Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Γ) Ὑπάρχει Οἰκονομία εἰς τό κατ' Ἐπίχυσιν Βάπτισμα;

 

Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων περί τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καί ἐφαρμοζόμενη Οἰκονομία.

 

 

Δ

ύο εἴδη κυβερνήσεων ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία, αὐτό τῆς Ἀκριβείας καί τό τῆς Οἰκονομίας, δηλαδή τῆς συγκαταβάσεως, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, μέ τά ὁποῖα κυβερνοῦν τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι, πότε μέν μέ τό ἕνα, πότε δέ μέ τό ἄλλο. Οὕτω λοιπόν βλέπουμε τούς ἁγίους Ἀποστόλους νά ἀποβάλουν ἐντελῶς τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν μεταχειριζόμενοι τήν Ἀκρίβεια, τίς δέ δύο Οἰκουμενικές Συνόδους (Β΄ καί Στ') νά δέχονται αὐτό μέ κάποιες προϋποθέσεις, ἐφαρμόζοντας καί τήν Οἰκονομία καί τήν Ἀκρίβεια μαζί. Δέχθηκαν λοιπόν τό βάπτισμα τῶν Ἀρειανῶν καί τῶν Μακεδονιανῶν, καί ἀπέβαλαν τῶν Εὐνομιανῶν κ. ἄ.[1].

 Πολλοί στήν προσπάθειά τους νά παρεμβάλλουν στήν Ἐκκλησία τό Λατινικό ψευδοβάπτισμα, ἐπικαλοῦνται τήν Οἰκονομία, πού ἐφαρμόσθηκε ἀπό τίς δύο αὐτές Συνόδους.

Ὡς γνωστό κατά στίς Συνόδους αὐτές προσχώρησαν στίς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας πολλοί αἱρετικοί, γενόμενοι ἀποδεκτοί μέ τό βάπτισμα πού ἤδη εἶχαν. Κριτήριο ἀποδοχῆς, πέρα τῆς προσπάθειας κατευνασμοῦ τῶν αἱρετικῶν, ἕνεκα τοῦ φόβου πρός αὐτούς, καί τῆς εὐκολότερης μεταστροφῆς τους, ἦταν τό βάπτισμά τους νά εἶχε διατηρήσει ἀπαράλλακτο τό εἶδος καί τήν ὕλη τοῦ Ὀρθοδόξου Βαπτίσματος.

Αἱρετικοί οἱ ὁποῖοι βαπτίσθηκαν μέ διαφορετικό Τύπο, δηλαδή χωρίς τίς προαπαιτούμενες Καταδύσεις καί Ἀναδύσεις, γινόταν δεκτοί διά βαπτισμοῦ ὡς Ἐθνικοί, καθώς τό βάπτισμά τους θεωροῦνταν μή οἰκονομητέο.

Νά σημειώσουμε τήν ἄποψη ὅτι ἡ Οἰκονομία ἀφορᾷ ἀποκλειστικά τόν Τύπο καί ὄχι αὐτό τό μυστήριο, καθότι ἡ Ἐκκλησία δέν ἀναγνωρίζει ἔγκυρα μυστήρια ἔξω ἀπ' Αὐτήν. Ὁ Ἀνδροῦτσος τονίζει ὅτι, «Ἡ μέν ἰδέα τῆς ἀναζωογονήσεως τῶν μυστηρίων ἐν τῇ ἐπιστροφῇ εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν εἶναι ἀπαράδεκτος, διότι ὑποτίθησιν ὅτι ὑπάρχουσιν αἱρετικοί τελοῦντες ἐγκύρως τά μυστήρια, ὅπερ δέν ἀποδέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀφ' οὗ τούς αὐτούς αἱρετικούς ὁτέ μέν ἀναβαπτίζει ὁτέ δέ οὐχί, ἤ τούς αὐτούς ἄλλη σύνοδος δέχεται, ἄλλη δ' οὐχί... τό αὐτό μυστήριον κηρύσσεται κατά τάς περιστάσεις ὁτέ μέν ἔγκυρον, ὁτέ δέ ἄκυρον"[2]. Οὕτως ἀποφαίνεται καί ὁ Δ. Γεωργιάδης, "Ἡ οἰκονομία κατά ταῦτα γίνεται περί τι δευτερεῦον, τήν μή ἐπανάληψιν τοῦ τύπου, καί ὄχι περί αὐτό τοῦτο τό μυστήριον, ὡς νομίζουσί τινες, διότι οἰκονομία εἰς μυστήρια καί δόγματα καθ' ἡμᾶς δέν χωρεῖ ἐπ' οὐδενί λόγῳ· τοιαῦται οἰκονομίαι εἶναι ἀσυγχώρηται ἁμαρτίαι περί τήν ἀλήθειαν καί αὐτοκτονία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτός ἐάν πρεσβεύῃ τις περί Ἐκκλησίας ὅ,τι καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι»[3].

Μέ ἁπλᾶ λόγια, ἡ Ἐκκλησία παίρνει ἕναν κενό τελούμενο Τύπο καί τοῦ μεταδίδει τήν Θείαν Χάριν, τῆς ὁποίας μόνον Αὐτή εἶναι κάτοχος καί χορηγός. Δέν παραλαμβάνει ἕνα μυστήριο ἀνενεργό, δίδοντάς του  ζωή, διότι αὐτό θά σήμαινε πώς ἔστω καί σέ αὐτήν τήν ὑποτυπώδη ἀνενεργή κατάσταση, αὐτό θά ἦταν ὑπαρκτό μυστήριο μέσα στήν αἵρεση. Πρᾶγμα ἀπαράδεκτο!

Δέν παραλαμβάνει ἕνα μυστήριο τό ὁποῖο τό ἀποκαθιστᾷ, ἀλλά παραλαμβάνει ἕναν Τύπο τόν ὁποῖον καθιστᾷ Μυστήριο, καθότι στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει δυνατότητα τελέσεως Μυστηρίου.

Δι' αὐτόν τόν λόγο εἶναι ἀναγκαῖο ὁ Τύπος αὐτός νά ταυτίζεται ἐξωτερικά μέ αὐτόν τόν Ὀρθόδοξο, ὅπου θά παραληφθῇ διά νά λειτουργήσῃ τρόπον τινά, ὡς βάση τῆς ὑπάρξεως τοῦ οἰκονομημένου πλέον Μυστηρίου. Δι' αὐτό καί ἀπαιτεῖται νά ὑπάρχουν οἱ τρεῖς Καταδύσεις καί Ἀναδύσεις, ὡς καί οἱ ἐπικλήσεις τῶν Θείων Ὀνομάτων, στό πρός Οἰκονομία αἱρετικό βάπτισμα, πρᾶγμα ὅμως πού δέν τό βρίσκουμε ἐξ ὁλοκλήρου, ὡς ὁρίζεται, στό παπικό βάπτισμα.

Θά πρέπῃ νά προσέξωμε ὅτι κάποιες φορές ἡ καταχρηστική χρήση κάποιων ἐννοιῶν, προκαλεῖ σύγχυση ἀκόμη καί σέ ἐμπείρους μελετητές, πρᾶγμα πού ὁδηγεῖ σέ παρερμηνείες!

Στό Ἱερό Πηδάλιο παρουσιάζεται ἐναργῶς ὁ λόγος πού οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν ἀποδεκτό τό βάπτισμα ἐνίων αἱρετικῶν: «κοντά δέ εἰς τόν λόγον τῆς οἰκονομίας ἐστάθη καί δευτέρα αἰτία, διά τήν ὁποίαν οὕτως ἐποίησαν. Αὕτη δέ εἶναι, διότι, ἐκεῖνοι μέν οἱ αἱρετικοί, τῶν ὁποίων ἐδέχθησαν τό βάπτισμα, ἐφύλαττον ἀπαράλλακτον καί τό εἶδος καί τήν ὕλην τοῦ βαπτίσματος τῶν ὀρθοδόξων καί ἐβαπτίζοντο κατά τόν τύπον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνοι δέ οἱ αἱρετικοί, τῶν ὁποίων τό βάπτισμα δέν ἐδέχθησαν, ἐπαραχάραξαν τήν τελετήν τοῦ βαπτίσματος καί διέφθειραν, ἤ τόν τρόπον τοῦ εἴδους, ταὐτόν εἰπεῖν τῶν Ἐπικλήσεων, ἤ τήν χρῆσιν τῆς ὕλης, ταὐτόν εἰπεῖν τῶν Καταδύσεων καί Ἀναδύσεων»[4].

Τοῦτο βεβαιοῦται καί στό "Κανονικόν", τοῦ Χριστοφόρου Ἰβηρίτου, «Ἔτει ὅσοι μέν οὐ κατά τό ἡμέτερον ἐβαπτίζοντο βάπτισμα αἱρετικοί, οὗτοι προσερχόμενοι, βαπτίζεσθαι διορίζονται ὑπὸ τῶν Συνόδων, ὅσοι δέ κατά τό ἡμέτερον ἐβαπτίζοντο, οὗτοι οἰκονομίας λόγῳ, μύρῳ μόνῳ χρίεσθαι ὑπ’ αὐτῶν κανονίζονται. Ὅθεν ταύταις στοιχοῦντες, τούς μή κατά τό ἡμέτερον τρισίν ἀναδύσεσι τε καί καταδύσεσι βαπτιζομένους αἱρετικούς νῦν, ὡς πάντα ὑπερβάντας λόγον οἰκονομίας, βαπτίζομεν ἀναντιρρήτως προσερχομένους«[5].

Ἴδια ἄποψη ἐκφράζει καί ὁ Ζωναρᾶς, στήν ἑρμηνεία τοῦ ζ' Κανόνος τῆς Β' Συνόδου[6].

Νά ἐπισημάνουμε ἐπίσης ὅτι, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία, κάτω ἀπό κάποιες περιστάσεις ἔκρινε, ὅτι μπορεῖ νά μεταχειρισθῇ τήν Οἰκονομία, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι τοῦτο ἔγινε Κανόνας καί θέσφατο, καί εἶναι ἀναγκασμένη νά τήν ἐφαρμόζῃ διά παντός καί ἀνεξαιρέτως δι' ὅλους. Ἔτσι λοιπόν αἱρετικούς πού σέ κάποια χρονική στιγμή τούς Οἰκονόμησε, σέ ἄλλο χρόνο πού δέν ὑφίστατο ἀνάγκη, τούς κρίνει μέ τήν Ἀκρίβεια τῶν Κανόνων. «Σπάνια τά τοιαῦτα καί κατά περίστασιν, κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, οὐ νόμος δέ Ἐκκλησίας τό κατά περίστασιν γινόμενον καί τό σπάνιον… Τό παρά Κανόνας, οὐχ ἕλκεται πρός ὑπόδειγμα»[7].

Σέ αὐτήν τήν περίπτωση ἀνήκουν οἱ Νεστοριανοί καί οἱ Μονοφυσῖτες, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ ἀπό τήν Πενθέκτη Σύνοδο ὁρίσθηκε νά γίνονται ἀποδεκτοί διά Λιβέλλων, ἀπό τά μέσα τοῦ ΙΑ' αἱῶνα  τοποθετήθηκαν στήν κατηγορία τῶν χριομένων καί ἀργότερα στῶν ἐξ ἀρχῆς βαπτιζομένων. «Καί ἐνταῦθα παραδόξως κατατάσσονται εἰς τήν τελευταίαν κατηγορίαν ὑπό τῆς Πενθέκτης, κατ' ἄκραν οἰκονομίαν καί συγκατάβασιν καί διά λόγους σκοπιμότητος, καί οἱ αἱρετικοί Νεστοριανοί, Εὐτυχιανοί, Σεβηριανοί καί οἱ «ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων», ὡς γίνεται δῆλον ἔκ τε τοῦ 95 κανόνος αὐτῆς ἐκ τοῦ πρεσβυτέρου Τιμοθέου καί ἔξ ἀρχαίου Πατριαρχικοῦ εὐχολογίου. Τοῦτο διήρκεσε μέχρι τῶν μέσων περίπου τοῦ ια' αἰῶνος, ἀπό τοῦ ὁποίου ἐπανήχθησαν οἱ τελευταίοι οὗτοι αἱρετικοί Νεστοριανοί καί Μονοφυσῖται εἰς τήν δευτέραν κατηγορίαν, διά δέ τοῦ Ὅρου τῆς ἐν Κων/λει Συνόδου τοῦ 1756 καί εἰς τήν πρώτην κατηγορίαν, ...»[8].

Ἡ Οἰκονομία λοιπόν εἶναι «ἔκτακτη πράξη καί ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας γιά προσωρινή ἀναστολή τῆς «κατ᾿ ἀκρίβειαν» τηρήσεως ἑνός κανόνα, πού τήν ἐφαρμόζει μέ ὁρισμένες προϋποθέσεις, σέ ὡρισμένη δηλαδή περίπτωση, σέ ἀνάλογη ἔκταση (γεωγραφική ἤ ἀριθμητική), χρονική διάρκεια καί γιά συγκεκριμένο σωτήριο σκοπό»[9].

Ἐπίσης, θά πρέπῃ νά τονισθῇ ἰδιαιτέρως, ὅτι τήν ἐφαρμογή τῆς Οἰκονομίας  σέ κάθε περίσταση δέν τήν ἀποφασίζει κατά βούληση ὁ κάθε ἱερέας, ἤ ὁ πνευματικός, ἀλλά ὁ καθ'  ὕλην ἁρμόδιος, ὁ Ἐπίσκοπος, καθότι εἶναι «Εὐνόητον... ὅτι τό ὄργανο πού παρέχει κάθε φορά τήν οἰκονομία πρέπει νά εἶναι ἀνώτερο ἀπό ἐκεῖνο πού ζητάει τήν οἰκονομία»[10].

 Ἀντιθέτως, ἡ κατ᾿ Ἀκρίβεια ἐκτέλεση τοῦ Μυστηρίου, τελεῖται αὐθορμήτως.

Βάσει αὐτοῦ τοῦ σκεπτικοῦ λοιπόν ἐπορεύθη ἡ Ἐκκλησία καθ᾿ ὅλη τήν ἱστορική της πορεία, οἰκονομῶντας τοιουτοτρόπως τούς προσερχομένους  στίς τάξεις της αἱρετικούς, ὅταν τό θεωροῦσε ἀναγκαῖο.

Ἐξαίρεση ὡστόσο, ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τῶν αἱρετικῶν Λατίνων, ὑπέρ τῶν ὁποίων κάποιοι ἡμέτεροι θεολόγοι καί ἐπίσκοποι «ἐχαρίσθησαν», κρίνοντες αὐτούς ὡς μή ὤφειλαν· καθώς κατά κύριο λόγο ἦταν ἐπηρεασμένοι σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τήν σχολαστική θεολογία τους.

Εἶναι γεγονός ὅτι μετά τό σχίσμα, πλεῖστοι ἐκ τῶν διοικούντων τήν Ἐκκλησίαν, ὑπερέβησαν τά ὅρια τῆς Οἰκονομίας παρασυρόμενοι σέ αὐτό ἀπό τίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς τους, πολιτικές, ἐκκλησιαστικές, ἤ καί ἀπό καινές ἰδιοληψίες πού διέσπειρε ἀφειδῶς ὁ σχολαστικισμός.

Ἡ μερίδα αὐτή τῶν θεολόγων, κατά τό πλεῖστον κατέληξε φιλολατινική, ἐπιφέροντας μέ τήν ἀλλοπρόσαλλη καί ἀθεολόγητη μετέπειτα στάση της, δογματική ἀλλοίωση, μεταβάλλοντας τήν μέχρι τότε ἐκκλησιαστική Παράδοση περί ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν. Ἐπέφεραν ἕνεκα τούτου, πολλή ἀναστάτωση καί ἔριδες ἀνάμεσα στό Ὀρθόδοξο ποίμνιο, τό ὁποῖο ὅμως κατά τό μεγαλύτερο μέρος του  παρέμεινε πιστό στίς Ὀρθόδοξες παραδόσεις.

Οἱ φιλολατῖνοι λοιπόν αὐτοί ὑποστήριζαν, ὅτι τό βάπτισμα τῶν Λατίνων πρέπει νά γίνεται δεκτό κατ᾿ Οἰκονομία ἀπό τήν Ἐκκλησία, παρά τήν κατά τόν Τύπο ἀλλοίωση, καθώς τό ἀναγνώριζαν σάν ἰσχυρό, καί οἱ προσερχόμενοι νά χρίωνται μόνο μέ ἅγιο Μύρο, ὅπως ἔγιναν δεκτοί μέ αὐτόν τόν τρόπο καί παλαιότεροι αἱρετικοί, ὅπως Ἀρειανοί, Πνευματομάχοι, Ἀρμένιοι, κ. ἄ., συμφώνως τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων[11].

Μία τέτοια ὡστόσο, καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἐλευθεριάζουσα Οἰκονομία που πρότειναν, ἀποτελεῖ ὁλοφάνερη παρανομία, διότι δέν διαθέτει τά κριτήρια πού προαπαιτοῦνται διά νά κριθῇ ἕνα βάπτισμα οἰκονομητέο. Οἱ αἱρετικοί πού οἱ Σύνοδοι ἔκριναν οἰκονομητέους, πληροῦσαν πάντα τά κριτήρια τῆς Οἰκονομίας, πού ἀπαιτοῦσαν οἱ Πατέρες· συγκεκριμένα, νά εἶχαν βαπτισθῇ μέ τρεῖς Καταδύσεις καί Ἀναδύσεις, κατά τίς ὁποῖες ἐκφωνοῦνταν καί τά ὀνόματα τῆς ἁγίας Τριάδος. Στό βάπτισμα τῶν Λατίνων ὅμως οἱ Καταδύσεις ἔχουν ἀποβληθεῖ ἀντικαθιστάμενες μέ τρεῖς Ἐπιχύσεις τοῦ ὕδατος ἐπί τῆς κεφαλῆς, ἤ δι' ἁπλοῦ ῥαντίσματος, παραμένοντος πάντοτε ἀβυθίστου τοῦ ὑπολοίπου σώματος, δηλαδή ἀβαπτίστου.

Οἱ Λατῖνοι δηλαδή ἄλλαξαν τήν μορφή καί τόν Τύπο τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, σέ σχέση μέ τούς ὑπολοίπους αἱρετικούς πού οἰκονομήθηκαν, καθότι ἐκεῖνοι εἶχαν διατηρήσει τό βάπτισμά τους ὡς εἶχε[12]. Διά τοῦτο ὡς παραχαράκτες κρίθηκαν παράνομοι καί ἔτσι ἐπιβάλλεται νά ἀντιμετωπίζωνται ἐς ἀεί, ἐφ᾿ ὅσον παραμένουν ἀμετανόητοι καί ἀμετακίνητοι ἀπό τίς πεπλανημένες θέσεις τους. Ἡ Οἰκονομία λοιπόν ἐφαρμόζεται μόνο ἐκεῖ πού δέν προκύπτει παρανομία, ἐξ οὗ καί ἡ γνωστή ρήση τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, «οἰκονομητέον  ἔνθα μή παρανομητέον».

Στήν πραγματικότητα "οἰκονόμησαν" τό παράνομο βάπτισμα τῶν Λατίνων, δίδοντάς του νομιμότητα ὡς μυστήριο!

Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ παρατύπου βαπτίσματος τῶν Λατίνων διά τῶν τριῶν Ἐπιχύσεων, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστῇ Οἰκονομία! Τοῦτο βεβαιώνει καί ὁ Πρ. Γεώργιος Μεταλληνός, ἀναφερόμενος στό μονοκατάδυτο βάπτισμα τῶν Εὐνομιανῶν, τονίζων ὅτι οὐδεμία Οἰκονομία μπορεῖ νά ἐφαρμοσθῇ ἐκεῖ πού ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἡ μορφή τοῦ βαπτίσματος. «Ἡ ἀπόρριψη τοῦ μονοκατάδυτου βαπτίσματος τῶν Εὐνομιανῶν, πού κατατασσόταν μεταξύ τῶν ἐντελῶς ἀβάπτιστων, δείχνει τήν καταδίκη ἀπό τή Σύνοδο, καί συνεπῶς ἀπό τήν Καθολική Ἐκκλησία, κάθε ἀλλοιώσεως στήν μορφή τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ἡ ὁποία ἀρκεῖ γιά νά καταστεῖ ἐντελῶς ἀδύνατη ἡ ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας σ᾿ αὐτούς τούς αἱρετικούς»[13]. Καί ἀλλαχοῦ: «Στούς Εὐνομιανούς ὅμως δέν ἦταν δυνατόν ποτέ νά ἐφαρμόσει ἡ Σύνοδος οἰκονομία, διότι αὐτοί εἶχαν λάβει μονοκατάδυτον βάπτισμα, δηλαδή διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀλλοίωση τῆς μορφῆς τοῦ Μυστηρίου, πού καταλύει τήν ἑνότητά του, δηλαδή τήν σύμπτωση ἐξωτερικοῦ καί ἐσωτερικοῦ στοιχείου, εἶχε γιά τή Σύνοδο ἀποφασιστική σημασία...»[14].

Ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, θεωρεῖ ὅτι τό βάπτισμα πού γίνεται μέ Ἐπίχυση, εἶναι πολύ χειρότερο ἀπό τό μονοκατάδυτο τῶν Εὐνομιανῶν! Ἀναφερόμενος μάλιστα, συγκεκριμένα στό βάπτισμα τῶν Λατίνων λέγει: «...τό μέν θεῖον ὄντως καί ἅγιον καί Ἀποστολικόν ἀθετήσαντες βάπτισμα, ἐπιχύσεις  δέ τινας ἤτοι βραχυτάτας κατά κορυφήν μόνον, καί ῥαντισμούς κατά μέτωπον διά τριχῶν χοιρείων ἐπινοήσαντες, ὥστε καί εἶναι καί ὁμολογεῖσθαι, πάντη ἀβαπτίστους, καί χείρους τῶν Εὐνομιανῶν. Εἴ γε ἐκεῖνοι εἰς τρεῖς μέν οὐκ ἐβαπτίζοντο καταδύσεις, κατά τήν Ἀποστολικήν διάταξιν, ἐβάπτιζον γεμήν τοὐλάχιστον εἰς μίαν. Ἀλλ᾿ οὗτοι ἀπό μιᾶς ὅλως οὐ βαπτίζουσιν, οὔτε γοῦν εἰς μίαν ἀλλά παρά τάς λεπτάς ἐπιχύσεις καί τούς ῥαντισμούς»[15].

Αἱρετικοί λοιπόν, ὅπως οἱ Εὐνομιανοί, πού εἶχαν μεταβάλει καί ἀλλοιώσει τόν Τύπο τοῦ Βαπτίσματος, ἀποβάλλοντας τίς τρεῖς Καταδύσεις, γινόταν δεκτοί ὡς παντελῶς ἀβάπτιστοι.  Εἶναι ξεκάθαρο λοιπόν, ὅτι οἱ Σύνοδοι πού ἀσχολήθηκαν μέ τήν ἀποδοχή τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, δέχθηκαν νά οἰκονομήσουν μόνον ἐκεῖνο τό βάπτισμα, πού διατηροῦσε τόν Τύπο καί χαρακτῆρα τοῦ ὀρθοδόξου Βαπτίσματος.  Συνεπῶς, τό οἰκονομούμενο βάπτισμα ἔπρεπε νά εἶναι πανομοιότυπο μέ τό Ὀρθόδοξο διά νά γίνῃ δεκτόν, ὥστε στούς προσερχομένους νά ἐφαρμοστῇ μόνο τό Μύρωμα.

Σημειωτέον, ὅτι τό Μυστήριο τοῦ ἁγίου Μύρου ἀποτελεῖ ξεχωριστό Μυστήριο ἀπό αὐτό τοῦ Βαπτίσματος, καίτοι ἄμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους[16],  καί σέ καμμία περίπτωση δέν ἀποτελεῖ συμπλήρωμα τῶν ἐλλείψεων του πρώτου, ὅταν αὐτό δέν ἐκτελῆται σωστά, ὅπως ἀνοήτως νομίζουν πολλοί.

«Τό μυστήριον τοῦ θείου χρίσματος, λέγει ὁ Κων/νος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, κατ’ ἀρχάς ἐτελεῖτο ὑπό τῶν Ἀποστόλων δι' ἁπλῆς καί μόνης ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν (Πράξ. Στ΄6). Ἔπειτα δ΄ ἀντί τῆς χειροθεσίας διετάχθη ἡ διά τοῦ ἁγίου Μύρου χρίσις· καί ἡ Ἐκκλησία πιστεύει, ὅτι οἱ οὕτω χριόμενοι λαμβάνουσι τήν δωρεάν τοῦ ἁγίου πνεύματος εἰς ἐνίσχυσιν τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀλλά καί ἐπί τοῦ βαπτίσματος οὐδείς ὑπάρχει λόγος, δι'  ὅν ἄν τις ὑπολάβει ὅτι τό ἅγιον Πνεῦμα οὕτω καταστάσεως ἔχει, ὥστε μή παρομοίως ἀναγεννῆσαι πρός ἁγίαν καί πνευματικήν καί τόν δι' ἐπιχύσεως βαπτιζόμενον»[17].

Ἕωλον θεωρεῖται τό ἐπιχείρημα ὅτι τό Χρῖσμα θεραπεύει τήν περί τήν πράξη ἀτέλεια τοῦ βαπτίσματος καί ἀπό τόν Νεόφυτο Καυσοκαλιβίτη, ἐν τῇ Ἐπιτομῇ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. «Τό χορηγούμενον χρῖσμα, λέγει ὁ Νεόφυτος, δέν συνεπάγεται, ὅτι γίνεται "δεκτόν" τό λατινικόν βάπτισμα, καθ' ὅσον τό χρῖσμα διακρίνεται τοῦ βαπτίσματος, ἀποτελοῦν χωριστόν μυστήριον, τό ὁποῖον καθιστᾷ μέτοχον τόν ἤδη βαπτισθέντα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ (πρβλ. μη' καν. Λαοδικείας). Ὁ μή κανονικῶς βαπτισθείς, ἄρα, καί ἀναγεννηθείς δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ "μέτοχος τοῦ Χριστοῦ ἐν μόνῳ τῷ χρίσματι", καθ' ὅσον ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀνθρώπου δέν συντελεῖται διά τοῦ χρίσματος, ἀλλά διά τοῦ βαπτίσματος, ὅπερ "σύμφυτον ποιεῖ (αὐτόν) τοῦ ὁμοιώματος καί τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ"(Ῥωμ. 6, 5)»[18].

Δέον νά ἐπισημανθῇ ἐπίσης, πώς ἡ κατ᾿ Οἰκονομία αὐτή ἀποδοχή τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, ἀφοροῦσε μόνο ἐκείνους πού ἐπέστρεφαν στήν Ἐκκλησία, καί δέν σήμαινε ἀναγνώριση τῶν αἱρετικῶν μυστηρίων, τῶν εἰσέτι παραμενόντων στήν αἵρεση, καθότι δέν ἀναγνωρίζει τέλειο Βάπτισμα ἐκτός τῶν ὁρίων της.

Ἀποστομωτική εἶναι καί ἡ θέση τοῦ Ἱερωνύμου Κοτσώνη, πού θά ἔπρεπε νά προβληματίσῃ πολλούς φοιτῶντας στόν Παραδοσιακό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, πού παραδόξως διέπονται ἀπό νεωτερίζουσες ἰδέες, οἱ ὁποῖες βεβαίως ἀμαυρώνουν τόν χῶρο πού βρίσκονται. «Κατ᾿ ἀκρίβειαν τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καθ᾿ ἑαυτό ἀπορρίπτεται ὡς ἄκυρον. Ἐπειδή δέ οὐδεμία ὑπάρχει Διάταξις, ἔστω καί «κατ᾿ οἰκονομίαν», ἀναγνωρίζουσα τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καθ᾿ ἑαυτό, ὡς ἔγκυρον, ἕπεται ὅτι καί «κατ᾿ οἰκονομίαν» ἀπορρίπτεται τοῦτο ὡς ἄκυρον. Ἕνεκεν τούτου ἐπ΄ οὐδενί λόγῳ ἐπιτρέπεται εἰς τά μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά ὁδηγοῦν τά τέκνα των, ἵνα ταῦτα βαπτισθοῦν παρά αἱρετικῶν, τά δέ τυχόν παρ᾿ αὐτῶν βαπτισθέντα θεωροῦνται ὡς μή ἔχοντα ἔγκυρον Βάπτισμα»[19].

Τῆς ἰδίας γνώμης εἶναι καί ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης, καταγράφων τήν στάση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἀπέναντι τῆς ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους της.«...κατά θεμελιώδη ὀρθόδοξον ἀρχήν οὐδεμία οἰκονομία χωρεῖ ἐν τοῖς θείοις δόγμασιν, ἀλλ' ἀναφέρεται μόνον εἰς τόν τρόπον τῆς παραδοχῆς τῶν αἱρετικῶν, περιοζομένη ἁπλῶς εἰς τήν ἐπανάληψιν τοῦ τύπου, ὅστις πληροῦται διά περιεχομένου ὑπό μόνης κατεχούσης καί χορηγούσης τήν δικαιοῦσαν καί σώζουσαν θεία χάριν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Αὕτη ὡς κενούς ἀκριβῶς τύπους θεωρεῖ ἅπαντα τά ἐκτός αὐτῆς τελούμενα βαπτίσματα καί μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀκόμη καί ἐκείνων οὕς, διά διαφόρους λόγους, δέχεται προσιόντας αὐτῇ ἄνευ ἀναβαπτισμοῦ, ὁμολογοῦσα μόνον «ἕν βαπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», τουθ' ὅπερ εἶναι μόνον τό ὑπ' αὐτῆς ὀρθοδόξως τελούμενον»[20].

Τοῦτο σημαίνει ὅτι, κἄν ἕνα Βάπτισμα πληροῖ κατά πάντα τόν Τύπο τοῦ ὀρθοδόξου Βαπτίσματος, μέ τίς ἀναγκαῖες Καταδύσεις καί Ἀναδύσεις, καθώς καί τίς ἐπικλήσεις τῶν Θείων Ὀνομάτων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐν τούτοις λογίζεται ἄκυρο καί ἀνυπόστατο, ἐφ' ὅσον τελεῖται ἐκτός  τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Οἱ Τύποι ἀπό μόνοι τους δέν μποροῦν νά δώσουν ἰσχύ σέ ἕνα Μυστήριο, ἄν αὐτό δέν ἐπισκιασθῇ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά παρέχῃ.

Πρίν τῆς Β' Συνόδου, ἡ ὁποία ἀποδέχθηκέ τινας αἱρετικούς, αὐτοί βαπτιζόταν ἀδιακρίτως, ἔστω καί ἄν κατέδυαν τόν βαπτιζόμενο κατά τόν Τύπο  καί χρησιμοποιοῦσαν ὀρθά τίς ἐπικλήσεις τῶν Θείων Ὀνομάτων. Κάθε μυστήριο τελούμενο ἐκτός Ἐκκλησίας, θεωροῦνταν αὐτόχρημα ἄκυρο καί παντελῶς ἀνυπόστατο. Στήν γνώμη τινῶν πού ὑποστήριζαν ὅτι ἡ ἀποδοχή τοῦ βαπτίσματος κάποιων αἱρετικῶν ἔγινε ἀναγκαστικά λόγῳ τοῦ ὅτι διατηροῦσαν τίς Ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπαντᾶ ὁ καθηγητής ἀρχιμ. Δ. Γεωργιάδης, διερωτώμενος συνάμα, ποῦ βασίζεται ἡ διάκριση μεταξύ αἱρετικῶν καί ποιό τό κριτήριο τοῦ κύρους τοῦ βαπτίσματος αὐτῶν. «Ἐάν καλῶς ἀναλυθῇ ὁ κανών θά ἴδῃ τις ὅτι οὗτος  κατ' ἀρχήν ἀναβαπτίζει πάντας τούς αἱρετικούς ὡς αἱρετικούς -«τάς ἄλλας πάσας αἱρέσεις»-ὧν παραδείγματος χάριν ἀναφέρει τούς μᾶλλον τότε γνωστούς ἤ καί περί ὧν ἠρωτήθη ἡ Ἐκκλησία Εὐνομιανούς, Μοντανιστάς καί Σαβελλιανούς, ἐξαιρεῖ ὅμως τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναβαπτίσεως ἐκτός τῶν σχισματικῶν, οὕς, ὡς εἴδομεν, καί ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δέν ἐβάπτιζε, τούς Ἀρειανούς καί Μακεδονιστάς. Πόθεν ἡ ἔννοια αὕτη τῆς ἐξαιρέσεως; Ἁπλούστατα, λέγουσι τινες, (Mattes Hefele II, 27.)  διότι οἱ Ἀρειανοί εἶχον τήν τριπλῆν ἐπίκλησιν· ἀλλά μήπως πάντες οἱ ἄλλοι αἱρετικοί διέστρεψαν ταύτην; πῶς ἀποδεικνύουσι τήν διαστροφήν; καί πόθεν γνωρίζουσι, τοῦ κανόνος σιγῶντος, ὅτι διετήρησαν τόν τύπον διά τοῦτο δέν ἀναβαπτίζονται; Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, ὡς εἴδομεν ἐν τῇ πρώτῃ περιόδῳ, ἀνεβάπτιζε τούς Ἀρειανούς παρά τήν διατήρησιν τοῦ τύπου. Καθ' ἡμᾶς πιθανός λόγος τῆς συγκαταβάσεως εἶναι ὅτι ἡ ἐκκλησία Κων/λεως, μετά διακυμάνσεις τινάς, ὡς ὁ ἱ. Ἐπιφάνιος ὑποδεικνύει τοῦτο (Οἰκον. Σωζόμ. Τόμ. Α'. 475 καί 423) εὑρέθη εἰς τήν ἀνάγκην νά ἐξοικονομήσῃ τούς πολυπληθεστάτους καί σοβαρῶς ὑποστηριζομένους Ἀρειανούς ἵνα κάλλιον προσελκύσῃ αὐτούς. Ὑπάρχει λοιπόν καί ἡ ἐκκλησιαστική πολιτική»[21]! Συνεχίζων δέ τήν ἀνάλυση τοῦ πολυπλόκου αὐτοῦ κανονικοῦ θέματος καταλήγει ὅτι, «Οἱ τά τοιαῦτα διϊσχυριζόμενοι ὑφίστανται τήν ἐπίδρασιν ἀπό τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἤτις ὡς γνωστόν, ἔχει ἕνα πῆχυν εἰς καταμέτρησιν τοῦ βαπτίσματος καί κατά τοῦτον μετροῦσι καί τινες τῶν ἡμετέρων»[22].

Ὅσα λοιπόν βαπτίσματα αἱρετικῶν οἰκονόμησε ἡ Ἐκκλησία, τά δέχθηκε ὄχι διατί τά θεώρησε ἔγκυρα μέσα στήν αἵρεση ὅπου τελέσθηκαν, ἀλλά διότι ἁπλῶς διέθεταν κάποιες προϋποθέσεις οἰκονομούμενες, ὅπως ἀναφέρεται ρητῶς καί στήν Ἑρμηνεία τοῦ ιδ' Κανόνος τῆς Δ' Συνόδου. «Ὅσοι δέ ἔφθασαν νά γεννήσουν τέκνα ἀπό τοιοῦτον παράνομον γάμον, νά τα φέρουν εἰς τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν, καί εἰ μέν τά ἐβάπτισαν μέ τό αἱρετικόν βάπτισμα, ἐάν τό βάπτισμα τό αἱρετικόν ἐκεῖνο, εἰς τό ὁποῖον ἐβαπτίσθησαν, δέν ἦν διαφορετικόν ἀπό τό ὀρθόδοξον, κατά τήν ὕλην καί τό εἶδος, ἀλλ᾿ εἶναι δεκτόν εἰς τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν, νά τά χρίουν μόνον μέ μύρον, ὡς λέγει ὁ Ζωναρᾶς, (τό ὀρθότερον ὅμως καί ἀσφαλέστερον εἶναι νά βαπτίζονται ὡσάν ὁποῦ ὅλων τῶν αἱρετικῶν τό βάπτισμα εἶναι μόλυσμα, καί ὄχι βάπτισμα, καί ἀνάγνωθι τάς ἑρμηνείας τοῦ μστ΄, μζ΄, καί ξη΄ Ἀποστολικοῦ). Ἐάν ὅμως τό βάπτισμα ἐκεῖνο δέν εἶναι δεκτόν, νά τά ἀναβαπτίζουν»[23].

Ἐπίσης, καί στήν ἑρμηνεία τοῦ ζ' Κανόνα τῆς Β' Συνόδου, περί τῶν μή βαπτιζομένων κατά τόν Τύπο τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει. «...ὡς ἕλληνας (εἰδωλολάτρας) δεχόμεθα, ἤτοι ὡς πάντῃ ἀβαπτίστους. (διότι αὐτοί, ἤ τελείως δέν ἐβαπτίσθησαν, ἤ ἐβαπτίσθησαν μέν, ὄχι ὅμως ὀρθῶς καί καθώς βαπτίζονται οἱ ὀρθόδοξοι, δι' ὅ καί οὐδέ ὅλως βεβαπτισμένοι λογίζονται)»[24].

«Σημείωσαι, ὅτι ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ Οἰκουμενική, δεξαμένη τῶν Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν, καί ἄλλων αἱρετικῶν τό βάπτισμα, ὅμως τῶν Εὐνομιανῶν ἀπέβαλε διά τήν μίαν, ὡς φησί, κατάδυσιν ἐν γάρ τῷ βαπτίσματι, ἡ Ἐκκλησία ἀποβλέπει εἰς τό, εἰ ὀρθῶς βαπτίζουσιν οἱ αἱρετικοί, καί οὐκ εἰς τάς αἱρέσεις, καί βλασφημίας αὐτῶν» [25].

Πολλές φορές ὅμως ἐκεῖ ὅπου ἐφαρμόσθηκε Οἰκονομία καί ἡ ὁποία ὑπερέβη τά προσδιορισμένα ὅρια, τά ἀποτελέσματα δέν ἦταν τά ἀναμενόμενα, ἀλλ᾿ ἀπέβη σέ ζημία τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο γνωρίζων καλά ὁ ἅγιος Νικόδημος, καί στηριζόμενος στόν Θεολόγο Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει, "...μήτε τό ἀλλότριον προσλαμβάνοντες, καί τό ἡμέτερον φθείροντες, ὅ κακῶν ὄντως ἐστίν οἰκονόμων", συμπεραίνει περί τοῦ Λατινικοῦ βαπτίσματος τά ἑξῆς: «Ἔτσι λέγω καί ἐγώ. Βέβαια κακή Οἰκονομία εἶναι αὐτή, ὅταν διά μέσῳ αὐτῆς οὔτε τούς Λατίνους ἠμποροῦμε νά ἐπιστρέψωμεν καί εἰμεῖς παραβαίνουμε τήν ἀκρίβειαν τῶν ἱερῶν Κανόνων, καί δεχόμεθα τῶν αἱρετικῶν τό ψευδοβάπτισμα»[26].

Ὡσαύτως τοποθετεῖται καί ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος ἐν τῇ Δωεδεκαβίβλῳ· «τοῦτο τό ἔργον τῆς οἰκονομίας γέγονε μεγάλων κακῶν αἰτία, καθότι ἐθισθέντες οἱ Λατῖνοι συγχωρεῖν τά τοιαῦτα χωρίς γνώμης τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ὑπέπεσον εἰς μυρίας καινοτομίας...» [27].

Παρομοίως ἀποφαίνεται καί ὁ Βαλσαμών: «Τό γάρ ὑπό τῶν Πατέρων διορισθέν, κατ᾿ οἰκονομίας λόγον ὡρίσθη· καί οὐ χρή τό κατ’ οἰκονομίαν διά τι χρήσιμον εἰσενεχθέν, εἰς ὑπόδειγμα ἕλκεσθαι καί ὡς κανόνα κρατεῖν εἰς τό ἑξῆς»[28].

Ἐπίσης καί στήν Δογματική τοῦ Τρεμπέλα, «Μόνον κατ' οἰκονομίαν θά ἠδύναντο ν' ἀναγνωρίζονται αὗται (ὁμιλεῖ περί χειροτονιῶν ὑπό καθῃρημένων γενομένων), διότι ἐάν ἡ οἰκονομία αὕτη ἴσχυεν ὡς κανών, πᾶσα πειθαρχία ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ θά κατελύετο, θά συνεχέοντο δέ ὀλεθρίως τά ὅρια οἰκονομίας καί ἀκριβείας» [29].

Τοῦτο θά πρέπῃ νά γίνῃ κατανοητό ἀπό ὅσους ἐνδοτικούς καί ἐλαστικούς στό φρόνημα,  εἰσηγοῦνται τήν κάθε εἴδους ἀέναη καί ἀτέρμονη "Οἰκονομία", παραβλέποντας τό πρόσκαιρο τῆς παρεκκλίσεως.

Μία τέτοια Οἰκονομία θά ἦταν ἐντελῶς ἐπιβλαβής, καθώς δέν θά διόρθωνε τόν παραβάτη, ὁ ὁποῖος ἐκ τῶν προτέρων θά γνώριζε ὅτι ἡ παράβασή του θά «οἰκονομηθῇ», καί οὕτως οἱ παραβάσεις θά διαιωνίζονταν· ὅπως συμβαίνει σήμερα μέ τήν ἀνοχή τοῦ δι' Ἐπιχύσεων ψευδοβαπτίσματος, ὅπου ἐκ τῆς συνεχοῦς αὐτῆς παρεκκλίσεως ὑπάρχει «...κίνδυνος νά λειτουργήσῃ ὡς "ἀξίνη δι᾿ ἧς θά ὑποσκάπτεται καί ἐκθεμελιοῦται βαθμιαίως τό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας»[30].

  Ἕνα ἄλλο ἰδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα πού προκύπτει ἐκ τῶν ἀνωτέρω θέσεων τοῦ πατριάρχου Καλλινίκου καί τῶν σύν αὐτῷ εἶναι ὅτι, ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καί συγκεκριμένα τῶν Λατίνων, περί ὧν ὁ λόγος, σημαίνει ταὐτόχρονα καί ἐγκυρότητα τῆς ἱερωσύνης, καθώς καί τῶν λοιπῶν μυστηρίων τους!

Ὁ Ἀνδροῦτσος εἶναι σαφής ἐπάνω σέ αὐτό· «Ὡς ὅμως ἀνωτέρω παρετηρήσαμεν, ἡ περί ἀποδοχῆς τῆς ἐκτός ἱερωσύνης πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας οὔτε καθόλου πρός τήν θεωρητικήν διδασκαλίαν τῶν ἐπιφανῶν Πατέρων φαίνεται συνᾴδουσα καί καθ' ἑαυτήν ποικίλλει ὡς καί ἐν τῷ βαπτίσματι, διότι βάπτισμα καί χειροτονία χωροῦσιν ἐκ παραλλήλου, καί ἡ ἀναγνώρισις τοῦ ἑνός συνεπάγεται καί τήν τοῦ ἑτέρου, ἐάν ἡ ἱερωσύνη δοξάζεται ὡς μυστήριον καί τελεῖται κανονικῶς» .[31]

«Τό βάπτισμα (ὅπως ἀναφέρεται στήν διδακτορικήν Διατριβήν τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Παπαθανασίου), ὡς εἰσαγωγικό μυστήριο στήν Ἐκκλησία καί ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή μετοχή σέ ἄλλα ἱερά μυστήρια, εἶναι κατά συνέπεια καθοριστικό καί γιά τήν ἱερωσύνη. Ἡ ἐγκυρότητα τῆς ἱερωσύνης τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, αὐτῶν δηλαδή πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν «μίαν» Ἐκκλησία, ἐξαρτᾶται καί ἀπό τήν ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματός τους. Ὅσων ἀπορρίπτεται ὡς ἄκυρο τό βάπτισμα, αὐτῶν ἀπορρίπτεται ὡς ἄκυρη καί ἡ ἱερωσύνη»[32].

Πράγματι, ἐάν ἀποδεχθοῦμε τήν ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματος αὐτοῦ, νομοτελειακῶς ἀναγκαζόμαστε συλλήβδην νά ἀποδεχθοῦμε καί τήν ἐγκυρότητα ὅλων τῶν τελουμένων ὑπό τῶν Λατίνων μυστηρίων. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δέν ἐνήργησε ἔτσι κατά τό παρελθόν, ὅταν οἰκονόμησε τό βάπτισμα ὁρισμένων αἱρετικῶν. Σέ κάποιες περιπτώσεις δέχθηκε τό βάπτισμα, ἀλλά ἀπέρριψε τήν ἱερωσύνη καί προέβη στήν ἐξ ἀρχῆς χειροτονία τῶν κληρικῶν. Σέ ἄλλες, δέχθηκε καί τό βάπτισμα καί τήν ἱερωσύνη, δίχως νά ἐπαναλάβῃ τίς χειροτονίες τους. Ἄξιο ἀναγνώσεως κρίθηκε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν Δογματική τοῦ Π. Τρεμπέλα, πού ἀναλύει ἐπαρκῶς τό θέμα, τό ὁποῖο καί εἶναι σύμφωνο μέ τό πνεῦμα τῶν Κανόνων.

 «Ἐχρησιμοποιήθη ὅμως καί ὡς πρός αὐτάς τό μέτρον τῆς λεγομένης ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, πάντοτε ὑπό περιορισμόν καί ὑπό ὅρους. Οὕτως ἐπί αἱρέσεων, τῶν ὁποίων δέν ἀνεγνωρίζετο ὡς ἔγκυρον τό βάπτισμα, ἀπερρίπτετο ἀπαρεγκλίτως καί ἡ ἱερωσύνη. Ἐντεῦθεν κατά τόν 8 κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ εἰς «τούς ἀπό τῆς αἱρέσεως τῶν Φρυγῶν ἐπιστρέφοντας» ἐπεβάλλετο ἡ ἀναχειροτονία «ἐν κλήρῳ νομιζομένῳ παρ' αὐτοῖς» τυγχανόντων, «εἰ καί μέγιστοι λέγοιντο», ἐπειδή τούτων καί τό βάπτισμα ἀπερρίπτετο ὡς ἄκυρον[33]. Τό αὐτό ἴσχυσε κατά τόν 19 κανόνα τῆς Α' Οἰκουμενικῆς περί τῶν ἐκ τῶν Παυλιανισάντων ἤ Παυλικιανῶν εἰς τήν μία ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἐπιστρεφόντων, οἵτινες ἐθεωρήθησαν ἀναβαπτιστέοι, οἱ δ' ἐξ αὐτῶν κληρικοί μετά νέαν δοκιμασίαν ἀναχειροτονητέοι ἀφοῦ ἐννοεῖται ἐβαπτίζοντο.

Ἐκείνων δέ πάλιν, τῶν ὁποίων κατ' οἰκονομίαν ἐγίνετο δεκτόν τό βάπτισμα, δέν ἀνεγνωρίζετο ἀπαρεγκλίτως καί ἡ ἱερωσύνη, ἀλλ' ἄλλοι μέν ἐκ τούτων ἐγίνοντο δεκτοί ἐν τῷ κλήρῳ καί ἐν τῷ βαθμῷ τόν ὁποῖον ἐκ τῇ αἱρέσει κατεῖχον, ἄλλοι δέ ἐκηρύττοντο ἀναχειροτονητέοι. Οὕτω κατ' «ἐπιστολήν γραφεῖσαν ἀπό Κωνσταντινουπόλεως Μαρτυρίῳ ἐπισκόπῳ Ἀντιοχείας περί τοῦ ὅπως χρή δέχεσθαι τούς αἱρετικούς προσεχρομένους τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ Ἐκκλησία»[34], τήν συμφωνοῦσαν καί ὡς πρός τό βάπτισμα πρός τόν κανόνα 7 τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ κληρικοί ἐκ τῶν Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν, Ναβατιανῶν, Τεσσαρεσκαιδεκατιτῶν Ἀπολλιναριστῶν προσερχόμενοι εἰς τήν ἁγίαν καθολικήν Ἐκκλησίαν δέν ἀναβαπτίζονται μέν, χειροτονοῦνται ὅμως ἐξ ὑπαρχῆς.

Ἀλλά καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Γ' ὁ Σχολαστικός (565-577) ἐξέδωκε περί τό 571 Διάταξιν καί ἑτέραν Ἐγκύκλιον, διά τῶν ὁποίων προεβλέπετο ἡ ἐξ ὑπ' ἀρχῆς χειροτονία τῶν Μονοφυσιτῶν ἱερέων, τῶν εἰς τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν ἐπιστρεφόντων[35]. Ἀντιθέτως οἱ Ἐγκρατῖται καί οἱ Μασσαλιανοί, καθώς καί οἱ Δονατισταί[36], ἐφ' ὅσον ἦσαν κληρικοί, ἐγένοντο δεκτοί ἐν τῷ κλήρῳ ἄνευ χειροτονίας»[37].

Ὑπάρχουν ὅμως κάποιες περιπτώσεις, πού ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε χειροτονίες αἱρετικῶν ὡς ἦταν, ὅπως καί στήν κανονική ἐπιστολή τοῦ Μ. Ἀθανασίου πρός Ῥουφιανό ἀναφέρεται· πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν ἰσχύει. Περί αὐτῶν τῶν  χειροτονιῶν ὁ προαναφερόμενος καθηγητής θεωρεῖ ὅτι, «πρόκειται περί κληρικῶν λαβόντων τήν χειροτονίαν ἐν τῇ μιᾷ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ καί ἐκ ταύτης ἀποσχισθέντων καί εἰς αἵρεσιν ἐκπεσόντων. Παρόμοιον τι θά ἠδύνατο νά παρατηρηθῇ καί περί ἐπισκόπων χειροτονηθέντων ὑπό αἱρετικῶν μέν, ἀλλ' ἐντός τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐνεργούντων, οἷοι οἱ Ἀντιοχείας Μελέτιος, Ἱεροσολύμων Κύριλλος, Κων/λεως Ἀνατόλιος, Γερμανός Κων/λεως, Ἰωάννης Ἱεροσολύμων»[38]. Πέραν ὅλων τούτων καταλήγει ὅτι, «χρῆσις τῆς οἰκονομίας ἐγίνετο πολλάκις, αὕτη ὅμως δέν δημιουργεῖ καθεστώς μόνιμον, ἀλλ' ἀπόκειται εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἐκτιμῶσαν τάς ἑκάστοτε περιστάσεις καί ῥυθμίζουσαν αὐτάς, νά ποιήσηται χρῆσιν τοῦ μέτρου τῆς οἰκονομίας, ὅταν ἐξ αὐτοῦ πρόκειται νά προέλθῃ γενικωτέρα τις ὠφέλεια, νά τηρήσῃ δέ τήν αὐστηράν ἀκρίβειαν, ὅταν δι' αὐτῆς προλαμβάνεται χαλάρωσις καί ἀδιαφορία δυναμένη νά ἀνάγῃ εἰς καταστροφάς»[39].

Στήν προσπάθεια ἐπίσης νά προβληθῇ ἡ Οἰκονομία ὡς τό κατ' ἐξοχήν μέτρο πού ἐφαρμόζει ἡ Ἐκκλησία, μειώνουν τήν ἀξία καί ἀποδοχή τῶν Συνόδων ἤ καί τῶν Πατέρων πού προέβαλαν τήν Ἀκρίβεια στίς ἀποφάσεις τους. Ἔτσι, μέ πρόφαση τήν ὑποτιθέμενη ἀσυμφωνία μεταξύ τῶν Κανόνων λέγουν ὅτι, ὑπερισχύουν οἱ Κανόνες τῶν Συνόδων ἔναντι τῶν Κανόνων τῶν Πατέρων, ἤ καί ἀκόμη, τῶν Οἰκουμενικῶν  ἔναντι τῶν προγενεστέρων Συνόδων , καταργοῦντες αὐτούς ἤ τούς βάζουν σέ ἀχρηστία. Οὕτω λοιπόν οἱ Κανόνες τῆς ἐν Καρχηδόνῃ Συνόδου, τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, κ.ἄ., πού διευθετοῦν τό ζήτημα αὐτό χρησιμοποιῶντας τήν Ἀκρίβεια, ἀκυρώνονται! Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης ὅμως ἀνατρέπει αὐτήν γνώμη, παρουσιάζοντας τήν πραγματικότητα! Οἱ Πατέρες ὄχι μόνον δέν ἀγνοήθηκαν ἀπό τίς μεγάλες Συνόδους, ἀλλά καί ἐπικυρώθηκαν λαμβάνοντες καί αὐτοί Οἰκουμενικό κῦρος. Παρομοίως καί ἀποφάσεις Τοπικῶν Συνόδων ἔλαβαν Οἰκουμενικό κῦρος, ὅπως ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνος, ἡ ὁποία καί ἀφορᾷ τό θέμα μας. Ἔτσι λοιπόν «Ἄν... ὁ ζ' τῆς Β' καί ὁ  ϟε' τῆς Πενθέκτης φαίνονται νά προσδίδουν τοπικόν χαρακτῆρα εἰς τόν κανόνα τῆς περί τόν Κυπριανόν Συνόδου, ὁ β' τῆς τελευταίας προσέδωκεν εἰς αὐτόν κῦρος οἰκουμενικόν[40], διότι, "καί οἱ τοπικοί καί μερικοί, ἐπισφραγισθέντες ὑπό τῆς καθολικῆς, καθολικοί ἐγένοντο". Οὐδεμία ἀξιολογική διάκρισις μεταξύ τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐπιτρεπτή»[41]. Οἱ Σύνοδοι λοιπόν, δέν καταργοῦν τούς ἁγίους Πατέρες, τό κῦρος τῶν ὁποίων ἄλλωστε, φαίνεται ἰδιαίτατα σέ αὐτές τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τῶν ὁποίων ἡ θεολογία καί οἱ ἀποφάσεις δέν νοοῦνται χωρίς τήν θεολογική προσφορά τους[42].

Δυστυχῶς, τό μόνο τό ὁποῖο βλέπουμε σήμερα  νά προέρχεται ἀπό  τήν ἀλόγιστη χρήση αὐτῆς τῆς δῆθεν οἰκονομίας, πού ἐφαρμόζεται χωρίς κριτήρια, εἶναι μιά γενική χαλάρωση πού ἐπεκτείνεται ὄχι μόνον στόν Τύπο τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά καί στήν ἀκρίβειαν τῶν ἄλλων Δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας!

Εἶναι λοιπόν ἄξιο ἀπορίας, πῶς ἐνῷ οἱ θέσεις τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν Συνόδων καί τῶν ἁγίων Πατέρων  εἶναι τόσο ξεκάθαρες, οἱ σύγχρονοι αὐτοί ἀναθεωρητές τοῦ Βαπτίσματος, ἀδυνατοῦν νά τίς ἀποδεχτοῦν ὅπως ἔχουν!

 Ἀντιθέτως, διαστρέφουν τήν ὀρθή σημασία τῆς Οἰκονομίας ἐπί τοῦ Βαπτίσματος, συστήνοντες ἀπό τήν κεφαλή τους νέες διδασκαλίες διαστρεβλώνοντας τά αὐτονόητα, προβάλλοντες κατ' αὐτόν τόν τρόπο καί προωθῶντας μιά καθαρά λατινίζουσα θέση, παρουσιάζοντες μάλιστα αὐτήν ἀνοήτως καί ἀλαζονικῶς, ὡς τήν πεμπτουσία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος!

Ἔτσι λοιπόν ἡ θέση τους ὅτι, ἡ Οἰκονομία ἐπιβάλλεται νά ἐφαρμόζεται ἀδιακρίτως σέ ὅλα τά κακέκτυπα βαπτίσματα, περιορίζοντες ἔτσι τά κριτήρια πληρότητας τοῦ Μυστηρίου, εἶναι κατά πάντα κακόδοξη καί ἀποβλητέα!!!

Γενικότερα οἱ νέες αὐτές περί Οἰκονομίας παράλογες ἀντιλήψεις, ἔχουν ἀντιστρέψει τούς ὅρους ἐφαρμογῆς της· καθώς ἕως τώρα αὕτη ἐκλαμβανόταν ὡς πρόσκαιρη παρέκκλιση, σήμερα τήν θεωροῦν ἐπιβεβλημένη σάν σταθερή καί ἀέναη  στάση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως ἐκλαμβάνουν  τήν ἐφαρμογή τῆς Ἀκριβείας σάν μία ἀκραία κατάσταση, ἐφαρμοζόμενη μόνον ὅταν αὐτή ζητηθῇ ἀπό τόν ἴδιο τόν προσήλυτο, ὁ ὁποῖος μᾶλλον διακατέχεται ἀπό ὑπερβάλλοντα ζῆλο. Καί τοῦτο μάλιστα κάνοντάς του χάρη! Στήν οὐσία θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει Οἰκονομία... ὅταν ἀποφασίζει νά  ἐκτελέσῃ τήν Ἀκρίβεια[43]!!!  Πλήρης διαστροφή!

Ἄραγε ὅταν οἱ Πατέρες ἐφάρμοζαν τή Οἰκονομία εἶχαν τό ἴδιο σκεπτικό μέ τούς σημερινούς "πατέρες", χρησιμοποιῶντας τά ἴδια μέ αὐτούς κριτήρια; Λέτε τό κριτήριο ἀποδοχῆς τους νά ἦταν ἡ προσωπική διάθεση τοῦ καθενός αἱρετικοῦ καί ὁ ἐνδιάθετος ἑκάστου ζῆλος, ἤ οἱ προϋποθέσεις πού ἔθεσε ἡ Ἐκκλησία διά νά γίνῃ κάποιος ἀποδεκτός; Ὅλα ὅμως αὐτά ἐξηγοῦνται, ἄν κατανοήσουμε ὅτι στάθμη τοῦ κριτηρίου τους, δέν εἶναι ἡ διαχρονική Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ προσπάθεια προσαρμογῆς στά σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα[44]!

Μέ ἁπλᾶ λόγια, ἡ Ἐκκοσμίκευση!

Δι' ἐμᾶς βεβαίως τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἀποδεκτή μόνο ἡ διαχρονική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι μέ καμμία Οἰκονομία, οὐδένα βάπτισμα, ἤ οἱοδήποτε ἄλλο μυστήριο μπορεῖ νά σταθῇ στήν αἵρεση ἀπό μόνο του, ἔχον καί τήν ἐλάχιστη ἐγκυρότητα καί ἁγιαστική Χάρη, ἀλλά πάντα τά Μυστήρια λαμβάνουν ὑπόσταση-ὕπαρξη, μόνο μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἀλήθεια αὐτή δέν χαρίζεται χάριν σκοπιμοτήτων!

Τελεία καί παῦλα!!!



[1]  Ἱ. Πηδάλιον, Ἔκδ. Ἀστέρος, 1990. σελ. 53.

 

[2]   Δογματική, σελ. 308.

[3]    Νέα Σιών, τόμ. 19, σελ. 170.

[4]   Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 54.

[5]   Χριστοφόρου Ἰβηρίτου τοῦ Προδρομίτου, «Κανονικόν», Ἔκδ. Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, 1798, σελ. 20-21.

[6]  Χρ. Παπαθανασίου, Τό Κατ᾿ Ἀκρίβειαν Βάπτισμα καί οἱ ἐξ αὐτοῦ παρεκκλίσεις, Ἐκδ. Γρηγόρη, 2001, σελ. 271. «Καί στόν Κανόνα αὐτόν ὁ Ζωναρᾶς ἐπαναλαμβάνει τήν ἴδια ἑρμηνεία, ὅσον ἀφορᾷ τούς Καθαρούς (Ναυατιανούς): «Οὐκ ἀναβαπτίζονται οὖν οὗτοι, ὅτι  περί τό ἅγιον βάπτισμα κατ’ οὐδέν ἡμῖν διαφέρονται, ἀλλ’ ἐπίσης τοῖς ὀρθοδόξοις βαπτίζονται». Διαπιστώνουμε ἐδῶ, ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ κανόνα ὅτι τό κριτήριο γιά τήν θεραπεία «κατ᾿ ἀκρίβειαν» ἤ «κατ᾿ οἰκονομίαν» εἶναι ἡ τήρηση τῶν κανονικῶν προϋποθέσεων τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖο εἶναι ἐγγύηση καί γιά τήν πίστη τῶν βαπτιζομένων. Μεριμνᾶ, δηλαδή, καί γιά τήν διαφύλαξη τοῦ ἀνεπανάληπτου τοῦ βαπτίσματος καί ἐφαρμόζει τόν «οἰκονομικό» τρόπο διαποιμάνσεως αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν στόν ἴδιο κανόνα, στόν ὁποῖον ἐντέλλεται τόν αὐστηρό τρόπο θεραπείας, τόν «ἀναβαπτισμό» γιά ἄλλους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δέν πληροῦν τούς ὅρους τοῦ βαπτίσματος». Περί τῆς γνησιότητος τοῦ Κανόνα αὐτοῦ, ὅρα περιοδ. Νέα Σιών 1924, τόμ. 19, ὑπό Δ. Γεωργιάδου, Τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, σελ. 105, καί Γωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁμολογῶ ἕν Βάπτισμα... σελ. 19,

[7]   Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 91, Συμφωνία ΞΗ' Ἀποστολικοῦ Κανόνος.

[8]   Ἰωάννου Καρμίρη, Πῶς δεῖ δέχεσθαι τούς προσιόντας τῇ Ὀρθοδοξίᾳ Ἑτεροδόξους, σελ. 13-14, καί σελ. 25.

[9]   Τό κατ' Ἀκρίβειαν Βάπτισμα, σελ. 150.

[10]   Π. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Ἔκδ.  Γρηγόρη, 2002, σελ. 54.

 [11]   Εἶναι τό λιγότερο τραγικά τά ὅσα προτείνουν παλαιότεροι καί σύγχρονοι Κανονολόγοι περί τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία! Ἐνῷ ἀρχικῶς καί πολύ ὀρθά παρουσιάζουν τήν πρό τοῦ σχίσματος στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στούς προσερχόμενους σέ Αὐτήν αἱρετικούς, ξαφνικά ὡς διά μαγείας, ὅταν ἀναφέρονται στήν περίπτωση τῶν Λατίνων, διαστρέφουν τά πάντα, ἀδιαφορῶντας διά τό πλῆθος τῶν ἀντιφάσεών τους!!! Οἱ περισσότεροι προσαρμόζονται στήν  προωθημένη ἀπό τούς  σκοτεινούς κύκλους κατεστημένη πλέον ἀντίληψη, τῆς διά χρίσματος ἀποδοχῆς τῶν Λατίνων καί πλείστων ἄλλων αἱρετικῶν, καί ἄνευ βεβαίως ἀναβαπτισμοῦ αὐτῶν! Πέραν τῶν Ῥώσων συναποδέχονται τήν γνώμη αὐτή πλειάδα ἡμετέρων, Ἰ. Καρμίρης, Ἀ. Ἀλεβιζᾶτος, Χρ. Παπαδόπουλος, Μελέτιος Σακεραλλόπουλος, Χαλκηδόνος Ἀγαθάγγελος, Δυοβουνιώτης καί ἄλλοι πολλοί νεώτεροι,  ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός... Πάντες κάτω ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἀποστασίας, ἐργαζόμενοι διά τό ἄθεο δόγμα του Οἰκουμενισμοῦ!

[12]   Εὐστρατίου Ἀργέντη, σελ. 24, «Σύμπασαι αἱ χριστιανικαί φυλαί ὀρθόδοξοί τε, καί ἑτερόδοξοι ἀνατολικαί, καί βόρειαι, καί νότιαι, καί Κόπται, πρόσθες καί τούς πάλαι Δυτικούς, ἐβαπτίζοντο, καί βαπτίζονται, καί εἰς τρεῖς καταδύσεις βαπτίζονται· καί μόνον οἱ νεώτεροι Δυτικοί δέν βαπτίζονται...».

[13]    Πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὁμολογῶ ἕν Βάπτισμα,  σελ. 36.

[14]   Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 32.

[15]  Ἐπιτομή Δογμάτων, ἔκδ. 1806, σελ. 350.

[16]    Ἀρχιμ. Παύλου Μενεβισόγλου, Τό Ἅγιον Μύρο, Ἀνάλεκτα Μονῆς Βλατάδων 14, ἔκδ. 1983, σελ. 188. "Τό Χρῖσμα παρέχεται εὐθύς μετά τό βάπτισμα, ἀποτελεῖ δέ ἴδιον, διακεκριμένον ἀπό τοῦ βαπτίσματος μυστήριον".

[17]   Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, Ἅπαντα Σωζόμενα Ἐκκλησιαστικά Συγγράμματα, τόμ, Α΄, Ἔκδ. 1862,  σελ. 407.

[18]   Ὁμολογῶ ἕν Βάπτισμα, σελ. 44.

[19]   ΗΘΕ. τόμ, 1, σελ. 1092-5.

[21]    Νέα Σιών, τόμ. 19,   ἔτ. 1924, Τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, σελ 106.

[22]    Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 109.

[23]   Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 197, Ἑρμηνεία, ιδ' Κανόνος τῆς  Δ' Συνόδου.

[24]   Ἱ. Πηδάλ. σελ. 164.

[25]   Εὐστρατίου Ἀργέντη, Ἐγχειρίδιον περί Βαπτισμοῦ, σελ.15.  Ὅρα καί, Πῶς δεῖ δέχεσθαι τούς προσιόντας τῇ Ὀρθοδοξίᾳ Ἑτεροδόξους, σελ. 31, «Ἐξ ἄλλου ὅμως, λαμβανομένου ὑπ' ὄψιν ὅτι ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πρώτης, δευτέρας καί Πενθέκτης δέν ἀναβαπτίζονται οἱ αἱρετικῶς περί τό Τριαδικόν δόγμα δοξάζοντες Ἀρειανοί, Μακεδονιανοί...».

[26]    Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 56. Πρβλ, Ἅπαντα Σωζόμενα..., σελ. 475.

[27]     Δωδεκάβιβλος, σελ. 525.

[28]   Ῥάλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Θείων καί  Ἱερῶν Κανόνων, 1854, τόμ. Δ΄, σελ. 214.

[29]    Δογματική, τόμ. 3ος, σελ. 319.

[30]   Τό κατ’  Ἀκρίβειαν Βάπτισμα..., σελ. 157, ὑποσ. 51, Ὑπόμνημα Πατριαρχῶν πρός Ἀνωμότους, 1718.

[31]    Χρήστου Ἀνδρούτσου, Δογματική, σελ. 392-393.

[33]   Ῥάλη καί Πότλη, Σύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων, τόμ. 3, σελ. 177, 178.

[34]    PG, 119, 900.

[35]   Ἱερωνύμου Κοτσώνη, Ἡ κανονική ἄποψις περί τῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν ἑτεροδόξων, σελ. 164

[36]    Μ. Βασιλείου, Κανών 1, Ἀπόφασις τῆς Γ' Οἰκουμ. ἐν τῇ Α' πράξει τῆς Ζ' Οἰκουμ. παρατιθεμένη ἐν σχέσει πρός τούς Μασσαιανούς. Τῆς ἐν Καρθαγένῃ κανών 68.

[37] Παναγιώτη Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. 3ος, σελ. 317-318. Βλπ. Χρ. Ἀνδρούτσου, Δογματική, σελ. 393-394.

[38]   Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 318.

[39]   Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 318.

[40]    Ἱ Πηδάλιον, σελ. 183. Κανόνας β', ΣΤ' Συνόδου. «Ἔτι μήν καί τόν ὑπό Κυπριανοῦ τοῦ γενομένου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καί μάρτυρος, καί τῆς καθ' αὐτόν Συνόδου ἐκτεθέντα κανόνα ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος ἐκράτησε καί μηδενί ἐξεῖναι  τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας ἤ ἀθετεῖν...».

[41]    Ὅμολογῶ ἕν Βάπτισμα, σελ. 28.

[42]    Αὐτόθι.

[43]    Θ. Γιάγκου, Κανόνες καί Λατρεία, 2001, σελ. 439. «Ἡ οἰκονομία εἶναι στάση ποιμαντική, ὅμως θά πρέπει νά ληφθεῖ ἐξίσου ὑπόψη ἡ ἀκρίβεια, ὅταν ποιμαντικοί λόγοι ἐπιβάλλουν τήν υἱοθέτησή της, π.χ. ὅταν κάποιος πού προσέρχεται στήν ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νά τηρηθεῖ ἡ ἀκρίβεια. Ἀσφαλῶς καί σέ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ἐκκλησία ὀφείλει νά δείξει τήν εὐαισθησία της».

[44]     Ἔνθα ἀνωτέρω, σελ. 441. «...ἡ συγκεκριμένη κανονική νομοθεσία προϋποθέτει ἕνα ἱστορικό πλαίσιο, τό ὁποῖο σήμερα ἔχει ἀλλάξει καί ἐπισημαίνει τήν ἀνάγκη ἡ ἐκκλησία νά ἀντιμετωπίσει τό θέμα λαμβάνοντας ὑπόψη τά σύγχρονα δεδομένα καί νά προσαρμόσει ἔτσι τήν ποιμαντική καί τήν κανονική πράξη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου