί προσκυνητόν Πνεῦμα∙ καί τοι τῶν εὐαγγελικῶν οὐδαμῶς παραδεδωκότων
γραμμάτων, ὅτι γέγονε περιστερά τό ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλ’ ὅτι ἐν εἴδει περιστερᾶς ὤφθη
ποτέ∙ τό δέ οἰκονομικῶς, ἀλλ’ οὐκ οὐσιωδῶς οὕτω πῶς ἐφάπαξ φανέν οὐδαμῶς ἁρμόδιον
τοῖς εὐσεβοῦσι σώματος εἴδωλον ποιεῖν».[54]
Δηλαδή μᾶς λέγει, ὅτι ἄν καί ἀπό τά Εὐαγγέλια δέ μᾶς παρεδόθη, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα
ἔγινε περιστερά, ἀλλά ἐφανερώθη ἐν εἴδει περιστερᾶς, ὁ προειρημένος Ξεναΐας ἐπέμενε
αὐτήν τήν ἀπεικόνισιν νά τήν θεωρῇ ὡς νηπιώδη. Διότι δέν ταιριάζει εἰς τούς εὐσεβεῖς
αὐτό πού ἐφάνη οἰκονομικῶς καί ὄχι φυσικῶς-οὐσιωδῶς
νά τό κάνουν εἴδωλον! Διά τόν λόγον αὐτόν τῆς ἀρνήσεως τῆς ἱστορήσεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ὡς περιστερᾶς, ὑπό τοῦ Ξεναΐου,
μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι «ἡ ἁγία καί Οἰκουμενική Ζ΄ Σύνοδος ἀνεθεμάτισεν αὐτόν μετά τῶν ἄλλων εἰκονομάχων»∙
καί συμπεραίνει ἐν τέλει πώς, «ἐκ
τούτου συνάγεται, ὅτι κατά τήν Ζ΄ Σύνοδον[55]
πρέπει νά ζωγραφῆται αὐτό ἐν εἴδει
περιστερᾶς ὡς ἐφάνη».[56]
14) Πώς νοεῖται ἡ φράσις «πρόσωπον τοῦ Θεοῦ»
Δέν
ἠμποροῦμε νά φαντασθῶμεν πώς ὁ ὑποφαινόμενος συγγραφεύς εἶναι τόσο ἀμαθής, ὥστε
νά μήν γνωρίζει τάς γνώμας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπάνω εἰς τό
συγκεκριμένο ἁγιογραφικόν ἐδάφιον, ὅπου ὁμιλοῦν περί τοῦ τί ἐστι ΄΄πρόσωπον΄΄
θεοῦ! Εἶναι πραγματικῶς ὕποπτος αὐτή ἡ τακτική του καί μᾶς βάζει εἰς πολλάς
πονηράς σκέψεις... περί τοῦ ἀποβλεπομένου σκοποῦ του. Ἄς ἀφήσωμεν ὅμως τάς ὕβρεις
καί τούς ἐκφοβισμούς του καί ἄς ἐξετάσωμεν
τό πραγματικόν νόημα περί τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, συμφώνως μέ τούς
Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας.
«Πῶς τολμοῦν νά βγάζουν ψεύτη
τό Θεό πού εἶπε “Οὐ μή ἴδῃ ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου καί ζήσεται;” Σέ τί
διαφέρουν ἀπό τόν Ἄρειο καί τό Νεστόριο πού κι αὐτοί ἐπέμεναν στά λάθη τους;».
Προφανῶς ἡ Θεία Γραφή ὁμιλεῖ διά τήν Φύσιν
τοῦ Θεοῦ καί ὄχι περί τῆς Συμβολικῆς ἐμφανείας του εἰς τάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν,
ὅπου εἶδαν τόν Θεόν «πρόσωπον μέ πρόσωπον». Ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἔχομεν ἀπαντήσει
καί ἀλλοῦ καί ἴσως γίναμε ὀλίγον κουραστικοί∙ ἐνδεικτικῶς ὅμως ἐπαναλαμβάνομεν τά ἑξῆς:
Ἐάν ἡ θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατος, ὅπως
μᾶς λένε, πῶς τότε ἡ Γραφή λέγει: «μακάριοι
οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»;[57] Πῶς τό ὀψόμεθα
τόν Θεόν «πρόσωπον μέ πρόσωπον»;[58]
Καί «οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διά
παντός βλέπουσι τό πρόσωπον τοῦ Πατρός
μου ἐν οὐρανοῖς»; [59]
Πῶς ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐννοοῦν τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ; Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τόν
ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, ὥστε νά
φανῇ οὕτως ἡ ἀντιπατερικότητα τοῦ συγγραφέως: «Ἀλλά πρόσωπον
μέν τοῦ Θεοῦ ὁρώμενον ἐστίν ἡ κατά τήν ἐπί τούς ἀξίους ἐπιφάνεια καί ἐνέργεια
καί χάρις τοῦ Θεοῦ˙ τοῦ Αὐτοῦ δέ πρόσωπον
μηδέποτε ὁρώμενον, ἡ ὑπέρ πᾶσαν ἔκφανσιν καί ὅρασιν ἔσθ’ ὅτε (ἐνίοτε) λέγεται φύσις Θεοῦ».[60]
Λέγει δηλαδή ὁ Ἅγιος, ὅτι ὅταν
βλέπομεν τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμεν τήν Ἐνέργειαν καί χάριν τοῦ Θεοῦ, ὅπου
ἐπιφαίνεται εἰς τούς ἁγίους. Ὅταν δέ, λέγομεν, ὅτι τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀθέατον καί ἐπάνω ἀπό κάθε ὅρασιν καί
λόγον, τότε ἐννοοῦμεν περί τῆς φύσεως τοῦ
Θεοῦ.
15) Παρανοήσεων συνέχεια
«Δέν εἶναι
δυνατό (συνεχίζει
νά μᾶς λέγει ὁ συγγραφεύς) νά παραθέσουμε τά λόγια ὅλων τῶν πατέρων πού μίλησαν ἐνάντια
στίς εἰκόνες τῆς ἀόρατης Θεότητας. Θά παραθέσουμε μόνο τούς δύο κύριους ὑπερασπιστές
τῶν εἰκόνων πρός τό τέλος τῆς ἐποχῆς τῆς εἰκονομαχίας: “Κατασκευάζουμε τίς εἰκόνες
Του, ὄχι ὡς Θεό Λόγο, ἀλίμονο ἄν τό κάναμε, ἀφοῦ εἶναι ἀόρατος καί ἀπλησίαστος
καί ἀσχημάτιστος καί θά ἦταν μιά πράξη ἀκρότατης παραφροσύνης, ἀλλά σάν ἄνθρωπο,
ὅπως ἐμφανίστηκε ἀπό κάθε ἄποψη”. (Ἅγ. Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής) “Ἡ Ἁγία Τριάς μόνο δέ ζωγραφίζεται σέ εἰκόνα,
γιατί δέν εἶναι δημιούργημα, ἀλλά ὁ ἀκατασκεύαστος Θεός”. (Ἅγ. Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης)».
Εἶναι
χαρακτηριστικόν, ὅτι οἱ ἀρνητές τῆς εἰκόνος πάντοτε χρησιμοποιοῦν ἁγιογραφικά
χωρία ἤ Πατερικάς ἀναφοράς, οἱ ὁποῖες εἶναι παντελῶς ἄσχετες μέ τήν
συγκεκριμένην εἰκόνα πού πραγματευόμαστε ἐνταῦθα, ἀποδίδοντάς τα εἰς αὐτήν.
Προφανῶς, διότι δέν μποροῦν νά εὕρουν ἄλλας! Ὅλες οἱ ἀναφορές τους εἶναι ἀόριστες
καί γενικόλογες καί χρησιμοποιοῦνται ὅπως πάντα μέ πονηρία διά νά ἀποπροσανατολίσουν
τόν ἀναγνώστη. Τίποτε τό συγκεκριμένον. Ὅσων Πατέρων τούς λόγους καί ἄν ἐπικαλοῦνται
ὡσάν ἐπιχειρήματα (ὅπως τούς ἀνωτέρω δύο), κανείς ἐξ αὐτῶν δέν ὁμιλεῖ περί τῆς
μή δυνατότητας τῆς Συμβολικῆς ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά περί τοῦ ἀδυνάτου τῆς
ἱστορήσεως Αὐτοῦ ὡς πρός τήν Θείαν του Φύσιν. Ἐάν ὁ ἅγιος Θεόδωρος μέ αὐτό πού εἶπε πράγματι ἐννοοῦσε, ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς
δέν ἱστορεῖται Συμβολικῶς (καθώς φρονοῦν οἱ ἀρνητές τῆς εἰκόνος), καί ὄχι μόνον
ὡς πρός τήν Φύσιν (ὡς ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας), τότε θά ἀπέκλειε
καί τήν εἰκονογράφησιν τοῦ Χριστοῦ, καθώς
Οὗτος συμπεριλαμβάνεται εἰς τήν εἰκόνα ὡς τό δεύτερον πρόσωπον τοῦ
τρισυποστάτου Θεοῦ μέ τήν σωματικήν του μάλιστα ἐπί τῆς γῆς μορφήν. Πρᾶγμα ἀτοπώτατον
καί ξεκάθαρα εἰκονομαχικόν! Θά ἔπρεπε δηλαδή ὁ Ἅγιος νά διευκρινίσῃ ξεχωριστά
τό κάθε πρόσωπον πού δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά ἱστορηθῇ. Πρέπει λοιπόν νά
γνωρίζωμεν ὅλοι, ὅτι μέ τήν εἰκονικήν
περιγραφήν τοῦ Συμβόλου δέν συμπεριγράφεται καί ἡ θεία Οὐσία, ὅπως καί μέ τήν
περιγραφή τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ δέν συμπεριγράφεται καί ἡ Θεϊκή! Οἱ παλαιοί Εἰκονομάχοι κατηγοροῦσαν τούς Ὀρθοδόξους
πιστούς μέ τήν ἀνωτέρω μομφήν τῆς δῆθεν περιγραφῆς τῆς Θείας Φύσεως, διά μέσου
τῆς ἱστορήσεως τῆς προσληφθείσης τοῦ Χριστοῦ σαρκός, εἰς ἀντιδιαστολήν μέ τούς
σημερινούς πού λέγουν τά ἴδια διά τάς Συμβολικάς παραστάσεις. Ἔλεγαν λοιπόν: «Ἐποίησε γάρ ὁ τοιοῦτος (ὁ εἰκονόφιλος) εἰκόνα, ὀνομάσας Χριστόν∙ καί ἔστι τό,
Χριστός, ὄνομα Θεός καί ἄνθρωπος. λοιπόν καί εἰκών Θεοῦ καί ἀνθρώπου. καί λοιπόν
συμπεριέγραψε κατά τό δοκοῦν τῇ αὐτοῦ
ματαιότητι τό ἀπερίγραπτον τῆς θεότητος
τῇ περιγραφῇ τῆς κτιστῆς σαρκός, ἤ συνέχεε
τήν ἀσύγχυτον ἕνωσιν ἐκείνην, τῷ τῆς συγχύσεως ἀνομήματι περιπεσών, δύο
βλασφημίας ἐκ τούτου τῇ θεότητι προσάψας διά τῆς περιγραφῆς καί συγχύσεως. ταῖς
αὐταῖς οὖν καί ὁ προσκυνήσας βλασφημίαις
ὑποβέβληται...».[61]
Μᾶς λέγουν δηλαδή μέ ἁπλά λόγια οἱ Εἰκονομάχοι: Ἐζωγράφισε ὁ Εἰκονόφιλος μίαν εἰκόνα
καί τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Χριστός. Ἐπειδή ὅμως εἰς τόν Χριστόν ὑπάρχουν καί οἱ δύο
φύσεις, ἄρα αὐτός πού τόν ἐζωγράφισε περιέγραψε
εἰς τήν εἰκόνα καί τήν ἀνθρωπίνην καί τήν Θεϊκήν
Φύσιν! Συμπεριέγραψε λοιπόν κατά τήν περιγραφήν τῆς κτιστῆς φύσεως καί τό ἀπερίγραπτον
τῆς Θεότητος καί οὕτω συνέχεε τά δύο
φύσεις μεταξύ τους. Ἐκ τούτου μᾶς λέγουν γεννῶνται δύο βλασφημίες εἰς τάς ὁποίας
περιπίπτει καί αὐτός πού τάς προσκυνᾷ!
Μέ
αὐτοῦ τοῦ εἴδους λοιπόν τάς ἁπλουστεύσεις καί τά λογικά ἅλματα πολιτεύονται
δυστυχῶς καί οἱ σημερινοί ὁμόφρονές τους,
καταλήγοντες εἰς ἐξοργιστικά καί αὐθαίρετα συμπεράσματα, ἀφορῶντα τάς
βαλλομένας ὑπ’ αὐτῶν εἰκόνας, ἀλλά καί τήν ὀρθοδοξότητα τῶν προσκυνούντων αὐτάς.
Τήν πραγματικήν ὅμως πίστιν τῶν Πατέρων τήν ἀποδεικνύομεν περιτράνως μέ
πάμπολλες ἀναφορές ἀπό τούς λόγους τους εἰς τό παρόν πόνημα, καί δέν χωρᾷ οὐδεμία
παρερμηνεία καί διαστρέβλωσις τῶν λεγομένων τους ἀπό μέρους τῶν νεοεικονοκλαστῶν.
16) Καί πάλιν περί τῆς παλαιότητος τῆς εἰκόνος
Ἕνα ἀπό τά πλέον συχνά ἐπιχειρήματα πού
χρησιμοποιοῦν οἱ νεοεικονομάχοι ἐναντίον τῆς εἰκόνος τοῦ “συνθρόνου”, εἶναι καί
αὐτό πού ἀφορᾷ τήν παλαιότητα αὐτῆς. Δι' αὐτό
καί ὁ συγγραφεύς τοῦ πρός ἀναίρεσιν πονήματος
δέν ἀφήνει ἀνεκμετάλλευτον τήν εὐκαιρία νά τό παραθέσῃ, ἐπιστρατεύων
ταυτοχρόνως καί ὅλην τήν ἱκανότητά του εἰς τό νά παραποιῇ τά ἱστορικά δεδομένα.
Μᾶς λέγει λοιπόν: «Ἀπό τό δέκατο καί ἑνδέκατο
κιόλας αἰῶνα, τόσο στή Δύση ὅσο καί στήν Ἀνατολή, μερικά σχέδια καί μινιατοῦρες
σέ χειρόγραφα ἄρχισαν νά παριστάνουν τό Θεό Πατέρα καί τήν Ἁγία Τριάδα. Στήν Ἀνατολή,
γιά παράδειγμα, εἰκόνες τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐμφανίζονται σέ ἑλληνικά εὐαγγελιστάρια:
Κώδικας 587, φύλλο 3b, 34b (1059). Κώδικας 740, φύλλο 3ον, ἑνδέκατος αἰῶνας,
Μοναστήρι Διονυσίου, Ἅγιον Ὅρος. Ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, στή
βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ (MS. gr. 394, φύλλο 7). Στό χειρόγραφο αὐτό φαίνεται ὁ
Θεός Πατήρ καθισμένος, μέ τό Χριστό καθισμένο στήν ἀγκαλιά του καί τό Ἅγιο Πνεῦμα
σάν Περιστέρι στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν κάποιες διαφωνίες ἐδῶ ὅσον ἀφορᾷ
τό περιστέρι. Μερικοί εἰδικοί λένε, ὅτι αὐτό πού φαίνεται σάν περιστέρι δέν εἶναι
παρά ἕνα σημάδι καταστροφῆς σ’ ἐκεῖνο τό σημεῖο τῆς εἰκόνας. Οἱ ἱστορικοί της
τέχνης λένε ὅτι πρῶτο το Βυζάντιο ἐπηρέασε τούς Δυτικούς ὥστε νά ζωγραφίσουν εἰκόνες
τοῦ Πατρός καί τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁρισμένοι ἀντικρούουν λέγοντας ὅτι τά
“βυζαντινά” πρότυπά της Δύσης δέν ἦταν παρά δυτικῆς προέλευσης
“βυζαντινοποιημένες” εἰκόνες ἀπό τή Γαλλία καί τήν Ἰταλία. Πάντως οἱ εἰκόνες
πού ἀναφέρθηκαν στά παραπάνω χειρόγραφα, εἶναι πραγματικά Βυζαντινῆς
προέλευσης. Ὁπωσδήποτε ὅμως, ἡ συνηθισμένη ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος πού
χρησιμοποιεῖται σήμερα προέρχεται ἀπό τή Δύση. Στή Δύση ἐπίσης, σέ πολλά
χειρόγραφα συναντοῦμε παρόμοιες μινιατοῦρες. Οἱ μινιατοῦρες ὁδήγησαν σέ
μεγαλύτερες παραστάσεις μέ τό Θεό Πατέρα, γιά παράδειγμα ἡ “Δημιουργία” τοῦ
Μικελλάντζελο στήν Καπέλλα Σιξτίνα. Ἐπίσης μέ τήν Ἁγία Τριάδα, ὅπως “Ἡ στέψη τῆς
Παρθένου” τοῦ Καρράκι (δέκατος ἕκτος αἰῶνας) κ.ἄ. Γύρω στόν δέκατο ἕκτο αἰῶνα, ἡ
ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος (ὁ γέρος Πατήρ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τό περιστέρι)
διείσδυσε στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή».
Αὐτό εἶναι ἀσύστολον
ψεῦδος,
τό ὁποῖον μεταχειρίζονται κατά συρροήν καί ἀνερυθριάστως οἱ πολέμιοι τῆς εἰκόνος
γνωρίζοντες καλῶς, ὅτι ὀλίγοι θά ἐνδιαφερθοῦν διά νά ἐρευνήσουν εἰς βάθος τό
θέμα, πιστεύοντες ἀνεξετάστως καί ἁπλοϊκῶς
(ὅπως συμβαίνει καί εἰς ἄλλες περιπτώσεις ἄλλωστε) τά λεγόμενά τους. Οἱ ἀντιφάσεις
των εἶναι προφανεῖς! Τήν μιά λέγουν στηριζόμενοι εἰς ὁμόφρονάς τους, ὅτι οἱ εἰκόνες
τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ΄΄Βυζαντινοποιημένες΄΄,
ἕλκουσες τήν προέλευσίν τους ἀπό τήν Γαλλίαν καί Ἰταλίαν, ἤ ὅτι ἔχουν Βυζαντινήν προέλευσιν εἰς μίαν πρώιμον
ἐποχήν καί ἀπό τήν ἄλλην ἀποφαίνονται ὅτι ἔκαναν τήν ἐμφάνισίν τους εἰς τήν ἀνατολήν
μόλις τόν 16ον αἰῶνα! Εἰς τό
περισπούδαστον καί μνημειῶδες ὅμως βιβλίον ΄΄Ἀσύλητον Συμβολικόν Ἐγκόλπιον΄΄ εἰς τό κεφάλαιον ΄΄Κατά τίνα τρόπον ἤρχιζε νά ζωγραφίζεται ὁ Ἄναρχος
Πατήρ΄΄, ἀναγράφονται τά ἑξῆς σημαντικά: «...τῶν περισσοτέρων ξένων συγγραφέων ὧν μνείαν ποιοῦμαι εἰς τό πονημάτιόν
μου, ὡς Λατίνων, Γάλλων κτλ, τά συγγράμματα ὡς πρός τήν Ἀρχαιολογικήν
Χριστιανικήν Ἁγιογραφίαν εἰσίν ὡς ἐπί τό πλεῖστον πιστή ἀντιγραφή τῶν
Βυζαντινῶν Ἑλλήνων συγγραφέων. Διότι καί αἱ Περγαμηναί, καί αἱ μικρογραφίαι
τῶν διαφόρων Κωδίκων αἱ ἁρπαγεῖσαι ὑπό τῶν Λατίνων ἐκ τῶν βιβλιοθηκῶν τῆς
Κων/πόλεως καί τοποθετηθεῖσαι εἰς τήν μεγάλην βιβλιοθήκην τῆς Βιάννης, κατά τόν
ἀρχαιολόγον Nessel, ἦσαν ἔργα τῶν Βυζαντινῶν ἀνδρῶν τοῦ 6ου αἰῶνος... Ἐπίσης οἱ Φιλιππιανοί Κώδικες, καθώς καί οἱ
Βατικανοί Κώδικες τοῦ Κοσμᾶ Ἰνδικοπλεῦστε
τοῦ 7ου αἰῶνος καί οὗτοι Βυζαντινῆς προελεύσεως ἦσαν κατά τόν ἴδιον Garrucci: ‘ ''Istoria gell’ arte christiana nei prime otto seculo della chisa Prato -1872 tavola 124”. Ἐπίσης καί οἱ Συριακοί Κώδικες -6ου αἰῶνος- τῆς Λαυρεντιανῆς Βιβλιοθήκης τῆς Φλωρεντίας, εἰς τούς ὁποίους
ὑπάρχουν πολλαί παραστάσεις μικρογραφίας τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας, εἶναι
ἔργα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅστις τότε ἐπεκράτησεν ἐν τῇ Συρίᾳ, καί οὐχί τοῦ Παπισμοῦ διότι εἶναι γεγραμμένα ὑπό τοῦ
Καλλιγράφου Ραβούλα τοῦ τότε διδασκάλου τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν Συρίᾳ».[62]
Ἰδού
λοιπόν ἡ ἱστορική ἀλήθεια μέσα ἀπό τήν Χριστιανικήν Ἀρχαιολογίαν καί ὄχι ὅπως μᾶς
τήν παρουσιάζουν οἱ πολέμιοι τῶν ἱερῶν Εἰκόνων. Δέν εἶναι πλέον φανερόν ὅτι
παραπλανοῦν (μέ πλήρη ἐπίγνωσιν) τούς πιστούς μέ αὐτάς τάς στρεβλάς καί ἀνακριβεῖς πληροφορίας πού τούς παραθέτουν; Ἀσφαλῶς καί
δέν ὑπάρχει ἴχνος δεοντολογίας!
17) Τά περί καταδίκης
τῆς Ἱεράς Εἰκόνος ὑπό τῆς Ζ΄ Συνόδου
Τό
βασικότερο ἐπιχείρημα πού χρησιμοποιοῦν οἱ πολέμιοι τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνος, εἶναι
πώς ἡ ἱερά αυτή εἰκών δῆθεν ἔχει καταδικασθῇ ἐπισήμως ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία,
πρᾶγμα βεβαίως πού οὐδέποτε συνέβη. Εἰς τήν προσπάθειαν νά τρομοκρατήσουν τούς
πιστούς δέν διστάζουν νά ἐμφανίσουν τούς “εὐσεβεῖς τους πόθους” ὡς
πραγματικότητα! Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι διαφορετική!
«Σέ κάθε περίπτωση, οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν
στά μάτια τῶν ὀρθοδόξων ὅλο τό ἀπαιτούμενο κῦρος σέ θεολογικά ζητήματα. Ἡ Ἕβδομη
Οἰκουμενική Σύνοδος στερέωσε καί προφύλαξε τίς εἰκόνες ὄχι μονάχα ἀναθεματίζοντας
τήν εἰκονομαχία, ἀλλά ἐπίσης καί καταδικάζοντας τήν ἰδέα τῆς σχηματοποίησης τῆς
ἀόρατης καί ἄϋλης Τριάδος: “Ἡ φύσις τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς ἀνείδεος καί ἀόρατος,
οὐκ εἰκονίζεται... Ἀόρατος καί ἀπερίγραπτος ἡ θεία φύσις καί ἀσχημάτιστος...”
(Πράξεις Ἑβδόμης Οἰκ. Συνόδου)».
Εἶναι
φανερόν, ὅτι ὁ συμπαθής συγγραφεύς τοῦ πονήματος αὐτοῦ παρεκτρέπεται ἐκ τῆς
πραγματικότητος φανταζόμενος ἀπαγορεύσεις πού οὐδέποτε ἔγιναν! Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική
Σύνοδος ὅπως καί ἀλλοῦ ἀναφέραμε μακαρίζει
τούς τιμῶντας τάς ἁγίας εἰκόνας τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, θέτουσα ὡς βάσιν διά
τήν ἀποδοχήν τους τήν πίστιν εἰς τόν Τριαδικόν Θεόν: «Πιστεύοντες εἰς ἕνα Θεόν ἐν Τριάδι ἀνυμνούμενον, τάς τιμίας αὐτοῦ εἰκόνας
ἀσπαζόμεθα»[63]. Ἐπίσης
καί ἡ κατά τό 1554 ἐν Ῥωσσίᾳ Σύνοδος μετά βαρέων
ἐπιτιμίων καί δή τῆς ἀκοινωνησίας,
κανονίζει τούς ἀρνουμένους τήν Συμβολικήν ἐξεικόνισιν αὐτῆς. Προφανής λοιπόν ὁ σκοπόν του∙ ἡ
κατατρομοκράτησις τῶν ἀναγνωστῶν του.
Συμπεραίνομεν λοιπόν ἐκ τῶν ἀνωτέρω διά τούς
πολεμίους τῶν Συμβολικῶν ἐξεικονίσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος (καί ὄχι μόνον), ὅτι
διακατέχονται ἀπό ἕνα πνεῦμα οἰήσεως, λαλοῦντες μεγάλα καί πολλά, οἰκειοποιούμενοι
μάλιστα καί τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς καί παραδόσεις ὅπως αὐτοί θέλουν, ἐνῷ εἶναι ἐντελῶς ξένοι καί ἀντίθετοι πρός αὐτούς.
Ὑποκρίνονται μέ πανουργίαν ὅτι τούς φυλάττουν, ἐπικαλούμενοι αὐτούς ἁπλῶς ὡς ἕνα
παραπέτασμα μέ τό ὁποῖον καλύπτουν τήν ἀμάθειάν τους καί τάς κακοδοξίας των. Εἰς
τί ἄραγε διαφέρουν ἀπό τούς παλαιούς ἐκείνους Εἰκονομάχους τούς ὁποίους οἱ
Πατέρες τῆς Ζ΄ Συνόδους ἐχαρακτήριζαν ὡς: «...Ἀμαθές καί ἀπαίδευτον φρόνημα ἔχοντες, οὐδέ ἤσθοντο οἱ τῆς νεωτεροποιοῦ
κενοφωνίας θρυλλολέκται τῆς ἑαυτῶν παρεγράπτου οἰήσεως∙ καί παραπετάσματι
πανούργῳ ἐπισκιάσαι θέλοντες τό ἑαυτόν φρόνημα, γελοιότατόν τι ἐξ ἀπροσεξίας
πάσχουσιν, ἐπαινοῦντες πολλά καί μεγάλα τήν ἐκκλησιαστικήν θεσμοθεσίαν, καί
ταύτην ἀμείωτον φυλάττειν τάς ἁγίας ἕξ οἰκουμενικάς συνόδους, κἄν μή θέλωσι,,
συντίθεται. Καί ῥήμασι μέν σχηματίζονται τήν εὐσέβειαν, περί δέ τόν νοῦν
κακουργοῦσι. καί τοῖς χείλεσι ταύτην τιμῶσι, τῇ δέ καρδίᾳ πόρρω ἀπέχουσιν ἀπ’ αὐτῆς...».[64]
18) Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτου 1666
«Τό 1666, ἡ
Πανορθόδοξος Σύνοδος πού ἔγινε στή Μόσχα καταδίκασε καί ἀπαγόρευσε εἰδικά τίς εἰκόνες
τῆς Ἁγίας Τριάδος, τίς ἀπεικονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ κάθε μορφή, ὅπως ἐπίσης
καί εἰκονίσεις τοῦ περιστεριοῦ σέ εἰκόνες ἄλλες ἀπό αὐτές τῶν Θεοφανείων. Στή
Σύνοδο αὐτή παραβρέθηκαν περισσότεροι Πατριάρχες ἀπ’ ὅτι στήν Τρίτη, στήν
Τέταρτη, στήν Ἕκτη καί στήν Ἕβδομη Οἰκουμενική Σύνοδο».
Περί
τῆς Συνόδου αὐτῆς καί τῶν παρελκομένων της παραθέτομεν ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ βιβλίου
τοῦ ἱερομονάχου Χρυσοστόμου ἁγιορείτου,
Κατουνακιώτου, ΄΄Ἡ «σύγχρονη» ἔριδα περί
τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων΄΄: «Ἕνα ἀπό τά ἐπιχειρήματα
τῶν νεοεικονολόγων κατά τῆς συμβολικῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἀπόφασις
τῆς Ῥωσσικῆς Συνόδου τοῦ 1666 μ.Χ. Τήν Σύνοδον αὐτήν τήν συνεκάλεσε ὁ Τσάρος Ἀλέξιος
Μιχαήλοβιτς, διά νά καθαιρέσῃ τόν Πατριάρχη Νίκωνα, ἕναν ἀπό τούς λαμπροτέρους ἱεράρχες
πού ἐγνώρισε, ὄχι μόνον ἡ Ῥωσσία, ἀλλά καί ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία. Ἐπειδή ἡ
καθαίρεσις ἔγινε, ὅλως ἀδίκως καί παρανόμως, ἡ Σύνοδος αὕτη ἔχασε τό κῦρος της
καί σχολιάζεται δυσμενῶς ἀπό πολλούς Ἱστορικούς... (σ.σ. Εὐκόλως ἕκαστος
δύναται νά λάβῃ γνῶσιν διά τά ἀτοπήματα τάς ἀπρεπείας καί συνωμοσίας ὅπου
συνέβησαν κατά τήν διάρκειαν τῆς Συνόδου αὐτῆς ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ βιβλίου τοῦ
Θ. Βαλλιάνου, ΄΄Ἱστορία Ῥωσσικῆς Ἐκκλησίας΄΄ (Ἀθῆναι 1851).
...Ἀφήνοντας τήν κριτικήν τῶν ἱστορικῶν,
θά σχολιάσωμε τήν ἀπόφασιν αὐτῆς τῆς Συνόδου κατά τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Ἀνάρχου
Πατρός, διά τήν ὁποίαν οἱ νεοεικονολόγοι ἔχουν τήν Σύνοδον περί πολλοῦ: «ΝΑ΄ Ὁρίζομεν
δέ ἀπό του νῦν τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ πλέον μή ζωγραφίζεσθαι οὔτε εἰκονίζεσθαι,
διότι τόν Κύριον Σαβαώθ (ἤγουν τόν Πατέρα) οὐδείς εἶδε ποτέ φανέντα ἐν
σαρκί...». Οἱ πολέμιοι τῆς συμβολικῆς εἰκονογραφίας τοῦ Ἀνάρχου Πατρός δέν θά ἐπεκρότουν
τόσον τήν Σύνοδο διά τήν ἀπόφασιν αὐτήν, ἐάν ἐλάμβανον ὑπ’ ὄψιν τους καί τόν ὁρισμόν
ΝΒ' αὐτῆς τῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος διαλαμβάνει: «...Ὅμως ἐάν καί ὁ Προφήτης Δανιήλ
λέγῃ ὅτι εἶδε τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν καθήμενον ἐπί βήματος, καί ἐκεῖνο ὄχι
τόσον διά τόν Πατέρα γροικᾶται, ἀλλά καί διά τόν Υἱόν...». Δηλαδή ὁ ὁρισμός αὐτός
δέχεται καί τοῦ Θεοῦ Πατρός τήν ἐμφάνειαν εἰς τόν Προφήτην Δανιήλ. Ἔτσι
καταρρίπτεται καί ἀπό αὐτήν τήν Σύνοδον ὁ ἰσχυρισμός τῶν νεοεικονολόγων, ὅτι δῆθεν
δέν ἐμφανίσθηκε εἰς τάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν ὁ Ἄναρχος Πατήρ, εἰς τόν ὁποῖον
δικαιολογοῦν τήν ἄρνησιν τῆς εἰκονογραφίας Του.
Παρατηροῦμε ἀκόμη, ὅτι ὁ ὁρισμός πού
διαλαμβάνει τό ἄρθρον ΝΑ΄ τῆς Συνόδου τοῦ 1666 καί Ἀπαγορεύει τήν εἰκονογραφίαν
τοῦ Θεοῦ Πατρός, «διότι τόν Κύριον Σαβαώθ οὐδείς εἶδε ποτέ φανέντα ἐν σαρκί», δέν
εἶναι ὀρθός. Διότι, ἀφοῦ ἐδέχθη εἰς τό ἄρθρον ΝΒ' τήν ἐμφάνειαν τοῦ Θεοῦ
Πατρός, ἐξ ἀνάγκης ἔπρεπε νά παραδεχθῇ καί τήν συμβολικήν εἰκονογραφίαν Αὐτοῦ,
σύμφωνα μέ τόν ὁρισμόν τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τῆς εἰκονογραφίας τῶν
προφητικῶν ὁράσεων. Ἄλλωστε «ἐν σαρκί» (μέ φύσιν σαρκός) κανένα ἀπό τα θεία
Πρόσωπα δέν ἐμφανίσθηκε εἰς τάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν, ἀλλ’ ἐμφανίσθηκαν μέ
μορφή σαρκός (ἀνθρώπου), σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη οἱ νεοεικονολόγοι νά
δείξουν καί κάποια σοβαρότητα καί ἀντικειμενικότητα καί νά μή μονοπωλοῦν τάς ἀποφάσεις
τῶν Συνόδων καί Ἁγίων Πατέρων».[65]
Σημειωτέον, ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή τῆς
Συνόδου οὐδέποτε ἐτηρήθη καί ἐφηρμόσθη ὑπό τοῦ ποιμνίου καί τοῦ ὑπολοίπου
κλήρου, πρᾶγμα καταφανές καί ἀπό τοῦ ὅτι δέν ὑπῆρξε χρονικόν κενόν ἁγιογραφήσεως
τῆς εἰκόνος μετά τήν ἀπόφασιν τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου. Καταδικαστικές ἀποφάσεις
κατά τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἴχομεν καί κατά τό παρελθόν, ὄχι μόνον ἀπό τούς εἰκονομάχους
τοῦ 8ου αἰῶνος, ἀλλά καί πολύ παλαιότερα κατά τόν 4ον αἰῶνα, ὅταν «ἡ ἐν Ἐλιβερίτῳ τῆς Ἱσπανίας τῷ 305-306
συγκροτηθεῖσα Σύνοδος, διά τοῦ 36ου κανόνος αὐτῆς, ῥητῶς ἀπηγόρευσεν τήν ἐπ’ ἐκκλησίας
χρῆσιν τῶν εἰκόνων».[66]
Οὐδείς ὅμως ἐκ τῶν καλῶς φρονούντων πιστῶν ἠκολούθησεν ἤ ἔδωσε σημασίαν εἰς αὐτήν
τήν ἀπόφασιν, διό καί ἐλησμονήθη εἰς τά ἄδυτα τῆς ἱστορίας ὡς μηδέποτε
γινομένη! Οἱ δέ εἰκονομάχοι μάλιστα πρῶτοι ἐτόλμησαν καί ἀνεθεμάτισαν δι' Οἰκουμενικῆς
Συνόδου τούς εἰκονοφίλους ὀρθοδόξους,
θελήσαντες οὕτω νά προκαταβάλουν τόν ἀσθενῆ λογισμόν τῶν ἀδυνάτων προκαλώντας
τους φόβον. Πράγματι, ὁ πολύς ὄχλος (ὁ ἐκκοσμικευμένος)
τούς ἠκολούθησε, ὄχι ὅμως οἱ Ἅγιοι καί οἱ βαθέως πιστεύοντες χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι
ἀπαρνούμενοι ἀκόμη καί τήν ἰδίαν τους
ζωήν συνέχιζαν νά προσκυνοῦν μέ εὐλάβεια τάς ἱεράς εἰκόνας, συνήθειαν
τήν ὁποίαν παρέλαβαν ἀπό τήν παράδοσιν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀποποιούμενοι
τάς κενοφωνίας τῶν τότε νεωτεριστῶν εἰκονομάχων.
Ἐνῷ
ὅμως διαλαλοῦν τάς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς
Συνόδου τοῦ 1666 (!), ἐν τούτοις
σιωποῦν διά μίαν ἄλλην Ἱεράν Σύνοδον, ὅπου ἔλαβεν χώρα καί πάλιν ἐν τῇ Ῥωσσίᾳ
κατά τό ἔτος 1554 (τήν ὁποίαν πρό ὀλίγου
ἀναφέραμε) προεξάρχοντος τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας ἁγίου Μακαρίου. Εἰς τήν Σύνοδον αὐτήν ἐλήφθη ἀπόφασις ἄκρως ἀντίθετος
ἀπό τῆς μεταγενεστέρας, θέτουσα βαρύτατα ἐπιτίμια εἰς τούς ἀντιτιθεμένους τῆς
προσκυνήσεως τῆς Ἱεράς αὐτῆς Εἰκόνος καί
τῆς εἰκονογραφήσεως τοῦ Ἀνάρχου Πατρός.[67]
Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1780
Συνεχίζων
τό συκοφαντικόν του παραλήρημα ὁ ἐν λόγῳ συγγραφεύς, ἀναφέρεται καί εἰς τήν
Σύνοδον τοῦ ἔτους 1780 ἄς τόν ἀκούσωμεν:
«Τό 1780, ἡ
τοπική Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέ πρόεδρο τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ἀντιμετώπισε
κι αὐτή τό ἴδιο πρόβλημα καί καταδίκασε καί ἀπαγόρευσε τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας
Τριάδος μέ τό Θεό Πατέρα σάν γέρο ἄνδρα: “Ἀποφαινόμαστε συνοδικῶς ὅτι ἡ ὀνομαζόμενη
εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς πρόσφατη ἐπινόηση, εἶναι ξένη καί ἀπαράδεκτη γιά
τήν ἀποστολική καί καθολική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Διαδόθηκε στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἀπό τούς Λατίνους”».
Τήν
Σύνοδον ταύτην ἀνώφελα ἐπικαλοῦνται, διότι αὕτη ἠσχολήθη συγκεκριμένως μέ
Παπικάς νεωτέρας ἐξεικονίσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὄχι μέ τήν Ὀρθόδοξον, ὅπου
χρησιμοποιοῦμεν εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίαν. Τοῦτο εἶναι καταφανές ἐκ τῶν
λεγομένων τῆς ἀποφάσεως, ὅπου ὁμιλεῖ περί εἰκόνος προσφάτου ἐπινοήσεως, εἰς ἀντίθεσιν μέ τάς παμπαλαίους Ὀρθοδόξους.
Εἶναι γνωστόν, ὅτι αὐτές οἱ παραστάσεις ὅπου εἰκονίζουν Συμβολικῶς τήν Ἁγίαν
Τριάδα ἔφθασαν εἰς τήν Δύσιν κατά τούς μεταβυζαντινούς χρόνους τῆς Ἀναγεννήσεως
εἰς πολλάς ἀκρότητας. Αὐτάς τάς ἀκρότητας καταδίκασεν ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος τοῦ ἔτους
1780.[68] Σαφής εἶναι ὁ
Μοναχός Ἀρσένιος Κοττέας ὅταν ὁμιλεῖ διά τάς ἀκρότητας αὐτάς, εἰς τάς ὁποίας ἐπροχώρησαν
καινοτομοῦντες οἱ Παπιστές καί δή διά τήν εἰκόνα τῆς Στέψεως τῆς Παναγίας. «Ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ S.
Simpliciano τοῦ Μιλάνου, ἐν τῇ Ἁψῖδι τοῦ χοροῦ, ὁ Ampiogio Borgognone ἔκανε ἐν τοιχογραφίᾳ εἰκόνα ἐπιγραφομένην «Ἡ
Στέψις τῆς Μαρίας» παριστάνουσα
τόν μέν Θεόν Πατέρα ὡς Γέροντα μετά τῶν χειρῶν τεταμένων, καί σταυροειδοῦς αἴγλης∙
ἐπί τοῦ στήθους δέ φέροντα τό Ἅγιον Πνεῦμα∙ τόν δέ Χριστόν μετά τῆς Παναγίας ἔμπροσθεν
τοῦ Πατρός γονατισμένους∙ συνάμα δέ κρατοῦντα διάδημα καί θέτοντα αὐτό ἐπ’ τῆς
κεφαλῆς τῆς μητρός Του. Τοῦτ’ ἀκριβῶς τό εἶδος τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος «Ἡ
Στέψις τῆς Μαρίας» ὡς καί ἑτέραν τριπρόσωπον μέ μίαν κεφαλήν –δι’ ἥν κατωτέρω θά ὁμιλήσωμεν- ἔχων φαίνεται ὑπ’ ὄψιν του ὁ Πατριάρχης
Κων/λεως Σωφρόνιος ὁ Β΄ ἐξέδωκε τῷ 1776 τό κατά τῶν Κολλυβάδων
καί τῆς Ἁγίας Τριάδος Σιγγίλιον αὐτοῦ. Ἐν
ᾧ οἱ Ὀρθόδοξοι ἰδού πώς ζωγραφίζουσι τήν Στέψιν τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου (σ.σ.
παραθέτει τήν εἰκόνα). Αὕτη ἡ εἰκών εὕρηται τετυπωμένη εἰς ἐκκλησιαστικά
βιβλία τοῦ 16ου αἰῶνος».[69] Ἀπ’
ὅτι βλέπομεν ἡ Σύνοδος συνεκροτήθη δύο αἰῶνες
ἀργότερα. Εἶναι ξεκάθαρον λοιπόν, ὅτι ἡ καταδίκη ἀφοροῦσε ὄχι τήν Ὀρθόδοξον ἱστόρησιν,
ἀλλά τήν Παπικήν! Τό παρόν ὅμως θέμα
σχολιάζομεν ἐπισταμένως ἀνωτέρω.
19) "Ὁ ἑωρακῶς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα"
Καί ὅταν “εἰς
τά ἴδια ἦλθεν, οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον”. (Ἰω. α΄: 11) Ὁ Χριστός ὁ ἴδιος μας
ἔχει πεῖ πώς τόν Πατέρα Τόν γνωρίζουμε μόνο διά τοῦ Υἱοῦ: “Οὐχ ὅτι τόν πατέρα
τίς ἐώρακεν, εἰ μή ὁ ὧν παρά τοῦ Θεοῦ... ὁ μονογενής υἱός ὁ ὧν εἰς τόν κόλπον
τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο... Ἐγώ καί ὁ πατήρ ἕν ἐσμέν”. “Τοσοῦτον χρόνον
μεθ’ ὑμῶν εἰμί καί οὐχ ἔγνωκας μέ, Φίλιππε; ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα,
καί πῶς σύ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα;” (Βλέπε Ἰω. στ΄: 46, α΄: 18, ι΄: 30,
ἴδ΄: 9. Βλέπε ἐπίσης καί τήν παραπομπή (21) στή σελ. 59)».
Ἕνα
ἀπό τά πλέον παρερμηνευμένα ἁγιογραφικά
χωρία ἀπό τούς νέους αὐτούς ἐπιδόξους διορθωτές τῶν ΄΄κακῶς΄΄ κειμένων τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι καί τό γνωστόν εἰς ὅλους λόγιον τοῦ Κυρίου μας πρός τόν Ἀπόστολον Φίλιππον: «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε
τόν Πατέρα».[70] Ὅπως
ὅλα λοιπόν τά χωρία πού ἐπικαλοῦνται οἱ ἀντικείμενοι,
οὕτω καί αὐτό οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μέ τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος! Τόν λόγον αὐτόν
τόν εἶπεν ὁ Κύριος διά νά διορθώσῃ τήν ἐσφαλμένην τοῦ μαθητήν του γνώμην, ὅτι οἱ
Προφῆτες εἶδαν τόν Πατέρα κατά τήν Οὐσίαν Αὐτοῦ καί ὄχι ἀπό κάποια συγκατάβασιν.
Τί λέγουν ὅμως οἱ ἀντιφρονοῦντες; Ὁ Χριστός εἶπεν αὐτόν τόν λόγον εἰς τόν
Φίλιππον διά νά δείξῃ, ὅτι ὁ Πατέρας
θεωρεῖται μόνον διά μέσῳ τοῦ Υἱοῦ, ὁπότε κάθε προσπάθεια Συμβολικῆς ἀπεικονίσεως
–μορφοποιήσεως Αὐτοῦ εἶναι ὄχι μόνον ἀδύνατος, ἀλλά καί περιττή!
Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅμως εἶναι σαφέστατος εἰς αὐτό καί δέν χωρεῖ οὐδεμίαν
ἀμφιβολίαν! : «Τί Φίλιππος ζητεῖ ἰδεῖν; Ἄρα τήν σοφίαν τοῦ Πατρός; Ἄρα τήν ἀγαθότητα;
Οὐχί. Ἀλλά αὐτό τό τί ποτε ἐστίν ὁ Θεός, αὐτήν τήν Οὐσίαν. Πρός τοῦτο οὖν ἀποκρίνεται
ὁ Χριστός ‘‘ὁ ἑωρακώς ἐμέ...’’ ὅ δέ
λέγει τοιοῦτον ἐστιν, ὅτι οὔτε Ἐμέ, οὔτε Ἐκεῖνον δυνατόν ἰδεῖν».
Ἐσφαλμένως
λοιπόν ἐθεώρησεν ὁ Φίλιππος, ὅτι οἱ Προφῆται ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ εἶδον τόν
Θεόν Πατέρα μέ τήν Θείαν Αὐτοῦ Φύσιν, καί δή μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς! Καί
συνεχίζει ὁ ἅγιος: «Αὐτός δέ (ὁ
Φίλιππος) τοῖς τοῦ σώματος ὀφθαλμοῖς
τούτοις ἐβούλετο ἰδεῖν (Τόν Πατέρα), ἴσως
περί τῶν Προφητῶν ἀκούων ὅτι εἶδον τόν Θεόν. Ἀλλά συγκατάβασις ἦν ἐκεῖνα ὦ
Φίλιππε. Διά τοῦτο ὁ Χριστός ἔλεγε: ‘‘Θεόν οὐδείς ἑώρακεν πώποτε’’»[71]. Μέ
ἁπλᾶ λοιπόν λόγια μᾶς λέγει, ὅτι τί ἄραγε
ἦταν αὐτό πού ἐζητοῦσε νά ἰδῇ ὁ Φίλιππος; Μήπως τήν Σοφίαν τοῦ Πατρός, ἤ μήπως
τήν ἀγαθότητα; Ὄχι, ἀλλά αὐτό ὅπου εἶναι ὁ Θεός∙ τήν Οὐσίαν Αὐτοῦ! Δι’ αὐτό καί
τόν ἀποκρίνεται ὁ Χριστός, ὅτι ὁ αὐτός
πού εἶδε ἐμένα εἶδε καί τόν Πατέρα∙ κατ’ αὐτόν ὅμως τόν τρόπον πού ζητᾶς οὔτε ἐμένα,
οὔτε τόν Πατέρα δύνασαι νά ἰδῇς. Διά τοῦτο εἶπεν ὁ Χριστός, ὅτι οὐδείς
ποτέ εἶδεν τόν Πατέρα.
Ἀντίθετον ἑρμηνείαν μέ αὐτήν τῶν νέων
΄΄θεολόγων΄΄, μᾶς δίδει καί ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ͵ ἑώρακε τὸν Πατέρα͵ οὐ τὸν χαρακτῆρα͵ οὐδὲ τὴν μορφήν· καθαρὰ
γὰρ συνθέσεως ἡ θεία φύσις· ἀλλὰ τὸ ἀγαθὸν τοῦ θελήματος͵ ὅπερ
σύνδρομον ὂν τῇ οὐσίᾳ͵ ὅμοιον καὶ ἴσον͵ μᾶλλον δὲ ταὐτὸν ἐν Πατρὶ καὶ Υἱῷ
θεωρεῖται»[72].
Μετάφρασις: ΄΄Αὐτός πού βλέπει ἐμένα,
βλέπει καί τόν Πατέρα΄΄ ὄχι βεβαίως
τήν μορφήν καί τό πρόσωπον, διότι ἡ Θεία Φύσις εἶναι ἔξω ἀπό κάθε σύνθεσιν,
ἀλλά τήν ἀγαθότητα τῆς θελήσεως, ἡ ὁποία ἐπειδή συμβαδίζει μέ τήν Οὐσίαν εἶναι ὅμοια
καί ἴση, ἤ μᾶλλον ἀκριβῶς ἡ ἴδια εἰς τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν.
Ὁ
δέ θεῖος Κύριλλος λέγει: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ
ἑώρακε τὸν Πατέρα, ἐγὼ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν. Χαρακτήρ δέ ὁ θεῖος οὐ σωματικός͵ ἀλλ΄ ἐν δυνάμει καί δόξῃ τῇ θεοπρεπεστάτῃ. Τοῦτο δέ ἦν ἀκραιφνές
ἐν Χριστῷ»[73]. Δέν ἔχει λέγει τό Θεῖον σωματικά
χαρακτηριστικά, ἀλλά θεωρεῖται μέ τήν θεοπρεπῆ Δύναμιν καί Δόξαν. Αὐτό ἦταν φανερόν εἰς τόν Χριστόν.
Ἐπίσης
καί ὁ Μέγας τῆς Ἀλεξανδρείας φωστήρ Ἀθανάσιος,
δεικνύει τό πόσον γελοία καί ἀνόητος εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἐδαφίου αὐτοῦ ἀπό
τούς νεοεικονομάχους, ἐφόσον δι’ αὐτῆς ἐμπίπτουν εἰς ἐντελῶς βλάσφημα
συμπεράσματα˙ ἄς τόν ἀκούσωμεν: «ὅτε λέγει͵ Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ͵
ἑώρακε τὸν Πατέρα͵ τὴν θεωρίαν τῆς ἰδίας θεότητος λέγει. Οὐ γὰρ ὁ
ἑωρακὼς τὴν σάρκα͵ ἑώρακε τὸν Πατέρα· εἰ δὲ μὴ͵ καὶ Πόντιος͵ καὶ Ἡρώδης͵ καὶ οἱ ῥαπίσαντες͵ καὶ οἱ προσηλώσαντες δήμιοι͵ εὑρεθήσονται ἑωρακότες τὸν Πατέρα».[74]
Μᾶς
λέγει δηλαδή, ὅτι ὅταν ἡ Γραφή λέγει
πώς αὐτός πού εἶδε ἐμένα εἶδε καί τόν Πατέρα ἐννοεῖ τήν θέαν τῆς Θεότητος. Δέν εἶδε
τόν Πατέρα αὐτός πού εἶδε τήν σάρκα∙ εἰς διαφορετικήν περίπτωσιν ὁ Πόντιος
Πιλᾶτος, ὁ Ἡρώδης, οἱ ῥαπίσαντες καί οἱ δήμιοι ἦλθαν εἰς κατάστασιν νά ἰδοῦν
τόν Πατέρα!
Τό
τελικόν ὅμως ῥάπισμα τούς τό δίδει ὁ
Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύων ὀρθοδόξως τό ἐν λόγῳ χωρίον, μᾶς
λέγει: «Τοῦτο δέ ὅπου λέγει, εἶναι τοιοῦτον˙
ἐάν γνωρίζετε τήν φύσιν τήν ἰδικήν μου, καί τήν ἀξίαν, ἠθέλετε
γνωρίσει καί τήν τοῦ Πατρός... (καί πάλιν)... Δύνασαι δέ καί σαφέστατα νά τό νοήσῃς ἔτσι˙ ὁμοούσιος εἶμαι, λέγει, μέ
τόν Πατέρα, ἤγουν μιᾶς φύσεως˙ ἐκεῖνος λοιπόν ὅπου εἶδεν ἐμένα, ἤγουν ὁποῦ μέ ἐγνώρισεν ἐκεῖνο ὁποῦ εἶμαι, ἐγνώρισε
καί τόν Πατέρα˙ διότι ἐπειδή εἶναι
μία ἡ οὐσία, καί ἡ φύσις, μία εἶναι καί ἡ γνώρισις. Ἄς ντροπιασθῇ ὁ Ἄρειος ἀκούοντας
ὅτι, ὁ ἑωρακός ἐμέ, τουτέστιν ἐκεῖνος ὁποῦ ἐγνώρισε καί τόν Πατέρα, ἤγουν
κατάλαβε καί τήν θεότητα τοῦ Πατρός. Ἄς ντροπιασθῇ καί ὁ Σαβέλλιος ὁποῦ λέγει, ὅτι μία ὑπόστασις, καί ἕνα πρόσωπον εἶναι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός,
διότι ἰδού ὅπου ξεχωρίζει τά πρόσωπα ὁ Κύριος, καί ἄλλο πρόσωπον δεικνύει τοῦ
Πατρός καί ἄλλο τοῦ Υἱοῦ... Εἰς τόν
Πατέρα εἶναι ὁ Υἱός, ἐπειδή φαίνεται εἰς τήν οὐσίαν, ἤγουν τήν φύσιν ἐκείνου˙
καί πάλιν ὁ Πατήρ, εἰς τήν φύσιν τοῦ Υἱοῦ...».[75]
Οἱ
Πατέρες λοιπόν μᾶς λέγουν, ὅτι ὁ Πατήρ συμπροσκυνεῖται καί συνορᾶται διά τήν κοινήν Αὐτῶν Οὐσίαν καί ὄχι διά τήν
φανέρωσιν τῆς Ὑποστάσεως Αὐτοῦ.
Καταπέλτης ἐπισης εἶναι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅταν λέγει ὅτι:
«…ὁ Χριστός διαφέρει ἀπό τόν Πατέρα κατά τήν ὑπόστασιν… Καθώς καί ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά παρατηρήσουμε, πχ., τήν μορφήν τοῦ Πέτρου εἰς
τόν Παῦλον, οὔτε πάλι μπορεῖ
κανείς νά διακρίνῃ τήν μορφήν του Παύλου εἰς τήν μορφήν τοῦ Πέτρου.
Διότι τό ὅμοιον μέσα εἰς τό ὅμοιον φαίνεται, καί ἐκεῖνα πού δέν ἔχουν καμμία ὁμοιότητα
μεταξύ τους δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά φαίνωνται
τό ἕνα μέσα εἰς τό ἄλλο.[76] Διότι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ προσομοιάζει εἰς Αὐτόν τόν Χριστόν μόνον κατά τά
χαρακτηριστικά τῆς ὑποστάσεώς του,[77] καί ὄχι μέ τήν οὐσίαν. Μετ'
ὀλίγον δέ συνεχίζει: Κανείς δέν μπορεῖ
νά παρατηρήσῃ εἰς ἄλλην φυσιογνωμίαν, π.χ. τοῦ Θωμᾶ, τήν φυσιογνωμίαν κάποιου ἄλλου,
π.χ. τοῦ Λουκᾶ. Οὔτε πάλι μπορεῖ κανείς νά ἰσχυρίζεται ὅτι πράγματι εἶδε τόν
Λουκᾶ, ἐνῷ ἔχει ἀντικρύσει τόν Θωμᾶ. Διότι ἡ ὁμοιότητα ἀναγνωρίζεται εἰς ἐκεῖνα πού ἔχουν ἴδια χαρακτηριστικά καί ὄχι
εἰς ἐκεῖνα πού μεταξύ τούς διαφέρουν κατά τάς χαρακτηριστικάς ἰδιότητας. Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι καθ’ ὅλα ὅμοιον,
μετέχει καί ἐξ ὁλοκλήρου τῆς προσκυνήσεως. Καί εἶναι ὅμοιος καθ’ ὅλα ὁ Υἱός
πρός τόν Πατέρα ὅπως ἀκριβῶς καί ὁμοούσιος.
Εἶναι ἑπομένως καί ὁμοπροσκύνητος. Ἡ εἰκόνα ὅμως τοῦ Χριστοῦ προσομοιάζει
εἰς αὐτόν μόνον κατά τά χαρακτηριστικά τῆς ὑποστάσεώς του. Κατά τοῦτο
λοιπόν ἄς μετέχῃ καί τῆς προσκυνήσεώς του.[78]
Ἰδού
λοιπόν πάντες οἱ Πατέρες περί τῆς Οὐσίας
ἑρμηνεύουν, πώς ἀναφέρεται ὁ Κύριος. Πῶς λοιπόν ἐσεῖς ἐγνωρίσατε τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ, ὅταν τοιαύτη γνώρισις ἀπαιτεῖ
τήν γνῶσιν τῆς Θείας Οὐσίας!!! Διότι δι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν θέαν ὁμιλοῦν οἱ
Πατέρες καί ὄχι διά κάποιας ἄλλης μορφοποιημένης ἀποκαλύψεως τοῦ Πατρός! Ἡ χρῆσις
λοιπόν αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἀπό μέρους των μέ τήν σημασίαν ὅπου αὐτοί δίδουν ὑποκρύπτει
μέγιστον δόλον, ἀποβλέπουσα σαφῶς εἰς τήν παραπλάνησιν τῶν ἀναγνωστῶν! Πέραν
τούτου ὅμως ἡ ἐξήγησις πού δίδουν προσεγγίζει τάς δοξασίας τῶν αἱρετικῶν Σαβελλίου καί Μαρκέλλου, οἱ ὁποῖοι παρερμηνεύοντες τό ἐδάφιον αὐτό ἐπέφερον
σύγχυσιν εἰς τάς διακεκριμένας Θείας Ὑποστάσεις!
20) Ὁ Πατήρ κατά τήν Δημιουργίαν
Μία ἐπίσης ἄδικος καί ἀστήρικτος
κατηγορία εἶναι καί αὐτή, ὅπου θέλει τόν Πατέρα ἀπέχοντα ἀπό τά δρώμενα τῆς Δημιουργίας
τοῦ Κόσμου!!! Λέγει λοιπόν:
«Ὁ Χριστός εἶναι
ὁ ἄμεσος Δημιουργός τοῦ Ἀδάμ καί ὅλου τοῦ σύμπαντος. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, “ἡ Σοφία
καί ἡ Δύναμις τοῦ Θεοῦ”, ἕνα ἀπό τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐκτελεῖ τή μία
δημιουργική θέληση πού εἶναι κοινή καί στά Τρία Πρόσωπα: “Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο,
καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν” (Ἰω. α΄: 3). Ἡ ἰδέα αὐτή ξαφνιάζει
πολλούς ὀρθοδόξους, σάν νά πρόκειται γιά κάποια καινοφανῆ καί ἀντορθόδοξη
διδασκαλία, παρ’ ὅλον ὅτι ἐπαναλαμβάνουμε διαρκῶς τά ἴδια πράγματα στό Σύμβολο
τῆς Πίστεως λέγοντας “Δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο”».
Εἶναι ἄξιον ἀπορίας ἀπό ποῦ ἤντλησαν τοιαύτη
πληροφορίαν, ὥστε νά σπεύσουν τόσο προχείρως νά τήν προσάψουν εἰς τούς ὑπερασπιστάς
τῆς ἐπιμάχου εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀντιθέτως αὐτοί κατά τήν κατάθεσιν τῶν ἐπιχειρημάτων
τους ἐμφανίζουν τόν Υἱόν ὡς τόν μόνον λαβόντα μέρος εἰς τήν Δημιουργίαν, καθώς ὅλες
οἱ ἀναφορές τους δεικνύουν ἀποκλειστικῶς τό πρόσωπον Αὐτοῦ καί ὄχι καί τῶν ἄλλων
δύο προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος∙ ὡσάν νά ἐνήργει μόνος καί αὐτοβούλως!!! Τό ὁποῖον εἶναι βλασφημία καί αἵρεσις.[79]
Αὐτό τό πράττουν διότι δέν παραδέχονται οὐδεμίαν ἐμφάνισιν τοῦ Πατρός εἰς τήν
Παλαιάν Διαθήκην∙ ὅλες εἶναι κατ’ αὐτούς τοῦ Θεοῦ Λόγου! «πῶς οὗτοι ξένην τοῦ Πατρὸς τὴν κτίσιν εἰσάγουσιν; (ἀνερωτᾶται ὁ Μέγας Ἀθανάσιος!) εἰ δὲ κατὰ τὸν Ἰωάννην πᾶν τά περιλαβόντα καὶ λέγοντα ΄΄πάντα δι΄ αὐτοῦ ἐγένετο͵ καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν΄΄͵ πῶς ἂν ἄλλος εἴη ὁ δημιουργός͵ παρὰ τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ;»[80] Μέ ἁπλᾶ λόγια:
Πῶς
αὐτοί ἐμφανίζουν τόν Πατέρα ξένον (δλδ. ἀμέτοχον) ὡς πρός τήν δημιουργία τοῦ
κόσμου καί ἐμφανίζουν ἄλλον δημιουργόν, ἀπό τήν στιγμήν ὅπου καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης
εἰς τό Εὐαγγέλιόν του μᾶς λέγει πώς τά πάντα ἔγιναν ἀπό τόν Πατέρα καί τίποτε
δέν ἔγινε χωρίς Αὐτόν;
Ἡ
ἀλήθεια βεβαίως εἶναι ὅτι κατά τήν Δημιουργίαν ἔλαβον μέρος καί τά τρία
πρόσωπα, ἕκαστον μέ τήν ἰδικήν του συμβολήν, ὅπως μᾶς διδάσκουν καί οἱ θεοφόροι
Πατέρες μας. Ὁ δέ Θεός Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γράφει περί αὐτοῦ ὁ
καθ. Παν. Τρεμπέλας: «Ἐντεῦθεν ἐν τῇ Γραφῇ ἡ δημιουργία ἀποδίδεται
ἀδιαφόρως ἄλλοτε μέν εἰς τόν Πατέρα, ἄλλοτε δέ, ὡς εἴπομεν ἤδη, εἰς τόν Υἱόν,
καί ἄλλοτε τά εἰς τόν Πατέρα ἐν τῇ Π.Δ. ἀναφερόμενα ἐν τῇ Κ.Δ. ἐφαρμόζονται εἰς
τόν Υἱόν... Οὕτως ἐξ ἀρχῆς καί παρά τοῖς Πατράσι καί ἐκκλησιαστικοῖς συγγραφεῦσι
ἡ δημιουργία θεωρεῖται κοινόν ἔργον καί
τῶν τριῶν προσώπων ὑπό μέν τοῦ ἀπολογητοῦ Ἀριστείδου κηρυττομένου, ὅτι τά πάντα ἐγένοντο διά τοῦ Θεοῦ κτίστου
καί δημιουργοῦ «ἐν Υἱῷ μονογενεῖ καί Πνεύματι Ἁγίῳ», ὑπό δέ τοῦ Εἰρηναίου ἐπανειλημμένως
βεβαιουμένου, ὅτι πάντοτε παρά Θεῷ ὑπῆρχεν ὁ Λόγος καί ἡ Σοφία, ὁ Υἱός καί τό
Πνεῦμα, διά τῶν ὁποίων τά πάντα ἐλευθέρως
ἐποίησε καί οὐδενός ὁ Θεός προδέεται διά τοῦ Λόγου καί τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ
ποιῶν καί διαθέτων καί κυβερνῶν τά πάντα καί πάντων προϊστάμενος»[81].
Ἐπίσης καί ὁ θεῖος Φώτιος μᾶς
λέγει:» Πᾶσα μέν δημιουργία καί πᾶσα
πράξις, ἥν ἐνεργεῖν λέγεται μία τῶν ὑποστάσεων τῶν θεαρχικῶν, κοινόν ἔργον ἐστί καί τῶν ἄλλων».[82] Ὁ
δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
πλέον ἐναργῶς ἐπικυρώνει τάς ἀνωτέρω
θέσεις: «Κτίζει δὲ ἐννοῶν (ὁ Πατήρ)͵ καὶ τὸ ἐννόημα ἔργον ὑφίσταται λόγῳ συμπληρούμενον καὶ πνεύματι τε λειούμενον»,[83]
συμπληρούμενος
δέ καί ὑπό τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου, ὅστις
λέγει: καὶ ἐκ ταύτης τῆς τριάδος πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος τὰ πάντα κεκτίσθαι͵ οὐκ ὄντα ποτέ͵ οὔτε συνόντα τῷ θεῷ͵ οὔτε προϋπάρξαντα͵ γενόμενα δὲ ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι ἀπὸ πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος».[84]
Ἐν
κατακλείδι καί πάλιν ὁ θεῖος Δαμασκηνός: «Καὶ
γὰρ ὁ Πατὴρ τὸ πᾶν ἐργάσασθαι δύναται, καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον·
ἀλλ' ἐπειδὴ περὶ τοῦ Πατρὸς οὐδεὶς ἀμφιβάλλει, (ὅλοι
ἐκτός τῶν νέων εἰκονομάχων) τὸ δὲ
ἀμφίβολον ἦν περὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
ἁγίου Πνεύματος, παρείληπται ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ, ἵνα ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἀποῤῥήτων
ἐκείνων ἀγαθῶν, καὶ τὴν κοινωνίαν τῆς ἀξίας καταμανθάνωμεν».[85]
Ἐπιβεβαιώνουν
λοιπόν οἱ προαναφερθέντες Ἅγιοι ὅτι ἡ Κτίσις εἶναι κοινόν ἔργον καί τῶν τριῶν
προσώπων καί ὄχι τινός ἐξ αὐτῶν, τά ὁποῖα συνεπλήρωναν τό ἕνα τό ἄλλο κατά τήν
διάρκειαν τῆς δημιουργίας.
[1] Ἰωάννου Βράνου,
Θεωρία Εἰκονογραφίας, 1992.
[2] Αὐτόθι, σελ.
242.
[3] Πρακτικά Οἰκ.
Ζ΄ Συνόδου, τόμ. 3ος, σελ. 774.
[4] Αὐτόθι, σελ.
244.
[5] Αὐτόθι, σελ.
245.
[6] Ἱ. Πηδάλιον,
σελ. 317.
[7] Πρακτικά Οἰκ. Συνόδων, τόμ. 3ος,
σελ. 836.
[8] Κατά Γρηγορᾶ, λόγος Δ΄, 36.
[9] Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 856. καί Εὐσεβίου
Παμφίλου, Epistula ad
Constantiam Augustam
20.1545.38.
[10] Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων,
λόγος, 2, 3, 47.
[12] Αὐτόθι, 3, 1,
19.
[13] Αὐτόθι, 3, 1, 35.
[15] Joannes Chrysostomus, Expositiones in Psalmos, PG 55,
pg 243.
[16] Joannes Chrysostomus, Interpretatio in Danielem prophetam, PG 56, pg 232.
[17] Didymus Caecus, Fragmenta in Psalmos, 976, line 25.
[18] Μ. Ἀθανασίου, Περί κοινωνίας Πατρός, Υἱοῦ καί
Πνεύματος, 28.45.8.
[19] Severianus, De caeco
et Zacchaeo, PG 59. Volume 59, page 606.
[20] Theodoretus, Interpretatio in Danielem, PG 81. Volume
81, page 1421.
[21] Ἀποκ. α΄, 13-14. «εἶδον ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς, καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν· ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός».
[22] Αὐτόθι, ε΄, 6., «Καὶ εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν τεσσάρων ζώων καὶ ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον, ἔχων κέρατα ἑπτὰ καὶ ὀφθαλμοὺς ἑπτά, ἅ εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ ἀποστελλόμενα εἰς πᾶσαν τὴν γῆν καὶ ἦλθε καὶ εἴληφεν ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου. καὶ ὅτε ἔλαβε τὸ βιβλίον, τὰ τέσσαρα ζῷα καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, ἔχοντες ἕκαστος κιθάραν καὶ φιάλας χρυσᾶς γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσιν αἱ προσευχαὶ τῶν ἁγίων· καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τὸ βιβλίον καὶ ἀνοῖξαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους, καὶ ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, καὶ βασιλεύσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς».
[23] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Expositio fidei Section 11. Περὶ τῶν σωματικῶς ἐπὶ θεοῦ λεγομένων, «Ἐπεὶ δὲ πλεῖστα περὶ θεοῦ σωματικώτερον ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ συμβολικῶς εἰρημένα εὑρίσκομεν, εἰδέναι χρή, ὡς ἀνθρώπους ὄντας ἡμᾶς καὶ τὸ παχὺ τοῦτο σαρκίον περικειμένους τὰς θείας καὶ ὑψηλὰς καὶ ἀΰλους τῆς θεότητος ἐνεργείας νοεῖν ἢ λέγειν ἀδύνατον, εἰ μὴ εἰκόσι καὶ τύποις καὶ συμβόλοις τοῖς καθ' ἡμᾶς χρησαίμεθα. Ὅσα τοίνυν περὶ θεοῦ σωματικώτερον εἴρηται, συμβολικῶς ἐστι λελεγμένα, ἔχει δέ τινα ὑψηλοτέραν διάνοιαν· ἁπλοῦν γὰρ τὸ θεῖον καὶ ἀσχημάτιστον. Ὀφθαλμοὺς μὲν οὖν θεοῦ καὶ βλέφαρα καὶ ὅρασιν τὴν τῶν ἁπάντων ἐποπτικὴν αὐτοῦ δύναμιν καὶ τὸ ἀλάθητον τῆς αὐτοῦ γνώσεως ἐννοήσωμεν ἀπὸ τοῦ παρ' ἡμῖν διὰ ταύτης τῆς αἰσθήσεως ἐντελεστέραν γνῶσίν τε καὶ πληροφορίαν ἐγγίνεσθαι. Ὦτα δὲ καὶ ἀκοὴν τὸ ἐξιλεωτικὸν αὐτοῦ καὶ τῆς ἡμετέρας δεκτικὸν δεήσεως· καὶ γὰρ ἡμεῖς τοῖς τὰς ἱκεσίας ποιουμένοις διὰ ταύτης τῆς αἰσθήσεως εὐμενεῖς γινόμεθα γνησιώτερον αὐτοῖς τὸ οὖς ἐπικλίνοντες. Στόμα δὲ καὶ λαλιὰν τὸ ἐνδεικτικὸν τῆς βουλήσεως αὐτοῦ ἐκ τοῦ παρ' ἡμῖν διὰ στόματος καὶ λαλιᾶς σημαίνεσθαι τὰ ἐγκάρδια νοήματα. Βρῶσιν δὲ καὶ πόσιν τὴν ἡμετέραν πρὸς τὸ αὐτοῦ θέλημα συνδρομήν· καὶ γὰρ ἡμεῖς διὰ τῆς γευστικῆς αἰσθήσεως τὴν τῆς φύσεως ἀναπληροῦμεν ὄρεξιν ἀναγκαίαν. Ὄσφρησιν δέ, τὸ ἀποδεκτικὸν τῆς πρὸς αὐτὸν ἡμῶν ἐννοίας τε καὶ εὐνοίας ἐκ τοῦ παρ' ἡμῖν διὰ ταύτης αἰσθήσεως τὴν τῆς εὐωδίας ἀποδοχὴν ἐγγίνεσθαι. Πρόσωπον δὲ τὴν δι' ἔργων αὐτοῦ ἔνδειξίν τε καὶ ἐμφάνειαν ἐκ τοῦ τὴν ἡμετέραν ἐμφάνειαν διὰ προσώπου γίνεσθαι. Χεῖρας δὲ τὸ ἀνυστικὸν τῆς ἐνεργείας αὐτοῦ· καὶ γὰρ ἡμεῖς τὰ χρειώδη καὶ μάλιστα τιμιώτερα διὰ τῶν οἰκείων κατορθοῦμεν χειρῶν.
Δεξιὰν δὲ τὴν ἐπὶ τοῖς αἰσίοις αὐτοῦ βοήθειαν ἐκ τοῦ καὶ ἡμᾶς μᾶλλον ἐπὶ τῶν εὐσχημοτέρων καὶ τιμιωτέρων καὶ πλείστης ἰσχύος δεομένων τῇ δεξιᾷ κεχρῆσθαι. Ψηλάφησιν δὲ τὴν ἀκριβεστέραν αὐτοῦ καὶ τῶν λίαν λεπτῶν τε καὶ κρυπτῶν διάγνωσίν τε καὶ εἴσπραξιν ἐκ τοῦ παρ' ἡμῖν μὴ δύνασθαι τοὺς ψηλαφωμένους ἐν ἑαυτοῖς τι κρύπτειν. Πόδας δὲ καὶ βάδισιν τὴν πρὸς ἐπικουρίαν τῶν δεομένων ἢ ἐχθρῶν ἄμυναν ἢ ἄλλην τινὰ πρᾶξιν ἔλευσίν τε καὶ παρουσίαν ἐκ τοῦ παρ' ἡμῖν διὰ τῆς τῶν ποδῶν
χρήσεως ἀποτελεῖσθαι τὴν ἄφιξιν. Ὅρκον δὲ τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ ἐκ τοῦ παρ' ἡμῖν δι' ὅρκου τὰς πρὸς ἀλλήλους βεβαιοῦσθαι συνθήκας. Ὀργὴν δὲ καὶ θυμὸν τὴν πρὸς τὴν κακίαν ἀπέχθειάν τε καὶ ἀποστροφήν· καὶ γὰρ ἡμεῖς τὰ ἐναντία τῆς γνώμης μισοῦντες ὀργιζόμεθα. Λήθην δὲ καὶ ὕπνον καὶ νυσταγμὸν τὴν ὑπέρθεσιν τῆς κατὰ τῶν ἐχθρῶν ἀμύνης καὶ τὴν τῆς συνήθους πρὸς τοὺς οἰκείους βοηθείας ἀναβολήν. Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν πάντα τὰ σωματικῶς εἰρημένα ἐπὶ θεοῦ κεκρυμμένην ἔχει τινὰ ἔννοιαν ἐκ τῶν καθ' ἡμᾶς τὰ ὑπὲρ ἡμᾶς ἐκδιδάσκουσαν, εἰ μή τι περὶ τῆς σωματικῆς τοῦ θεοῦ λόγου ἐπιδημίας εἴρηται· αὐτὸς γὰρ πάντα τὸν ἄνθρωπον διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἀνεδέξατο, ψυχὴν νοερὰν καὶ σῶμα καὶ τὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἰδιώματα τά τε φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη».
[24] Χριστιανική Ἁγιογραφία,
σελ., 9-24.
[25] Νικηφόρου Καλογερᾶ,
Χριστιανική Ἀρχαιολογία, σελ. 107, ἐν Ἀθήνησι, 1902.
[26] Θ. Προβατάκη...
σελ. 117. Πρακτικά τῆς ἐν Ἀθήναις Χριστιανικῆς
Ἀρχαιολογικῆς
Ἑταιρείας ἔτους 1932, Ἀθῆναι 1988, σελ. 133.
[27] Θ. Προβατάκη...
σελ.117.
[28] Θ. Προβατάκη...
σελ.134.
[29] Θ. Προβατάκη,
σελ. 135.
[30] Αὐτόθι.
[31] Θ. Προβατάκη,
σελ. 137.
[32] Ἀσύλητον
Συμβολικόν ἐγκόλπιον, σελ. 74.
[33] Θ. Προβατάκη,
σελ. 138.
[34] Ἀσύλητον
Συμβολικόν Ἐγκόλπιον, σελ. 22.
[35] Αὐτόθι, σελ.
19-20.
[36] ΗΘΕ, τόμ. 9ος,
σελ. 1088-89.
[37] Θ. Προβατάκη,
σελ. 119.
[38] Ἡ ἔρευνα τῆς Ἀρχαιολογίας περί τῶν εἰκόνων
πιθανῶς νά ἐπιδείξῃ εἰς τό μέλλον καινούργια στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά ἀνατρέψουν τά σημερινά δεδομένα.
[39] Ν. Ζήση,
΄΄Θεοδρομία΄΄, σελ. 12, τεῦχος 2ον, ἔτος 1999.
[40] «Ὁμοίως ζωγραφίζομεν
καί τόν Ἄναρχον Πατέρα ὡσάν γέροντα, καθώς τόν εἶδεν ὁ Δανιήλ
(κεφ. ζ’). Τό δέ Ἅγιον Πνεῦμα
ζωγραφίζομεν ὡσάν περιστεράν καθώς ἐφάνη εἰς τόν Ἰορδάνην (Ματθ. γ’)»,
γράφει ὁ Διονύσιος ( Ἑρμηνεία, 13, Πόθεν παρελάβομεν ἱστορίζειν τάς εἰκόνας καί
προσκυνεῖν αὐτά, σελ. 224).
[41] Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα
Θεολογικῆς Σχολῆς, 1998, ΄΄Ἡ περί εἰκόνων
καί τιμῆς τούτων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ διδασκαλία΄΄, σελ. 447.
[42] Λόγοι Ἀντιρρητικοί,
γ΄ 53, σελ. 196.
[43] «Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα...», Ἰ.
Καρμίρη, Ἀθῆναι 1960, Τόμ. Α΄, σ.
245.
[44] Πρακτικά
Ζ' Οἰκουμ. Συνόδου, Τόμ. 3, σελ. 883.
[45] Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 825.
[46] Αὐτόθι.
[47] Αὐτόθι, σελ.
742.
[48] Ἀντιρρητικός Α΄
7, 15.
[49] Περί Θείων Ἐνεργειῶν,
Κεφ. 3
[50] Περί Θείας Μεθέξεως, Κεφ.27.
[51] Ἀντιρρητικός, Α΄ 7, 15.
[52] Ἀντιρρητικός
Ζ΄, 15, 54-57. «Τί δέ καί τό εἶδος τῶν
γλωσσῶν καί τῆς περιστερᾶς προβάλλη κατά τῆς λαμπρότητος τῆς Θείας φύσεως;
(ἐρωτᾷ ἀναφερόμενος διά τόν αἱρετικόν Ἀκίνδυνον ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). Οὐδείς γάρ τοιοῦτον εἶδος ἀϊδίως κεκτῆσθαι
τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐθεολόγησεν ἤ ἐνενόησεν. «Ἀνάρχως» δέ, φησίν, «ὁ Υἱός ἐκ τοῦ
Πατρός γεννηθείς, τήν φυσικήν ἀκτῖνα ἄναρχον κέκτηται τῆς θεότητος, οὐχ ὕστερον
τό εἶναι, οὐδέ αὐτήν τήν δόξαν προσλαμβανόμενος καί ἡ δόξα τῆς θεότητος καί
δόξα τοῦ σώματος γίνεται». Πῶς οὖν εἶδεν Ἡσαΐας
μέν Θρόνον ὑψηλόν καί ἐπηρμένον, Ἰεζεκιήλ
δέ ἅρματα, ὁ δέ βαπτιστής ἐν εἴδει περιστερᾶς αὐτό τό Πνεῦμα, φαίης ἄν; Σέ δή μᾶλλον ἡμεῖς ἀντερωτήσωμεν, τόν
πρότερον ἀποφηνάμενον πλάνην εἶναι πᾶσαν αἰσθητήν φωτοφάνειαν ὁπωσδήποτε καί
κακοτεχνίαν τοῦ ἐχθροῦ πᾶν τό ἐν σχήματι φαινόμενον, πῶς οἱ προφῆται καί οἱ τῆς
χάριτος ἐν σχήμασι καί τύποις εἶδον,
καθάπερ καί αὐτός νῦν αὖθις ὡμολόγησας; Ἐπεί δέ καί τήν φωτεινήν καρδίαν νῦν ἔφης
τά τοιαῦτα βλέπειν, πῶς ἡ καρδία σχήματα
καί τύπους βλέπει καί περιστερᾶς εἶδος καί γλωσσῶν;
Ἡμεῖς δ ’ ἴσμεν καί πιστεύομεν, τοῖς
πατερικοῖς μεμυημένοι λόγοις, οὐ καρδίᾳ μόνον ἀλλά καί ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν ἔσθ’ ὅτε
καί τούς προφήτας καί τούς ἀποστόλους καί πολλούς τῶν μετ’ αὐτούς ἁγίων, οὐ
τοιαῦτα μόνον, ἀλλά καί μακρῷ τῶν τοιούτων ὑψηλότερα. Κἄν εἴ τις ἔροιτο πῶς εἶδον,
μετά τοῦ Χρυσοστόμου πατρός ἐροῦμεν, ὡς «οὐκ οἴδαμεν εἰ δέ τίς βούλοιτο μαθεῖν
πῶς εἶδον, γενέσθω καί αὐτός προφήτης∙ τῇ γάρ πείρᾳ ταῦτα γινώσκεται». Διόπερ
καί ἡμεῖς εἴ πού τι λέγομεν περί τοῦ θειοτάτου φωτός, ὑπό τῶν ἀντιλεγόντων ἀναγκαζόμενοι,
πίστεως ρήματα λαλοῦμεν, ὅτι ὀφθαλμοῖς ἑτέροις εἶδον, ὅτι μή τῇ καθ’ ἡμᾶς ἀντιληπτικῇ δυνάμει, ὅτι διά
τοῦ Πνεύματος ἑώρων. Ταῦτα γάρ οὐ φυσικῆς ἀκολουθίας ἀλλά πίστεώς ἐστι τά
ρήματα.
Πρός δέ τούτοις καί τά Θεῖα θεάματα ἐκεῖνα ἄρρητα
εἰδότες θεοπρεπῶς ἐκλαμβάνομεν τά εἰρημένα, κατανοοῦντες ἐξ αὐτῶν διάνοιαν ὑψηλοτέραν.
Οὐ γάρ ὡς ἀληθῶς λέων καί βοῦς ἐστιν ἐπ ’ οὐρανοῦ, ἤ γλῶσσα ἤ περιστερά τό θεῖον
Πνεῦμα πρίν ἤ φανῆναι ἤ μετά τό τοιοῦτον πεφηνέναι.
Σύ δέ ὁ τοῖς τοιούτοις καί τό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ συναριθμῶν, οἰομένῳ ἔοικας φανῆναι μέν ὡς ἄνθρωπον τόν Κύριον, μή
γενέσθαι δέ τοιοῦτον ἀληθῶς, μηδ’ εἶναι νῦν ἐν τῷ οὐρανῷ τοιοῦτον∙ οὐδέ γάρ τό
Πνεῦμα διατελεῖ νῦν περιστερά. Κατά δέ τάς σάς θαυμαστάς ταύτας ὑποθήκας, ὡς ὁ
τοῦ Κυρίου Βαπτιστής εἶδε διά τῆς περιστερᾶς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, οὕτως οἱ ἀπόστολοι
διά τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ τήν αὐτοῦ δόξαν εἶδον καί θεότητα∙ τύπος οὖν καί σύμβολον, εἶδός τε καί
σχῆμα τό δεσποτικόν σῶμα τοῦ δεσποτικοῦ φωτός ὑπῆρχε κατά σέ, καί οὐ σύμβολον
μόνον, ὤ τῆς ἀσεβείας, ἀλλά καί φασματῶδες καί ἀνυπόστατον. Ἔδει γε μήν μηδένα
τῶν ἐπί τῆς Ἰουδαίας ὀφθαλμούς ἐχόντων ἀθέατον τηνικαῦτα λέγεσθαι τοῦ φανέντος
φωτός ἐν θαβωρίῳ∙ ἅπαντες γάρ ἑώρων το σῶμα τοῦ Κυρίου, τοῦ θεϊκοῦ φωτός
σύμβολον ὑπάρχον κατά τόν Ἀκίνδυνον, καθάπερ ἡ ἑωραμένη τῷ βαπτιστῇ περιστερά
σύμβολον τοῦ Πνεύματος∙ καίτοι καί ἡ περιστερά οὐχ ἁπλῶς τοῦ θείου Πνεύματος
σύμβολον ὑπῆρχεν, ἀλλά τῆς πραότητος τοῦ Πνεύματος καί τῶν εὐαγγελίων τῆς ἀπαλλαγῆς
τοῦ νοητοῦ κατακλυσμοῦ. Πῶς δ’ ἄν καί περιστεράν ἁπλῶς ἰδών ὁ θεῖος Βαπτιστής
τήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος κάθοδον συνῆκεν; Ἀλλ’ ὅπέρ εἶπον, πάντων τῶν ἀνθρωπίνῃ
γλώττῃ καί ἀκοῇ καί ὄψει χωρητῶν, ὑψηλότερα τά θεάματα ἐκεῖνα καί τρόπος ἕτερος
ἄρρητος ὁ τήν ἐπιδημίαν τοῦ Πνεύματος τῷ θεόπτῃ παραστήσας.
Ὅς δ’ ἄν ἦν ὁ τρόπος οὗτος, οὐδέν ἔχει
παραπλήσιον πρός τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Λόγου. Σάρξ μέν γάρ οὗτος, ἀλλ’ οὐχί καί
τό Πνεῦμα γέγονε∙ καί ἡ μέν περιστερά σύμβολον, ἀλλ' οὐ σῶμα γέγονε τοῦ
Πνεύματος, τό δέ τοῦ Χριστοῦ σῶμα, σῶμα Θεοῦ ὡς ἀληθῶς, ἀλλ ’ οὐ σύμβολον, καί
ταῦτα τοιοῦτον ὡς φανῆναι μέν, μή εἶναι δέ, καθάπερ ἡ συμβολική περιστερά. Τούς
μέντοι συναναβάντας τῷ Ἰησοῦ ἐπί τοῦ ὅρους ἰδεῖν μέν καί ἡμεῖς φαμέν διά τοῦ
σώματος τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, οὐ μέντοι καθάπερ διά συμβόλου τοῦ σώματος, ἀλλ
’ ὡς τῆς ἐν αὐτῷ κεκρυμμένης θείας ἀγλαΐας ἀστραψάσης ἐξ αὐτοῦ καί δειξάσης ὡς ἀληθῶς
ἡνωμένον αὐτό καθ’ ὑπόστασιν τῇ τό φῶς ἐκεῖνο πηγαζούσῃ φύσει. Ὁ δέ καί τοῖς τῶν
προφητῶν ἱεροῖς φάσμασι τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ συντάττων οὐδέ
πρόγραμμα καί σκιάν ταύτης ἐκεῖνα δύναιτ΄ ἄν εἰπεῖν. Ἀνωτέρω μέν οὖν ὁ Ἀκίνδυνος
αὐτό τό φῶς σύμβολον εἶναι διετείνετο, νῦν δέ τό δεσποτικόν εἶναι σῶμα σύμβολον
αὐτοῦ φησιν, ὡς εἶναι τό τοῦ Χριστοῦ σῶμα κατ’ αὐτόν σύμβολον συμβόλου. Εἰ δέ
κατ’ αὐτόν ὑπογραφαί καί πλάσεις πάντα τα θεῖα σύμβολα πρός γνῶσιν ἀνάγουσαι, τί τό τοῦ συμβόλου
σύμβολον, αὐτός πάλιν διδασκέτω».
[53] «Ὅθεν ἐν τῇ Ε΄ πράξει τῆς παρούσης Συνόδου, ἀναγνωσθέντος
τοῦ λόγου Ἰωάννου Θεσσαλονίκης, ἐν ᾧ ἀποδεικνύει, ὅτι πρέπει νά εἰκονίζονται οἱ
Ἄγγελοι ὡς ὁραθέντες ἀπό πολλούς αἰσθητῶς πολλαῖς φοραῖς μέ τό εἶδος τῶν ἐδικῶν
τους σωμάτων, ἀπεκρίθη ὁ Ταράσιος, ὅτι ἀπέδειξεν ὁ πατήρ οὗτος ὅπως πρέπει νά
ζωγραφοῦνται οἱ Ἄγγελοι, ἐπειδή εἶναι περιγραπτοί, καί ἐπειδή ὡς ἄνθρωποι ἐφάνησαν
εἰς πολλούς...»
(Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 316).
[54] Πρακτικά Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, τόμ. 3ος, σελ. 819.
[55] Ταῦτα βεβαιοῖ καί ὁ Ἱεροσολύμων
Δοσίθεος εἰς τήν Δωδεκάβιβλον, σελ. 658: «Εἰκονίζομεν δέ τούς Ἀγγέλους ὡς ὤφθησαν τοῖς Προφήταις, καί τό ἅγιον
Πνεῦμα ὡς ὤφθη ἐν εἴδει περιστερᾶς κατά τήν παροῦσαν Σύνοδον εἰς τήν ἑβδόμην πρᾶξιν».
[56] Ἱ. Πηδάλιον,
σελ. 320.
[57] Ματθ., Ε΄ 8.
[58] Α’ Κορινθ., ΙΓ΄
12.
[59] Ματθ., ΙΗ΄ 10.
[60] Ἁγ. Γρηγ. Παλαμᾶ,
Ὁμιλ. ΙΑ΄.
[61] Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 838.
[62] Ἀσύλητον...
σελ. 16.
[63] Πρακτικά
Ζ' Οἰκουμ. Συνόδου, Τόμ. 3, σελ. 883.
[64] Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 829.
[65] Ἱερομονάχου
Χρυσοστόμου ἁγιορείτου, Κατουνακιώτου, «Ἡ
΄΄σύγχρονη΄΄ ἔριδα περί τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων», σελ. 81.
[66] Γιώργου
Λαμπάκη, «Χριστιανική Ἁγιογραφία κατά
τούς ἐννέα πρώτους αἰῶνας», σελ. 36,
Ἀθῆναι 1896.
[67] Αὐτόθι, σελ.
85.
[68] Πρβλ. «Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τήν Ὀρθόδοξον ζωγραφικήν»,
σελ. 138.
[69] Βλπ. Ἀσύλητον
Συμβολικόν Ἐγκόλπιον, Ἀρσενίου Κοττέα, σελ. 74.
[70] Ἰωάν. δ΄, 8.
[71] Ἰωάν.
Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ἰωάννην, τόμ. 14ος σελ. 406-420.
[73] De incarnatione unigeniti 702.35, lib., tlg.
[75] Θεοφυλάκτου
Βουλγαρίας, Εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, σ. 336-338.
[76] Ἀντιρρητικός
γ΄, κεφ. 3ον, ζ΄- η΄, σελ. 213. «Εἰ διά
τό κατά τι διαφέρειν τόν Υἱόν πρός τόν Πατέρα·
διαφέρειν δέ μόνῳ τῷ υἱικῷ ἰδιώματι·
οὐδέν ἀδικήσει τῆς αὐτῆς αὐτόν εἶναι τῷ Πατρί οὐσίας καί προσκυνήσεως...
Ὥσπερ γάρ ἔχει τῇ πρός τόν Πατέρα ὑποστάσει, οὕτω δεῦρο τῇ οὐσίᾳ διακέκριται ὁ
Χριστός πρός τήν ἑαυτοῦ εἰκόνα... Εἰ ἑτεροπροσκύνητός ἐστιν ἡ εἰκών πρός τό οἰκεῖον
πρωτότυπον πῶς τοῦτο ἐν αὐτῇ ὁρᾶται, καί αὐτή ἐν τῷ πρωτοτύπῳ; Οὐ γάρ δήπου τήν
τοῦ Πέτρου, φέρε εἰπεῖν. μορφήν ἐν τῷ Παύλῳ θεωρήσομεν οὐδ’ ἄν πάλιν τήν τοῦ
Παύλου κατόψεταί τις ἐν τῇ τοῦ Πέτρου μορφῇ. Τό γάρ ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ
φαίνεται· τά δέ τῆς ἀλλήλων ὁμοιότητος ἀπεσχοινισμένα.
οὐχ ἄν ἐν ἀλλήλοις φαίνοιτό ποτε·
φαίνεται δέ ἡ εἰκών τοῦ Πέτρου ἐν Πέτρῳ· ὥσπερ καί Πέτρος ἐν τῇ οἰκείᾳ εἰκόνι.
Οὐχ ἄρα ἑτεροπροσκύνητος ἡ εἰκών τοῦ Χριστοῦ πρός αὐτόν· ἀλλ’ ὁμοπροσκύνητος, ὡς
ἐμφερής τε χαί αὐτόμοιος».
[77] Αὐτόθι, κεφ.
3ον, ιβ΄, σελ 219.
[78] Αὐτόθι, κεφ.
γ΄, 11-12, σελ. 217. «Εὔγνωστον γάρ
δήπουθεν καί πάσιν ὡμολογημένον, ὡς οὐδείς ἐν ἑτέρα ὄψει, φέρε εἰπεῖν θωμᾶ, τήν
ἑτέρου ὄψιν, φέρε εἰπεῖν Λουκά, κατίδοι. Οὐδ' ἄν τις ἔχοι λέγειν θωμᾶν ἑωρακώς,
ὅτι δή Λουκᾶν τεθέαται. Ἐν γάρ τοῖς ταυτεμφερέσιν ἡ τῆς ὁμοιώσεως ἐπίδειξις, οὐκ
ἐν τοῖς ἀλλήλων διεστηκόσι τῷ χαρακτηριστικῷ ἰδιώματι... Τό δέ κατά πάντα ὅμοιον, καί καθόλου κοινωνοῦν
έστι τῆς προσκυνήσεως. Ὅμοιος δέ κατά πάντα ὁ Υἱός τῷ Πατρί, ὥσπερ καί ὁμοούσιος·
οὐκοῦν καί ὁμοπροσκύνητος. Χριστοῦ δέ ἡ εἰκών κατά μόνην τήν ὑποστατικήν αὐτοῦ ὁμοίωσιν
ἐμφερής· οὐκοῦν κατά τοῦτο κοινωνοῦσα αὐτῷ εἴη ἄν καί τῆς
προσκυνήσεως».
[81] Δογματική, τόμ.
1ος, σελ. 320.
[83] Joannes
Damascenus, Expositio fidei 16.6.
[85] Joannes Damascenus, Sacra parallela, Volume 95, page
1076.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου