Πρόλογος
Ἡ
διάθεσις ἑνός συγγραφέως (ὅπως ἀνέγραψε παλαιότερον κάποιος Ἕλλην λόγιος) νά προσφέρῃ εἰς τούς ἀναγνώστας κάποιο πόνημα
τό ὁποῖον νά φανῇ χρήσιμον εἰς αὐτούς, καθυποβάλλει ἀμοιβαίως τόν κρίνοντα νά τό
διαβάσῃ μέ προσοχήν, καί νά τό κρίνῃ δίχως προκατάληψιν. Ἕνας ἀμαθής δέν λαμβάνει τόν κόπον νά διαβάσῃ
ἕνα σύγγραμμα, καθ’ ὅτι ἀδιαφορεῖ, ἤ καταφρονεῖ τά γραφόμενα, εἰς ἰδίαν του ἐξαρκούμενος
ἀμάθειαν. Ἕνας ἡμιμαθῆς ὅμως, προκαταλειμένος ἀπό τάς συγκεχυμένας ἰδέας ὅπου ἀκρίτως
ἔφθασε νά συλλάβῃ, καί ἀπό φιλαυτίαν εἰς τάς προκαταλήψεις του ἀμετάθετος, δέν
διαβάζει εἰ μή διά νά κρίνῃ, καί πολλάκις ἕνα μόνο κατεβατόν ὁλοκλήρου
συγγράμματος, ἤ καί αὐτό ἁπλῶς τό ὄνομα τοῦ συγγραφέως, ἤ ἡ ἐπιγραφή τοῦ
βιβλίου, ἀρκοῦν εἰς τό νά ἐπιστηρίξουν τήν ὑπέρ, ἤ κατά, αὐτοδέσποτον γνώμην
του. Ὁ ἀληθής καί φιλομαθής ἀναγνώστης ὅμως, ἄν καί τοῦ συγγραφέως ἤθελε νά εἶναι
πολυμαθέστερος, δέν διαβάζει μέ ὀλιγότερον προσοχήν, πρῶτον διά νά ὠφεληθῇ, ἔπειτα
διά νά ἐξετάσῃ καί τελευταῖον διά νά κρίνῃ. Αὐτοῦ ἡ κρίσις εἶναι ὑγιής! Εἶναι
λοιπόν ἀνάγκη ὄχι μόνον ὁ συγγραφεύς νά ἔχῃ τήν ὀφειλομένην συστολήν καί δισταγμόν
εἰς τήν ὑπόθεσιν τοῦ πονήματός του, ἀλλ’
ἐπίσης καί ὁ ἀναγινώσκων νά ἔχῃ προσοχήν καί ἐνδιασμόν εἰς τήν ἀπόφασιν
τῆς κρίσεώς του. Εἰδάλλως ἀποτυγχάνουν ἀμφότεροι. Ὅταν μάλιστα ἡ ὑπόθεσις ἀνάγεται
εἰς προσωπικάς σχέσεις, τότε οὐδεμίαν βλάβη ἐπέρχεται εἰς τούς ἀναγνώστας. Ὅταν
ὅμως πρόκειται περί τῶν κοινῶν πραγμάτων, τότε ἡ ὑπεροψία τοῦ γράφοντος, ἤ ἡ προκατάληψις
τοῦ κρίνοντος εἶναι ὀλέθριος, καθότι ἡ ζημία εἶναι δημόσιος. Ἕνα δέ ἐκ τῶν
κοινοτέρων θεμάτων πού ἀφορᾷ τούς
πιστούς χριστιανούς, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν δυνατότητα εἰκονογραφίσεως τῶν ἱερῶν
Εἰκόνων, καί κυρίως αὐτό τῶν Συμβολικῶν λεγομένων παραστάσεων, τάς ὁποίας καί ἐπχειρεῖ
νά ἀποτρέψῃ καί τό ἀνατρεπόμενον ἀφ’ ἡμῶν σύγγραμμα «Ἀπαγορευμένες Ἀπεικονίσεις».
Διά τοῦτο συνιστῶμεν τήν ὑπό τοῦ ἀναγνώστου ἀπερίσπαστον προσοχήν καί ἐξέτασιν
τῶν παρά τοῦ πονήσαντος λεγομένων, ὅπως κρίνει ὀρθῶς χωρίς πάθη καί
προκαταλήψεις!
«Ὅταν τινές τά ὀρθά διαστρέφειν ἐπιχειρῶσι δόγματα
κατά τό δοκοῦν, θαυμαζέτω μηδείς, εἰ γραφικοῖς λόγοις κέχρηται. Ἐπεί καί πάντες
αἱρεσιάρχαι ἐκ τῆς θεοπνεύστου γραφῆς τάς τῆς ἑαυτῶν πλάνης συλλέγουσιν ἀφορμάς,
τά διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὀρθῶς εἰρημένα ταῖς ἑαυτῶν κακονοίαις
παραχαράσσοντες».[1]
Δέν
εἶναι τυχαῖον τό ἀπόσπασμα τό ὁποῖον παραθέτομεν εἰσαγωγικῶς, καθ᾿ ὅτι, κατά
τήν ἡμετέραν γνώμην, τοῦτο ἀφορᾷ ἀμέσως τόν συγγραφέαν τοῦ πονηματίου «Ἀπαγορευμένες ἀπεικονίσεις», πού θά ἐπιχειρήσωμεν
νά ἀνατρέψωμεν εἰς τήν παροῦσαν ἐργασίαν μας. Τοῦτο δέ πράττομεν διότι,
προεκάλεσε καί συνεχίζει νά προκαλῇ, εἰς τό χριστεπώνυμον πλήρωμα μέγα
σκάνδαλον καί ταραχήν, διασαλεύων τήν πίστιν καί εὐλάβειαν αὐτοῦ εἰς ὁρισμένας Ἱεράς
Εἰκόνας (τῆς Ἁγίας Τριάδος κ.ἄ.), πού ἐξ ἀρχῆς εὑρίσκοντο εἰς χρῆσιν ὑπό τῆς Ἁγίας
ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἰς τό βιβλίον αὐτό, ὅπως θά προσπαθήσωμεν νά
καταδείξωμεν, ὁ συγγραφεύς, διαπράττει συστηματικήν παραχάραξιν καί
παρερμηνείαν ἁγιογραφικῶν καί ἁγιοπατερικῶν
ἐδαφίων, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τάς ἐν λόγῳ ἱεράς Εἰκόνας, εἰς βαθμόν πού θά τόν ἐζήλευον
καί οἱ παλαιοί αἱρεσιάρχαι! Τό ἀποτέλεσμα
ἐκ τῆς ἀναγνώσεως αὐτοῦ εἶναι, ὅτι πολλοί εὐκολόπιστοι καί ἀδαεῖς πιστοί
παρεσύρθησαν καί παρεκτράπησαν εἰς σημεῖον
ὥστε, νά προβοῦν εἰς πράξεις πού μᾶς παραπέμπουν εἰς τόν καιρόν τῆς Εἰκονομαχίας,
καθώς ἐπεδόθησαν μέ ζῆλον εἰς καταστροφάς καί βεβηλώσεις τῶν ἱερῶν αὐτῶν Εἰκόνων! Αὐτό καί μόνον καθιστᾷ ἀπαραίτητον τήν ἀναίρεσίν
του. Δέν λέγομεν βεβαίως, ὅτι τό πονημάτιον τοῦτο ὑπῆρξεν ἡ πρωταρχική αἰτία τῆς
νεοεικονομαχικῆς αὐτῆς τάσεως, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἀποτελεῖ ἕνα ἰσχυρόν κίνητρον
πρός ἐνίσχυσίν της.
Ἕνα
ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό πού συναντοῦμε
εἰς τό βιβλίον αὐτό εἶναι ἡ συνεχής μεταπήδησις ὑπό τοῦ συγγραφέως ἀπό θέμα εἰς
θέμα, καί ἡ ἐξαγωγή ἀστηρίκτων καί παραλόγων συμπερασμάτων, τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον
νά διασταυρώσῃ ὁ μέσος ἀναγνώστης μέ ἀποτέλεσμα δυσκόλως νά ἀποφύγῃ τάς παγίδας
του! Ἄς γνωρίζωμεν, ὅτι εἶναι ἐπίσης
δύσκολον ἐπιχείρημα νά προβῇ κάποιος εἰς
ἀναίρεσιν τούτου διά τό λόγον, ὅτι τό γραπτό του εἶναι ἕνας λαβύρινθος
διασπάρτων ἐπαναλήψεων, καί διά τοῦτο εἶναι πολύ δύσκολος καί ἐργώδης ὄντως ἡ
συστηματική ἀνάλυσις καί ἀνατροπή του. Ἐκ τούτου θά περιορισθῶμεν εἰς τά
κυριώτερα θέματα τά ὁποῖα θέτει, καί τοῦτα, μόνον ὅταν θά τά συναντῶμεν διά
πρώτη φορά, ἀποφεύγοντας οὕτω, τήν ἀκολουθίαν
τῶν ἰδικῶν του κοπιαστικῶν ἐπαναλήψεων.
Εἰς
τό πόνημάς μας αὐτό εὐελπιστοῦμε πώς ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης, θά παρακολουθήσῃ μέ
τήν δέουσα προσοχή τήν ἀναίρεσιν τῶν ἐπιχειρημάτων τῶν ἀντιφρονούτων, ἐξάγων τά
ὀρθά ἐπί τοῦ θέματος συμπεράσματα.
Ἀπό
τήν εἰσαγωγήν ὅπως προείπαμεν, ὁ συγγραφεύς
τοῦ πρός ἀναίρεσιν συγγράμματος, «Ἀπηγορευμένες
ἀπεικονίσεις», ἀρχίζει νά ἐπικαλῆται ἐδάφια ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐπιχειρῶν
δι’ αὐτῶν νά δώσῃ τήν ἐντύπωσιν εἰς τόν ἀναγνώστη, ὅτι οἱ θέσεις του ἔχουν ἁγιογραφικάς
βάσεις. Δέν κουράζεται μάλιστα νά ἐπαναλαμβάνῃ συνεχῶς αὐτάς (εἶναι γνωστή ἡ μέθοδος), ὥστε νά ἐμπεδωθῇ ἡ ἐντύπωσις,
ὅτι εἶναι καθ᾿ ὅλα σύμφωνος μέ τούς ἱερούς συγγραφεῖς τῶν Γραφῶν! Ὁ κύριος σκοπός του εἶναι νά ἐκφοβίσῃ τόν ἀναγνώστη
δίδοντας εἰς αὐτόν τήν λανθασμένην ἐντύπωσιν, ὅτι τά ἀναφερόμενα χωρία πού ὁμιλοῦν
διά τήν ἀπαγόρευσιν ἀπό μέρους τῶν ἰσραηλιτῶν τῆς κατασκευῆς παντός εἴδους ὁμοιωμάτων
πρός ἀποφυγήν τῆς εἰδεχθοῦς εἰδωλολατρίας,
ἀφοροῦν ἀποκλειστικῶς τάς συμβολικάς
ἀπεικονίσεις τοῦ ἀοράτου Θεοῦ. Εἶναι δέ ἄξιον προσοχῆς, ὅτι ἐνῷ τοποθετεῖται ἀρχικῶς
ὀρθά, ὡς πρός τήν πραγματικήν σημασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ περί τῆς κατασκευῆς
τῶν ὁμοιωμάτων κερδίζοντας οὕτω τήν γνώμην τοῦ ἀναγνώστου, εἰς τήν συνέχειαν
τεχνηέντως διαστρέφει αὐτήν καί τόν ὁδηγεῖ ἀκουσίως εἰς τόν πραγματικόν του
στόχον· εἰς τήν ἄρνησιν τῆς συμβολικῆς
εἰκονογραφήσεως τοῦ Θεοῦ!!! Ἄς παραθέσωμεν λοιπόν κατά παραγράφους τά κυριώτερα τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ
συγγραφέως, ὅπως καταφανεῖ ἡ διαφορά τῶν ἰδικῶν του πιστεύω, διά τάς ἀντιλεγομένας
αὐτάς εἰκονογραφικάς παραστάσεις, ἀπό αὐτά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
«Ὁ Κύριος (μᾶς λέγει ὁ συγγραφεύς) ἔδωσε ἐντολή: “Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδέ
παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω”. (Ἐξ. κ΄: 4).
Παράξενη ἐντολή, καθώς φαίνεται. Μοιάζει σάν νά μήν ἀφήνει περιθώριο γιά εἰκόνες.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού οἱ εἰκονοκλάστες, παίρνοντας θάρρος ἀπό τούς Ἑβραίους
καί τούς Μουσουλμάνους, ἔκαναν ἀκριβῶς αὐτή τήν ἐντολή τό βασικό τους ἐπιχείρημα
ἐναντίον τῶν εἰκόνων. Πῶς λοιπόν συνέβη νά θριαμβεύσει ἡ Ὀρθοδοξία ἀπέναντι
στούς εἰκονοκλάστες (726-842 μ.Χ.), ἄν πράγματι οἱ εἰκόνες παραβίαζαν τήν ἐντολή
τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεός ἔδωσε τήν ἐντολή αὐτή στούς Ἑβραίους γιατί γνώριζε πώς, μέσα
στήν καρδιά τους, ἔκλιναν στήν εἰδωλολατρία. Καί πραγματικά, λίγο ἀργότερα,
κατασκεύασαν τό χρυσό μόσχο καί ἄλλα εἴδωλα καί πανηγύρισαν ἀκούγοντας τόν Ἀαρών
νά λέει: “Ἰδού οἱ θεοί σου, Ἰσραήλ”. Ἡ λέξη “σεαυτῷ” σκοπό ἔχει νά περιορίσει
τούς ἀπαίδευτους Ἰσραηλῖτες πού ἦταν πρόθυμοι νά ἐγκαταλείψουν τήν πίστη τοῦ Ἰσραήλ
καί νά πέσουν στήν εἰδωλολατρία.
Αὐτό πού ἀπαγόρευσε ὁ Θεός, δέν ἦταν οἱ εἰκόνες, μά ἡ
εἰδωλολατρία. Ὁ Ἴδιος μάλιστα καθοδήγησε τό Μωϋσῆ νά κατασκευάσει πολλές εἰκόνες
ἀγγέλων γιά τή σκηνή: “Καί ποιήσεις δύο Χερουβίμ χρυσοτορνευτά καί ἐπιθήσεις ἐξ
ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ ἱλαστηρίου... καί τήν σκηνήν ποιήσεις δέκα αὐλαίας...
Χερουβίμ ἐργασία ὑφαντοῦ ποιήσεις αὐτάς” (Ἕξ. κέ΄: 17, κστ΄: 1) “Βρίσκονταν
μπροστά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού προσέβλεπαν σ’ αὐτά κι ἔδιναν δόξα καί
λατρεία στό Θεό”. (Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). Ἀργότερα, στό Ναό τοῦ Σολομῶντος,
“πάντας τούς τοίχους τοῦ οἴκου κύκλω ἐγκολαπτᾶ ἔγραψε γραφίδι Χερουβίμ, καί
φοίνικες τῷ ἐσωτέρῳ καί τῷ ἐξωτέρω”. (Γ΄ Βασ. στ΄: 29).
Οἱ ἐντολές τοῦ
Θεοῦ δέν ἀντιφάσκουν. Κάθε ἄλλο μάλιστα, ὅπως φαίνεται ἄν κατανοήσουμε τή Γραφή
στό σύνολό της. Εἶναι φανερό ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά χρησιμοποιοῦν οἱ Ἑβραῖοι
εἰκόνες, ἀλλά τό σωστό εἶδος εἰκόνων, καί μόνο γιά τή λατρεία στόν Οἶκο Του. Ὁ
νόμος ἦταν “παιδαγωγός καί σκιά τῶν μελλόντων ἀγαθῶν” (Ἑβρ. ι΄: 1). Ὁ Θεός
παιδαγωγοῦσε τούς Ἑβραίους ὥστε νά τούς ἀνεβάσει σέ ψηλότερο ἐπίπεδο λατρείας
καί προσκύνησης ἐν Πνεύματι. Τούς ἔδωσε τό Νόμο, τίς εἰκόνες τῶν ἀγγέλων, τή
Σκηνή, καί κατόπι τό Ναό. Ἀλλά αὐτά δέν μποροῦσαν παρά ἐν μέρει νά ὁδηγήσουν
τούς Ἰσραηλῖτες στό δρόμο τῆς ἀληθινῆς, ἐν πνεύματι λατρείας, γιατί ἦταν μόνο
σκιές καί προεικονίσεις καί “εἰκόνες εἰκόνων”, καθώς ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνός. Πέρα ἀπό αὐτό, οἱ Ἑβραῖοι ἔπρεπε νά περιμένουν τόν ἐρχομό “τῶν
μελλόντων ἀγαθῶν” πού τούς ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος.
Ὁ Μωϋσῆς
προειδοποιεῖ: “Φυλάξεσθε σφόδρα τάς ψυχάς ὑμῶν, ὅτι οὐκ εἴδετε ὁμοίωμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ,
ἤ ἐλάλησε Κύριος πρός ὑμᾶς ἐν Χωρήβ ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός. Μή ἀνομήσητε
καί ποιήσετε ὑμῖν ἑαυτοῖς γλυπτόν ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἤ θηλυκοῦ, ὁμοίωμα παντός
κτήνους τῶν ὄντων ἐπί τῆς γῆς, ὁμοίωμα παντός ὀρνέου πτερωτοῦ, ὅ πέταται ὑπό
τόν οὐρανόν...” (Δευτ. δ΄: 15-17). Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι ἀδύνατο νά ἀντικρύσουμε
τόν Ἀόρατο μέ τά σωματικά μάτια: “Οὐ μή ἴδῃ ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου καί
ζήσηται”. (Ἐξ. λγ΄: 20). Τά Χερουβίμ ἦταν οἱ μόνες εἰκόνες πού ἔδωσε ὁ Θεός
στούς Ἑβραίους. Δέν ὑπῆρχαν ἄλλες, ἀφοῦ ὁ Λόγος δέν εἶχε λάβει ἀκόμη “μορφήν
δούλου, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων”. (Φιλιπ. β΄: 7). Δέν ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ λύτρωση, ὁ Ἅδης
δέν εἶχε σκυλευθεῖ, καί ὁ Λόγος δέν μποροῦσε νά εἰκονιστεῖ».
Εἶναι
σαφέστατον ὅτι, ἐνῷ τά ἀνωτέρω ἁγιογραφικά χωρία ἀναφέρονται περί ἄλλου θέματος
(περί τῆς εἰδωλολατρίας), ὁ συγγραφεύς τά παραθέτει ἐπίτηδες διά νά δώσῃ τήν
λανθασμένη ἐντύπωσιν, ὅτι ἀναφέρονται καί διά τάς συμβολικάς παραστάσεις, ὅπως
θά ἰδοῦμε παρακάτω.
Ἐκ
τούτου πρωταρχικῶς πρέπει νά ἐπισημάνωμεν, ὅτι ὁ Ὅρος τῆς Ζ΄ Συνόδου εἶναι
καταλυτικός δι’ ὅσους χρησιμοποιοῦν ἐδάφια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων ἀναφερόμενα
εἰς τήν εἰδωλολατρία τά ὁποῖα προσάπτουν εἰς τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διά τήν
χρῆσιν τῶν ἱερῶν εἰκόνων: «τοῖς ἐκλαμβάνουσι τάς παρά τῆς θείας Γραφῆς ῥήσεις,
τάς κατά εἰδώλων, εἰς τάς σεπτάς εἰκόνας,
ΑΝΑΘΕΜΑ».[3]
Ἡ παραποίησις μάλιστα αὐτή γίνεται κατά κόρον ἀπό τούς συγχρόνους ἀρνητάς τῆς εἰκόνος
τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί δή ὑπό τοῦ ἐν λόγῳ
συγγραφέως! Δέν ἔχει σημασία ἐπίσης ἐάν κάποιος δέν ἀποδίδει
τούς ἐπί εἰδωλολατρίας
χαρακτηρισμούς διά ὅλας τάς εἰκόνας τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά εἶναι ὑποκείμενος τῶν
ἐπιτιμίων, ὅπως διά νά χαρακτηρισθῇ κάποιος αἱρετικός δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἀποδέχεται
ὅλας τάς αἱρετικάς δοξασίας ἑνός αἱρεσιάρχου.
2) Συμβολική ἀπεικόνισις τοῦ Θείου
Εἶναι
γενική ἡ διαπίστωσις, ὅτι ὑπάρχει μία ἀδυναμία κατανοήσεως βασικῶν ἐννοιῶν καί
πραγμάτων, ὅπου δίνουν τήν δυνατότητα εἰς τόν κοινόν ἀναγνώστην νά κατανοῇ
θεμελιώδεις ἀλήθειες ἐπάνω εἰς τά Θεολογικά θέματα γενικῶς καί εἰδικότερα περί
τοῦ θέματος τό ὁποῖον ἐνταῦθα πραγματευόμαστε. Τό πρόβλημα αὐτό ὀξύνεται ἀκόμη
περισσότερον ὅταν καί αὐτοί πού ὑποτίθεται ὅτι διδάσκουν τόν λαόν, ἀγνοοῦν, ἤ
καί εἰς τήν χειροτέραν περίπτωσιν παρερμηνεύουν καί παραποιοῦν ἑκουσίως τό πραγματικόν νόημα τοῦ θέματος πού
πραγματεύονται. Τήν ἀδυναμίαν (;) αὐτήν δυστυχῶς συναντοῦμε καί εἰς τόν
συγγραφέαν τοῦ βιβλίου ΄΄Ἀπαγορευμένες ἀπεικονίσεις΄΄,
ὁ ὁποῖος κυριολεκτικῶς ἀστοχεῖ εἰς τάς περισσοτέρας θεολογικάς προσεγγίσεις πού
ἐπιχειρεῖ. Ἔτσι βλέπομεν εἰς τά γραπτά του τήν ἀδιάκριτον σχέσιν μεταξύ
Συμβόλου καί φύσεως τοῦ εἰκονιζομένου προσώπου, πράγματα τά ὁποῖα, μέ πονηρόν
θά λέγαμεν τρόπον, εἰς ὅλον τό μῆκος τοῦ βιβλίου του συγχέει καί παραποιεῖ. Ἐνίοτε δέ τά τοποθετεῖ ὀρθῶς, πρᾶγμα πού μᾶς
κάνει νά ὑποψιαζόμεθα τήν ἀπό μέρους του ἑκουσία παραποίησιν! Λέγει λοιπόν τά ἑξῆς:
«Ἀλλά οἱ χρυσές καί ὑφαντές εἰκόνες τῶν ἀγγέλων συμβόλιζαν ὅλες
τίς ἄλλες εἰκόνες. Ὁ Ναός καί οἱ προσφερόμενες θυσίες ἦταν τύπος, προεικόνιση
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ πού ἔγινε θυσία γιά ὅλους. Σ’ αὐτό ἀναφερόταν ὁ Χριστός
ὅταν εἶπε στούς Ἑβραίους: “Λύσατε τόν ναόν τοῦτον, καί ἐν τρισί ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν”.
(Ἰω. β΄: 19) Ὁ Χριστός ἦταν τό “τέλος τοῦ Νόμου” (Ρωμ. ι΄: 4). Ἡ Σκηνή ἦταν
σύμβολο τοῦ οὐράνιου θυσιαστηρίου, προτυπώνοντας τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι
“ἀρχιερεύς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, διά τῆς μείζονος καί τελειοτέρας σκηνής”. (Ἑβρ.
η΄: 11) Ὁ Ναός ὁδηγοῦσε στήν Ἐκκλησία καί στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας,
γιατί “ἐλθούσης τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπό παιδαγωγόν ἐσμέν” (Γαλ. γ΄: 25), κι ἔχουμε
“λάβει ἀπό τό Θεό τήν ἱκανότητα νά διακρίνουμε τί μποροῦμε νά ἀπεικονίσουμε καί
τί εἶναι ἀπερίγραπτο”. (Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). Ἡ διάκριση αὐτή δίνεται ἀπό
τή χάρη τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία μέ τήν κατοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μά δέν ἔχουμε
περισσότερη ἐλευθερία ἀπό τούς Ἑβραίους νά κατασκευάζουμε εἰκόνες πού εἶναι ἀπαγορευμένες
καί ξένες στό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἀντίθετες στά δόγματά της. Ὁ κίνδυνος τῆς
εἰδωλολατρίας παραμονεύει πάντα».
Θά
πρέπει κατ’ ἀρχάς νά ἐπισημάνωμεν ὁρισμένα περί
Συμβολικῆς[4] καί εἰκονικῆς ἱστορήσεως, ὥστε
εἰς τήν συνέχειαν τοῦ πονήματος ὁ ἀναγνώστης νά κατανοῇ τά λεγόμενα, διά νά μήν
συγχέωμεν τό Σύμβολον μέ τήν Φύσιν τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖον συνεχῶς
καί ἐσκεμμένως πράττει ὁ Συγγραφεύς. Τί
λοιπόν σημαίνει Σύμβολον; Ἄς ἀνατρέξωμεν εἰς τούς ἁγίους Πατέρας ἡμῶν καί
θά ἴδωμεν. Λέγει περί τοῦτο ὁ ἅγιος
Μάξιμος, εἰς τά περί Θεολογίας Κεφάλαια:
«...μηδέ πέφυκε ταὐτόν εἶναι τῇ φύσει τά
σύμβολα».[5]
Δηλαδή, δέν εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα τά
σύμβολα καί ἡ φύσις, ἀλλά διαφέρουν μεταξύ των. Ἀλλ’ ὅτι, «Τήν δ’ ἐν
φωτί δόξαν (ἐνέργειαν) τοῦ Θεοῦ καί
Μωϋσῆς καί Ἡσαΐας εἶδον, καί ἀμυδρότερον, ὡς εἶναι
σύμβολα καί τύπους τῆς ἐν Θαβώρ
Θεοφανείας τά ἱερά θεάματα ἐκείνων, καθάπερ
καί ἡ ἐν τῷ ὄρει λάμψασα λαμπρότης ἀπό τοῦ Σωτῆρος, τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθε
δόξης τοῦ Θεοῦ προοίμιον ἐστι καί σύμβολον», ὡς λέγει ὁ θεολογικώτατος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,[6]
διότι «...ὅ σύμβολον θεότητος ὁ θεῖος ἔφη
Μάξιμος, τοῦτο Βασίλειος μέν ὁ μέγας θεότητα
προσεῖπεν (ὠνόμασεν)»[7] Τό ὁποῖον θά
εἰπῇ∙ ὅτι οἱ Προφῆται ὅπως ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἡσαΐας, εἶδον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἄν
καί ἀμυδρότερα, ὥστε τά ἱερά θεάματά των νά εἶναι σύμβολα καί τύποι τῆς Θεοφανείας εἰς τό Θαβώρ, ὅπως καί ἡ λαμπρότης
ὅπου ἔλαμψεν ἐκ τοῦ Σωτῆρος εἰς τό ὄρος, εἶναι προοίμιον καί σύμβολον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ὅπου
πρόκειται ν΄ ἀποκαλυφθῇ.
Ὅθεν
καί ὁ Μ. Βασίλειος, κατά παρόμοιον
τρόπον ὠνόμασεν Θεότητα, αὐτό ὅπου ὁ ἅγιος
Μάξιμος, εἶχε χαρακτηρίσει σύμβολον. Δηλαδή τήν δόξαν - Ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ.
Ἐν
κατακλείδι μᾶς λέγει ὁ αὐτός ἅγιος : «ἀλλ’ ὑπέρ
αἴσθησιν δεῖν εἶναι διαβεβαιουμένων τά κατά τήν
εἰλικρινῆ προσευχήν μυστικά καί ἱερά θεάματα»[8]
˙ λέγει δηλαδή, ὅτι οἱ ἅγιοι
διαβεβαιώνουν,
ὅτι πάντα τά ἱερά θεάματα καί ὀπτασίαι, ὅπου ἔβλεπον κατά τόν χρόνον τῆς εἰλικρινοῦς
προσευχῆς των, ἦτο ὑπεράνω τῆς ἀνθρωπίνης αἰσθήσεως.
Σύμβολον δηλαδή εἶναι ἡ Ἐνέργεια ἤ Δόξα
τοῦ Θεοῦ, διά
τῆς ὁποίας ἐμφανίζει εἰς τούς ἀξίους τάς διαφόρους ὀπτασίας καί ὁράσεις. Οἱ ὀπτασίες
ἦταν ὄχι αὐτή ἡ Δόξα ξεκάθαρη, ἀλλά ὁμοίωμα αὐτῆς, ὅπως μᾶς λέγουν καί οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. «Σαρκὸς
μὲν ὀφθαλμοῖς θεωρῆσαι τὸν Θεὸν͵ ἀδύνατον· τὸ γὰρ ἀσώματον σαρκὸς ὄμμασιν ὑποπίπτειν οὐ δύναται. Καὶ μεμαρτύρηκεν αὐτὸς ὁ μονογενὴς Υἱὸς Θεοῦ͵ λέγων· Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται. Κἂν γὰρ κατὰ τὸ γεγραμμένον ἐν τῷ Ἰεζεκιήλ͵ ὅτι εἶδεν ὁ Ἰεζεκιήλ͵ ἐκλαμβάνοι τις· ἀλλὰ τί λέγει ἡ γραφή; Εἶδεν ὁμοίωμα δόξης Κυρίου͵ οὐκ αὐτὸν τὸν Κύριον͵ ἀλλὰ τὸ ὁμοίωμα τῆς δόξης͵ καὶ οὐκ αὐτὴν τὴν δόξαν͵ ὡς ἔστιν ἀληθῶς».[9]
Λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὅτι εἶναι ἀδύνατον σαρκικοί ὀφθαλμοί νά δοῦν
τόν Θεόν, διότι τό ἀσώματον δέν γίνεται ἀντιληπτόν ἀπό τά ὄμματα τῆς σαρκός.
Διά τοῦτο καί ὁ Υἱός μαρτυρεῖ, ὅτι τόν Θεός κανείς δέν εἶδεν. Καί ἄν νομίζει
κανείς, ὅτι ὁ Ἰεζεκιήλ εἶδε τόν Θεόν συμφώνως μέ τά γεγραμμένα εἰς τό βιβλίον
του, ὅμως ἄς προσέξει, ὅτι λέγει, ὅτι εἶδεν ὁμοίωμα Δόξης τοῦ Κυρίου καί ὄχι αὐτόν
τόν Κύριον, ἀλλά τό ὁμοίωμα τῆς Δόξης οὔτε
αὐτήν τήν ἴδια τήν Δόξα ὅπως ἀκριβῶς πραγματικῶς εἶναι. Εἶδεν δηλαδή μίαν ἔλλαμψιν
τῆς θείας Δόξης.
«Ἐπεὶ δὲ
πλεῖστα περὶ Θεοῦ (μᾶς λέγει ἐπίσης καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) σωματικώτερον ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ συμβολικῶς
εἰρημένα εὑρίσκομεν, εἰδέναι χρὴ, ὡς ἀνθρώπους ὄντας ἡμᾶς, καὶ τὸ παχὺ τοῦτο
σαρκίον περικειμένους, τὰς θείας καὶ ὑψηλὰς καὶ ἀΰλους τῆς Θεότητος ἐνεργείας
νοεῖν ἢ λέγειν ἀδύνατον, εἰ μὴ εἰκόσι
καὶ τύποις καὶ συμβόλοις τοῖς
καθ' ἡμᾶς χρησαίμεθα. Ὅσα τοίνυν περὶ Θεοῦ σωματικώτερον
εἴρηται, συμβολικῶς μὲν λέγονται·
ἔχει δέ τινα ὑψηλοτέραν διάνοιαν. Ἁπλοῦν γὰρ τὸ Θεῖον καὶ ἀσχημάτιστον».[10]
Δηλαδή∙ ἐπειδή πάρα πολλά μέσα εἰς τήν Θείαν Γραφήν τά ὁποῖα ἔχουν εἰπωθεῖ πρός
τό σωματικότερον, πρέπει νά γνωρίζομεν ὡσάν ἄνθρωποι ὅπου εἴμαστε περιβεβλημένοι
μέ παχύ σαρκίον, ὅτι τάς θείας καί ἀΰλους ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νά ἐννοήσωμεν
παρά μόνον μέσα ἀπό εἰκόνες, τύπους καί
σύμβολα, ὅπου ἔχουμε εἰς χρῆσιν. Ὅσα λοιπόν ἔχουν εἰπωθεῖ περί τοῦ Θεοῦ
περί τό σωματικότερον, αὐτά λέγονται συμβολικῶς
καί ἔχουν κάποιο μεγαλύτερον νόημα.
Ἀπαντῶν
ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἰς
μίαν εἰκονομαχικήν ἔνστασιν διά τήν δῆθεν ἀντίφασιν, ὅσον ἀφορᾷ τάς ἀπαγορεύσεις
καί τάς ἐπιδοκιμασίας τοῦ Θεοῦ περί ἱστορήσεως
ὁμοιωμάτων εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, λέγει τά ἑξῆς: Ἡ ἀποδοκιμασία (τῶν ὁμοιωμάτων)
ἀφορᾷ τήν κατά πάντα ἐξομοίωσιν τοῦ θείου πρός τά καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ὑπάρχοντα
κτίσματα. Ὅπως τόν Ἥλιον τήν Σελήνην κ. ἄ. Ἡ ἐπιδοκιμασία ὅμως ἀφορᾷ τήν διά συμβόλων ἀνύψωσιν τοῦ Ἰσραήλ, κατά τό δυνατόν, εἰς τήν θεωρίαν καί λατρείαν
τοῦ ἑνός Θεοῦ μέσῳ κάποιων γλυπτῶν
καί σχημάτων. Ἤ μήπως καί ὁ ἴδιος ὁ τύπος τῆς (Μωσαϊκῆς) σκηνῆς εἰς τό
σύνολό της δέν εἶναι σαφής προτύπωσις τῆς πνευματικῆς λατρείας πού ἀμυδρῶς
κάπως τήν ἰχνογραφοῦσε ὁ Θεός τῶν ὅλων μέσῳ τοῦ μεγάλου Μωυσῆ μέ συμβολικές ἀπεικονίσεις;[11]
Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ ἅγιος Θεόδωρος καί
ἕνα χωρίον ἀπό τόν Μέγαν Βασίλειον, ὅπου
λέγει, πώς ὅταν γίνεται λόγος περί τῆς οὐσίας τοῦ θείου, εἰς χρῆσιν «τύποι ἀνθρωπομορφικοί ὑπάρχουν πολλοί, ἀλλά δέν
θεωροῦμεν ἄνθρωπον ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν Θεόν».
Καί ὀλίγον παρακάτω λέγει: «Ὅταν ἀκούῃς διά τά χέρια τοῦ Θεοῦ, νά ἐννοῇς τήν
δημιουργικότητά Του κτλ...».[12]
Τό ἀπερίγραπτον λοιπόν κατά τόν αὐτόν Ἅγιον ἀφορᾷ μόνον τήν ἀόρατον Φύσιν[13]
καί ὄχι τούς συμβολισμούς πού εἶναι ἐξεικονιστέοι,
ὡς ὁρώμενοι ὑπό τῶν Προφητῶν.
Θά
παρατηρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν, ὅτι εἰς
ὅλον τό πόνημά του ὁ συγγραφεύς καταβάλλει μίαν προσπάθειαν, ὅπως ἀπαξιώσῃ τήν
σημασίαν καί τόν ῥόλον ὅπου ἔχουν τά Σύμβολα, δίνοντας ὅλην τήν
σπουδαιότητα καί βαρύτητα εἰς αὐτό πού
φαίνεται καί ἀντιλαμβανόμεθα μόνον μέ τάς αἰσθήσεις. Πίπτει ὅμως καί εἰς ἀντιφάσεις,
λέγοντας ἀπό τήν μία πώς, ἡ ἀπεικόνισις αὐτῶν εἶναι ὁμοίωσις
τῆς φύσεως τοῦ εἰκονιζομένου, καθ’ ὅτι, «Δέν ὑπῆρχαν ἄλλες
(εἰκόνες ἐκτός τῶν Χερουβίμ ἄνωθεν τοῦ παλαιοῦ θυσιαστηρίου), ἀφοῦ ὁ Λόγος δέν
εἶχε λάβει ἀκόμη “μορφήν δούλου, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων”. Δέν ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ
λύτρωση, ὁ Ἅδης δέν εἶχε σκυλευθεῖ, καί ὁ Λόγος δέν μποροῦσε νά εἰκονιστεῖ», καί ἀπό τήν ἄλλη
λέγει ἐπικαλούμενος τούς λόγους κάποιων ἁγίων, ὅτι, «“Ἐμεῖς
κατασκευάζουμε εἰκόνες ἀνθρώπων πού ὑπῆρξαν καί εἶχαν σώματα» καί ὅτι, «μόνο πρόσωπα πού εἶχαν σώματα μποροῦν νά ζωγραφίζονται σέ εἰκόνες».
Ἡ
ἀντίφασις δηλαδή ἔγκειται εἰς τό ὅτι, ἐνῷ κηρύττει πώς ὁ Λόγος δέν εἰκονίζεται
πρό τῆς σαρκώσεως, ἐν τούτοις ἀποδέχεται τάς Βυζαντινάς εἰκόνας πού ἀπεικονίζουν
τόν Χριστόν πρό αὐτῆς!
Μία
μερίδα ἐκ τῶν ἀρνουμένων τήν ἐν λόγῳ ἀπεικόνισιν (οἱ πλέον φανατικοί), ἔχοντες ὑπ’
ὄψιν τους τήν ῥήσιν τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου,
ὅτι ὁ Θεός Λόγος δέν ζωγραφίζεται πρίν ἀπό
τήν θείαν αὐτοῦ Σάρκωσιν, καί θέλοντες νά δικαιολογήσουν τά τῆς ἱστορήσεως Αὐτοῦ
εἰς τάς ἤδη ὑπαρχούσας βυζαντινάς εἰκόνας, ἐθεώρησαν ὅτι ἡ μορφή ὅπου εἶχεν ὁ
Λόγος εἰς τό ὅραμα τοῦ Δανιήλ δέν ἦταν
ἁπλό σχῆμα, ὅπου προμήνυε τήν θείαν του ἐνσάρκωσιν, ἀλλά πραγματική σάρξ! Καί τοῦτο διά νά εἶναι δῆθεν σύμφωνοι μέ τό
λεγόμενον, ὅτι∙ «μόνο πρόσωπα πού εἶχαν σώματα
μποροῦν νά ζωγραφίζονται σέ εἰκόνες». Δίδουν οὕτως εἰς τήν ἀνθρωπίνην σάρκα
τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅπου προσέλαβεν ἐν χρόνῳ, τήν ἰδιότητα τῆς ἀιδιότητος! Μᾶς
λέγουν δηλαδή, ὅτι ὁ Κύριος εἶχε τήν θείαν αὐτοῦ Σάρκα πάντοτε, ἀκόμη καί πρίν
γεννηθεῖ!!! Αὐτό κυριολεκτικῶς εἶναι αἵρεσις
τοῦ Ἀπολλιναρίου, ὅπου ἐκήρυττε
τήν Σάρκα τοῦ Κυρίου ἀΐδιον καί αἰώνιον. Ὁ ἅγιος
Θεόδωρος ὅμως λέγει τοῦτο μέ τό σκεπτικόν, ὅτι ὁ Θεός Λόγος δέν ζωγραφίζεται
πρίν ἀπό τήν Σάρκωσιν, ὡς πρός τήν Θείαν Του Φύσιν καί ὄχι ὡς πρός τάς
προτυπώσεις καί σχήματα, ὅπου λαμβάνει διά νά
μποροῦμε ἐμεῖς κατά τήν δυνατότητα, ὅπου μᾶς δίδεται, νά ἐννοήσωμεν τά
μελλοντικά περί Αὐτοῦ γεγονότα. Μᾶς λέγει περί τούτου ὁ ἅγιος Δαμασκηνός:[14]
Ποῖος κατεσκεύασε πρῶτος εἰκόνα; ...Ἀδάμ
εἶδε τόν Θεόν καί ἤκουσε τόν θόρυβον τῶν
ποδῶν του, καθώς περπατοῦσε τό δειλινόν... Ἰακώβ εἶδε καί πάλεψε μέ τόν
Θεόν –εἶναι βεβαίως φανερόν, ὅτι ὁ Θεός
τοῦ ἐφανερώθη ὡς ἄνθρωπος-, καί ὁ Μωϋσῆς
εἶδε τόν Θεόν ὡσάν τό ὀπίσω μέρος ἀνθρώπου, καί Ἡσαΐας τόν εἶδε ὡς ἄνθρωπον νά κάθεται εἰς τόν θρόνον, καί Δανιήλ εἶδε ὁμοίωμα ἀνθρώπου καί ὡς υἱόν
ἀνθρώπου νά πλησιάζῃ τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν.
Καί κανείς ποτέ δέν εἶδε τήν Φύσιν τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά τόν Τύπον καί τήν εἰκόνα
ὅσων θά γινόταν εἰς τό μέλλον∙ διατί ἐπρόκειτο ὁ ἀόρατος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ
νά γίνῃ ἀληθινῶς ἄνθρωπος[15]...
Προσεκύνησαν λοιπόν ὅλοι ὅσοι εἶδαν τόν Τύπον
καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ ὅπου ἐπρόκειτο νά συμβῇ... Ὁ Ἀβραάμ
δέν εἶδε τήν Φύσιν τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τόν Θεόν ὅπως φυσικῶς ὑπάρχει (εἰς ἄλλο
σημεῖον ὁ Ἅγιος τονίζει, ὅτι ὁ ὀφθείς Κύριος εἰς τόν Ἀβραάμ ἦταν Αὐτή Αὕτη ἡ Ἁγία Τριάς καί ὄχι μόνον ὁ Υἱός μέ δύο ἀγγέλους,
ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἀντιφρονοῦντες),[16]
ἀλλά εἰκόνα Θεοῦ[17]
καί πεσών προσεκύνησεν. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ
δέν εἶδε φύσιν Ἀγγέλου, ἀλλά εἰκόνα (διατί ἡ φύσις τοῦ Ἀγγέλου δέν βλέπεται μέ
τούς σωματικούς ὀφθαλμούς),[18]
καί πεσών προσεκύνησεν. Ὁμοίως καί ὁ Δανιήλ (ὁ Ἄγγελος δέν εἶναι Θεός, ἀλλά
κτίσμα καί ὑπηρέτης Θεοῦ καί παραστάτης) τόν προσεκύνησεν, ὅμως ὄχι ὡς Θεόν, ἀλλ'
ὡς παραστάτην καί λειτουργόν τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς
λέγει ξεκάθαρα δηλαδή ὁ Ἅγιος, ὅτι ἡ ἐμφανισθεῖσα σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (ὅπως
καί ὅλες οἱ ἄλλες ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην μέ αὐτήν
τήν μορφήν), ἦταν Τύπος καί Σύμβολον
καί ὄχι πραγματική Σάρξ. Εἶναι δηλαδή τό ἀκριβῶς
ἀντίστοιχον μέ τήν Συμβολικήν ἐμφάνισιν τοῦ Πατρός ὡς Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν εἰς
τόν ὅραμα τοῦ Δανιήλ, ἡ ὁποία μορφή δέν ἦταν ἡ πραγματική του φύσις, ἀλλά ἕνα
φάσμα, μία εἰκόνα, ἕνας Τύπος. Ἡ εἰκόνα λοιπόν τοῦ Υἱοῦ πρό τῆς ἑαυτοῦ
σαρκώσεως εἶναι εἰκονιστέα, ὡς ἱστοροῦσα Συμβολικῶς τήν μέλλουσαν ἐνανθρώπησιν
Αὐτοῦ. Ἐκ τούτου, δέν ὑπάρχει χῶρος δι’ ἄλλες ἐμβόλιμες ὑπό τοῦ πονηροῦ ἑρμηνεῖες!
Οἱ Πατέρες μάλιστα τῆς Ζ΄ Συνόδου καθυπέβαλαν
εἰς τό αἰώνιον Ἀνάθεμα τούς τολμῶντας νά ἀρνηθοῦν τήν εἰκονογράφησιν Αὐτοῦ, ἀντλούμενη
ἀπό τά ὁράματα τῶν Προφητῶν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην: «Τοῖς τάς μέν προφητικάς ὁράσεις, κἄν μή βούλοιντο, παραδεχομένοις∙ τάς
δ’ ὀφθείσας αὐτοῖς εἰκονογραφίας (ὤ θαῦμα;) καί πρό σαρκώσεως τοῦ Λόγου μή καταδεχομένοις, ἀλλ’ ἤ αὐτήν τήν ἄληπτόν τε καί ἀθέατον οὐσίαν ὀφθῆναι
τοῖς τεθεαμένοις κενολογοῦσιν... ΑΝΑΘΕΜΑ».[19]
Εἶναι
χαρακτηριστικόν ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, τόν ὁποῖον μάλιστα συχνάκις ἐπικαλοῦνται,
ἀναφέρει συμβολικήν ἐμφάνισιν τοῦ Θεοῦ
Λόγου ὄχι μόνον μέ ἀνθρωπίνην μορφήν, ἀλλά καί τοῦ ὄφεως! «Μολονότι (λέγει ὁ ἅγιος Θεόδωρος) οἱ Ἄγγελοι δέν φέρουν τό βάρος τῆς σαρκός μας καί ὁ ὄφις, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποιήθη
διά νά προεικονίσῃ ἀσαφῶς τόν Χριστόν, εἶναι ἀταίριαστος λόγῳ τῆς θηριώδους
μορφῆς του. Καί ἄν τόν παλαιόν καιρόν συγκατένευε ὁ Θεός νά εἰκονισθῇ μέ τήν
μορφήν τοῦ ὄφεως, διά νά θεραπεύωνται αὐτοί πού πληγώνονταν ἀπό τά φίδια, πῶς
δέν εἶναι ἀρεστόν εἰς αὐτόν καί πρέπον νά ὑψώνεται ἡ εἰκόνα τῆς σωματικῆς του
μορφῆς ἀφ’ ὅτου ἔγινε ἄνθρωπος;».[20]
Λέγομεν λοιπόν εἰς τούς ἀντιτιθεμένους,
τό ὅτι προεικονίσθη ὁ Κύριος διά τοῦ ὄφεως δέν σημαίνει πώς ἔλαβεν, ἤ εἰς τό
μέλλον θά ἐλάμβανε, ἤ καί θά ἔπρεπε ἀναγκαστικῶς νά λάβῃ αὐτήν τήν μορφήν, ἐπειδή
κάποτε ἐσυμβολίσθη μέ αὐτό τό σχῆμα∙ διότι ἦταν ἁπλῶς ἕνα Σύμβολον! Πῶς λοιπόν ἀπορρίπτουν
ἐντελῶς παραλόγως τό ἀνθρωπομορφικόν Σύμβολον τοῦ Πατρός ἐπειδή ὡς λέγουν, δέν ἀνταποκρίνεται
εἰς κάποια μορφολογικήν διάστασιν Αὐτοῦ; Μήπως ὁ θηριώδης ὄφις εἶχε τοιαύτη
μετά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!
Ἐάν
οἱ ἀρνητές τῶν εἰκόνων ἦταν εἰλικρινεῖς, τότε μαζί μέ τάς Συμβολικάς ἀπεικονίσεις
τοῦ Πατρός ὡς Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς περιστερᾶς εἰς τά ὁράματα
τῶν Προφητῶν, θά ἔπρεπε νά ἀπορρίψουν καί αὐτάς, ὅπου ἱστοροῦν τόν Θεόν Λόγον ὡς
υἱόν ἀνθρώπου πρό τῆς θείας Αὐτοῦ σαρκώσεως. Περί τούτου ὅμως οὐδείς ὁ λόγος!!!
Τό «Θεόν γάρ οὐδείς ἑώρακε πώποτε» δέν ἐλέχθη μόνον διά τόν Θεόν Πατέρα καί τό Ἅγιον
Πνεῦμα, ἀλλά καί διά τόν Θεόν Λόγον. «Τήν
εἰκόνα αὐτοῦ οἱ Χριστιανοί ἀναζωγραφεῖν ἐδιδάχθησαν, ἀλλ’ οὐ καθ’ ἥν ἀόρατος ἦν.
Αὐτή γάρ ἀπερίγραπτος. Θεόν γάρ οὐδείς ἑώρακε πώποτε, εὐαγγελικῶς ἠκούσαμεν. Τῇ
ἀνθρωπίνῃ οὖν φύσει τοῦ Χριστοῦ ἀναγραφομένου...»,[21]
μᾶς λέγουν οἱ θεηγόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας!
Εἰς
ὅλους αὐτούς εὐχόμεθα καλήν Μετάνοιαν!!
3)Ἡ εἰκονογράφησις τοῦ Θεοῦ δέν δίνει σχῆμα εἰς τήν ἀόρατον φύσιν
του
«Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (γράφει ὁ νεοεικονομάχος συγγραφεύς) λέει ὅτι μόνο πρόσωπα πού εἶχαν
σώματα μποροῦν νά ζωγραφίζονται σέ εἰκόνες. Γι’ αὐτόν, καί μόνον ἡ σκέψη νά
κάνει κανείς τόν ἀόρατο Θεό ὁρατό, εἶναι ἀπεχθής καί ἰσοδυναμεῖ μέ τρέλα: “Ὅταν
ὁ Ἀόρατος παίρνει δούλου μορφή... καί ἀποκτᾷ σῶμα καί σάρκα, τότε μπορεῖς νά
ζωγραφίσεις τήν εἰκόνα Του” “Ἄν προσπαθούσαμε νά κατασκευάσουμε εἰκόνα τοῦ ἀοράτου
Θεοῦ, θά ἦταν πράγματι ἁμαρτία. Ἄν κάποιος τολμήσει νά φτιάξει εἰκόνα τῆς ἄϋλης,
ἀσώματης, ἀόρατης, καί ἀσχημάτιστης Θεότητας (δηλ. τῆς Ἁγίας Τριάδος), τήν ἀπορρίπτουμε
σάν ψευδῆ καί νόθα”. “Ποιός μπορεῖ νά κατασκευάσει ὁμοίωμα τοῦ ἀοράτου, ἀσωμάτου,
ἀπεριγράπτου καί ἀσχηματίστου Θεοῦ; Εἶναι ἀκραία παραφροσύνη καί ἀσέβεια νά
δίνει κανείς σχῆμα στό Θεῖο”».
Ἀσφαλῶς καί ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔχει ἀπόλυτον
δίκαιον∙ οὐδείς ἔχων σώας τάς φρένας του δύναται νά ἀποδώσῃ εἰς τόν ἀόρατον
Θεόν σχῆμα ἐξεικονίζοντας τήν Θείαν Αὐτοῦ Φύσιν, ἡ ὁποία εἶναι ἄϋλος, ἀόρατος, ἀσώματος
καί ἀσχημάτιστος! Ἐρωτῶμεν ὅμως∙ ποῖος ἐπιχειρεῖ νά ἀποδώσῃ σχῆμα εἰς τόν ἀόρατον
Θεόν καί δή εἰς τήν Θείαν Αὐτοῦ Φύσιν; Καί πάλιν ἐδῶ οἱ νέοι χριστιανοκατήγοροι
μεταχειρίζονται τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτην, ὅπως δώσουν μομφήν εἰς τούς ὑπερασπιστάς
τῆς Συμβολικῆς ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός. Καί τοῦτο, διότι γνωρίζουν πάρα
πολύ καλῶς τάς θέσεις καί τά ἐπιχειρήματα ἡμῶν, ἀλλά παρά ταῦτα ἐπιμένουν νά
συκοφαντοῦν ἀσυστόλως. Θά εἴπωμεν καί πάλιν, ἡ ἐξεικόνισις δέν ἔχει νά κάνῃ μέ
τήν Θείαν Οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι παντελῶς ἀνεικόνιστος καί ἀπερίγραπτος,
ἀλλά μέ τά Συμβολικά ἐκεῖνα σχήματα καί σημεῖα μέ τά ὁποῖα Αὐτός ὁ ἴδιος ἐνεφανίσθη
διά μέσου τῶν ἱερῶν ὁραμάτων εἰς τούς Προφήτας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης
μέ πλήρη σαφήνειαν ἀνατρέπει τήν κατηγορίαν ἀναφέροντας εἰς τό ἱερόν Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας μας τά ἑξῆς:
«Πρέπει νά σημειώσωμεν, ὅτι ἐπειδή ἡ παροῦσα
Σύνοδος εἰς τήν ἐπιστολήν ὁποῦ ἐστάλη πρός τήν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίαν, μακαρίζει
ἐκείνους ὁποῦ ἠξεύρουν καί ἀποδέχονται, ἑπομένως δέ καί εἰκονίζουν καί τιμῶσι
τάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν, καθώς αὐτός ὁ Θεός ἐσχημάτισε ταύτας καί ἐτύπωνεν εἰς
τό ἡγεμονικόν αὐτῶν, ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ δέ ἐξ ἐναντίας ἐκείνους, ὁποῦ δέν δέχονται τάς εἰκονογραφίας τῶν
τοιούτων ὁράσεων πρό τῆς σαρκώσεως τοῦ
Θεοῦ Λόγου (σελ. 905 τοῦ Β΄ τόμου).
Συμπεραίνεται,
ὅτι καί ὁ ἄναρχος Πατήρ πρέπει νά ζωγραφίζεται καθώς ἐφάνη εἰς τόν Προφήτην
Δανιήλ ὡς παλαιός ἡμερῶν. Εἰ δέ καί ὁ Πάπας
Γρηγόριος... λέγει ὅτι δέν ἱστοροῦμεν τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ˙ ἀλλά τοῦτο λέγει ὄχι ἁπλῶς, ἀλλ’ ὅτι δέν ἐζωγραφοῦμεν αὐτόν κατά τήν Θείαν Φύσιν˙ ἐπειδή ἀδύνατον
φυσίν, εἶναι ἱστορῆσαι καί ζωγραφῆσαι
φύσιν Θεοῦ. Ὅπερ ποιεῖ καί ἡ παροῦσα σύνοδος, καί πᾶσα ἡ Καθολική Ἐκκλησία, καί ὄχι ὅτι δέν ἐζωγραφοῦμεν αὐτόν ὡς ἐφάνη
εἰς τόν Προφήτην˙ εἰ γάρ μή ζωγραφοῦμεν αὐτόν ὁλοτελῶς, διατί νά
ζωγραφῶμεν τόσον τόν Πατέρα ὅσον καί τό
Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν εἴδει Ἀγγέλων, ἀνδρῶν νέων, καθώς ἐφάνησαν εἰς τόν Ἀβραάμ,
ἔπειτα καί ἄν θετέον, ὁ Γρηγόριος λέγῃ τοῦτο, ἀλλ’ ἡ γνώμη μιᾶς πολυανθρώπου
καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου προτιμᾶται περισσότερον ἀπό τῆς γνώμης τοῦ ἕνός» .[22] Βλέπομεν ἐδῶ ξεκάθαρα τόν ἅγιον Νικόδημον νά θεωρῇ ὡς γνώμη τῆς Ζ΄ Συνόδου τήν δυνατότητα ἱστορήσεως
τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὄχι ὅμως κατά τήν Φύσιν. Καί εἰς ἄλλον σημεῖον ἐπίσης ὁ αὐτός Ἅγιος τονίζει τά ἑξῆς: «Ἐκεῖνο δέ ὁποῦ λέγει ἡ Ἱερά
Σάλπιγξ (ἐγκωμίῳ εἰς τούς τρεῖς Ἱεράρχ.) ὅτι δέν πρέπει νά ζωγραφίζεται ὁ
Πατήρ, κατά τήν δ.΄ καί ε΄. καί στ΄. πρᾶξιν τῆς Ζ΄ Συνόδου, ἡμεῖς ἐρευνητικῶς
τάς πράξεις ταύτας ἀναγνόντες, οὐδέν
τοιοῦτον εὕρομεν, εἰμή μόνον ὅτι ἡ
φύσις τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς ἀνείδεος καί ἀόρατος, οὐκ εἰκονίζεται».[23]
Σύμφωνος δέ πρός αὐτά, εὑρίσκεται καί ὁ ἅγιος
Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἐν τῷ
περί Ἀκαταλήπτῳ λόγῳ του μᾶς ἐξηγεῖ: «...πάντα ἐκεῖνα (τά ὁποῖα
εἶδον οἱ προφῆται) συγκατάβασις ἦν, καί ἀκραιφνῆ
(καθαράν) τήν οὐσίαν οὐδείς οἶδεν ἐκείνων, δῆλον ἐκ τοῦ διαφόρως ἕκαστος ὁρᾶν. Ὁ γάρ Θεός ἁπλοῦς καί ἀσύνθετος καί ἀσχημάτιστος˙ οὗτοι δέ πάντες ἔβλεπον διάφορα... οὐκ αὐτήν τήν οὐσίαν ἔδειξα τήν ἐμήν, ἀλλά συγκατέβην
φησίν, πρός τῶν ὁρώντων τήν ἀσθένειαν». Μέ ἁπλᾶ λόγια μᾶς λέγει ὁ ἅγιος, ὅτι ὅλα ὅσα ἔβλεπον
οἱ Προφῆται εἰς τά ὁράματά των, δέν ἦτο ἡ
Θεία Αὐτοῦ Οὐσία , καί τοῦτο εἶναι
φανερόν ἐκ τοῦ ὅτι, ἕκαστος ἐξ αὐτῶν ἔβλεπε
τόν Θεόν διαφορετικῶς. Ὁ Θεός ὅμως εἶναι
ἁπλοῦς, δηλαδή ἀσύνθετος καί ἀσχημάτιστος
κατά τήν Οὐσίαν. Οἱ Προφῆται ὅμως ἔβλεπον ὄχι ἕνα, ἀλλά πολλά καί
διαφορετικά σχήματα, ἄρα ὄχι τήν Οὐσίαν.
Καί συνεχίζει ὡσάν νά ὁμιλῇ ὁ ἴδιος ὁ
Θεός, λέγων˙ ὅτι οὐχί αὐτήν τήν Οὐσίαν μου ἔδειξα εἰς
τούς Προφήτας, ἀλλά διά τήν ἰδικήν των ἀσθένειαν, ἐφανερώθην μέ συγκαταβατικόν τρόπον.
Εἰς ἀπόλυτον συμφωνίαν μέ τά ἀνωτέρω εὑρίσκεται
καί τό ἐδάφιον τοῦ προφήτου Ὡσηέ, «καί λαλήσω πρός προφήτας, καί ἐγώ ὁράσεις
ἐπλήθυνα καί ἐν χερσί προφητῶν ὡμοιώθην»[24] ˙ ὅπου διαφαίνεται ξεκάθαρα τό ποικιλόμορφον τῶν ἐμφανίσεων εἰς τάς ὁράσεις
τῶν Προφητῶν˙ δηλαδή, ὅτι ἕκαστος τῶν Προφητῶν θεωροῦσε διαφορετικήν
ὅρασιν καί θέαμα, τό ὁποῖον εἶναι ἀπόδειξις, ὅτι δέν ἔβλεπον τήν Θείαν Οὐσίαν,
ἡ ὁποία εἶναι ἁπλή δηλαδή ἀσύνθετος, ἀθέατος,
ἀλλά καί
μία.
Ὁμόγνωμος καί ὁμόφρων μέ τούς
προαναφερθέντας Ἁγίους εὑρίσκεται καί ὁ ἅγιος
Συμεών Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος μέ τούς λόγους του κατακεραυνώνει τά ἀστήρικτα ἐπιχειρήματά
τους, ἀποκαλύπτων οὕτως τόν παραλογισμόν τους: «Ὁ Θεός εἶναι ἀόρατος, καθώς εἶναι
καί ἀσώματος καί ἄσαρκος καί ἀσχημάτιστος, καί διά τοῦτο δέν εἶναι μήτε περιγραπτός˙ πλήν μ’ ὅλον τοῦτο, Τόν εἴδομεν πολλάκις περιγραφόμενον εἰς
τούς Προφήτας καί σχηματιζόμενον καί εἰκονικῶς θεωρούμενον διότι καί ὁ Ἀβραάμ εἶδε τόν Θεόν, καί ὁ Ἰακώβ ἐπάνω εἰς τήν κλίμακα, καί ὁ Μωϋσῆς εἰς τήν βάτον, καί εἰς τό Ὄρος.
Ὁ Ἡσαΐας (σ.σ. εἶδε τόν Θεόν) ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καθήμενον. Ὁ Ἰεζεκιήλ
ὁμοίως, ἐν μέσῳ ζώων˙ ὁ
Δανιήλ ἐπί τῶν νεφελῶν ὡς παλαιόν τῶν
ἡμερῶν, καί πολλοί ἀπό τούς Προφήτας. Ἄς τούς ἐρωτήσωμεν λοιπόν (τούς εἰκονομάχους)
αὐτά εἶναι ἀληθῆ ἤ ψευδῆ; Βέβαια θέλουν ὁμολογήσει, ὅτι εἶναι ἀληθῆ. Θεῖα τάχα ἦσαν
αὐτά ἤ φαντάσματα; Θέλουν ὁμολογήσει, στοχάζομαι, ὅτι αὐτά εἶναι Θεῖα˙ ἐπειδή ἐγένετο Θεοῦ ὀπτασίαι, κατά τήν δύναμιν τῶν ὁρώντων,
μέ τό νά μή φαίνεται ποτέ ὁ Θεός καθώς εἶναι
ἐκ φύσεως, μήτε εἶναι τοῦτο δυνατόν, ὅν ἀσχημάτιστον τό Θεῖον. Ἐπειδή
λοιπόν αὐτά εἶναι ἐκ Θεοῦ, καθότι καί ὁ ἴδιος λέγει: «Ἐγώ ὁράσεις ἐπλήθυνα, καί
ἐν χερσί Προφητῶν ὁμοιώθην»[25] καί εἶναι Θεοῦ ὀπτασίαι, εἶναι λοιπόν καί σεβάσμιαι καί ἅγιαι καί προσκυνηταί αὐταί αἱ ὁράσεις,
καί καθώς εἰς τάς Θείας Βίβλους, οὕτω καί εἰς εἰκόνας, ἅγιαι ζωγραφίζονται».
Ἡ κατηγορία
λοιπόν τῆς παραφροσύνης καί τῆς ἀσεβείας ἐπιστρέφει εἰς ἐκείνους ὅπου ἀρνοῦνται
τήν τοιαύτην ἀπεικόνισιν!
Εἰς τούς ἀσεβεῖς ὅμως κατατάσσει τούς
νεοεικονομάχους καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Μέ ἀπόφασιν τῶν συμμετασχόντων εἰς
τήν Σύνοδον αὐτήν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων, οἱ ἀρνούμενοι τήν ἐξεικόνισιν τῶν
προφητικῶν ὁράσεων ἐνδύονται τό αἰώνιον
Ἀνάθεμα: «Τοῖς τάς προφητικάς ὁράσεις,
κἄν μή βούλοιντο παραδεχομένοις∙ τάς δ’ ὀφθείσας αὐτοῖς εἰκονογραφίας (ὤ θαῦμα)
καί πρό σαρκώσεως τοῦ Λόγου μή
καταδεχομένοις, ἀλλ’ αὐτήν τήν ἄληπτόν
τε καί ἀθέατον οὐσίαν ὀφθῆναι τοῖς τεθεαμένοις κενολογοῦσιν∙ ἤ εἰκόνας μέν
ταῦτα τῆς ἀληθείας καί τύπους καί σχήματα ἐμφανισθῆναι τοῖς ἑωρακόσι
συντεθειμένοις, εἰκονογραφεῖν δέ ἐνανθρωπήσαντα τόν Λόγον καί τά ὑπέρ ἡμῶν αὐτοῦ
πάθη οὐκ ἀνεχομένοις, ΑΝΑΘΕΜΑ»!
Δηλαδή μέ ὀλίγα λόγια∙ ὅσοι δέν θέλουν νά παραδεχθοῦν, ὅτι κατά τάς προφητικάς ὁράσεις
αὐτά πού ἐφάνησαν δέν ἦταν Τύποι καί σχήματα, ἀλλά ἡ ἄληπτος καί ἀθέατος Οὐσία
τοῦ Θεοῦ (δι’ αὐτό καί δέν τά εἰκονογραφοῦν) νά εἶναι Ἀνάθεμα![26]
Ἐνῷ διά τούς εὐλαβῶς ἀποδεχομένας αὐτάς
οἱ Πατέρες ἀποφαίνονται: «Τῶν τάς προφητικάς ὁράσεις, ὡς αὐτό τό
Θεῖον αὐτάς ἐσχημάτισεν καί διετύπου, εἰδότων καί ἀποδεχομένων καί
πιστευόντων, ἅπερ ὁ τῶν προφητῶν χορός ἑωρακότες
διηγήσαντο, καί τήν τῶν Ἀποστόλων καί εἰς Πατέρας διήκουσαν ἔγγραφον καί ἄγραφον
παράδοσιν κρατυνόντων, καί διά τοῦτο εἰκονιζόντων
τά Ἅγια καί τιμώντων, αἰωνία ἡ μνήμη».
[27]
Εἶναι λοιπόν φανερόν, ὅτι οἱ Πατέρες εἶχαν
εἰς χρῆσιν εἰκόνας παριστάνουσες τάς προφητικάς ὁράσεις, καθώς καί ὅτι κατά τόν
καιρόν ἐκεῖνον, ὅπως καί τώρα, ὑπῆρχαν μερικοί ὅπου πεπλανημένως ἐπίστευαν, ὅτι
αὐτό πού εἶχε φανερωθεῖ ἦταν ἡ Θεία Οὐσία καί ὄχι Τύποι καί Σύμβολα. Αὐτοί
καθυποβλήθηκαν εἰς τό αἰώνιον Ἀνάθεμα!
Εἶναι δέ λίαν περίεργος ἡ ἐμμονή τους αὐτή, εἰς τό νά μή ἠμποροῦν ἤ νά
μή θέλουν δηλαδή νά ἐννοήσουν τήν διαφοράν ‘’Συμβόλου’’
καί ‘’Οὐσίας’’, ἀλλά νά κωφεύουν ἐμμανῶς
εἰς κάθε διευκρίνησιν ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ, μή φοβούμενοι μάλιστα κἄν τά ἐπιτίμια
τῶν Πατέρων!
Ἡ περαιτέρω συνέχισις λοιπόν αὐτῶν τῶν
κατηγοριῶν ἀπό μέρους των, περί δῆθεν ἀποδόσεως σχήματος εἰς τήν Θείαν Οὐσίαν
τοῦ Θεοῦ, συνιστᾷ πλέον τό ὀλιγότερον κακοήθειαν!!!
Δέν γνωρίζομεν ἐάν εἶναι σύμπτωσις τό ὅτι,
τά ἁγιογραφικά χωρία πού χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφεύς τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου εἶναι ἀκριβῶς τά ἴδια μέ αὐτά
πού χρησιμοποιοῦσαν κατά τό παρελθόν οἱ
Εἰκονομάχοι ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν Εἰκονοφίλων! Ἐκτός τούτου βλέπομεν νά
χρησιμοποιῇ πλειάδα ἁγιογραφικῶν καί ἁγιοπατερικῶν χωρίων τά ὁποῖα εἶναι ἐντελῶς
ἄσχετα μέ τό ὑπό συζήτησιν θέμα, πρᾶγμα σκόπιμον, ὅπως οὕτω προϊδεάσῃ ἐξ ἀρχῆς ἀρνητικῶς
καί ἀποπροσανατολίσῃ τόν ἀναγνώστην.
«Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ
Λόγου μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἀπεικονίσουμε μόνο τόν Υἱό, καί αὐτόν μόνο
κατά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι ὀφείλουμε νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τήν ἐντολή νά
μήν κατασκευάσουμε “ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ... ἤ ὀρνέου πτερωτοῦ” ὡς εἰκόνες τῆς ἀόρατης
Θεότητας. “Οὐχ ὅτι τόν Πατέρα τίς ἑώρακεν”. (Ἰω. στ΄: 46). “Τίς ἑώρακεν αὐτόν
καί ἐκδιηγήσεται; (Σοφία Σειράχ μγ΄: 31). “Ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν
δύναται”. (Τιμ. Ά΄, στ΄: 16). “Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε” (Ἰω. α΄: 18)».
“Θεόν οὐδείς ἑώρακε
πώποτε”. Μᾶς λέγουν λοιπόν, ὅτι τόν Θεόν δέν τόν εἶδε
ποτέ κανείς, ἄρα δέν μποροῦμε νά ἐξεικονίσωμεν αὐτό πού ποτέ δέν ἔχομεν δεῖ∙
καί οὕτω βάσει αὐτοῦ τοῦ σκεπτικοῦ συμπεραίνουν, ὅτι δέν ζωγραφίζεται ἡ Ἁγία Τριάς, διότι εἶναι ἀόρατος!
Μέ τέτοια λογικά ἅλματα λοιπόν προσπαθοῦν νά στηρίξουν τάς δοξασίας τους. Τό χωρίον ὅμως αὐτό
μόνον μέ τήν εἰκονογράφησιν τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἔχει σχέσιν! Ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ ξεκάθαρα διά τήν Θείαν
Φύσιν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ Θεός ὁρᾶται, ὄχι ὅπως εἰς
τήν πραγματικότητα εἶναι, ἀλλά μέ ἕνα συγκαταβατικόν τρόπον, ὅσον ἐμεῖς ἡμποροῦμε νά τόν ἰδοῦμε. Ἐάν ἡ θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατος,
ὅπως μᾶς λένε, πῶς τότε ἡ Γραφή λέγει: «μακάριοι
οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»;[28] Πῶς λέγομεν ὅτι
θά ἰδοῦμε τόν Θεόν «πρόσωπον μέ πρόσωπον»;[29] Καί «οἱ ἄγγελοι
αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διά παντός βλέπουσι τό
πρόσωπον τοῦ Πατρός μου ἐν οὐρανοῖς»;[30] Πῶς ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐννοοῦν τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ;
Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τόν ἅγιον Γρηγόριον
τόν Παλαμᾶν, ὥστε νά φανῇ οὕτως ἡ ἀντιπατερικότητα τοῦ συγγραφέως: «Ἀλλά πρόσωπον
μέν τοῦ Θεοῦ ὁρώμενον ἐστίν ἡ κατά τήν ἐπί τούς ἀξίους ἐπιφάνεια καί ἐνέργεια
καί χάρις τοῦ Θεοῦ˙ τοῦ Αὐτοῦ δέ πρόσωπον
μηδέποτε ὁρώμενον, ἡ ὑπέρ πᾶσαν ἔκφανσιν καί ὅρασιν ἔσθ’ ὅτε (ἐνίοτε) λέγεται φύσις Θεοῦ».[31] Λέγει δηλαδή ὁ ἅγιος, ὅτι ὅταν βλέπομεν τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμεν τήν Ἐνέργειαν καί χάριν
τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἐπιφαίνεται εἰς τούς ἁγίους. Ὅταν δέ, λέγομεν, ὅτι τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀθέατον καί ἐπάνω
ἀπό κάθε ὅρασιν καί λόγον, τότε ἐννοοῦμεν περί τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ.
Καί ἀλλοῦ
ὁ ἴδιος Ἅγιος ἐν τῷ τίτλῳ τοῦ τρίτου κεφαλαίου τοῦ Ε΄ Ἀντιρρητικοῦ, μᾶς λέγει: «Ὅτι διά τό πολυσήμαντον τῆς τοῦ “Θεοῦ’’ φωνῆς, ἔστιν μέν ὡς ἐδίδαξαν,
ἔστι δ’ ὡς ἀπηγόρευσαν οἱ πατέρες ὁρᾶσθαι τόν Θεόν, ὅ μή συνείς ὁ Ἀκίνδυνος ἐκπολεμῶν πρός ἑαυτάς κατ’ ἀλλήλων χρῆται ταῖς
τῶν ἁγίων φωναῖς». Δηλαδή, διά τάς πολλάς σημασίας καί ἐννοίας ὅπου ἔχει καί χρησιμοποιεῖται τό ὄνομα
‘‘Θεός’’, οἱ Πατέρες ἄλλοτε μέν ἐδίδαξαν,
ἄλλοτε δέ ἠρνήθησαν ὅτι ὁρᾶται ὁ
Θεός˙ καί τοῦτο γίνεται αἰτία ὥστε, ὅπως εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν, ὁ Ἀκίνδυνος (αἱρετικός τοῦ 14ου αἰῶνος),
νά συγχέῃ τά πράγματα χρησιμοποιῶν τούς λόγους τῶν ἁγίων ἐναντίον ἀλλήλων.
Καί συνεχίζει τονίζοντας τήν συμφωνίαν τῶν ἐν
ταῖς Γραφαῖς γεγραμμένων: «Ταῦτα δέ οὐκ ἐναντίως
ἔχει πρός ἄλληλα, ἀλλά λίαν συνῳδά καί φίλια (σύμφωνα καί φιλικά) ἐμποιούσης τῇ Θεολογίᾳ τήν κατά διάνοιαν ὁμολογίαν».
Δηλαδή, ἀλλοίμονον ἐάν ἠναντιοῦντο
μεταξύ των, τά ἐν τῇ Γραφῇ γεγραμμένα, εἶναι παντελῶς ἀδύνατον! Τά πάντα
σύμφωνα καί φιλικά εὑρίσκονται.
Ὁ δέ Θεοφύλακτος
Βουλγαρίας, ἑρμηνεύων τό σχετικόν ἐδάφιον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου λέγει: «...θέλει εἰπῇ τινάς ἴσως, πώς ἐδῶ μέν μανθάνομεν ὅτι
δέν εἶδε τινάς τόν Θεόν, ὁ Προφήτης
λέγει εἶδον τόν Κύριον (Ἡσαΐας ΣΤ΄)˙
εἶδε μέν ὁ Προφήτης τόν Θεόν, ἀλλά ὄχι αὐτήν τήν οὐσίαν, ἤγουν τήν φύσιν
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κἄποιον ὁμοίωμα καί φαντασίαν τινα, καθώς ἐδύνατο
νά ἰδῇ, καί ἄλλος πάλιν εἰς ἄλλον τύπον τόν εἶδε, καί ἄλλος
εἰς ἄλλον. Ἀπό τόν ὁποῖον φανερόν εἶναι ὅτι δέν εἶδον αὐτήν τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, οὐδέ τήν ἀλήθειαν ἔβλεπον,
διότι δέν ἤθελαν τήν ἰδῇ εἰς διάφορα σχήματα, ἐπειδή εἶναι ἁπλῆ
καί ἀσχημάτιστος. Ἀλλ’
οὐδέ οἱ Ἄγγελοι, δέν βλέπουν οὐσίαν
Θεοῦ, ἄν καί λέγονται ὅτι βλέπουν τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ... Μόνος ὁ Υἱός λοιπόν βλέπει τόν Πατέρα, καί ἐξηγεῖται αὐτόν εἰς ὅλους
τούς ἀνθρώπους»[32].
Πλέον κατατοπιστικός εἶναι καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Τί οὖν οὗτός φησι; «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε
πώποτε.» Ὄντως βροντῆς υἱός· σάλπιγγος γὰρ λαμπροτέραν ἀφῆκε φωνὴν ἱκανὴν
καταισχῦναι πάντας τοὺς φιλονεικοῦντας. Ἀλλ' ἴδωμεν καὶ τὸ ἀντικροῦον. Τί λέγεις, εἰπέ μοι,
Ἰωάννη; «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε.» Τί οὖν ποιήσομεν τοῖς προφήταις λέγουσιν ὅτι εἶδον τὸν Θεόν; Ὁ
μὲν γὰρ Ἡσαΐας φησίν· «Εἶδον τὸν
Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου.» Ὁ δὲ Δανιὴλ πάλιν· «Εἶδον ἕως οὗ θρόνοι ἐτέθησαν καὶ ὁ παλαιὸς τῶν ἡμερῶν
ἐκάθητο.» Ὁ δὲ Μιχαίας· «Εἶδον τὸν
Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ καθήμενον ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ» καὶ ἕτερος προφήτης
πάλιν· «Εἶδον τὸν Κύριον ἑστῶτα ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ εἶπέ μοι· πάταξον ἐπὶ
τὸ ἱλαστήριον.» Καὶ πολλὰς τοιαύτας ἔστι συνάγειν μαρτυρίας. Πῶς οὖν ὁ Ἰωάννης
φησὶν ὅτι «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε»; Ἵνα μάθῃς ὅτι τὴν ἀκριβῆ αὐτοῦ κατάληψιν
καὶ τὴν τετρανωμένην γνῶσιν
λέγει. Ὅτι γὰρ πάντα ἐκεῖνα συγκατάβασις ἦν καὶ ἀκραιφνῆ τὴν οὐσίαν οὐδεὶς εἶδεν ἐκείνων,
δῆλον ἐκ τοῦ
διαφόρως ἕκαστον ὁρᾶν. Ὁ γὰρ Θεὸς ἁπλοῦς καὶ ἀσύνθετος καὶ ἀσχημάτιστος· οὗτοι δὲ ἅπαντες σχήματα ἔβλεπον διάφορα. Τοῦτο γοῦν αὐτὸ
δι' ἑτέρου προφήτου ἐμφαίνων πάλιν καὶ πείθων αὐτοὺς ὡς οὐκ ἀκριβῆ τὴν οὐσίαν εἶδον,
ἔλεγεν· «Ἐγὼ ὁράσεις ἐπλήθυνα καὶ ἐν χερσὶ προφητῶν ὡμοιώθην». Οὐκ αὐτὴν τὴν οὐσίαν
ἔδειξα τὴν ἐμήν, ἀλλὰ συγκατέβην, φησί, πρὸς τὴν τῶν ὁρώντων ἀσθένειαν». [33]
Μᾶς λέγει δηλαδή ὅτι, ὅλα αὐτά ὅπου ἔβλεπαν οἱ προφῆτες εἰς τά ὁράματά τους
ἦταν συγκατάβασις θεϊκή καί κανείς ἐξ αὐτῶν δέν εἶδε τήν Οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ὅπως ἀκριβῶς
εἶναι. Ἀπόδειξις μάλιστα ὅλων αὐτῶν εἶναι
ὅτι, ἑνῷ ὅλοι ἔβλεπαν τόν Θεόν, ὁ καθένας ὅμως τόν ἔβλεπε διαφορετικά! Ἄν ὅμως ἔβλεπαν
τήν Οὐσίαν Του τότε ὅλοι θά ἔβλεπαν τό ἴδιο πρᾶγμα, διότι ἡ Οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἁπλή, δηλαδή δέν εἶναι σύνθετη, ὥστε νά ἀποτελῆται ἀπό πολλά μέρη, μέ ἀποτέλεσμα
ὁ καθένας νά βλέπῃ διαφορετικό μέρος.
Καί πάλιν: «ὅταν ἀκούσῃς ὅτι «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ἐκεῖνο νόμιζε ἀκούειν ὅτι
τὸν Θεὸν οὐδεὶς ἔγνω οὐσιωδῶς μετὰ ἀκριβείας ἁπάσης. Καὶ περὶ τῶν Σεραφὶμ δὲ ὅταν
ἀκούσῃς ὅτι ἀπέστρεψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὴν ὄψιν ἐτείχισαν, καὶ τὰ Χερουβὶμ δὲ
ὅτι τὸ αὐτὸ τοῦτο πάλιν ἐποίησαν, μὴ ὀφθαλμούς, μηδὲ κόρας εἶναι νόμιζε – σωμάτων γὰρ οὗτος ὁ σχηματισμός – ἀλλὰ
διὰ τούτων τὴν γνῶσιν αὐτῶν αἰνίττεσθαι πίστευε τὸν προφήτην. Ὅταν οὖν λέγῃ ὁ
προφήτης ὅτι συγκαταβαίνοντα τὸν Θεὸν ἰδεῖν οὐκ ἤνεγκαν, οὐδὲν ἄλλο λέγει ἀλλ' ἢ ὅτι τὴν γνῶσιν
αὐτοῦ τετρανωμένην καὶ ἀκριβῆ τῆς καταλήψεως ἐνεγκεῖν οὐ δύνανται, οὐδὲ τολμῶσιν
ἀτενὲς ἰδεῖν πρὸς τὴν ἀκραιφνῆ καὶ ἀκέραιον οὐσίαν, ἀλλ' οὐδὲ πρὸς αὐτὴν τὴν
συγκατάβασιν. Τὸ δὲ ἀτενὲς ἰδεῖν τὸ γνῶναί ἐστι».[34]
Μετάφρασις. ...ὅταν ἀκοῦς ὅτι ''τόν Θεόν κανένας δέν τόν εἶδε ποτέ'',
νά θεωρῇς ὅτι ἀκοῦς αὐτό, ὅτι δηλαδή τόν Θεόν κανένας δέν τόν γνώρισε ὡς πρός
τήν οὐσίαν του μέ ἀκρίβεια. Καί ὅταν ἐπίσης ἀκοῦς διά τά Σεραφίμ ὅτι ἐκάλυπταν
τούς ὀφθαλμούς καί τείχισαν τήν ὄψιν τους, καθώς καί διά τά Χερουβίμ, ὅτι ἔκαναν
καί αὐτά τό ἴδιο πάλι, νά μή νομίζῃς ὅτι πρόκειται διά ὀφθαλμούς καί κόρες,
διότι αὐτά τά σχήματα ταιριάζουν εἰς τά σωματικά ὄντα, ἀλλά πίστευε ὅτι ὁ
προφήτης μέ αὐτά ὑπονοεῖ τήν γνώσιν αὐτοῦ.
Ὅταν λοιπόν ὁ προφήτης λέγει, ὅτι δέν ἄντεχαν νά βλέπουν τόν Θεόν καί παρ' ὅλη
τήν συγκατάβασίν του ἀκόμη, τίποτε ἄλλο δέν ἐννοεῖ, παρά μόνον ὅτι δέν μποροῦν
νά διεισδύσουν εἰς τήν ὁλοκάθαρη καί πλήρη κατανόησιν καί γνώσιν αὐτοῦ, οὔτε
καί τολμοῦν νά κοιτάξουν πρός τήν ὁλοκάθαρη καί ἀκεραίαν οὐσίαν του, ἀλλ' ἀκόμη
οὔτε καί εἰς τήν περίπτωσιν τῆς κατά συγκατάβασιν ἐμφανίσεώς του. Ἡ ἐνατένισις ἐδῶ
ἔχει τήν σημασίαν τῆς γνώσεως.
Ἐπίσης καί ὁ Οἰκουμένιος: «ὁ Θεὸς ἔλεγεν· οὐδεὶς ὄψεταί
μου τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται. ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ εὐαγγελιστὴς ὡς ἐν ἀποφάσει
φησί· Θεὸν οὐδεὶς
ἑώρακε πώποτε. οὐκ ἄρα οὖν ὤφθη ὅμοιός
τινι ὁ Θεός, ἀλλ' ἐκ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἡ ὅρασις αὐτοῦ ἐζωγραφήθη
τῇ ἀποκαλύψει».[35]
Ἀξιοπρόσεκτος καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου:
«ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ} Πῶς οὖν νοήσομεν ὅτι “Οἱ ἄγγελοι
αὐτῶν καθ' ἡμέραν ὁρῶσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς ὑμῶν;”
{ΟΡΘ.} Ὡς νοεῖν εἰώθαμεν τὰ περὶ τῶν ἑωρακέναι
τὸν θεὸν νομισθέντων ἀνθρώπων.
{ΕΡΑΝ.} Εἰπὲ σαφέστερον· οὐ νενόηκα γάρ.
{ΟΡΘ.} Μὴ καὶ τοῖς ἀνθρώποις ὁρατὸς ὁ θεός;
{ΕΡΑΝ.} Οὐδαμῶς.
{ΟΡΘ.} Ἀλλ' ὅμως ἀκούομεν τῆς θείας
λεγούσης γραφῆς, “Ὤφθη ὁ θεὸς τῷ Ἀβραὰμ πρὸς τῇ δρυῒ τῇ Μαμβρῇ,” καὶ Ἡσαΐου
λέγοντος, “Εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου.” Καὶ ὁ
Μιχαίας δὲ ταὐτὸ τοῦτο λέγει, καὶ ὁ Δανιὴλ καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ. Περὶ δὲ Μωσέως τοῦ
νομοθέτου φησὶν ἡ ἱστορία, ὅτι ἐλάλησε κύριος τῷ Μωϋσῇ, ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ
τις λαλήσει πρὸς φίλον αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ τῶν ὅλων ἔφη θεός, ὅτι “Στόμα κατὰ
στόμα λαλήσω αὐτῷ, ἐν εἴδει, καὶ οὐ δι' αἰνιγμάτων.” Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι τὴν
θείαν ἐθεάσαντο φύσιν;
{ΕΡΑΝ.} Οὐδαμῶς. Αὐτὸς γὰρ ὁ θεὸς ἔφη· “Οὐδεὶς
ὄψεται τὸ
πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται.”
{ΟΡΘ.} Ψεύδονται τοίνυν οἱ τὸν θεὸν ἑωρακέναι
φήσαντες;
{ΕΡΑΝ.} Μὴ γένοιτο· εἶδον γὰρ ἅπερ ἰδεῖν αὐτοὺς
οἷόν τε ἦν.
{ΟΡΘ.} Τῇ δυνάμει ἄρα τῶν ὁρώντων ὁ
φιλάνθρωπος δεσπότης τὰς ἀποκαλύψεις μετρεῖ;
{ΕΡΑΝ.} Πάνυ γε.
{ΟΡΘ.} Καὶ τοῦτο δῆλον διὰ τοῦ προφήτου πεποίηκεν.
“Ἐγώ, γὰρ ἔφη, ὁράσεις ἐπλήθυνα, καὶ ἐν χερσὶ προφητῶν ὡμοιώθην.” Οὐκ εἶπεν,
ὤφθην, ἀλλ' “ὡμοιώθην.” Ἡ δὲ ὁμοίωσις οὐκ αὐτὴν δηλοῖ τοῦ ὁρωμένου τὴν
φύσιν. Οὐδὲ γὰρ ἡ τοῦ βασιλέως εἰκὼν αὐτοῦ δείκνυσι τοῦ βασιλέως τὴν
φύσιν, κἂν ἐναργεῖς διασώζῃ τοῦ βασιλέως τοὺς χαρακτῆρας.
{ΕΡΑΝ.} Ἄδηλόν ἐστι τοῦτό γε καὶ ἀσαφές.
{ΟΡΘ.} Οὐκοῦν οὐδὲ τοῦ θεοῦ τὴν οὐσίαν εἶδον
οἱ τὰς ἀποκαλύψεις ἐκείνας θεασάμενοι;
{ΕΡΑΝ.} Τίς γὰρ οὕτω μέμηνεν ὥστε τοῦτο φάναι τολμῆσαι;
{ΟΡΘ.} Εἴρηται δὲ ὅμως ὡς ἑωράκασιν.
{ΕΡΑΝ.} Εἴρηται.
{ΟΡΘ.} Ἡμεῖς δὲ καὶ λογισμοῖς εὐσεβέσι
χρώμενοι, καὶ ταῖς ἀποφάσεσι ταῖς θείαις πιστεύοντες, αἳ βοῶσι διαρρήδην, “Θεὸν
οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε,” φαμὲν αὐτοὺς οὐ τὴν
θείαν φύσιν ἑωρακέναι, ἀλλ' ὄψεις τινὰς τῇ σφῶν δυνάμει συμμέτρους».[36]
Μέ ἁπλᾶ καί σύντομα λόγια: Πῶς λοιπόν μποροῦμε
νά ἐννοήσωμεν τό λεγόμενον, ὅτι Ἄγγελοι βλέπουν καθημερινῶς τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ
Πατέρα; Ἐρωτᾷ ὁ Ἐρανιστής. Ὅπως ἀκριβῶς τό ἐννοοῦμε καί διά τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά
μήπως εἶναι καί εἰς τούς ἀνθρώπους ὁρατός ὁ Θεός; Καθόλου∙ ἀκούομεν ὅμως, ὅτι ὁ Θεός ἐφανερώθη εἰς πολλούς Προφήτας ὅπως
τόν Ἀβραάμ, τόν Ἡσαΐα κ. ἄ. Τί νά εἴπωμεν, ὅτι ὅλοι αὐτοί εἶδαν τήν Φύσιν τοῦ Θεοῦ; Ὄχι, ἀλλά εἶδαν
αὐτά πού ἦταν δυνατόν νά ἰδοῦν. Δηλαδή ὁ Θεός μετρᾶ τόν βαθμόν τῆς ἀποκαλύψεως ἀναλόγως
τῆς δυνάμεως αὐτῶν πού βλέπουν; Κατά πολύ. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό ἐκεῖνο πού εἶπεν
ὁ Θεός διά
τοῦ Προφήτου, ὅτι ὡμοιώθη εἰς τά χέρια τῶν Προφητῶν∙ δέν εἶπε ἐφανερώθη, ἀλλ’ ὅτι,
ὁμοιώθην. Ὅπως ἡ εἰκόνα τοῦ βασιλέως δέν
δείχνει τήν φύσιν του, ἔστω καί ἄν εἶναι ξεκάθαροι οἱ χαρακτῆρες του. Αὐτό
εἶναι ἄδηλο καί ἀσαφές. Δηλαδή δέν εἶδαν αὐτοί πού ἔλαβαν αὐτάς τάς ἀποκαλύψεις
τήν φύσιν τοῦ Θεοῦ; Ποῖος ἄραγε ἐξεμάνη ὥστε
νά εἰπῇ ὅτι αὐτή ἐφανερώθη; Ἐμεῖς δέ ἐμφορούμεθα ἀπό λογισμούς εὐσεβεῖς καί
τά θεῖα δόγματα τά ὁποῖα βοοῦν, ὅτι κανείς δέν εἶδε τόν Θεόν, οὔτε τήν Θείαν Φύσιν, ἀλλά κάποιας ἐμφανείας ἀναλόγους μέ τάς δυνάμεις τῶν ὁρωμένων.
Ἀλλά καί ὁ θεῖος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας τονίζει τά ἑξῆς: «οὕτως οὐκ ἄν τις εἴποι μὴ εἶναι πάντως ἐν Θεῷ τὸν ἴδιον αὐτοῦ Λόγον, ὅλην
ἐξ ὅλου τοῦ Πατρὸς ἔχοντα τὴν εἰκόνα, καὶ ἐν Πατρὶ θεωρούμενον διὰ τὸ τῆς οὐσίας ἀπαράλλακτον».[37] Δηλαδή βλέπουμε τόν Πατέρα μέσα εἰς τόν Υἱόν λόγῳ τῆς
κοινῆς αὐτῶν Οὐσίας. Ἐπίσης
ὁ αὐτός Ἅγιος, ὁμιλῶν περί τῆς θείας
Δόξης: «Ἔστι δὲ καὶ δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ Πατρός. Ἐν αὐτῷ
γὰρ, καὶ δι' αὐτοῦ, καὶ σὺν αὐτῷ δοξάζεται. Ζωγραφεῖ δὲ ὥσπερ ἐν ἰδίᾳ φύσει τὸν
τεκόντα αὐτόν. Καὶ ἐπείπερ ἐγνώκαμεν τὸν Υἱὸν, τεθεάμεθα δὲ δι' αὐτοῦ τε καὶ ἐν
αὐτῷ τὴν μεγαλειότητα τοῦ Πατρὸς, καὶ τὴν ἀπαράβλητον δόξαν, καὶ τῶν θεοπρεπῶν ἀξιωμάτων
τὴν ὑπεροχήν».[38] Μετάφρασις∙ Εἶναι
ὅμως καί δόξα τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα. Διατί μέ αὐτόν καί μέσῳ Αὐτοῦ καί μαζί μέ Αὐτόν
δοξάζεται. Περιγράφει ὅμως ὡσάν μέ ἰδικήν του φύσιν τόν Πατέρα ὅπου τόν ἐγέννησεν
καί ἐπειδή ἐγνωρίσαμε τόν Υἱόν, καί εἴδαμε μέσῳ Αὐτοῦ καί μέσα σέ Αὐτόν τήν μεγαλειότητα τοῦ Πατέρα καί τήν ἀσύγκριτον δόξαν καί τήν ὑπεροχήν τῶν
θεοπρεπῶν γνωρισμάτων.
Ἀλλά καί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Συνόδου
μέ τόν πλέον ξεκάθαρον τρόπον ἀποστομώνουν τούς νεοικονολόγους λέγοντες, ὅτι τά
ἁγιογραφικά χωρία πού χρησιμοποιοῦν οἱ Εἰκονομάχοι ἀναφέρονται ἀποκλειστικῶς
καί μόνον εἰς τήν Θείαν Οὐσίαν: «Τό δέ∙ οὔτε
φωνήν αὐτοῦ ἀκηκόατε, οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε∙ ἐπί τῆς Θείας Οὐσίας» μᾶς λέγουν οἱ Πατέρες.[39]
Παρ’ ὅλην τήν σαφήνειαν τῶν ἀνωτέρω καί
κατά περίεργον πράγματι τρόπον οἱ ἀρνητές τῆς εἰκονογραφήσεως πεισμόνως
συνταυτίζουν τήν ζωγραφουμένην ὁμοίωσιν ἐπί τοῦ πρωτοτύπου μέ αὐτήν
τήν ἰδίαν Θείαν Φύσιν! Ἡ ἱστόρησις ὅμως
δέν εἶναι
φυσική κἄν μέ τόν Τύπον καί τό Σύμβολον τοῦ ἀρχετύπου, πόσο μᾶλλον μέ τήν ἰδίαν
τήν Φύσιν του!!! Ὁποῖος παραλογισμός! Ὁ Θεοδώρητος
Κύρου ἦταν σαφής: Ἡ ὁμοίωσις δέν φανερώνει τήν φύσιν αὐτοῦ πού εἶναι ὁρατός, διότι
κάθε ὅρασις, ὡς εἶπε προηγουμένως καί ὁ Οἰκουμένιος,
ἐκ τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἐζωγραφίσθη.
Δέν χρειάζεται λοιπόν καί πολύ μεγάλη ἱκανότης
διά νά ἐννοήσῃ κάποιος, ὅτι ὅλοι οἱ προαναφερόμενοι Πατέρες ἐνστερνίζονται ἀπολύτως
καί διακηρύττουν τήν γνώμην, πώς τό ἐν λόγῳ χωρίον «Θεόν οὐδείς ἑώρακεν πώποτε», ἀφορᾷ ἀποκλειστικῶς τήν Φύσιν τοῦ Θεοῦ
καί ὄχι τάς Συμβολικάς ἐμφανίσεις καί Τύπους Αὐτοῦ. Γίνεται δέ κατανοητόν τό
μέγεθος τῆς ἀνικανότητος κατανοήσεως τῆς Γραφῆς, ἐφ’ ὅσον ἀδυνατοῦν
(;) νά ἀντιληφθοῦν αὐτονόητα πράγματα, ἀλλά
καί τῆς κωφώσεως πρός τάς
φωνάς τῶν Πατέρων (λόγῳ κακονοίας;), ἀπό μέρους τῶν ἀρνητῶν τῆς εἰκονογραφήσεως
τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ εὐθύνη τους ὅμως εἶναι μεγάλη διότι γίνονται αἰτία ἐπαναφορᾶς
εἰκονομαχικῶν καταστάσεων εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας.
Συνεχίζων ὁ συγγραφεύς τό ἀθεολόγητον παραλλήρημά του, λέγει:
«Τά ὁμοιώματα τοῦ
Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀπαγορευμένες ἀπεικονίσεις».
Ἕνα σφάλμα καί μία παρανόησις ὅπου θά τήν
συναντῶμεν συνεχῶς εἰς τούς λόγους τῶν
νεοκόπων αὐτῶν νομοθετῶν εἶναι, ὅτι ἀδυνατοῦν ἤ δέν θέλουν νά ἐννοήσουν ὀρθῶς
τήν σημασίαν τῆς εἰκόνος ὡς ὁμοιώματος. Θεωροῦν λοιπόν (ὡς καί ἀπό τά λεγόμενά
τους προκύπτει), ὅτι ὁμοίωσις ἤ ὁμοίωμα εἶναι ἡ πιστή ἀποτύπωσις τῆς φύσεως τοῦ
ὁρωμένου! Παραβλέπουν τήν μεσολάβησιν τοῦ Συμβόλου (ὅταν ὁμιλοῦμε
περί ἀοράτου φύσεως), πού εἶναι ὁ φυσικός Τύπος τῆς οὐσίας τοῦ πρωτοτύπου. Δέν
εἶναι ἡ ἴδια ἡ φύσις πού φαίνεται, ἀλλά κάτι πού συμβολίζει αὐτήν. Εἶναι ἀδύνατον
νά ἀποτυπωθῇ ἡ ἰδία ἡ φύσις εἰς τήν εἰκόνα ἀκομη καί ἄν τό ἐπιδιώκαμε!!! Εἰς τάς εἰκόνας, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, εἰκονίζεται ἡ ὑπόστασις
καί ὄχι ἡ φύσις,[40] διότι ἐάν τό ἀνεικόνιστον αὐτῆς καθ’ αὐτῆς τῆς φύσεως
συμβαίνει εἰς τάς κτιστάς οὐσίας, πόσον μᾶλλον εἰς τήν Θεϊκήν Φύσιν; Καθότι, ἄλλο
εἰκόνα καί ἄλλο φύσις-πρωτότυπον.[41] Τό πρωτότυπο
κατά τόν αὐτόν Ἅγιον δέν εὑρίσκεται κατά τήν οὐσίαν του εἰς τήν εἰκόνα, διότι
θά ὀνομαζόταν καί ἡ εἰκόνα πρωτότυπο, ὅπως καί ἀντιστρόφως τό πρωτότυπο εἰκόνα.[42] Εἰκόνα λοιπόν
καί ὁμοίωμα σημαίνει τό αὐτό.[43] Ἐκ τούτου προκύπτει πώς οἱ διά χρωμάτων εἰκόνες ὅπου ἀφοροῦν
τόν ἀόρατον Θεόν εἶναι Σύμβολα τῶν Συμβόλων, οὔτε κἄν τά ἴδια τά Σύμβολα! Εἶναι
κρῖμα διά τούς σημερινούς ἀρνητάς τῆς Εἰκόνος νά χρησιμοποιοῦν τά ἀστεῖα καί ἀνεδαφικά
ἐκεῖνα ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποιοῦσαν κάποτε οἱ ἀμαθέστατοι Εἰκονομάχοι ἐναντίον
τῶν Ὀρθοδόξων Εἰκονοφίλων. Ἀδικοῦν τούς ἑαυτούς των.
Ἐκ
τῶν ἀνωτέρω συμπεραίνομεν πώς ἡ
κατηγορία ὅτι, οἱ ἱστοροῦντες εἰς τάς εἰκόνας τήν Συμβολικήν μορφήν τοῦ
Θεοῦ Πατρός εἰκονίζουν αὐτήν τήν Θείαν αὐτοῦ Φύσιν, εἶναι ὄχι μόνον βλάσφημος
καί ἀπορριπτέα, ἀλλά καί καταδικαστέα δι’ Ἀναθέματος
ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου.[44]
Εἶναι δεδομένον, ὅτι ὁ συμπαθής κατά τά ἄλλα συγγραφεύς ἔχει
δαιμονοποιήσει κάθε τι, ὅπου ἔχει σχέσιν μέ τήν ἱστόρησιν τῆς ἐπιμάχου εἰκόνος
τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τά πάντα τόν ἐνοχλοῦν! Ἐξαιτίας τῆς προκαταλήψεως ὅμως αὐτῆς
ἐκπίπτει εἰς ὁλοένα καί περισσότερα θεολογικά ἀτοπήματα, πού χαρακτηρίζουν
νομίζομεν καί τήν ποιότητα καί τήν ἀξιοπιστίαν τῆς ὅλης ἐργασίας του!
«Αὐτές
οἱ ἀπεικονίσεις συναντῶνται στήν ὀνομαζόμενη εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος πού
σήμερα βρίσκεται παντοῦ. Παριστάνει τό Θεό Πατέρα σάν γέρο μέ λευκά μαλλιά καί
γένια, τόν Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καθισμένο δίπλα του, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ
μορφή περιστεριοῦ νά ἵπταται ἀνάμεσά τους. Συχνά βλέπει κανείς σ’ αὐτήν τήν εἰκόνα
τό Μασονικό τρίγωνο γύρω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Πατρός».
Ἀφοῦ
λοιπόν ἐξαπέστειλε τά ΄΄θεολογικά΄΄ βέλη του ἐναντίον τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ
Πατρός, διά τῆς ἀρνήσεως τῆς Συμβολικῆς ἀπεικονίσεώς Του, τώρα βγάζει ἀπό τήν
φαρέτρα του ἕτερον βέλος, πλέον φαρμακερόν∙ στοχεύων αὐτήν τήν φοράν τούς
Θεολογικούς Συμβολισμούς διά τῶν γεωμετρικῶν σχημάτων! Μᾶς δίδει μάλιστα τήν
΄΄πληροφορίαν΄΄, ὅτι ἕνα ἀπό τά Σύμβολα αὐτά, τό Τρίγωνον, εἶναι Μασονικόν!!! Ἐλπίζομεν τοῦτο νά συμβαίνῃ λόγῳ ἀγνοίας! Ἄλλως... Διά τῆς ἐπιπολαίου
ὅμως αὐτῆς κατηγορίας χαρακτηρίζει ἀρνητικῶς (διά νά μήν εἴπωμεν ὡς Μασόνους) πλήθος Ἁγίων τῆς
Ἐκκλησίας μας πού χρησιμοποίησαν τά γεωμετρικά σχήματα, διά νά ἀποδώσουν εὐκρινέστερα τό Τριαδολογικόν Δόγμα. Κατά τό δεύτερον
τέταρτον τοῦ περασμένου αἰῶνος παρόμοιοι χαρακτηρισμοί περί τῶν Συμβολικῶν αὐτῶν
σημείων ἀπό
κάποιους φανατικούς καί ἀμαθεῖς Μοναχούς εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, ἔγιναν αἰτία ὅπως ἄλλοι
ἀμαθέστεροι καί φθονερότεροι τῶν πρώτων νά προβοῦν εἰς καταστροφάς καί
βεβηλώσεις ἱερῶν εἰκόνων πού ἔφεραν τοιαῦτα Σύμβολα!!!
Ἄς ἴδωμεν ὅμως τήν πραγματικότητα. Κατά
τόν καθηγητήν Θωμᾶ Προβατάκην,[45] «Εἰς τόν
Χριστιανικόν κόσμον εὑρισκόμενοι παρατηροῦμεν ὅτι καί οἱ Πατέρες ἐχρησιμοποίησαν ὡρισμένα γεωμετρικά σχήματα προκειμένου
νά γίνουν περισσότερον καταληπτοί καί
νά καταπολεμήσουν εὐχερέστερον τούς εχθρούς τῆς πίστεως. Ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στηριζόμενος εἰς τόν ἅγιον Διονύσιον τόν Ἀρεοπαγίτην λέγει ὅτι ὡς τέταρτον τρόπον εἰκονογραφίας πρέπει νά
δεχθῶμεν τά «σχήματα καί μορφάς καί τύπους», οἱ ὁποῖοι ἀναπλάθουν τά ἀόρατα
καί ἀσώματα πρός ἀμυδράν κατανόησιν τοῦ Θεοῦ δεδομένης τῆς ἀνθρώπινης ἀτελείας,
ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας
«μή δύνασθαι ἡμᾶς τά ἀσώματα ἄνευ σχημάτων ἀναλογούντων ἡμῖν θεωρεῖν».[46] Ὁ αὐτός πατήρ
τονίζει διά μακρῶν ὅτι τά «ὑπερούσια καί
ἀμόρφωτα καί ἀτύπωτα καί ὑπερφυᾶ καί ἀσχημάτιστα» ἡμεῖς καίτοι ὑλικοί «μεμνήμεθα τῇ ποικιλίᾳ τῶν μεριστῶν συμβόλων» τά ὁποία εἶναι «τῶν θείων
χαρακτήρων ἔκγονα και ἀποτυπώματα».[47]
Καί συνεχίζει: «Εἰδικώτερον μάλιστα ὁμιλῶν ὁ Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς διά τήν θέσιν ἑνός ἑκάστου τῶν τριῶν προσώπων τῆς Τριάδος λέγει
χαρακτηριστικῶς «...ἀλλ’ ἔοικεν ἡ ἐπί τῆς
θεολογίας μεσότης νοουμένη τοῖς ἐπί τῶν γωνιῶν τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου σημείοις ἄκροις· ἐκεῖ γάρ ἕκαστον
μέσον, ἑκατέρων εὑρίσκεται. Ἄν δέ καί
τόν μεσότητα πρῶτον ἔχοντα ἐν ἀριθμοῖς ἐπισωρεύσας ὡς ἐπιπέδῳ θῇς οὕτω τόν τε πρῶτον ἐνεργείᾳ τρίγωνον ἀποτελέσεις ἀριθμόν καί ἥν ἄν
λάβῃς τῶν ἐν αὐτῇ μονάδων μέσῃ δυοῖν ὑπολοίποιν ἔστε».[48] Μετάφρασις: Προφανῶς ἡ ἐπί τῆς Θεολογίας μεσότης νοεῖται
κατά τά ἄκρα σημεῖα τῶν γωνιῶν τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου· ἐκεῖ πράγματι ἕκαστον σημεῖον εὑρίσκεται εἰς τό μέσον τῶν
ἄλλων δύο. Ἄν τόν πρῶτον ὁ ὁποῖος ἔχει μεσότητα ἐπισωρεύσεως ἀριθμητικῶς ὡς εἰς
ἐπίπεδον σχῆμα, τότε τόν πρῶτον ἀριθμόν θά καταστήσῃς ἐνεργῶς τρίγωνον καί ἐκείνη ἀπό τάς μονάδας τήν
ὁποίαν θά λάβῃς θά εἶναι μέση τῶν δύο ὑπολοίπων.
Καί ὁ ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύων τήν ἐνάτην ὠδήν λέγει διά τήν Θεοτόκον: «Ἐσένα οἱ γεωμέτραι νοοῦν κύκλον εὐρυχωρότατον
ἐπειδή ἐχώρησας ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ κοιλίᾳ σου ὅλο
τό τρίγωνον, ἤγουν τήν ὑπερούσιον καί ἀχώρητον Τριάδα μέ τό νά ἔγινες Μήτηρ
μιᾶς τῶν Αὐτῆς ὑποστάσεων».[49]
«Πρός
τούτοις κατά τήν ἑορτήν τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου
ἡ Ἐκκλησία ψάλλει τόν ἀκόλουθον ὕμνον, τόν τονίζοντα τήν κατά γεωμετρικά
σχήματα παράστασιν τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Ὅλον ἀνυψώσας σου εἰς θεωρίαν θεόφρων
τόν νοῦν ὅλον γέγονας ἐνθεοειδέστατος καί θεόληπτος τόν Υἱόν ἔνθεν δή τόν αὐτόν
καί Λόγον καί τό Πνεῦμα δέ καί Πρόβλημα τό αὐτό ἀπέδειξας κύκλῳ ἐ ξ α γ ώ ν ῳ πανάριστα Πατέρα δέ ὡς αἴτιον
διαγράφων τούτων ὀρθότατα».[50]
Ὁ δέ ἅγιος
Συμεών Θεσσαλονίκης εἰς τό α΄ κεφάλαιον περί τῆς ὑψώσεως τοῦ Ἄρτου λέγει τά
ἑξῆς: «...μετά τοῦτο, ὅλοι οἱ τραπεζῖται ἐκβάλλουσιν ἀπό ἕνα ἄρτον ἐκεῖ προκείμενον ἕν τμῆμα ἤτοι κομμάτι τρίγωνον∙ τό ὁποῖον σημαίνει ἀπό κάθε
μέρος τήν Ἁγίαν Τριάδα, καί τό ἑνιαῖον
Αὐτῆς∙ μέ τάς τρεῖς γωνίας καί τάς τρεῖς
πλευράς σημαίνει τό τρισσόν τῆς Ἁγίας
Τριάδος∙ μέ τό κέντρον δέ ἤ τήν κορυφήν πρός τά ἄνω σημαίνει τό ἑνιαῖον...».[51]
Ἀξιοσημείωτες εἶναι καί οἱ ἀναφορές τοῦ διδασκάλου Ἰωσήφ Βρυεννίου
περί τῶν διαφόρων συμβολισμῶν τῶν σχημάτων εἰς τήν Ὀρθόδοξον θεολογίαν καί
λατρείαν.[52]
Ἐν κατακλείδι ἄς ἐπικαλεσθῶμεν καί πάλιν
τήν γνώμην τοῦ κ. Καθηγητοῦ Θ.
Προβατάκην, ὁ ὁποῖος τονίζει τήν ἀνάγκη ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ ἀνθρωπομορφικῶς,
ὅπως δι’ αὐτῆς ἀποφύγωμεν νά ἐκπέσωμεν εἰς τόν ἀνεικόνιστον Ἰουδαϊσμόν
καί Μωαμεθανισμόν!!! «Εἰκονογραφική ἀρχή
τῶν Ὀρθόδοξων εἶναι νά ἱστορῆται συνήθως ὁ Θεός ὡς ἐθεάθη ἤτοι ὁ Πατήρ ὡς
γέρων, ὁ Υἱός διά τοῦ «ἀνθρωπείου Αὐτοῦ χαρακτῆρος καί
τῆς ἀνθρωπίνης Αὐτοῦ σαρκός» καί τό Πνεῦμα ὡς περιστερά. Πλήν ὅμως ἐπειδή ὁ
Θεός δέν εἶναι βεβαίως ὅ,τι ἐθεάθη» ἄρα ἡ εἰκών Του «οὐ κατά πάντα ἔοικεν (ὁμοιάζει)
τῷ πρωτοτύπῳ» τοὐτέστιν «ἄλλο εἰκών καί ἄλλο εἰκονιζόμενον» ἀντιλαμβάνεται τις
εὐκόλως πόσο θά ἀπεμακρύνοντο οἱ ζωγράφοι ἀπό τόν χαρακτήρα τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας
ἐάν ἠρκοῦντο μόνον εἰς γεωμετρικά σχήματα πρός παράστασιν τῶν τριῶν προσώπων τῆς
Τριάδος.
Δέν
θά ἀφιστάμεθα τότε ἀπό τήν ἀνεικονικήν τέχνην τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ
Μωαμεθανισμοῦ».[53]
Δέν θέλομεν νά ἐπεκταθῶμεν περισσότερον∙ οἱ
παρούσες μαρτυρίες ἀρκοῦν διά νά δείξουν τήν θέσιν
τῶν Συμβόλων αὐτῶν εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τάς αἰόλους καί ἐπιπολαίους
κατηγορίας περί αὐτῶν ἀπό τόν συγγραφέα τοῦ πονήματος πού ἀνατρέπομεν.
«Ἡ περιστερά (μᾶς λέγει) ὡς σύμβολο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κάτι ἀρκετά παλιό καί
χρησιμοποιήθηκε μέ φειδώ στήν ἐκκλησιαστική διακοσμητική. Μά στήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας
Τριάδος, οἱ τρεῖς μορφές δέ χρησιμοποιοῦνται σάν σύμβολα ἀλλά σάν ὁμοιώσεις».
Τό συμπέρασμα αὐτό εἶναι τελείως ἀὐθαίρετον
καί ἀβάσιμον! Ἡ ἱστόρησις τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποτελεῖ ὁμοίωσις ὄχι τῶν τριῶν
προσώπων Αὐτῆς, ὡς πρός τήν φυσικήν-πραγματικήν κατάστασιν ὅπου εὑρίσκονται, ἀλλά τῆς συμβολικῆς ἐμφανίσεώς της. Δέν
ζωγραφίζεται δηλαδή ἡ Φύσις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό σχῆμα ἐκεῖνο καί ἡ μορφή
μέ τήν ὁποίαν ἐνεφανίσθη εἰς τήν ὀπτασίαν, ἡ ὁποία εἶναι Σύμβολον καί Τύπος Αὐτοῦ. «Πᾶσα
τοίνυν τεχνητὴ εἰκὼν ὁμοίωσίς ἐστιν οὗ ἂν ᾖ εἰκὼν καὶ ἐν ἑαυτῇ τὸν χαρακτῆρα τοῦ
ἀρχετύπου μιμητικῶς δείκνυσι...»[54] μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Θεόδωρος
ὁ Στουδίτης∙ δηλαδή, κάθε τεχνητή εἰκόνα εἶναι ὁμοίωσις αὐτοῦ τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ὡς
εἰκόνα καί φανερώνει κατά μίμησιν ἐπάνω
της τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀρχετύπου. Δέν εἶναι τά ἴδια τά φυσικά
χαρακτηριστικά, ἀλλά τά κατά μίμησιν!
Εἶναι γραμμένα εἰς τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Συνόδου τά ἑξῆς σημαντικά, πού
δεικνύουν ξεκάθαρα τάς σχέσεις τῆς εἰκόνος καί τοῦ πρωτοτύπου: «...κατά
τό ὄνομα μόνον ὁμολογοῦσι οἱ
Χριστιανοί κοινωνεῖν τῷ ἀρχετύπῳ,
καί οὐ κατά οὐσίαν. αὐτοί δέ
κωφωθέντες ἀδιάφορον λέγουσιν εἶναι εἰκόνα
καί πρωτότυπον, καί ἑτερουσίοις τό ταυτό τῆς οὐσίας κρίνουσι. καί τίς αὐτούς
γελάσει τῆς ἀμαθείας; μᾶλλον δέ
θρηνήσει τῆς ἀσεβείας; εἰς ἀδόκιμον
γάρ νοῦν ἐκτραπέντες λαλοῦσι τά μή καθήκοντα, συγχύσεως αἰτίαν θρυλοῦντες ἔχειν διά τῶν σεπτῶν εἰκόνων ποιήσεως τήν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν προσάπτειν αὐτήν τῇ θεότητι περιγραφῆς εἶδος...».[55]
Ἰδού λοιπόν πού καί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Συνόδου μέ πᾶσαν σαφήνειαν τονίζουν
τήν διαφοράν τοῦ πρωτοτύπου ἀπό τήν εἰκόνα (εἰς ἀντίθεσιν μέ τούς σημερινούς εἰκονολόγους
πού τήν θεωροῦν ἀδιάφορον),
χαρακτηρίζοντες μάλιστα τούς εἰκονομάχους, τούς λέγοντας ταῦτα, ἀξίους γέλωτος, ἀλλά καί θρήνου διά
τήν ἀσέβειάν τους! Οἱ ὁποῖοι μάλιστα
ἀφοῦ ἔπεσαν εἰς ἀδόκιμον νοῦν καί παρεκτραπέντες λέγουν ἀνάρμοστα πράγματα,
διαδίδουν, ὅτι ἡ ἱστόρησις τῶν εἰκόνων
μειώνει τήν Θεότητα ἀφοῦ τῆς δίδει σχῆμα καί δυνατότητα περιγραφῆς. Πόσο ὅμοια
εἶναι ἄραγε τά ἐπιχειρήματά των αὐτά ἐν συγκρίσει μετά τῶν σημερινῶν ἀρνητῶν τῶν
Συμβολικῶν τοῦ Θεοῦ εἰκόνων;
Καί πάλιν οἱ αὐτοί Πατέρες κηρύττουν στεντορίᾳ τῇ φωνῇ πρός τούς κωφεύοντας Εἰκονομάχους: «ἄλλο
γάρ ἐστιν εἰκών, καί ἄλλο τό πρωτότυπον∙ καί τά ἰδιώματα τοῦ πρωτοτύπου
οὐδαμῶς τις τῶν εὖ φρονούντων ἐν τῇ εἰκόνι ἐπιζητεῖ. ἐν γάρ τῇ εἰκόνι ἄλλο
οὐδέν ὁ ἀληθής λόγος γινώσκει, ἤ κατά τό
ὄνομα κοινωνεῖν, οὗτινος ἐστιν εἰκών, καί οὐ κατά τήν οὐσίαν...».[56]
Μᾶς λένε δηλαδή οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ εἰκόνα
καί τό πρωτότυπον αὐτῆς εἶναι διαφορετικά πράγματα, καί κανείς ἀπό αὐτούς πού ἔχουν
μυαλό δέ ἐπιζητεῖ τά ἰδιώματα (δλδ. τά φυσικά χαρακτηριστικά τῆς φύσεώς του)
πού ἔχει τό πρωτότυπον εἰς τήν εἰκόνα πού τό ἀπεικονίζει. Εἰς τήν εἰκόνα τίποτε
ἄλλο δέν κοινωνεῖ μέ ἐμᾶς παρά μόνον τό ὄνομα τοῦ ἀπεικονιζομένου πρωτοτύπου
καί ὄχι ἡ οὐσία αὐτοῦ.
Παρομοίως ἐπίσης καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός τονίζει καί αὐτός
μέ τήν σειράν του, ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι ὁμοίωμα ὅπου φέρει τά χαρακτηριστικά τοῦ
πρωτοτύπου μέ κάποια διαφορά ὅμως πρός αὐτό. «Εἰκὼν μὲν οὖν ἐστιν ὁμοίωμα
χαρακτηρίζον τὸ πρωτότυπον μετὰ τοῦ
καί τινα διαφορὰν ἔχειν πρὸς αὐτό· οὐ γὰρ κατὰ πάντα ἡ εἰκὼν ὁμοιοῦται πρὸς τὸ ἀρχέτυπον».[57]
Θά ἔλεγε δι’ αὐτούς σήμερον ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Δέν θά μποροῦσε
κανείς νά φθάσῃ σέ τέτοιο σημεῖον φρενοβλαβείας, νά ταυτίζῃ κατά τήν οὐσίαν
σκιά καί ἀλήθεια, τό φύσει καί θέσει, τό πρωτότυπο καί τό παράγωγο, τό αἴτιο
καί τό αἰτιατό...».[58] Διότι (συνεχίζει ὁ Ἅγιος), δέν ταυτίζεται ἀρχέτυπο
καί εἰκόνα, ἐπειδή τό ἕνα εἶναι ἀλήθεια καί τό ἄλλο σκιά».[59]
Ἐφ΄ ὅσον λοιπόν ὑπάρχει διαφορά ἀναμέσον τοῦ
Συμβόλου καί τοῦ πρωτοτύπου, πῶς λέγουν, ὅτι ἡ ἱστόρησις αὐτή ἀφορᾷ τήν Φύσιν;
Θέμα λοιπόν τοῦ ζωγράφου τυγχάνει ἀποκλειστικῶς
καί μόνον τό Σύμβολον καί ὁ Τύπος, ὅπου
εἰκονίζεται καί τίποτε ἄλλο. Ζωγραφοῦμε τό Σύμβολον, τόν
Τύπον καί ὄχι τό ἀρχέτυπον κατά τήν
Φύσιν ὅπως εἶναι. Κατόπιν ὅλων αὐτῶν θεωροῦμεν, ὅτι οἱ ἀρνούμενοι τήν ἱστόρησιν
τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἰς τήν πραγματικότητα ἀρνοῦνται τήν
δυνατότητα ἐξεικονίσεως τῶν Συμβόλων καί τῶν Τύπων∙ τά ἄλλα περί τῆς δῆθεν ἐξεικονίσεως
τῆς φύσεως κ.τ.λ. ἀποτελοῦν φαιδρότητες!
Κάτι βαθύτερον μᾶλλον κρύβεται μέσα τους...
«Σύμφωνα μέ τό
Εὐαγγέλιο (συνεχίζει καί πάλιν αὐθαιρετῶν ὁ
συγγραφεύς), τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐμφανίστηκε
κατά τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου “ἐν εἴδει περιστερᾶς” ἤ “ὡσεί περιστερά”, ἀλλά δέν ἔγινε
περιστέρι. Ἡ μόνη ἐπιτρεπτή εἰκόνα ὅπου παριστάνεται ἡ περιστερά εἶναι ἡ
Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ (Θεοφάνεια), ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ μόνη γνωστή περίπτωση ἐμφάνισης
τῆς μορφῆς τοῦ περιστεριοῦ. Ἄλλο παράδειγμα μοναδικῆς ἐμφάνισης μέ παράξενο σχῆμα
ἦταν ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή, ὅταν “διαμεριζόμεναι γλῶσσαι
ὡσεί πυρός” ἦρθαν καί στάθηκαν πάνω στά κεφάλια τῶν Ἀποστόλων. (Πράξεις β΄: 3).
Ὑπῆρξαν ἐπίσης καί ἄλλες μορφές καί ἐμφανίσεις.
Ἡ Παράδοση δέν ἐπιτρέπει
τήν ἀπεικόνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάν περιστερά ἤ πύρινες γλῶσσες σέ εἰκόνες ἄλλες
ἀπό αὐτές τῶν Θεοφανείων καί τῆς Πεντηκοστῆς, γιά δύο λόγους: Πρῶτο, γιά νά
διατηρήσει τήν ἱστορική ἀκρίβεια, καί δεύτερο, γιά νά ἐμποδίσει τήν ἰδέα ὅτι τό
Ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά ζωγραφίζεται σάν περιστέρι ἤ σάν πύρινες γλῶσσες χωρίς
περιορισμό».
Ἡ αὐθαιρεσία καί ἡ στρέβλωσις εἰς ὅλον τό μεγαλεῖον της. Τάς προσωπικάς του ἰδεοληψίας προσπαθεῖ νά μᾶς τάς παρουσιάσῃ ὡς Νόμον τῆς Ἐκκλησίας!
Μᾶς λέγει, ὅτι «Ἡ μόνη ἐπιτρεπτή εἰκόνα ὅπου παριστάνεται ἡ περιστερά εἶναι ἡ Βάπτιση
τοῦ Χριστοῦ (Θεοφάνεια), ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ μόνη γνωστή περίπτωση ἐμφάνισης τῆς
μορφῆς τοῦ περιστεριοῦ». Ποῦ
καί ποῖος Πατέρας ἔδωσε τοιαύτην ἐντολήν πρός τοῦτο∙ ποῖος Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας
μας ὑπαγορεύει τοῦτο; Οὐδείς!!! Ὅλα αὐτά εἶναι γεννήματα τῆς πεπλανημένης
φαντασίας του, στηριζόμενα ἀποκλειστικῶς καί μόνον εἰς νεώτερους ΄΄ἑρμηνευτάς΄΄
διακατεχομένους ἀπό τό αἱρετικόν μικρόβιον τῆς εἰκονομαχίας. Εἶναι γνωστόν, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα πολλάκις ἐνεφανίσθη μέ τήν μορφήν περιστερᾶς κατά τήν
διάρκειαν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Χαρακτηριστικόν παράδειγμα, ἡ ἐμφάνισις Αὐτοῦ
ὡς λευκῆς περιστερᾶς, ἡ ὁποία πετοῦσε δι’ ἀρκετήν ὥραν εἰς τό Καθολικόν τοῦ Ναοῦ
τῆς μονῆς τοῦ Κιέβου,[60] τό ὁποῖον ἁγιογραφοῦσαν ἁγιογράφοι ἀπεσταλμένοι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολιν κατά τόν 11ον αἰῶνα.[61] Μία ἄλλη καταγεγραμμένη ἐμφάνισις ἀναφέρεται καί κατά
τήν διάρκειαν ἐκλογῆς κάποιου ἐπισκόπου καλουμένου
Φαβιανοῦ, εἰς τοῦ ὁποίου τήν κεφαλήν ἐπικάθησεν μία περιστερά πρός ἔνδειξιν τῆς
προτιμήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τό πρόσωπόν του.[62] Πολλές ἐπίσης εἶναι καί οἱ ἐμφανίσεις τῆς περιστερᾶς,
κυρίως κατά τήν διάρκειαν Βαπτίσεων. Διατί λοιπόν νά μήν μποροῦμε νά τήν ἀποδώσωμεν
εἰς εἰκονικάς παραστάσεις; Ἀγνοοῦν ὅλοι αὐτοί τάς παραστάσεις τῆς
περιστερᾶς, ὅπου βρίθουν εἰς τόν παλαιοχριστιακόν κόσμον κοσμοῦντες κατακόμβας
καί ναούς μέ τοιχογραφίας καί ψηφιδωτά, ἀλλά καί χειρόγραφα διά μικρογραφιῶν;[63] Μήπως ἦταν ἀθεολόγητοι ὅλοι αὐτοί οἱ προγενέστεροι
Πατέρες, ὅπου ἐζωγράφιζαν ὅλας αὐτάς τάς ἀπεικονίσεις, ὥστε νά ἔλθουν σήμερον
νά μᾶς διαφωτίσουν διά τάς ἐλλείψεις τους οἱ νεοφανείς αὐτοί ΄΄θεολόγοι΄΄;
Ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ ὑφηγητής τῆς Θεολογίας
καί καθηγητής Γεώργιος Δέρβος∙ «Οἱ πρῶτοι
Χριστιανοί ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τήν Βάπτισιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ
ποταμῷ, καθ’ ἥν τό Ἅγιον Πνεῦμα κατῆλθεν, ὡσεί περιστερά, εἰσήγαγον εἴς τε τούς
ἰδιωτικούς καί εὐκτηρίους οἴκους αὐτῶν καί τήν περιστεράν, κατ’ ἀρχάς ὡς
σύμβολον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».[64]
Ὁ δέ καθηγητής Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας εἰς
τό Α.Π.Θ. Θ. Προβατάκης, ἐντριβής εἰς
τήν περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξεικόνισιν
κατά τήν διάρκειαν τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, γράφει τά ἑξῆς: «Μέ βάσιν τήν Κ. καί Π. Διαθήκην, τήν Ἐκκλησιαστικήν
γραμματείαν, τήν ἀπόκρυφον φιλολογίαν, καί γενικώτερον τήν παράδοσιν ὁ ὀρθόδοξος ζωγράφος ἐζωγράφισε τό Ἅγιον
Πνεῦμα. Οὕτω παρέστησε Τοῦτο ὑπό τήν
συμβολικήν μορφήν τῆς περιστερᾶς, τῶν πύρινων γλωσσῶν καί τῆς φωτεινῆς νεφέλης
εἰς τήν ἱστόρησιν τῶν γεγονότων, εἰς τα ὁποία ἐνεφανίσθη τοιουτοτρόπως. Τό Ἱστόρησε
μετά τῶν δύο ἄλλων προσώπων τῆς Ἁγίας
Τριάδος εἴτε ὑπό τήν μορφήν τῆς
περιστερᾶς, εἴτε ὑπό διαφόρους ἀνθρωπομορφικάς προσωποποιήσεις ἤ καί ὑπό
διάφορα γεωμετρικά σχήματα∙ τό ἐνεφάνισεν ἀκόμη καί ὑπό τίνας ἀορίστους μορφάς, εἴτε κεχωρισμένως, εἴτε μετά τῶν ἄλλων ὑποστάσεων
τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν παρέλειψε
πρός τούτοις ἡ τέχνη νά ἐκφράσῃ τήν δογματικήν διδασκαλίαν τῆς θέσεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος εἰς τήν Τριάδα μέ τήν ἀνάλογον θέσιν, τήν ὁποίαν τοῦ παρεχώρει ὁ ὀρθόδοξος καλλιτέχνης, ὅταν ἐζωγράφισε τα τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας
Τριάδος καθέτως ἤ ὁριζοντίως».
Τό ὅτι, ἡ περιστερά εἰς τήν παράστασιν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι δῆθεν κατασκεύασμα τῶν
Δυτικῶν ζωγράφων, μόλις ἀπό τόν ΙΣΤ΄
αἰῶνα, ἀνατρέπεται ἀπό τόν ἴδιον καθηγητή, ὁ ὁποῖος καί ἀποδεικνύει πώς
παριστάνεται ἐξ ἀρχαιοτάτων χρόνων∙ φανερώνοντας
οὕτω τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτην τῶν νεοεικονομαχούντων. Μᾶς λέγει λοιπόν: «Ἡ
φωτεινή αὐτή ἀκτίς, ἡ προκειμένου περί τριῶν ἤ πέντε ἡ μεσαία καί μεγαλυτέρα, ἐκτεινόμενη
ἕως τοῦ φωτοστεφάνου
τῆς Θεοτόκου συνήθως πλησίον αὐτοῦ διακόπτεται ἀπό τό ὑπό τήν μορφήν τῆς περιστερᾶς κατερχόμενον Ἅγιον
Πνεῦμα, τό Ὁποῖον ἔχει πάντοτε ἀναπεπταμένας τάς πτέρυγας. Ἄλλοτε ἱστορεῖται ἐντός
τῆς ἀκτῖνος εἰς τό μέσον ἤ τό ἄκρον αὐτῆς καί ἄλλοτε ἐπ’ αὐτῆς. Ἡ τοιαύτη
παράστασις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εὕρηται εἰς πολυαρίθμους Ἀπεικονίσεις τοῦ Εὐαγγελισμοῦ,
τοῦ ὁποίου ὡς παραδείγματα ἀναγράφομεν
τό ψηφιδωτόν τοῦ θριαμβευτικοῦ τόξου τῆς S. Maria Maggiore Ρώμης (5ος αἰών) τήν
τοιχογραφίαν τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου (11ος αἰών), τό
ψηφιδωτόν τῆς μονῆς Δαφνίου (11ος αἰών), τό ψηφιδωτόν τοῦ Ἁγίου Μάρκου Βενετίας
(12ος αἰών), τήν φορητήν εἰκόνα τοῦ δωδεκαόρτου τῆς μονῆς Σταυρονικήτα τοῦ Ἁγίου
Ὅρους (16ος αἰών), τήν τοιχογραφίαν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Καστορίας (16ος αἰών)
(Πίν. 1 εἰκ. α΄), τήν φορητήν εἰκόνα τοῦ Μ. Δαμασκηνοῦ, τήν ἀποκειμένην εἰς Ἅγιον Γεώργιον
Βενετίας (16ος αἰών), τό βημόθυρον τοῦ ἐθνικοῦ
μουσείου Σόφιας Βουλγαρίας (17ος αἰών) κ.ἄ., ...».[65]
Δέν νομίζομεν ὁ μέγας Βασίλειος νά ἦταν τόσον ἀμαθής, ὥστε νά ἀγνοῇ τάς ἀπαγορεύσεις
διά τήν παράστασιν τῆς περιστερᾶς ἐκτός τῆς εἰκόνος τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου,
διότι ὁ ἴδιος κατασκεύασε χρυσήν περιστεράν καί τήν τοποθέτησεν ἄνωθεν τοῦ
Θυσιαστηρίου! Ἡ πρᾶξις αὐτή ἦταν συνηθισμένη ἀπό τήν παλαιάν ἐποχήν, καθώς ἐκρέμετο
ὄχι μόνον ἐπί τῶν θυσιαστηρίων, ἀλλά καί ἐπί τῶν κολυμβηθρῶν. Τοῦτο δέ μαρτυρεῖται
καί ἀπό τήν καταδικαστικήν ἀπόφασιν κατά τοῦ Σεβήρου ἐπισκόπου Ἀντιοχείας ἀπό
τήν ἐν Κωνστ/πόλει Συνόδῳ τό 536, ὅπου σύν τοῖς ἄλλοις κατεδικάσθη καί ἀνεθεματίσθη
καί διά τό σφετερισμόν τῶν χρυσῶν καί ἀργυρῶν περιστερῶν ἄνωθεν τῶν
Θυσιαστηρίων καί τῶν Κολυμβηθρῶν.[66] Τήν ὀρθότητα τῆς ἱστορήσεως τῆς Περιστερᾶς ἐπιβεβαιοῖ ἐπίσης,
καί ὁ τόσο μεμφόμενος ἀπό τούς νεοεικονολόγους, ἅγιος
Νικόδημος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει: «Ὅτι δέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ζωγραφεῖται ἐν εἴδει περιστερᾶς ἀποδεικνύεται ἀκόμη καί ἀπό τοῦτο,
ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ταύτης ἐδέχθησαν τάς ἐπάνω τῶν Κολυμβηθρῶν καί
Θυσιαστηρίων κρεμαμένας περιστεράς εἰς τύπον τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Πρᾶξις ε΄.
σελ. 820)».[67]
Ἀναγιγνώσκομεν ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ζ΄ Συνόδου: «Ἀντώνιος
ὁ εὐλαβέστατος μοναχός ἀνέγνω... οὐδέ αὐτῶν ἐφείσατο τῶν ἁγίων Θυσιαστηρίων, οὔτε
τῶν ἱερῶν σκευῶν, τά μέν ξέων ὡς ἐναγῆ, τά δέ χωνεύων καί ῥογεύων τοῖς ὁμοτρόποις.
τετόλμηται δέ αὐτῷ καί τοῦτο ᾦ μακαριώτατοι, τάς γάρ εἰς τύπον τοῦ ἁγίου Πνεύματος χρυσᾶς τε καί ἀργυρᾶς περιστεράς
κρεμαμένας ὑπεράνω τῶν θείων κολυμβηθρῶν καί θυσιαστηρίων, μετά τῶν ἄλλων ἐσφετερίσατο,
λέγων, οὐ χρῆναι ἐν εἴδει περιστερᾶς ὀνομάζεσθε τό ἅγιον Πνεῦμα. Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν. ‘’εἰ τάς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀνατεθείσας
περιστεράς ἐδέξαντο οἱ Πατέρες, πόσῳ μᾶλλον τοῦ σαρκωθέντος λόγου, καί ὀφθέντος
ἐπί τῆς γῆς μετά σώματος;’’».[68] Λέγει δηλαδή ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης Ταράσιος, πώς ἐάν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου πού κατεδίκασαν
τόν βέβηλον σφετεριστήν τῶν ἱερῶν σκευῶν Σεβῆρον,
ἀπεδέχθησαν τάς χρυσᾶς καί ἀργυρᾶς περιστεράς πού κατεσκευάσθησαν εἰς Τύπον τοῦ (ἀσωμάτου)
Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀποδεκτές,
πόσον μᾶλλον θά ἀπεδέχοντο τήν ἐξεικόνισιν τοῦ
Χριστοῦ πού φανερώθη εἰς ἡμᾶς μέ σῶμα;
Ἀποδεκτές λοιπόν κατά τούς Πατέρας τῆς
Συνόδου οἱ Συμβολικές ἐξεικονίσεις τοῦ ΑΣΩΜΑΤΟΥ Θεοῦ!!!
Εἶναι
κατά πολύ ἀμφίβολον ἐάν ὑπάρχει σήμερον ἔστω καί μία περιστερά κρεμαμένη εἰς
κάποιον Θυσιαστήριον, ὅπου νά λειτουργῆται ἀπό ἱερεῖς ὁμόφρονας τοῦ
συγγραφέως!!!
7) Ἡ συμφωνία Γραφῶν καί ζωγράφων καί ἡ κακόδοξος ἀπεικόνισις τῆς
τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως εἰκόνος
«Οἱ εἰκονογράφοι (μᾶς
λέγει ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου) ὀφείλουν νά μένουν στήν ἀκρίβεια ὅταν ἀπεικονίζουν γεγονότα πού
περιγράφονται στήν Ἁγία Γραφή, στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, στούς βίους τῶν ἁγίων
ἤ ἀλλοῦ. Αὐτοί εἶναι δύο ἀπό τούς λόγους γιά τούς ὁποίους τίποτε δέν ἐπιτρέπεται
“καλλιτεχνική ἀδείᾳ” στίς εἰκόνες». Καί ἀλλοῦ ὁ ἴδιος: «Οἱ εἰκόνες πρέπει νά εἶναι
σύμφωνες μέ τή Θεολογία τῶν εἰκόνων. Ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν εἰκονοκλαστῶν
δέν ἔγινε παραβλέποντας τά διδάγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά κατανοώντας τα μέ
τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κατοικεῖ στήν Ἐκκλησία. Οἱ εἰκονοκλάστες
διάβαζαν ἁπλῶς τίς Γραφές καί κολλοῦσαν στό γράμμα τῶν Γραφῶν, σάν τούς
Φαρισαίους.
Ἡ Ὀρθοδοξία
θριάμβευσε ἐπειδή τό περιεχόμενο καί ἡ σύνθεση τῶν εἰκόνων βρίσκονταν σέ
συμφωνία μέ τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί τίς ἀλήθειες τῆς πίστης. Χωρίς αὐτή
τή συμφωνία, οἱ ὀρθόδοξοι δέ θά μποροῦσαν νά ὑπερασπιστοῦν τίς εἰκόνες. Αὐτό εἶναι
κάτι σημαντικό, πού συχνά τό παραβλέπουμε. Μέ ἄλλα λόγια, τόσο οἱ εἰκόνες ὅσο
καί ἡ θεολογία ἡ σχετική μέ τίς εἰκόνες εἶναι δύο διαστάσεις τῆς ἴδιας
πραγματικότητας. Δέν εἶναι δυνατό νά ὁμολογοῦμε τό ἕνα χωρίς τό ἄλλο. Ἡ Ὀρθοδοξία
εἶναι ἀλήθεια, ὄχι σοφιστεία. Εἶναι ἀδύνατο γιά τήν ἀλήθεια νά ὑπερασπίζεται τό
ψεῦδος, ἀκόμη κι ἄν ἡ ἀνθρώπινη λογική μπορεῖ. Τά ἔξυπνα ἐπιχειρήματα ἀπό μόνα
τους δέ θά μποροῦσαν νά ἀνατρέψουν τήν κατηγορία τῆς εἰδωλολατρίας ἄν οἱ εἰκόνες
καί ἡ θεολογία μας δέ βρίσκονταν σέ συμφωνία. Ἀλλά σήμερα συναντᾶμε εὐρεῖα ἀποδοχή
εἰκόνων πού ἀνατρέπουν τήν Ὀρθοδοξία. Καί μιά ὁμολογία χωρίς συμφωνία πίστης
καί πράξης, ἀργά ἤ γρήγορα, θά χάσει τό πρῶτο καί κατόπι καί τό δεύτερο".
Αὐτό
μᾶλλον πρῶτοι θά ἔπρεπε νά τό ἐφαρμόσουν οἱ ἁγιογράφοι τῆς ἰδικῆς των Σχολῆς!
Τούς ἐρωτῶμεν∙ δέν εἶναι σύμφωνη μέ τήν ἁγίαν Γραφήν ἡ ἐξεικόνισις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου τήν εἶδαν οἱ Προφῆτες εἰς τά ὁράματά τους καί τάς ὀπτασίας, ὅπως ὁ Δανιήλ, ὁ Ἀβραάμ
εἰς δρῦν τοῦ Μαμβρῆ κ. ἄ., καί εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν
Θεοτόκον ἐξαπλωμένην καί ἀποκαμωμένην ἀπό τούς πόνους τῆς γέννας, καθώς καί τό
θέμα τοῦ λουτροῦ μέ τάς Μαίας, ὅπου πλένουν τόν μικρόν Ἰησοῦν ἀπό τά ῥυπώδη ὑγρά
καί αἵματα, σπαργανώσαντες αὐτόν μετά; Ποίαν ἄραγε θεωροῦν ἁγίαν Γραφήν∙ μήπως
τά ἀπόκρυφα καί ψευδεπίγραφα ψευδοευαγγέλια
τοῦ Ψευδο-Ἰακώβου κ. ἄ., ἀπό τά ὁποῖα
καί ἐρανίσθησαν τά πρότυπα αὐτά;
Ταῦτα λέγομεν περί τῆς κακοδόξου ταύτης εἰκόνος, ὡς παρεμβολήν εἰς τό κύριον θέμα μας, καθ' ὅτι
τυγχάνουν θερμοί ὑποστηρικτές της. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τίς θέσεις τῶν Πατέρων καί
τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα ἐπί τοῦ θέματος.
«Ἄχραντος
καί ἀρύπαντος ἡ Γέννησις. Ὅπου
γάρ πνεῖ Πνεῦμα Ἅγιον, ἐκεῖ περιῄρηται πᾶς μολυσμός. ἀρύπαντος ἡ ἔνσαρκος Γέννησις τοῦ Μονογενοῦς ἐκ τῆς
Παρθένου. Κἄν ἀντιλέγωσιν οἱ αἱρετικοί πρός
τήν ἀλήθειαν, ἐλέγξει αὐτούς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον».[69] Ἰδού πού ὁ Ἅγιος
Κύριλλος ὀνομάζει ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ αὐτούς πού διδάσκουν (ὅπως οἱ ἐν λόγῳ
νεοεικονομάχοι), ὅτι ἡ ἄσπορος Γέννησις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἔγινε μέ ῥύπους καί
μολυσμένα αἵματα τῆς γέννας! Ἀλίμονον τῆς
βλασφημίας!!!
Ἐπίσης καί ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μέ τόν πλέον γλαφυρόν τρόπον μᾶς
περιγράφει τό ὑπερφυές μυστήριον τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας, κατακεραυνώνοντας
τούς νεστοριανίζοντας νεοεικονομάχους: «΄΄ὅτι
παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν΄΄ τό ὁποῖον συγκρατεῖ, ὡς δοῦλα του, τά σύμπαντα∙ δι’ αὐτό
καί ὡς δοῦλα τό ὑπηρετοῦν καί τό ἐπευφημοῦν καί τοῦ προσφέρουν δῶρα∙ οἱ μάγοι
καί ὁ ἀστέρας, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ποιμένες, τό σπήλαιον καί ἡ φάτνη, ἡ Παρθένος
μητέρα ὑπερφυῶς καί ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ ὁ
τεχνίτης, φαινόμενος ὡς πατέρας τοῦ τεχνουργοῦ τῶν πάντων. Λείπει ἡ ἐπιστασία τῶν μαιῶν ἀπό τόν τίμιον ἐκεῖνον καί παράδοξον
καί παρθενικόν τοκετόν∙ διότι ἐκεῖ πού γίνεται μητέρα ἡ Παρθένος μέ τήν ἐπισκίασιν
τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, μαῖες δέν
χρειάζονται».[70]
Γράφει ἐπίσης περί τούτου ἀπευθυνόμενος
πρός τούς ἁγιογράφους τῆς ἐποχῆς του (καί κυρίως πρός τούς σημερινούς), ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης: «Δέν
κάμνουσι λοιπόν καλά ἐκεῖνοι «ὅπου ἐπ’ ἐκκλησίας ἀναγιγνώσκουσι τήν ἱστορίαν ὅπου
ἐπιγράφεται εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου,[71] κατά τήν ἑορτή
τοῦ γενεθλίου τῆς Θεοτόκου˙ ἕνα μέν
διότι περιέχει πολλά ἀλλόκοτα πράγματα,
τά ὁποῖα οὐδείς ἄλλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρει, καθώς μάλιστα εἶναι ἐκεῖνο
ὅπου λέγει, πώς ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ ἔφερε
μαῖαν διά νά ὑπηρέτησῃ εἰς τόν φρικτόν καί ἄσπορον ἐκεῖνον καί ὑπέρ
διάνοιαν ἐκ τῆς Παρθένου τοκετόν τοῦ Κυρίου μας»[72]. Καί
πάλιν εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ ΟΘ' κανόνος τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου ὁρίζει
«Ἀλόχευτον[73] τόν ἐκ τῆς Παρθένου Θεῖον τόκον ὁμολογοῦντες,
ὡς καί ἀσπόρως συστάντα...», ὁ ἴδιος
Ἅγιος λέγει: «Ὥσπερ γάρ ἄσπορον καί ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ὁμολογοῦμεν τῆς Θεοτόκου τήν
Σύλληψιν, οὕτω παρομοίως καί τήν αὐτῆς Γέννησιν ἀνωτέραν συνομολογοῦμεν πάσης λοχείας,[74] ἥτις ἐστίν ἡ μετά πόνων τοῦ βρέφους γέννησις, καί ἡ ἀκόλουθος
τῶν αἱμάτων ρύσις κατά τόν Ζωναρᾶν»[75].
Ἀλλά καί παρακάτω εἰς τήν ὑποσημείωσιν τοῦ ἀνώτερου
κανόνος σημειοῖ πλέον ξεκάθαρα, περί τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀφορᾷ
τήν ἐν λόγῳ εἰκόνα˙ ἄς τόν ἀκούσωμεν: «Ὅθεν
δέν πρέπει νά ἱστοροῦσιν οἱ ζωγράφοι τήν
Θεοτόκον ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως κειμένην ἐπί κλίνης, ὡσάν ἀποκαμωμένην
ἀπό τούς πόνους,[76] ἀλλ’ οὐδέ πρέπει ὅλως νά γράφεται ἐν τοῖς Μηναίοις τῆς
δευτέρας ἡμέρας μετά τήν Χριστοῦ γέννησιν, ἡ λέξις αὕτη, τά ἐπιλόχεια τῆς Θεοτόκου, ἀλλά μόνον ἡ Σύναξις τῆς
Θεοτόκου˙ κατά τόν Νύσσης Γρηγόριον,
συμφωνοῦντα τῇ Συνόδῳ ταύτη, ἡ τοῦ Χριστοῦ γέννησις μόνου, χωρίς λοχείας ἐγένετο, καί οὐκ ἔστιν ἐπί τῆς ἀφθόρου καί ἀπειρογάμου
κυρίως τό ὄνομα τῆς λοχείας εἰπεῖν τό δέ νά ἱστοροῦνται γυναῖκές τινες πλύνουσαι τόν Χριστόν ἐν λεκάνῃ, ὡς ὁρᾶται
ἐν πολλαῖς εἰκόσι τῆς Χριστοῦ γεννήσεως, τοῦτο εἶναι παντάπασιν ἀτοπώτατον, καί
σαρκικῶν ἀνθρώπων ἐφεύρημα, δι’ ὅ καί
παντί τρόπῳ πρέπει νά ἀποβάλλεται..»[77].
Δυστυχῶς δέν εἶναι ἡ μοναδική ἀνάρμοστος εἰκόνα
ὅπου ἀποδέχονται καί προωθοῦν εἰς τούς πιστούς οἱ νεοεικονομάχοι, εὑρισκόμενοι ἐνάντιοι
εἰς τάς Γραφάς καί γενικότερα εἰς τά Δόγματα τῆς ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει ὁλόκληρος
κατάλογος ἀπό αὐτάς. Κάποια ἄτοπα καί ἄξια γέλωτος εὑρίσκονται καί
εἰς ἄλλας εἰκόνας, οἱ ὁποῖες ἱστορήθησαν, ὑπό ἀμαθῶν εἰς τά τῆς Γραφῆς,
ζωγράφων˙ οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦντες ὡς φαίνεται, τήν ἀκρίβειαν Αὐτῆς, ἐζωγράφιζαν ὁδηγούμενοι
ὑπό τῆς καλπαζούσης φαντασίας των. Τά ἄτοπα ταῦτα δυστυχῶς κάποιοι τά θεωροῦν ὡς ὑψηλήν Θεολογίαν!!!
Ἡ Ἑβδόμη ὅμως Οἰκουμενική Σύνοδος,
διατάσσει «πώς ἐκεῖνο ὅπου ἡ Γραφή καί τό Εὐαγγέλιον φανερώνει διά τῶν ῥημάτων,
τοῦτο ὁ ζωγράφος παριστάνει διά τῶν εἰκόνων»[78]. Τήν
κακήν ταύτην νοοτροπίαν τῶν ζωγράφων βλέπων ὁ ἅγιος Νικόδημος, σημειοῖ λέγων: «διά ταύτην τήν ἀφορμήν οἱ ζωγράφοι πρέπει νά προσέχουν καλά καί νά ἠξεύρουν
πρῶτον τί λέγει ἡ Γραφή καί τό Εὐαγγέλιον, καί οὕτω νά ζωγραφίζουν κατά τό Εὐαγγέλιον
καί τήν Γραφήν τάς εἰκόνας των. Ἤ ἄν δέν ἠξεύρουν αὐτοί, πρέπει νά ἐρωτοῦν τούς εἰδότας καί ἐκπεπαιδευμένους διά νά
μανθάνουσι, καί ὄχι νά ζωγραφίζουν ἄλλα ἄντ΄ ἄλλων καί αὐτά πολλάκις τά ἐναντία
τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀτοπώτατα, καθώς εἶναι τό νά ζωγραφίζουν τόν Κύριον νέον παῖδα
ἀγένειον ἐν τῇ Μεσοπεντηκοστῇ διδάσκοντα, εἰς καιρόν ὅπου
ὁ Κύριος τότε ἦταν ἀνήρ τέλειος μετά τό βάπτισμα, Τό νά ζωγραφίζουν τόν Ἀπόστολον
Παῦλον ἐν τῇ Ἀναλήψει, καί ἐν τῇ Πεντηκοστῇ[79], εἰς καιρόν ὅπου
ὁ Παῦλος ἔγινε μαθητής τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάληψιν καί Πεντηκοστήν, καί τόν
τοῦ Στεφάνου λιθοβολισμόν». Εἰς τήν συνέχειαν ὁμιλεῖ διά τήν ἱεράν Εἰκόνα τῆς εἰς Ἅιδου
Καθόδου, τήν ὁποίαν ἀτόπως ὀνομάζουν “Ἀνάστασιν
τοῦ Χριστοῦ”.[80] Τελειώνει δέ τόν λόγον μέ τά ἑξῆς: «Πρός τούτοις, δέν πρέπει νά νά ζωγραφίζουν εἰς τήν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς
ἕναν ἄνθρωπον ὑποκάτω τῶν Ἀποστόλων καί νά τόν ἐπιγράφουν “Κόσμον”, ἀλλά ἀντί
τούτου, πρέπει νά ζωγραφίζουν τόν προφήτην Ἰωήλ, λέγοντα˙ “ἐκχεῶ ἀπό τοῦ
πνεύματός μου ἐπί πᾶσαν σάρκα”, ὡς οὕτως ἔχουν τινές παλαιαί εἰκόνες. Αὐτά καί ἄλλα
ὅμοια ἄτοπα ἱστοροῦν οἱ ζωγράφοι ἀπό ἀμάθειαν καί κακήν συνήθειαν, καί ἄς τά
διορθώσουν, σπουδάσαντες προσέτι νά γένουν τεχνῖται καί ζωγράφοι ἐπιτήδειοι καί
καλοί, διά νά ἔχουν αἱ παρ’ αὐτῶν ἱστορούμεναι
εἰκόνες ὁμοιότητα μέ τά πρωτότυπα, καθώς παραγγέλλει ἡ ἁγία Σύνοδος αὕτη, καί ὄχι
νά εἶναι ἀλλόκοταί τινες και ἀνόμοιαι».[81]
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 847.
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 878.
Κατά τόν
Δογματολόγον Χρῆστο Ἀνδροῦτσο,
Σύμβολον εἶναι: «Ἔμβλημα, γνώρισμα, ἤτοι
αἰσθητόν τι ἀντικείμενον ἤ γεγονός, ὅπερ ἐμφαίνει ζωηρῶς ἤ ἐκφράζει ἀφῃρημένον
τι, καί δή ἰδέαν, ὑπεραισθητόν, πνευματικόν τι. Ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτοῦ ταύτης
τό σύμβολον χρησιμοποιεῖται ἐν τῇ θρησκείᾳ, ἐν τοῖς μυστηρίοις, ἐν τῇ
μυστικοθηρίᾳ (βλ. λ.) καί ἐν τῇ καλολογίᾳ, σύνολος
δέ ἡ καλλιτεχνία δύναται νά κληθῇ σύμβολον, καθόσον παριστᾷ τάς ἰδέας ἐν αἰσθητῇ
ἐμφανίσει....» (Λεξικόν
Φιλοσοφίας, σελ. 325).
Ἀντιρρητικός, Δ΄, 38, σ. 70.
Ἀντιρρητικός Ζ΄ 16, σ. 584.
Κυρίλλλου Ἱεροσολύμων,
Κατηχήσεις, Θ΄ 1.
Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, De sancta
trinitate, Volume 77, page 1145.
«Ὤ τῆς μανίας! πρός μέν γάρ τό ἐν πᾶσι τοῖς οὖσι καθ’ ὁτιοῦν τῶν κτισμάτων, ἡλίου λέγω, σελήνης τε καί ἀστέρων, ἤ ὅ, τι τύχοι τῶν ἄλλων ὁμοιοῦν τό θεῖον, ἐφ’ οἷς ἡ τῶν εἰδώλων μορφοποιία, ἤ ἀπόφασις' πρός δέ τό δι’ ἐκτυπωμάτων καί μορφωμάτων τινῶν συμβολικῶς ἀνάγεσθαι τόν Ἰσραήλ, ἐπί τήν τοῦ ἑνός Θεοῦ, ὡς ἐφικτόν, θεωρίαν καί λατρείαν, ἤ κατάφασις∙ ἤ οὐχί καί αὐτό τό τε παράδειγμα τῆς ὅλης σκηνῆς προχάραγμα ἐναργές ἐστι τῆς ἐν πνεύματι λατρείας, σκιαγραφούμενόν πως συμβολικαῖς θεωρίαις τῷ μεγάλῳ Μωσεῖ πρός τοῦ τῶν ὅλων θεοῦ;». Ἁγίου Θεοδώρου
Στουδίτου, Λόγοι Ἀντιρρητικοί, σελ. 61. Ἔκδ. Κων/νου Δάλκου, 1998.
Αὐτόθι, β΄, 42,
σελ. 147. «...εἴληπται ἐπί τῆς θεολογίας;
Καί γάρ φησιν ὁ θεῖος Βασίλειος «Τύποι
δέ ἀνθρώπινοι πολλοί, καί οὐ διά τοῦτο τόν θεόν ἄνθρωπον ὑπολαμβάνομεν.» Καί
μεθ’ ἕτερα∙ «Χεῖρας ἀκούων θεοῦ, τό ποιητικόν αὐτοῦ γνώριζε...».
Αὐτόθι, γ΄ 47,
σελ. 192. «Τό γάρ κυρίως ἀσώματον, ἀπεριόριστόν
τέ έστι καί ἀπερίγραπτον ὅπερ ληπτέον ἐπί
τῆς θείας φύσεως μόνης».
Orationes de
imaginibus tres 3,26. «Τίς πρῶτος ἐποίησεν εἰκόνα; Αὐτὸς ὁ θεὸς πρῶτος ἐγέννησε τὸν μονογενῆ υἱὸν καὶ λόγον αὐτοῦ͵ εἰκόνα αὐτοῦ ζῶσαν͵ φυσικήν͵ ἀπαράλλακτον χαρακτῆρα τῆς αὐτοῦ ἀιδιότητος͵ ἐποίησέ τε τὸν ἄνθρωπον κατ΄ εἰκόνα αὑτοῦ καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν. Καὶ Ἀδὰμ εἶδε θεὸν καὶ ἤκουσε τῆς φωνῆς τῶν ποδῶν αὐτοῦ περιπατοῦντος τὸ δειλινὸν καὶ ἐκρύβη ἐν τῷ παραδείσῳ͵ καὶ Ἰακὼβ εἶδε καὶ ἐπάλαισε μετὰ τοῦ θεοῦδῆλον δέ͵ ὅτι ὡς ἄνθρω πος ἐφάνη αὐτῷ ὁ θεός͵ καὶ Μωσῆς ὡς ὀπίσθια ἀνθρώπου εἶδε͵ καὶ Ἡσαΐας ὡς ἄνθρωπον εἶδε καθήμενον ἐπὶ θρόνου͵ καὶ Δανιὴλ ὁμοίωμα ἀνθρώ που εἶδε καὶ ὡς υἱὸν ἀνθρώπου ἐλθόντα ἐπὶ τὸν παλαιὸν τῶν ἡμερῶν. Καὶ οὐ φύσιν θεοῦ εἶδέ τις͵ ἀλλὰ τὸν τύπον καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι· ἔμελλε γὰρ ὁ υἱὸς καὶ
λόγος τοῦ θεοῦ ὁ ἀόρατος ἄνθρωπος γίνεσθαι ἐν ἀληθείᾳ͵ ἵν΄ ἑνωθῇ τῇ φύσει ἡμῶν καὶ ὁραθῇ ἐπὶ γῆς. Προσεκύνησαν οὖν πάντες οἱ ἰδόντες τὸν τύπον καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ μέλλοντος͵ καθὼς Παῦλός φησιν ὁ ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῇ· Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες μὴ κομισάμενοι τὰς εὐαγγελίας͵ ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι. Ἐγὼ οὖν οὐ μὴ ποιήσω εἰκόνα τοῦ δι΄ ἐμὲ ὀφθέντος σαρκὸς φύσει καὶ προσκυνήσω καὶ τιμήσω αὐτὸν διὰ τῆς εἰς τὴν εἰκόνα αὐτοῦ τιμῆς καὶ προσκυνήσεως; Εἶδεν Ἀβραὰμ οὐ φύσιν θεοῦ (θεὸν γὰρ οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε)͵ ἀλλ΄ εἰκόνα θεοῦ καὶ πεσὼν προσεκύνησεν. Εἶδεν Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ οὐ φύσιν ἀγγέλου͵ ἀλλ΄ εἰκόνα (φύσις γὰρ ἀγγέλου σωματικοῖς οὐχ ὁρᾶται ὀφθαλμοῖς) καὶ πεσὼν προσεκύνησεν͵ ὁμοίως καὶ Δανιήλ (ἄγγελος δὲ οὐ θεός͵ ἀλλὰ κτίσμα καὶ δοῦλος θεοῦ καὶ παραστάτης)͵ προσεκύνησε δὲ οὐχ ὡς θεῷ͵ ἀλλ΄ ὡς θεοῦ παραστάτῃ καὶ λειτουργῷ».
Εἶναι λυπηρόν νά τό εἴπω, ἀλλά κάποιοι ἐκ τῶν πολεμίων τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος φθάνουν εἰς τερατώδεις δοξασίας ὅπως δικαιολογήσουν τήν δυνατότητα ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου πρίν Αὐτός λάβῃ Σάρκα! Λέγουν λοιπόν, ὅτι ὁ Θεός Λόγος ἔλαβε τήν ἀνθρωπίνη Σάρκα προαιωνίως∙ καί ἐξ αὐτοῦ συμπεραίνουν, ὅτι τό «κατ’ εἰκόνα» δέν ἀναφέρεται σέ κάποιες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ὁ πλασθείς ἄνθρωπος ἰδιοποιεῖται ὡς φυσικές διά τῶν ψυχικῶν δυνάμεων καί ἰδιοτήτων αὐτοῦ, ἀλλά στήν προσληφθεῖσα φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου!!! Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τήν κατ’ εἰκόνα μορφήν ὅπου ἤδη εἶχε τό ἕνα ἐκ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Θεός Λόγος. Ἐκ τούτου ὅλες (κατ’ αὐτοὺς) οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες στήν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι μόνον τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ὄχι τοῦ Πατρὸς Αὐτοῦ, καθότι ἀδυνατοῦσε Οὗτος νὰ ἐμφανισθῇ καὶ νὰ γίνει ὁρατὸς σὲ αὐτοὺς ἐλλείψει σαρκός... Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀνθρωπομορφισμοῦ σὲ ὅλον της τὸ μεγαλεῖο! Ἀκόμη λέγουν, ὅτι ὁ Ἀδάμ δέν ἦταν ὁ πρῶτος ὑπό τοῦ Θεοῦ πλασθείς ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ πρῶτος πού ἔλαβε «ἅγιον πνεῦμα», καθώς πρίν ἀπό αὐτόν προϋπῆρχαν πολλοί ἄνθρωποι καί οἱ πόλεις ἔσφιζαν ἀπό ζωή! (Βλπ. Ἱστοσελίδαν ΟΟΔΕ καί Ἀ. Καλομοίρου ΄΄Ῥίζες΄΄, κεφάλαιον, ἡ Εἰκών, Τεῦχος 13, Ἄνοιξις 1985). Οἱ
ἀνωτέρω κηρύττουν μέσα ἀπό τά γραπτά τους τήν θεωρίαν τῆς ἐξελίξεως μέ
θρησκευτικόν μανδύαν, τήν ὁποίαν πολλοί σημερινοί νεοεικονομάχοι ἐνεκολπώθησαν!
Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, Λόγος Ἀποδεικτικός..., 12.
Προσοχή! Ἐδῶ ὁ Ἅγιος μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Ἀβραάμ
εἶδε εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ καί ὄχι τήν Φύσιν Του, εἰς ἀντίθεσιν μέ τούς ἀρνητάς
τῆς ἐξεικονίσεως Αὐτοῦ, ὅπου λέγουν πώς δημιουργία εἰκόνος παριστάνει τήν Φύσιν
τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν ξεκάθαρον πώς Φύσις καί εἰκόνα εἶναι διαφορετικά. Ἡ ἀντίθεσις
μεταξύ τῶν δύο καταφανεστάτη!
Ἰδού λοιπόν ἐκεῖ
πού ἱστορεῖται τό ἀόρατον, ἡ Εἰκόνα δέν ἀναπαριστᾷ τήν φύσιν, ὡς εἰς τήν
πραγματικότητα εἶναι, ἀλλ’ ὡς ἕνα σχετικόν ὁμοίωμα ἀνάλογον μέ τόν Συμβολισμόν
πού ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς δείξῃ.
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 907.
Θεοδώρου
Στουδίτου, Λόγοι Ἀντιρρητικοί, σελ. 60:
«καίπερ τῶν ἀγγέλων μή ἐν πάχει τῷ καθ ’ ἡμᾶς ὄντων τοῦ τε ὄφεως ἀπεμφαίνοντος
τῇ θηριομορφίᾳ, ὅς εἰς τύπον Χριστοῦ αἰνιγματωδῶς παρελήφθη. Εἰ δέ δι’ ὄφεως
ᾐνιγματίσθαι πρός τό τούς δακνομένους ἰάσθαι πάλαι συγκατήρχετο ὁ θεός, πῶς οὐχί φίλον αὐτῷ καί ἐφαρμόζον τῆς σωματικῆς
ἰδέας, ἐξ ὅτου ἄνθρωπος ἐγεγόνει, τήν εἰκόνα ἀναστηλοῦσθαι; καί εἰ ὁ θηριόμορφος τύπος ὁρώμενος μόνον τούς
δεδηγμένους ἰᾶτο, πόσον οὐχ ὁ ἱερότυπος
χαρακτήρ τοῦ Χριστοῦ βλεπόμενος ἁγιάσειε τούς τεθεαμένους;».
Ἅγιος Νικόδημος, ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου. Ἱ. Πηδάλιον, σ. 320.
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 407.
Δογματικά καί
Συμβολικά Μνημεῖα...», Ἰ. Καρμίρη, Ἀθῆναι 1960, Τόμ. Α΄, σ. 245.
Ἁγ. Γρηγ. Παλαμᾶ,
Ὁμιλ. ΙΑ΄.
Θεοφυλάκτου
Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τά τέσσαρα Εὐαγγέλια, Ἀθῆναι 1975.
Joannes Chrysostomus,
Homily 4, line 167.
Τοῦ αὐτοῦ, Contra Anomoeos, homiliae, Homily 4, line 221.
Oecumenius, Commentarius in Apocalypsin, Page 68.
Τheodoretus, Ed. Ettlinger, G.H.Oxford: Clarendon
Press, 1975, Page 74, line 17.
Cyrillus Theol., Thesaurus de sancta consubstantiali
trinitate Volume 75, page 56.
Cyrillus Theol., Commentarius in Isaiam prophetam
Volume
70, page 1321.
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος,
σελ. 847.
Ἀντιρρητικός
λόγος γ΄ 32, σελ. 182, «Παντός
εἰκονιζομένου, οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ' ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται».
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 840.
Λόγοι Ἀντιρρητικοί,
γ΄, κεφ. 3ον, 1. «Τό πρωτότυπον οὐ κατ ’
οὐσίαν ἐν τῇ εἰκόνι. Τί γάρ ἄν λέγοιτο
καί ἡ εἰκών πρωτότυπον, ὡς καί ἔμπαλιν τό πρωτότυπον εἰκών ὅπερ οὐκ ἐνδέχεται,
διά τό ἴδιον εἶναι ἑκατέρου ὅρον τῆς φύσεως·
ἀλλά κατά τήν τῆς ὑποστάσεως ὁμοιότητα».
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων , σελ. 747, «Εἰκών δέ ἐστιν ὁμοιώσεως αὐτό...».
Θεολογικόν
Σεμινάριον περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σελ. 141.
Ἰ. Δαμασκηνοῦ, Περί εικόνων, Λόγος Γ', ἐν Κ. Δ. Καλοκύρῃ, Πηγαί... ἔνθ’ ἀνωτ. σελ.
279.
Τοῦ αὐτοῦ, ἔνθ’
ἀνωτ. ἐν Κ. Δ. Καλοκύρῃ, Πηγαί... ἀνωτ. σελ. 254.
Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, Λόγοι Ἀποδεικτικοί... Πνεύματος, ἐν Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, Συγγράμματα, Θεσ/νίκη 1966 τόμ. I, σελ. 53 παράγρ. 26.
Ἁγίου Ν. Ἁγιορείτου,
Κῆπος Χαρίτων, Ἑνετία 1819, σελ. 192.
Μηναῖον 'Ὀκτωβρίου,
Ἔκδοσις Α΄, Κορομηλᾶ, Κων/λις 1843, Ὀκτώβ. 4, 6ον Τροπάριον αἴνων,
Συμεών
Θεσσαλονίκης, Ἅπαντα, σελ. 242, ἐν Ἀθῆναις
1862.
Ἰωσήφ
Βρυεννίου, Τόμος Α΄, Λόγ. 2ος σελ. 21-25,
λόγ. 7ος σελ. 129, λόγ. 20ος, σελ. 382 καί λόγ. 21ος, σελ. 404-405.
Θεολογικόν
Σεμινάριον περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σελ. 144.
Θεοδώρου
Στουδίτου, Epistulae Epistle
57, libr. tlg.
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 839.
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Orationes de
imaginibus tres Section 1,9.
Λόγοι Ἀντιρρητικοί, α΄, 11, σελ. 73. «Οὐκ ἄν ποτε μανείη ἄν τις τοσοῦτον, σκιάν καί ἀλήθειαν, φύσιν καί θέσιν, ἀρχέτυπον καί παράγωγον, αἴτιόν τε καί αἰτιατόν, ταὐτόν ὑπολαμβάνειν κατ’ οὐσίαν...».
Αὐτόθι, α΄, 12, σελ. 74. «Οὐκ ὄντος γάρ ἑνός ἀρχετύπου τε καί εἰκόνος, ὅτι τό μέν ἀλήθεια, τό δέ σκιά».
Εἰς αὐτήν τήν Μονήν
ἔζησεν καί ὁ γνωστός ἁγιογράφος Ἀλύπιος
(Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας), ὁ ὁποῖος ἐρχόμενος εἰς δύσκολον θέσιν νά ἀποτελειώσῃ
τήν ἁγιογράφησιν μιᾶς εἰκόνας πού παρίστανε τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ἐπικαλέσθηκε
τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καί κατέφθασε
ἀμέσως δι’ ἑνός Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος καί τήν ἔφερεν εἰς πέρας! Ἡ εἰκόνα αὐτή εἰς τό ἐπάνω μέρος της παριστάνει τόν Ἄναρχον Πατέρα μέ ὑψωμένας τάς χείρας καί
τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει Περιστερᾶς εἰς
τό στῆθος Αὐτοῦ. (΄΄Ἀσύλητον Συμβολικόν Ἐγκόλπιον΄΄, σελ. 69).
Γεροντικόν τῆς
Μεγάλης μονῆς τῶν Σπηλαίων, σελ. 94 καί 153, Ἔκδοσις
Ἱ. Μ. Παρακλήτου.
«Οἱ ἁγιογράφοι δέν ἄργησαν νά καταπιαστοῦν μέ
τήν ἱστόρηση τῆς ἐκκλησίας. Ζωγράφισαν πρῶτα τόν Παντοκράτορα Κύριο, στό μεγάλο
τροῦλλο, κι ἔπειτα τούς ἁγίους καί τήν Πλατυτέρα τοῦ ἱεροῦ. Ὅταν τελείωσαν καί τή Θεοτόκο, ἕνα ἐξαίσιο
θέαμα ἔγινε μπροστά στά μάτια τους.
Ξαφνικά τό πρόσωπο τῆς Πλατυτέρας φωτίστηκε μέ ἕνα ὑπερκόσμιο
φῶς κι ἔγινε λαμπρό σάν τόν ἥλιο. Ἄστραψε τόσο, πού οἱ ζωγράφοι καί ὅλοι ὅσοι
βρίσκονταν ἐκεῖ τυφλώθηκαν προσωρινά κι ἔπεσαν
κάτω στό πάτωμα. Ὅταν σέ λίγο τό φῶς μετριάστηκε καί μπόρεσαν νά κοιτάξουν, μ’ ἔκπληξη
εἶδαν νά βγαίνη ἀπό τό στόμα τῆς
ζωγραφισμένης Παναγίας ἕνα κατάλευκο περιστέρι, νά πετᾶ πρός τόν
Παντοκράτορα καί νά χάνεται πίσω του, μέσα στόν τοῖχο! Μετά τό περιστέρι βγῆκε ἀπό
τα χείλη τοῦ Κυρίου κι ἄρχισε νά πετᾶ στίς εἰκόνες τῶν ἁγίων. Καθόταν κάθε τόσο
στό χέρι ἑνός ἁγίου, στό κεφάλι ἄλλου, στόν ὦμο ἑνός τρίτου. Κι ὅλο φτερούγιζε
καί τριγύριζε ἐδῶ κι ἐκεῖ μέσα στό ναό. Τέλος κρύφτηκε πάλι πίσω ἀπό τήν
Πλατυτέρα.
Οἱ ἁγιογράφοι καί μερικοί πιστοί, πού συμπτωματικά
βρίσκονταν τότε ἐκεῖ, προσπάθησαν νά πιάσουν τό μυστηριῶδες περιστέρι. Ἔβαλαν σκάλα στήν Πλατυτέρα,
ἀλλά δέν μπόρεσαν νά βροῦν πώς πέρασε μέσ’ ἀπό τόν τοῖχο. Ἐρεύνησαν κατόπιν ὁλόκληρη τήν ἐκκλησία.
Τίποτα. Τό περιστέρι εἶχε γίνει ἄφαντο.
Στέκονταν ὅλοι μέ τεντωμένη τήν προσοχή, γεμάτοι ἀπορία
καί ἀμηχανία.
Ξαφνικά, νά! Τό περιστέρι φάνηκε νά βγαίνῃ πάλι
μέσα ἀπό τό στόμα τῆς Θεομήτορος καί νά πετᾶ πρός τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου.
— Πιάστε το! φώναξαν ἐκεῖνοι πού τό εἶδαν πρῶτοι.
Μερικοί τεχνῖτες πού δούλευαν ψηλά, ἐκεῖ κοντά,
τέντωσαν αὐθόρμητα τά χέρια γιά ν’ ἁρπάξουν τό περιστέρι. Ἐκεῖνο ὅμως χώθηκε ἀστραπιαία
στό στόμα τοῦ Σωτῆρος καί χάθηκε ὁριστικά.
Ἕνα οὐράνιο, ἐκτυφλωτικό φῶς, πού φώτισε τώρα τό
πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἔκανε πάλι τούς ἁγιογράφους νά πέσουν κάτω. Τό περίεργο καί
θαυμαστό ἐκεῖνο ὅραμα εἶχε τελειώσει.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ θεός ἔδειξε φανερά σέ ὅλους, ὅτι
στήν ἅγια ἐκκλησιά τῶν Σπηλαίων κατοικεῖ καί ἀναπαύεται τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἀφοῦ πῆραν αὐτή τήν πληροφορία οἱ ἁγιογράφοι, γεμᾶτοι
χαρά καί θεῖο ζῆλο ἐπιδόθηκαν στήν ἱστόρηση καί τοῦ ὑπολοίπου ναοῦ, δοξάζοντας
κι εὐχαριστῶντας τόν Κύριο, πού τούς ἀξίωσε μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς».
«Ὁ μακάριος Ἀλύπιος ἦταν λαϊκός ἀκόμη, ὅταν ἔγινε μάρτυρας τοῦ ἐξαισίου
θαύματος πού συνέβη μέσα στήν ἐκκλησία τῶν Σπηλαίων, στή διάρκεια τῆς ἁγιογραφήσεώς
της. Βοηθοῦσε τότε τούς Ἕλληνες ἁγιογράφους πού ἱστοροῦσαν τό ναό τῆς Θεοτόκου.
Καί εἶδε μέ τά ἴδια του τά μάτια τό περιστέρι
πού παράδοξα ἐμφανίστηκε, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω στή σχετική διήγηση». Οἱ ἴδιοι ἁγιογράφοι ἐζωγράφισαν σύν τοῖς ἄλλοις καί
τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος!!!
Εὐσεβίου, ἐκκλησ.
ἱστορία, βιβλ. 6, 29.
Βλπ. Μ. Ἀρσενίου
Κοττέα, ΄΄Ἀσύλητον Συμβολικόν Ἐγκόλπιον΄΄, σελ. 62, καί Σεμινάριον Θεολόγων
Θεσσαλονίκης, «Τό Ἅγιον Πνεῦμα», Θ. Προβατάκη, «Τό Ἅγιον Πμεῦμα εἰς τήν Ὀρθόδοξον
ζωγραφικήν», σελ. 110.
Γεωργίου
Δέρβου, Συμβολή εἰς τήν Χριστιανικήν Ἀρχαιολογίαν, σελ. 22, Ἀθῆναι 1890.
Συμβολή εἰς τήν
Χριστιανικήν Ἀρχαιολογίαν, σελ. 22.
Πρακτικά Οἰκ.
Συνόδων, τόμ. 3ος, σελ. 820.
Πατερικόν
Κυριακοδρόμιον, σελ. 629. Ἔκδοσις Ἱ. Κελλίου Ἁγίου Νικολάου, Μπουραζέρη,
Καρυαί.
Ὁ ἅγιος Μελέτιος ὅμως, συγκαταρυθμεῖ
ταύτην τήν ἱστορίαν μέ τάς νόθους καί ψευδεπιγράφους βίβλους τῶν αἱρετικῶν.
(Ἱ. Πηδάλιον, σ. 79).
«Συμφωνία» εἰς
τόν Ξ΄ Ἀποστολικόν Κανόνα, Ἱ. Πηδάλιον, σ. 75.
Δίχως ἐκχεόμενα ὑγρά καί ἄνευ μαιῶν, Λεξικόν
Δημητράκου.
Ὁ ΟΘ' κανόνος τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁρίζει «Ἀλόχευτον τόν ἐκ τῆς Παρθένου Θεῖον τόκον ὁμολογοῦντες, ὡς καί ἀσπόρως
συστάντα...».
Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, λέγει: «Ἰδού Αὐτός κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν
πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ, καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Σημεῖον ἀντιλεγόμενον,
φανερά δέ ἡ ἀντιλογία τούτου τοῦ σημείου. Ὁ Ἰησοῦς ἐν οὐρανῷ ὑπό τῶν Ἀγγέλων
ὡς παντοκράτωρ λατρευόμενος, ὁ Αὐτός ἐπί
Γῆς ὑπό τῆς Παρθένου ὡς βρέφος
σπαργανούμενος...». Ὁ δέ μέγας Ἀθανάσιος
διδάσκει˙ «αὕτη ἔτεκεν καί αὕτη ἐσπαργάνωσεν καί αὕτη ἄκοπος
(χωρίς κόπους καί πόνους) μήτηρ καί ἀδίδακτος μαῖα˙ οὐ συνεχώρησεν ἀνάγνοις
χερσίν ἅψασθαι τινά τοῦ ἀχράντου τόκου...».
Ἀτοπώτατον ὑπάρχει, καί τό νά μή ζωγραφῆται
ἡ Θεοτόκος, Μαρία, εἰς τήν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ὡς εἰς ἐνίας ἐξ αὐτῶν
βλέπομεν, — τάς ὁποίας ψέγει καί ὁ ἅγιος
Νικόδημος — καθ’ ἥν στιγμήν Αὐτή εὑρίσκετο ὁμοῦ μετά τῶν Ἀποστόλων εἰς τό Ὑπερῶον,
προσκαρτεροῦντες τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει σύμφωνα μέ τό Βιβλίον τῶν «Πράξεων τῶν
Ἀποστόλων»: «Οὗτοι πάντες ἦσαν
ποοσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει σύν γυναιξί καί Μαρία τῇ
μητρί Ἰησοῦ... Καί ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, ἦσαν ἅπαντες
ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό. Καί ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης
πνοῆς βιαίας, καί ἐπλήρωσεν ὅλον τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι˙ καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί
πυρός, ἐκάθησε τέ ἐφ΄ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου...»
(Πράξ.,
Α΄ 14 καί Β' 1-4). Εἰς τάς ἀρχαίας εἰκόνας
τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ Θεοτόκος ἐτοποθετεῖτο ἐν αὐταῖς, καί δή εἰς τό μέσον τῶν Ἀποστόλων,
ὡς καί εἰς τόν παλαιότατον Συριακόν
Κώδικα τοῦ 6ου αἰῶνος, φαίνεται
εἰς μικρογραφίαν, ἐκ τοῦ ὁποίου ἀντιγραφεῑσα εὑρίσκεται ἐν τῷ ἰχνογραφικῷ
καταλόγῳ τοῦ Ἀρχαιολόγου Garrucci. (Πρβλ. «Ἀσύλητον Συμβ. Ἐγκόλπιον»,
σ. 63). Τό φαιδρόν ὅμως εἰς τήν ὅλην ὑπόθεσιν εἶναι, ὅτι ἐνῷ ἐξέβαλον ἐκ τῆς εἰκόνος
τήν ὄντως παροῦσαν Θεοτόκον, ἐνέβαλον ἐν αὐτῇ τόν τοπικῶς καί χρονικῶς ἀπόντα Ἀπόστολον
Παῦλον, μέ τήν δικαιολογίαν ὅτι τοῦτο δῆθεν ἔχει διαχρονικήν σημασίαν...
φανταστικόν ἀποκύημα καί αὐτό τῆς «ὑψηλῆς θεολογίας» των!!!
Μεγάλον
σκάνδαλον προξενοῦν καί βλασφήμους δοξασίας ἐκστομίζουν ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ἐξεικόνισιν
τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἀναστάσεως, πού
παριστάνει τόν Χριστόν ἐξερχόμενον τοῦ Τάφου. Συκοφαντοῦν μάλιστα αὐτήν ὡς
νεωτέραν δῆθεν Παπικήν ἐπινόησιν, τάχα μόλις κατά τήν ἐποχήν τῆς Ἀναγεννήσεως.
Οὐδέν ψευδέστερον! Εἰς ἀντικατάστασιν δέ αὐτῆς προτείνουν τήν εἰκόνα τῆς εἰς ᾍδου
Καθόδου, ὡς ἰδανικῆς διά τήν ἀκριβεστέραν ἱστόρησιν τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Κυρίου μας! Καθ' ὅτι, ὡς λέγουν, ἡ Ἀνάστασις
αὐτή καθ' ἑαυτή δέν δύναται νά ἐξεικονισθῇ,
διότι δέν τήν εἶδεν κανείς. Ἐδῶ ξεκάθαρα φαίνεται ἡ θεολογική κενότης πού τούς
διακατέχει. Ἡ εἰκόνα τῆς εἰς ᾍδου Καθόδου ἄν καί ἔχει σχέσιν μέ τήν Ἀνάστασιν
τοῦ Κυρίου χρονικῶς προηγεῖται ὅμως αὐτῆς, ἐφ'
ὅσον ὁ Χριστός ἀνεστήθη λαβῶν τό σῶμα του μετά τήν ἔξοδον ἐκ τοῦ Τάφου. Ὁ Χριστός θεωρεῖται
ἀναστημένος μόνον μετά τήν ἐπανένωσιν τῆς
Ψυχῆς Του μέ τό σῶμα καί ὄχι πρίν ἀπό αὐτήν. Εἰς τόν ᾍδην ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἦταν χωρισμένα. Ἐκ
τούτου λοιπόν ὁ τίτλος τῆς εἰκόνος τῆς εἰς
ᾍδου Καθόδου, ὡς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ εἶναι τό ὀλιγότερον ἀνακριβής. Ἡ εἰκόνα πού προσιδιάζει περισσότερον μέ
τό κορυφαῖον αὐτό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἄλλη ἀπό αὐτήν
πού παριστάνει Αὐτόν ἐξερχόμενον τοῦ Τάφου. Ἄλλωστε ἔχει νά κάνῃ μέ τήν ἱστόρησιν
τῆς ἀναστηθείσης περιγραπτῆς σαρκός Τοῦ Κυρίου καί ὄχι μέ τό ἀκατάληπτον Μυστήριον,
ὅπου συνετελέσθη κατά τήν στιγμήν τῆς ἑνώσεως τῆς ἐξερχομένης ἐκ τοῦ ᾍδου Ψυχῆς
Του μέ τό νεκρόν ἐν τῷ Τάφῳ κείμενον σῶμα. Εἶναι δέ περίεργον τό πώς ἀρνοῦνται
τήν ἐξεικόνισιν αὐτήν, πού παριστάνει τόν ἀναστηθέντα περιγραπτόν Χριστόν, ἐνῷ
δέν ἐνοχλοῦνται ἀπό τήν ἱστόρησιν Αὐτοῦ εἰς τόν ᾍδην μέ τό καταπληγωμένον ἐκ τῶν
ἥλων (καρφιῶν) σῶμα Του, ἀπό τήν στιγμήν πού γνωρίζομεν ὅτι κατῆλθεν ἐκεῖ μόνον
μέ τήν Ψυχήν Του! Ἐάν ὁ εἰκονιζόμενος ἐκεῖ Χριστός ἀπεικονίζει μόνον τήν εἰς
τόν ᾍδην καταβιβασθεῖσα Ψυχήν Του, τότε
ποίαν σχέσιν ἔχουν οἱ πληγές καί τά τραύματα ἐπ' αὐτῆς; Ἐπίσης, ἐάν ὡς λέγουν,
οὐδείς εἶδεν τόν Χριστόν κατά τήν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, ὥστε νά μποροῦμε νά τόν εἰκονίζομεν,
τούς ἐρωτῶμεν ποῖος ἀπό αὐτούς τόν εἶδεν ἐν τῷ ᾍδῃ κατελθόντα; Φαιδρότες καί μόνον φαιδρότητες... Δυστυχῶς ὅσας
ἑρμηνείας καί νά προσπαθήσουν νά δώσουν οἱ νεοεικονολόγοι περί αὐτοῦ, ὅλες
παραμένουν ἀτεκμηρίωτες ἁγιοπατερικῶς, καί γεννήματα τῆς ἀχαλινώτου φαντασίας
των, τάς ὁποίας προαγάγουν εἰς ἀνωτέραν
΄΄θεολογίαν΄΄.
Ἱστορικῶς
ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως μέ τόν Χριστόν ἐξερχόμενον ἐκ τοῦ Τάφου εἶναι παλαιοτάτη, προερχομένη ἐκ
τῶν πρώτων Χριστιανικῶν χρόνων καί ὄχι νεωτέρα Παπική, ὡς ψευδεστάτως
διακηρύττουν οἱ νέοι ἀρνητές τῶν εἰκόνων. Ὁ Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
καί τότε Διευθυντής τοῦ Ἐθνικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν Γεώργιος Σωτηρίου, εἰς τόν βιβλίον του ΄΄Χριστιανική καί Βυζαντινή Ἀρχαιολογία΄΄
(1962), ἀναφέρει τά ἑξῆς σημαντικά: «Σαρκοφάγοι
μετά τόν Μ. Κων/ντῖνον. Ἀπό τοῦ θριάμβου τοῦ Χριστιανισμοῦ αἱ
χριστιανικαί σαρκοφάγοι πληθύνονται καί γίνονται πολυτελέστεραι, ὁ διάκοσμος δέ
αὐτῶν, πλουτιζόμενος διά νέων σκηνῶν ἐκ τῆς Παλαιάς καί ἰδιαίτατα ἐκ τῆς Καινῆς
Διαθήκης, προσλαμβάνει ἐκκλησιαστικόν συμβολισμόν... Ἰδίαν ὁμάδα ἀπαρτίζουν σαρκοφάγοι περιορίζουσαι τάς σκηνάς εἰς τά
πάθη (σαρκοφάγοι τῶν παθῶν), εἰς πολλάς τῶν ὁποίων τήν κεντρικήν κόγχην
καταλαμβάνει συμβολική παράστασις τῆς Σταυρώσεως καί Ἀναστάσεως μέ τό λάβαρον τοῦ Μ. Κων/ντίνου (σταυρός ἐφ' οὗ στέφανος περικλείων μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ)
καί κάτωθεν αὐτοῦ δύο στρατιῶται ἐκ τῆς κουστωδίας τοῦ τάφου
(Ματθ. κζ' 36 καί 66) ἤ εἰς ἄλλας
σαρκοφάγους αἱ Μυροφόροι» (σελ. 141).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου