Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Α) Ὑπάρχει Οἰκονομία εἰς τό κατ' Ἐπίχυσιν Βάπτισμα;

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

 Σ

έ ὅλη τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας προέκυπταν κατά καιρούς διάφορα θεολογικά ζητήματα, τά ὁποῖα ἐπέφεραν σύγχυση καί ταραχή στό χριστεπώνυμο πλήρωμα. Ἕνα ἀπό αὐτά τά ζητήματα, πού ἐτέθη ἀρκετές φορές πρός συζήτηση, εἶναι καί τό περί τῆς ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καί τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς αὐτῶν. Κατά καιρούς δέ, ὑπῆρξαν δύσκολες καταστάσεις διά τήν Ἐκκλησία, πού τήν ἀνάγκασαν νά ἐφαρμόσῃ ἐλαστικότερες τακτικές ἀπέναντι τῶν αἱρετικῶν, χρησιμοποιῶντας τήν  λεγομένη Οἰκονομία.

 Ὡς Οἰκονομία, θεωροῦμε  τήν προσωρινή παρέκκλιση ἐκ τῆς ἀκριβείας τῶν Κανόνων, πρός διόρθωση καί θεραπεία κάποιας παρανόμου καταστάσεως στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.  Ὡστόσο, πολλές φορές ἡ χρήση τῆς Οἰκονομίας παρερμηνεύτηκε ἀπό πολλούς, οἱ ὁποῖοι ἐξέλαβαν τήν γενομένη Οἰκονομία ὡς ἀκρίβεια, καί τό ἀσθενές μέλος ὡς ὑγιές, μή χρῆζον θεραπείας!

Ἐθεωρήθη λοιπόν, ὅτι τό οἰκονομούμενο ὑπό τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα εἶναι καθ᾿ ὅλα ἔγκυρο καί ἰσχυρό καί ὅτι ἡ ἀποδοχή αὐτοῦ δέν γίνεται κατόπιν κάποιας Οἰκονομίας καί συγκαταβάσεως, ἀλλά λόγῳ τῆς Μυστηριακῆς πληρότητάς του! Ἡ πληρότητα καί τελειότητα μάλιστα αὐτοῦ, δέν ἀφορᾷ ὡς ἐνόμιζαν μόνο ἐκεῖνο τό βάπτισμα, τό γενόμενο ἐκτός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μολονότι τηρεῖ τόν Τύπο καί τό εἶδος τοῦ Ὀρθοδόξου Βαπτίσματος,  τό ὁποῖο καί εἶναι οἰκονομητέο, ἀλλά καί τό κακέκτυπο, τό μή τελούμενο δηλαδή μέ τόν καθιερωμένο Τύπο, πού συνιστᾷ τό ὀρθόδοξο Βάπτισμα.

Ἐκτός τῶν προηγουμένων ὑπάρχει καί ἄλλη μερίδα, πού θεωρεῖ ὅτι, ἕνα μή κατά τόν ἀποδεκτό Τύπο βάπτισμα, ἄν καί μή ἰσχυρό ἀπό μόνο του, ὡς μή γενόμενο ἐντός Ἐκκλησίας, δύναται νά οἰκονομηθῇ, ἀποκαθιστάμενο ὡς τέλειο, ἁπλῶς καί μόνο μέ τήν χρήση ἁγίου Μύρου!!!

Τό ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἐσφαλμένων καθ᾿ ἡμᾶς ἀπόψεων, εἶναι ὅτι μέ τόν καιρό, παρεισέφρησε καί κυριάρχησε στήν Ἐκκλησία τό λεγόμενο βάπτισμα, τό ὁποῖο τελεῖται πλέον ὄχι μέ τίς τρεῖς προαπαιτούμενες Καταδύσεις καί Ἀναδύσεις, ἀλλά δι' ἁπλῶν Ἐπιχύσεων ὀλίγου ὕδατος, ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ "βαπτιζομένου" ἐπιχεομένου!

Ἀλλοίμονο! Κατά καιρούς ὑπῆρξαν ἀκόμη καί ὑψηλά ἱστάμενα πρόσωπα στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς καί πολλοί ἐπώνυμοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι μέ περισσόν ζῆλο ὑποστήριξαν αὐτές τίς ἀπόψεις, ὅπως θά καταδείξουμε κατωτέρω, προκαλοῦντες οὕτως ἐπιπλέον σύγχυση.

Τοιαύτη, λοιπόν, τήν σύγχυση καί διαπορία, θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐπιλύσουμε μέ τάς ὀλιγοστάς δυνάμεις μας, παρουσιάζοντας τά ὅρια μεταξύ τοῦ οἰκονομουμένου καί τοῦ ἀνοικονομήτου, τοῦ δεκτοῦ καί τοῦ ἀδέκτου βαπτίσματος.

Τό παρόν πόνημα, βεβαίως, δέν ἐπιχειρεῖ  νά καλύψῃ τό θέμα ἐνδελεχῶς ἀπό  ἱστορικῆς καί θεολογικῆς πλευρᾶς, ἀλλά ἁπλῶς νά ἐπισημάνῃ ὁρισμένα σημεῖα, τά ὁποῖα χρήζουν ἰδιαίτερης προσοχῆς, ὅσον ἀφορᾷ τήν ἀντορθόδοξη αὐτή διδασκαλία, ὡς καί τῶν φορέων της, πού ξεπερνᾷ ἀκόμη καί τά ὅρια τῆς κακοδοξίας!

 

 

Οἱ Συνοδικές ἀποφάσεις περί  Ἀναβαπτισμοῦ.

 

 

να ἀπό τά κύρια ἐπιχειρήματα λοιπόν, πού χρησιμοποιοῦν συχνῶς οἱ θιασῶτες τοῦ παρεισάκτου δι᾿ Ἐπιχύσεως βαπτίσματος, σάν ἀπόδειξη τῆς ἰσχύος του, εἶναι ἡ τοῦ Πατριάρχου Ἰωαννικίου Καρατζᾶ Συνοδική Ἀπόφαση (1763)[1].

Ἄς ἐξετάσουμε λοιπόν τά γεγονότα ἐν συντόμῳ.

Κατά τήν ἐποχή ἐκείνη, σέ κάποιες περιοχές τῆς Πελοποννήσου κατά τήν διεξαγωγή τῶν πανηγύρεων, εἰς τιμή τῶν κατά τόπους ἁγίων, παρατηρεῖτο τό ἑξῆς φαινόμενο. Πολλοί ἔφερναν τά βρέφη τους, τά ὁποῖα καί ἐβάπτιζαν οἱ παρευρισκόμενοι ἱερεῖς, χωρίς ὅμως νά τηρῆται οὐδεμία ἁρμόζουσα μέ τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου τάξη· μᾶλλον σύγχυση καί ἀταξία ἐν μέσῳ τῆς ὀχλαγωγίας τοῦ κόσμου! Τό ἀποτέλεσμα ἦταν, ὄχι μόνον ἡ διακωμώδηση τοῦ Μυστηρίου, ἀλλά καί ὁ κίνδυνος τά βαπτιζόμενα βρέφη νά παραμένουν στήν οὐσία ἀβάπτιστα, λόγῳ τῆς ἀλλοιώσεώς του.

Σέ αὐτή τή Συνοδική Ἀπόφαση, λοιπόν, γίνεται ἐπίπληξη πρός τούς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι τελοῦσαν τό ἱερό τοῦτο Μυστήριο τῆς Βαπτίσεως πλημμελῶς καί κατά παράβαση τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς Παραδόσεως. Κυρίως δέ, τονίζεται πώς, οἱ ἱερεῖς δέν θά ἔπρεπε νά βαπτίζουν τά βρέφη, στίς κατά τόπους Πανηγύρεις, καθώς τοῦτο δέν συνάδει μέ τόν ἱερό χαρακτῆρα τοῦ Μυστηρίου τοῦ  Βαπτίσματος. Ἐπίσης, ἐπιπλήττονται διά τόν λόγο ὅτι, ἕνεκα τῆς συγχύσεως ἐκ τῆς πολυκοσμίας, δέν διαβάζονταν πρεπόντως οἱ περί τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου Εὐχές· ἐπιπλέον δέ, ψέγονται καί διά τήν χρήση μή καταλλήλων σκευῶν, ἀντί τῆς καθιερωμένης κολυμβήθρας.

Τά σκεύη πού χρησιμοποιοῦνταν διά τόν ἐν λόγῳ σκοπό, ἦταν παρατυγχάνοντα τινά ἀγγεῖα, ἀκόμη καί λεκάνες!

Ἔχουσα ἡ Σύνοδος ὑπ' ὄψιν ὅλες αὐτές τίς παρεκτροπές, παραδέχεται ὅτι, ἀπό Μυστήριο, τό ὁποῖο τελεῖται μέ αὐτόν τόν ἄτακτο καί πλημμελῆ τρόπο, δέν προκύπτει οὐδεμία ψυχική ὠφέλεια διά τά βαπτιζόμενα βρέφη!

Σαφής ἡ ἀναφορά της, «...ὅταν τό ἱερόν τοῦτο μυστήριον γίνεται ἀτάκτως καί πλημμελῶς, καί ἔξω τοῦ παραδοθέντος ἡμῖν ἐκκλησιαστικοῦ τύπου (;), κοντά ὁποῦ δέν προξενεῖ καμμίαν ψυχικήν ὠφέλειαν εἰς τόν βαπτιζόμενον»[2].

Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια, ἡ Ἀπόφαση θεωρεῖ ὅτι τά βρέφη ἔμειναν ὅπως ἦταν πρίν νά βαπτισθοῦν, προφανῶς ἀβάπτιστα, καθώς δέν ἔλαβαν τίποτε ἀπ᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν "βάπτιση"!

Ἕνεκα τούτου προτρέπει αὐτούς, ὅπως «ἐκτελῆται τό ἱερόν τοῦτο μυστήριον μέ ἡσυχίαν καί ἄνεσιν, καί μέ τήν πρέπουσαν κατάνυξιν καί εὐλάβειαν, καί μέ τάς διατεταγμένας εἰς τό Εὐχολόγιον εὐχάς καί ἐξορκισμούς, κατά τόν τύπον τῆς Ἐκκλησίας, διά νά ἔχῃ τό μυστήριον τελείαν τήν χάριν καί τόν ἁγιασμόν...»[3].

Ἐπίσης δέ, ἡ ἀντικανονική αὐτή πράξη, ὅπως ἀναφέρει καί πάλι ἡ Ἀπόφαση, γίνεται πρόξενος ἐξίσου μεγάλης ψυχικῆς βλάβης, κατακρίσεως καί κολάσεως καί στούς τελοῦντας αὐτήν ἱερεῖς. «...γίνεται πρόξενος ἡ ἀταξία αὐτή πολλῆς κατακρίσεως, καί ψυχικῆς βλάβης, καί κολάσεως[4] εἰς τούς τολμῶντας τήν τοιαύτην ἀταξίαν εἰς τό ἱερόν τοῦτο καί ἀναγκαιότατον τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν μυστήριον...»[5].

Ἐν τέλει ἀπειλεῖ μέ ἀργεία ὅσους ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, τολμήσουν νά ἐπαναλάβουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς βαπτίσεις. «...οἱ τοιοῦτοι ἁπαξάπαντες, ἐάν τολμήσωσι καί αὖθις νά ἀκολουθήσουν τήν τοιαύτην ἀτοπωτάτην συνήθειαν, καί ὕβριν ψυχοβλαβῆ εἰς τό τοιοῦτον μυστήριον, τοῦ μέν ἱερατικοῦ ἤ ἀρχιερατικοῦ καταλόγου ὄντες, ἀργοί μενέτωσαν πάσης ἱεροπραξίας..[6].

Εἶναι σαφές ὅτι οἱ ἐκδώσαντες τήν Ἀπόφαση ἀρχιερεῖς, ἀνησυχοῦν περισσότερον γιά τά ἐπουσιώδη, παρά γιά τά οὐσιώδη, παραβλαπτόμενα ὅμως στοιχεῖα, δηλαδή τίς τρεῖς Καταδύσεις καί Ἀναδύσεις, πού συνιστοῦν κυρίως τό ἔγκυρο Βάπτισμα, περιορίζοντας τόν Τύπον τῆς Ἐκκλησίας, στάς "διατεταγμένας εἰς τό Εὐχολόγιον εὐχάς καί ἐξορκισμούς" !!!

Ἡ Σύνοδος δέν ἐξέφρασε κάτι σχετικό, πού νά προτρέπῃ ἄμεσα τήν ἐπανάληψη τοῦ βαπτίσματος, ἕνεκα τῆς παραλήψεως τῶν Καταδύσεων.  

Παρά ταῦτα ὅμως, δέν διέταξε τοιαύτη ἐπανάληψη, οὔτε καί διά τούς δευτερεύοντας, ἀλλά σημαντικούς δι' Αὐτήν λόγους, στούς ὁποίους ἐπισταμένως ἀναφέρθηκε, δηλαδή διά τήν ἀταξία τῶν εὐχῶν κ. ἄ.· ἕνεκα τῶν ὁποίων καί ἡ ἴδια θεωροῦσε αὐτό τό βάπτισμα ὡς  ἀνωφελές, λόγῳ τοῦ ἐφαμάρτου καί πλημμελοῦς τρόπου τελέσεώς τους!

Παρά λοιπόν τήν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὡς ἀνωφελοῦς, ἐν τούτοις λησμόνησε αὐτά τά βρέφη ἀφροντίστως στήν τύχη τους!

Ἡ ἀντίφαση στήν ἐν λόγῳ Ἀπόφαση, εἶναι πασιφανής!

Σέ λίγο ὡστόσο, θά δοῦμε τήν πραγματική αἰτία αὐτῆς τῆς ἀτόλμου καί ἀντιφατικῆς στάσεως τῆς Συνόδου!

Ἡ μετριοπαθής αὐτή τοποθέτηση τῆς Συνόδου, ἀρκούμενη σέ ἁπλές ὑποδείξεις... καί ὄχι σέ δυναμικές ἐνέργειες, ἀποτελεῖ καί τό βασικό ἐφαλτήριο αὐτῶν πού προβάλλουν σήμερα τήν ἀναγκαιότητα τῆς δίχως ὅρια ἀποδοχῆς τῶν παράτυπων καί ἀτελῶν  βαπτισμάτων, μέ τήν δικαιολογία δῆθεν τῆς Οἰκονομίας!

   Οὕτω δέ πιστεύουν ὅτι, ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ ἐάν τό θεωρήσῃ ἀναγκαῖο, νά δώσῃ κύρος καί ἰσχύ στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τό ὁποῖο δέν τελέσθηκε σύμφωνα μέ τόν ἐντελλόμενο ὑπ’ Αὐτῆς Τύπο, ὡς ἔπραξε λέγουν, καί στήν προκειμένη περίπτωση.

Συγκεκριμένα ἑστιάζουν στό γεγονός ὅτι, τά ἀκατάλληλα αὐτά σκεύη δέν εἶχαν τήν ἁρμόζουσα χωρητικότητα, ὥστε νά δεχθοῦν καταβυθιζόμενο τό βαπτιζόμενο βρέφος, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει ὅτι δέν ἔγιναν Καταδύσεις.

Πέραν ὅμως τῶν τριῶν Καταδύσεων καί Ἀναδύσεων, ἡ ὀρθή ἐκφώνηση τῶν Εὐχῶν, ἡ χρήση τοῦ σωστοῦ Σκεύους καί ὅ,τι ἄλλο, ὅπου ἔχει σχέση μέ τήν τέλεση τοῦ Βαπτίσματος, εἶναι  κατ' αὐτούς, καί αὐτά ἐπίσης, στήν οὐσία  δευτερευούσης σημασίας!

Διά τί λοιπόν, ἐρωτοῦν, ἐφ᾿ ὅσον δέν τελοῦνταν κανονικῶς οἱ Βαπτίσεις, διά τριῶν Καταδύσεων καί Ἀναδύσεων, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου δέν ἐπέβαλε τόν ἀναβαπτισμό κατά τόν Τύπο τῆς Ἐκκλησίας; Ὡς ἐκ τούτου λοιπόν συμπεραίνουν, πώς ἡ παρασιώπηση αὐτή ἐκ μέρους τῆς Συνόδου, σημαίνει τήν ἀποδοχή καί ἀναγνώριση αὐτῶν τῶν βαπτισμάτων ὡς ἰσχυρῶν· ἄν καί παρά τόν Τύπο!

Πιστεύουν ὅτι, μία τέτοια, κατ' αὐτούς ἐπανάληψη, ἀκόμη καί αὐτῶν τῶν ἐλλιπῶν βαπτισμάτων, συνιστᾷ Ἀναβαπτισμό! Δηλαδή δευτέρωμα τοῦ πραγματικοῦ βαπτίσματος!

Ἐν τέλει, τό γενικό συμπέρασμά τους εἶναι, ὅτι αὐτό πού ἔχει κυρίως σημασία διά τήν ὀρθή τέλεση τοῦ Βαπτίσματος δέν εἶναι τόσο ἡ ἐφαρμογή τῶν Καταδύσεων καί Ἀναδύσεων, ἀλλά ἡ ἐπίκληση τῶν ὀνομάτων τῆς Ἁγίας Τριάδος, συνάμα μέ τήν χρήση ἔστω καί ἐλαχίστου ὕδατος!

Τήν ἀνερμάτιστη λοιπόν αὐτή τοποθέτηση τῆς Συνόδου, ἐπιβάλλεται νά τήν ἐξετάσουμε καί νά τήν συγκρίνουμε, ἔχοντας ὑπ' ὄψιν τήν γενικότερη κατάσταση καί ἀντίληψη, πού ἐπικρατοῦσε κατά τήν περίοδο ἐκείνη, ὡς πρός τό θέμα τοῦ Ἀναβαπτισμοῦ τῶν Παπικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Θά πρέπῃ νά γνωρίζουμε, ὅτι στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν καιρό τοῦ Σχίσματος τό 1054 καί μετά, ὑπῆρχαν διάφορες  θεολογικές τάσεις, ὡς πρός τούς κακοδόξους καί αἱρετικούς Λατίνους. Ἕνα ἀπό τά θέματα πού ἀπασχόλησε πάρα πολύ τούς θεολόγους, ἦταν καί ἡ ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματός τους.

Κάποιοι θεολογικοί κύκλοι ἀπέρριπταν παντελῶς τό βάπτισμά τους ὡς ἄκυρο, ἄλλοι τό ἀποδεχόταν ὡς καθ᾿ ὅλα ἔγκυρο καί ἄλλοι ὡς ἀποδεκτό, κατόπιν ὅμως ἐφαρμογῆς Οἰκονομίας.

Ἐκ τῆς συγχύσεως λοιπόν αὐτῆς, προῆλθε μία διαμάχη μεταξύ τῶν Θεολόγων, φθάνουσα ἐνίοτε καί στά ἄκρα.

 Μία τέτοια ἀκραία περίοδος λοιπόν ἦταν καί αὐτή, στήν ὁποία ἐξεδόθη καί ἡ ἐν λόγῳ Κανονική Ἀπόφαση.

Κατά τήν περίοδο ἐκείνη στά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα, ἡ κατάσταση στήν Ἐκκλησία καί κυρίως στήν πόλη τῆς Κων/λεως ἦταν τεταραγμένη, λόγῳ τοῦ προκύψαντος θέματος τοῦ Ἀναβαπτισμοῦ τῶν αἱρετικῶν Λατίνων καί Ἀρμενίων. Ἡ ἀφορμή ἐδόθη κυρίως ἕνεκα τοῦ ἐξ ἀρχῆς Βαπτισμοῦ τινων Λατίνων ἀπό τόν Γαλατᾶ καί τινων Ἀρμενίων, πού ζήτησαν νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἑπόμενον τούτου, πρός λύση τοῦ ζητήματος ἀποδοχῆς τους, ἦταν καί ὁ  Συνοδικός Ὅρος τοῦ 1755, πού ἐξέδωσε ὁ Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος Ε΄, στόν ὁποῖο διετάσσετο ὁ ἐξ ἀρχῆς Βαπτισμός τῶν προσχωρούντων στήν Ὀρθοδοξία αἱρετικῶν. Ἕνεκα τούτου ἐξεδόθη βιβλίο ἐπονομαζόμενο, "Ῥαντισμοῦ Στηλίτευσις" (1756),  συγγραφθέντος ὑπό τοῦ σοφωτάτου Εὐστρατίου Ἀργέντη ἐξ Ἀλεξανδρείας[7], διά νά στηρίξῃ τίς θέσεις τῶν "ἀναβαπτιστῶν".

Στόν Ὅρο τῆς Συνόδου τοῦ 1755, περί τοῦ ἐξ ἀρχῆς βαπτισμοῦ τῶν Λατίνων, συμπεριελήφθησαν καί οἱ Ἀρμένιοι, ἕως τότε οἰκονομούμενοι· ἕνεκα τοῦ ὅτι, κατ' ἐκείνη τήν ἐποχή, παρήλλαξαν καί αὐτοί τό βάπτισμά τους μεταβάλλοντες τίς καταδύσεις σέ Ἐπιχύσεις καί Ῥαντίσματα, καθώς καί τόν τρόπο τῶν ἐπικλήσεων, παρασυρθέντες σέ αὐτό ἀπό τούς Λατίνους, ὅπως περί τούτων ἀναφέρει ὁ Σέργιος Μακραῖος[8].

Στόν Συνοδικό Ὅρο ἀντέδρασαν πλεῖστοι ἀρχιερεῖς καί θεολόγοι, μέ προεξάρχοντα τόν πρώην Πατριάρχην Καλλίνικον Γ', διότι θεωροῦσαν τήν πράξη αὐτή, ἐνάντια στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού κατ' αὐτούς, ἤθελε τούς προσερχομένους ἀπό τήν αἵρεση νά χρίονται μόνο μέ ἅγιο Μύρο καί ὄχι νά ἀναβαπτίζονται.

Ἑκάστη δέ πλευρά ὑποστήριζε τίς θέσεις της, ἀναπτύσσοντας τήν ἀνάλογη ἐπιχειρηματολογία, ἐρανισμένη κυρίως ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν στάση πού κράτησαν οἱ Πατέρες ἀπέναντι στό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς των, καθότι κατά καιρούς ἡ τοποθέτησής τους διέφερε, ὡς πρός τόν τρόπο ἀποδοχῆς τοῦ βαπτίσματός τους, ἰδίως τῶν Λατίνων, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, στό ἁρμόδιο κεφάλαιο[9].

Κύριο λοιπόν ὅπλο λοιπόν στήν φαρέτρα τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Κυρίλλου, ἦταν τό προαναφερθέν βιβλίο «Ῥαντισμοῦ Στηλίτευσις». Τό σύγγραμμα αὐτό πραγματικά κονιορτοποιοῦσε τίς Λατινικές θέσεις διά τήν ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματός τους, ἀλλά καί τῶν ἡμετέρων Λατινιζόντων  πού στήριζαν αὐτές.

Ἀξία προσοχῆς καί ἡ κατωτέρω ἀναφορά περί τοῦ περισπουδάστου αὐτοῦ βιβλίου, διά τήν θέση πού ἔλαβε ἐπαξίως, ὡς βάση ἀντλήσεως τῶν θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων, ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων: «Ἀσφαλῶς ἐδῶ πρόκειται γιά μιά πολύ δυνατή καί ἀναμφισβήτητης ἀποδεικτικῆς δυνάμεως μαρτυρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἐδῶ ἐκπροσωποῦν οἱ προαναφερθέντες Πατριάρχες Κων/λεως, Ἀλεξανδρείας καί Ἱεροσολύμων, ὄχι μόνο υἱοθέτησε τό παρόν βιβλίο "Ῥαντισμοῦ Στηλίτευσις", διότι περιεῖχε τήν Ὀρθόδοξη περί τοῦ Βαπτίσματος διδασκαλία, ἀλλά καί τήν ύψωσε σέ περίοπτη θέση...»[10].

Ὁμόφρονες στό θέμα τοῦ ἐξ ἀρχῆς βαπτισμοῦ, ἐκτός ἀπό τόν Εὐστράτιο Ἀργέντη, ἦσαν καί οἱ λεγόμενοι  Κολλυβᾶδες Πατέρες[11], ὅπως καί ὁ σοφώτατος Εὐγένιος Βούλγαρης, ὁ ὁποῖος  ἔλεγχε παρρησίᾳ τήν καινοτομία τοῦ Παπικοῦ βαπτίσματος, τονίζοντας τό ἀνωφελές αὐτοῦ· «...οἱ Ἀπόστολοι, αἱ Σύνοδοι, οἱ Πατέρες ὅλοι φωνάζουσι διδάσκοντες, νά βαπτίζωνται οἱ πιστοί ἐν τρισί καταδύσεσιν, αὐτοί (Οἱ Λατῖνοι) μόνον ψιλῶς ῥαντίζουσι, καί οὔτε χρίουσιν εὐθύς τόν ῥαντιζόμενον, ἀλλ’ ἀμελοῦντες τό χρίσμα, ἀμελοῦσι τήν δι΄ αὐτοῦ τοῦ Πνεύματος ἐπιφοίτησιν, καί οὕτω ῥαντίζουσι μόνον ψιλῷ ὕδατι, καί οὐχί ἐν Πνεύματι βαπτίζουσιν· ἀλλ’ οὔτε πρέπει νά εἰπῇ τις βάπτισμα, ἐκεῖνο ὁποῦ μή ἔχον τά συστατικά τοῦ βαπτίσματος, οὔτε σημαῖνον τήν τριήμερον τοῦ Σωτῆρος ταφήν, καί Ἀνάστασιν, ἀνάγκη εἶναι νά μήν ἔχῃ οὐδέ τοῦ καθαρτικοῦ τῶν ψυχῶν λουτροῦ τήν τελειότητα καί τήν δύναμιν...» [12].

Οἱ δέ Λατινίζοντες[13] ἀντίπαλοι τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου,  ἄσκησαν σέ αὐτόν καί τούς ὁμόφρονές του δριμεῖα κριτική, φθάνοντες μάλιστα στό  σημεῖο ξεκάθαρα νά τούς χαρακτηρίζουν καί ὡς αἱρετικούς! Διά τόν Καλλίνικο ἰδιαίτερα, «ὁ ἀναβαπτισμός πάντων τῶν αἱρετικῶν εἶναι αἵρεση καί τούς ἀναβαπτιστές, κυρίως τόν Κύριλλο καί τόν Αὐξέντιο[14], τούς θεωρεῖ αἱρετικούς»[15].

Ὁ Καλλίνικος φρονοῦσε, ὅτι τά διάφορα βαπτίσματα τῶν αἱρετικῶν πού δέχθηκε ἡ Ἐκκλησία κατά τό παρελθόν, δέν τά ἀναγνώρισε κατ’ Οἰκονομία, ἀλλ’ ὡς ἔγκυρα καί ἰσχυρά, ἀπό μόνα τους.

Ἐπίστευε χωρίς περιστροφές ὅτι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ αἱρετικοί ἔχουν ἔγκυρα βαπτίσματα[16]! Γράφει ὁ Ἐμμ. Λιναριτάκης στήν Διδακτορική του Διατριβή, περί τοῦ Καλλινίκου : «...δέν δέχεται καμμία οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν αἱρετικῶν, οὔτε εἰδικές συνθήκες οὔτε λόγους δειλίας οὔτε πολιτικά κριτήρια πού ἐπέτρεψαν τήν οἰκονομία. Ἁπλῶς ἡ Ἐκκλησία ἔτσι ἐνομοθέτησε»[17].

Τό μοναδικό λοιπόν κριτήριο διά τόν Καλλίνικο, ὥστε νά θεωρηθῇ ἕνα βάπτισμα ἔγκυρο, ἦταν μόνο ἡ ἐπίκληση , κατά τήν τέλεση τοῦ βαπτίσματος, τῶν ὀνομάτων τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος[18].

«Ὡς ἔγκυρο βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν δέχεται αὐτό πού ἔγινε στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐάν οἱ Λατῖνοι στό βάπτισμα, ἐφύλαγαν ὅλα τά ἄλλα τά ὁποῖα παραβαίνουν, δέν εἶχαν ὅμως τήν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε πραγματικά θά ἦταν ἀβάπτιστοι»[19].

«Παρά τίς ὁποιεσδήποτε ὅμως καινοτομίες τους καί παρά τό ὅτι παραβαίνουν σχεδόν ὅλα τά θεωρούμενα περί τό θεῖο βάπτισμα, μ᾿ ὅλον τοῦτο δέν εἶναι ἀβάπτιστοι, ἐπειδή φυλάττουν τό εἶδος, ὅπως καί ἐμεῖς, καί βαπτίζονται στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἅγιου Πνεύματος. Αὐτό εἶναι πού κάνει τέλειο τό βάπτισμα. Δηλαδή ἡ ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος»[20].

Εἶναι ξεκάθαρη ἡ πίστη διά τόν Καλλίνικο ὅτι, τό Ὀρθόδοξο Βάπτισμα καί αὐτό τῶν αἱρετικῶν εἶναι Ἕνα, ὁδηγούμενος οὕτως ἀναπόδραστα στήν ἄρνηση, ὅτι τοῦτο εἶναι μόνο τῶν Ὀρθοδόξων. «...αὐτό τό ἕν βάπτισμα θεωρεῖται καί εἰς τούς αἱρετικούς πού δέχονται τήν Ἔνσαρκον οἰκονομίαν καί πού πιστεύουσιν εἰς Τριάδα τήν ἁγίαν ἐν μιᾷ θεότητι καί βαπτιζομένους εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Ἐπειδή ὅμως οἱ Λατῖνοι καί Ἀρμένιοι ἔχουν αὐτά τά γνωρίσματα ἄρα (κατ᾿  αὐτόν) «θεωρεῖται αὐτό τό ἕν βάπτισμα»[21].

Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁ Πατριάρχης Καλλίνικος, πρέσβευε πράγματα ἐντελῶς ἀντίθετα μέ αὐτά πού φρονεῖ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Βάσει λοιπόν αὐτῶν τῶν κακοδόξων ἀντιλήψεων κατέληξε στό πεπλανημένο συμπέρασμα, ὅτι ὅσες φορές δέχθηκε ἡ Ἐκκλησία κατά τό παρελθόν αἱρετικούς στίς τάξεις της χωρίς νά τούς βαπτίσῃ, τό ἔκανε ὄχι ἐφαρμόζοντας Οἰκονομία λόγῳ κάποιας ἀνάγκης ἤ φόβου, ἀλλά διότι ἐξελάμβανε τό βάπτισμά τους ὡς πραγματικό,  ὡς ἔχων σωστικό καί ἁγιαστικό χαρακτῆρα, ὅπως καί τό Βάπτισμα τῶν Ὀρθοδόξων!

Διά τόν λόγον αὐτόν κατηγοροῦσε ὅσους τούς ἐβάπτιζαν, ὡς «ἀναβαπτιστάς» καί αἱρετικούς, ἀδιαφορῶντας ἄν τό βάπτισμα πού ὑπεράσπιζε δέν τηροῦσε τόν κατά τήν Ἐκκλησία ἀπαραίτητο Τύπο. Καί τοῦτο διότι, κατ᾿ αὐτόν, ὡς προείπαμε, αὐτό πού κάνει τό βάπτισμα ἔγκυρο καί ἰσχυρό δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά μόνο ἡ ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος!

Τόν παραλογισμό αὐτόν, τό νά ἀπορρίπτουν κάποιον ὡς αἱρετικό, ἀλλά νά ἀποδέχονται ὡς ἁγιαστικές καί ἰσχυρές τίς μυστηριακές του πράξεις, ψέγει καί ὁ συγγραφέας τοῦ συγγράμματος Ῥαντισμοῦ Στηλίτευσις: «...ἀκούεις ὅτι σαπρός ὁ αἱρετικός, σαπρά καί ἡ διδαχή αὐτοῦ τοὐτέστιν ὁ ῥαντισμός, καί ἡ ἐπίχυσις αὐτοῦ; εἰ δέ σαπρός ὁ ῥαντισμός αὐτοῦ, καί ἡ ἐπίχυσις, πῶς ἔχουσι τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, καθαίρουσαν ἁμαρτίας; ...εἰ δέ εἴποι τις, ὅτι τόν σαπρόν αἱρετικόν ἀποβάλλω, τήν δέ σαπράν αὐτοῦ διδαχήν δέχομαι, οὗτος φανερῶς τῷ ἱερῷ ἀπιστεῖ Εὐαγγελίῳ..» [22].

Ὁ Μστ' Ἀποστολικός Κανόνας ὅμως, ἐπιβάλλει σέ καθαίρεση τόν Καλλίνικο καί  ὅσους δέχονται τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ὡς κανονικό.

«Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος τόν κατά ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα, ἐάν ἄνωθεν βαπτίσῃ, ἤ τόν μεμολυσμένον παρά τῶν ἀσεβῶν ἐάν μή βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τόν σταυρόν, καί τόν τοῦ Κυρίου θάνατον, καί μή διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων».

Ἑρμηνεία: «Ἕνα Βάπτισμα εἶναι παραδεδομένον εἰς ἡμᾶς τούς χριστιανούς, τόσον ἀπό τόν Κύριόν μας, ὅσον καί ἀπό τούς Θείους Ἀποστόλους, καί ἁγίους Πατέρας, ἐπειδή καί ἕνας ἐστάθη σταυρός καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, εἰς τῶν ὁποίων τόν τύπον τό βάπτισμα γίνεται. Διά τοῦτο ὁ παρών Ἀποστολικός κανών διορίζει, ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤθελε βαπτίσῃ δευτέραν φοράν ἄνωθεν ἐξ ἀρχῆς, ὡσάν τελείως ἀβάπτιστον ἐκεῖνον ὁποῦ ἐβαπτίσθη ἀληθῶς κατά τήν διαταγήν τοῦ Κυρίου, καί τῶν Ἀποστόλων, καί τῶν θείων Πατέρων, ἀπαραλλάκτως δηλαδή καθώς βαπτίζουσι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὁ τοιοῦτος ἄς καθαιρεῖται, ἐπειδή μέ τόν δεύτερον αὐτόν ἀναβαπτισμόν[23], ἀνασταυρώνει καί παραδειγματίζει τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖον ἀδύνατον λέγει ὁ Παῦλος, καί δευτερώνει τόν θάνατον τοῦ Κυρίου, τοῦ ὁποίου πλέον ὁ θάνατος δέν κυριεύει, κατά τόν ἴδιον Παῦλον. Ὁμοίως καί ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος δέν ἤθελε βαπτίσῃ μέ τό τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας βάπτισμα τόν μεμολυσμένον, ἤτοι βαπτισθέντα παρά τῶν ἀσεβῶν, ἤγουν τῶν αἱρετικῶν, ἄς καθαίρεται, ἐπειδή περιπαίζῃ τόν σταυρόν, καί τόν θάνατον τοῦ Κυρίου, νομίζοντας κακῶς καί σφαλερῶς, ὅτι τό μεμολυσμένον καί συγχαμερόν βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, εἶναι τύπος τοῦ σταυροῦ καί τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖο δέν εἶναι, καί διά τοῦτο ἀποδέχεται αὐτό, καί ἔχει ἴσον μέ τό βάπτισμα τῶν ὀρθοδόξων. Καί πρός τούτοις, ἐπειδή καί δέν διακρίνει τούς ἀληθεῖς ἱερεῖς τῶν ὀρθοδόξων, ἀπό τούς ψευδεῖς τῶν αἱρετικῶν, ἀλλ᾿ ἐξίσου καί τούς δύω ὡς ἀληθεῖς ἀποδέχεται. Οὔτε γάρ τό μυσαρόν βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν κάμνει χριστιανούς ἀληθεῖς τούς εἰς αὐτό βαπτιζομένους, οὔτε ἡ χειροτονία αὐτῶν κάμει ἀληθεῖς ἱερεῖς τούς χειροτονουμένους, κατά τόν ξη' Ἀποστολικόν....»[24].

Δυστυχῶς αὐτή ἡ  κακόδοξη θέση δέν ἦταν ἁπλῶς κάποια προσωπική γνώμη τοῦ προειρημένου Πατριάρχου, ἀλλά ἦταν καί πολλῶν Ἐπισκόπων καί Λογίων πού στήριζαν αὐτόν. Γνώμη, τήν ὁποία παρέλαβαν ἐκ τῶν προκατόχων τους (κατά τήν ἐποχήν τῆς Τουρκοκρατίας, πού δέσποζε στήν Ἀνατολή ἡ Δυτική σχολαστική θεολογία), τήν ὁποία μετέδωσαν καί στούς μεταγενεστέρους ὁμοϊδεάτες τους Ἐπισκόπους καί Θεολόγους. Δυστυχῶς σέ αὐτήν τήν κατηγορία τῶν Λογίων Ἐπισκόπων καί Θεολόγων πο΄ύ ὑπέπεσαν στήν κοινή αὐτή τότε πλάνη, κατατάσσονται πολλοί ἐπιφανεῖς καί ἀξιόλογοι ἄνδρες.

Ἀκόμη καί στήν Ὁμολογίαν Πίστεως[25] τοῦ Δοσιθέου, ἀτυχῶς παρατηροῦμε αὐτήν τήν ἐπιρροή, καίτοι στήν Δωδεκάβιβλον σαφῶς διαφορετικῶς ἀποφαίνεται, ἀναφερόμενος στό Λατινικό βάπτισμα[26].

Δυστυχῶς ἡ ἔλλειψη Παιδείας καί δή θεολογικῆς, στά δύσκολα ἐκεῖνα  χρόνια, ὁδηγοῦσε τούς νέους νά λαμβάνουν αὐτήν ἀπό ἀλλότριες πηγές στήν Δύση, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.

«...ὅθεν ἡ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία πολλῶν ἐδεῖται δακρύων, καί βοηθείας»· ἀναφέρει διεκτραγωδῶντας τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση ὁ πονήσας τό σύγγραμμα "Ῥαντισμοῦ Στηλίτευσις", Εὐστρ. Ἀργέντης· «οὐχ ἵνα θρηνήσῃ τούς Λατίνους, ὅτι τοῦ Θείου ἐξέπεσον βαπτίσματος, ἀλλ' ἵνα κλαύσῃ, καί βοηθήσῃ τοῖς ἰδίοις τέκνοις· ὅτι ἑώρα καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀναρίθμητον πλῆθος χριστιανῶν, συνωθούντων ἀλλήλους εἰς ἀσέβειαν καί τό ἴδιον ἀρνουμένων βάπτισμα. Ἐῶ λέγειν ὅτι καί τά σχολεῖα τοῦ ἡμετέρου γένους, καί οἱ τρόφιμοι τῆς σοφίας εἰς πολλά ἔτη τῆς ἐκκλησίας ἐξέλιπον· τοῦτο γάρ γέγονεν αἴτιον καί ἡ καθ' ἡμᾶς ἐκκλησία τῶν Θείων καί συνοδικῶν Κανόνων ἀμελήσασα, ἠκολούθει τῷ ἀρχαίῳ Ὅρῳ, Μύρῳ χρίουσα τούς Λατίνους..[27]!

Τοῦ αὐτοῦ λοιπόν, ἀμφιλεγομένου φρονήματος, ἔστω καί μέ κάποιες μικρές παραλλαγές ἦταν καί οἱ μετέπειτα Πατριάρχες Παΐσιος Β΄, Σαμουήλ Χαντζερῆς, ὡς καί ὁ Πατριάρχης Ἰωαννίκιος  Γ' Καρατζᾶς, ὁ ὁποῖος καί ἐξέδωσε τήν προαναφερθεῖσα Συνοδική Ἀπόφαση τοῦ 1760 . Ὑπῆρξαν ὅμως καί Πατριάρχες μετά τόν Κύριλλο ὅπου ἐφάρμοσαν τόν Ὅρο, ὅπως Σοφρώνιος Β' (1774-1780) καί ὁ Προκόπιος (1785-1789)[28].

Κάτω λοιπόν ἀπό αὐτό τό πρῖσμα καί ἔχοντες ὑπ'  ὄψιν τά ἐν λόγῳ φρονήματα τῶν κατεχόντων τούς τότε ἐκκλησιαστικούς θώκους καί θεολογικές καθέδρες, κατανοοῦμε ἀπόλυτα, διατί προέβησάν τινες σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ἀντιφατικές καί ἀμφιλεγόμενες Ἀποφάσεις, πού καταφανέστατα ἀντιστρατεύονται μέ αὐτόν τόν Τύπο καί τήν Οὐσία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ βασική διδασκαλία, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἄς μή φανῇ λοιπόν περίεργο, διατί εἰς τήν Ἀπόφαση τοῦ 1763, δέν ἀναφέρεται ρητῶς ἐντολή, διά τόν  ἐπαναβαπτισμό τῶν μή ὀρθῶς βαπτισθέντων βρεφῶν, ἀλλά ἁπλῶς καί διά διαφορετικές αἰτίες, ἀναφέρεται ἄνευ σθένους καί ἀορίστως μόνον στό ἀνωφελές ἑνός τέτοιου βαπτίσματος. Τοῦτο βεβαίως ἐξηγεῖται εὐκόλως ἄν λάβουμε ὑπ' ὄψιν ὅτι, δι' αὐτούς, οἱ Καταδύσεις δέν ἀποτελοῦσαν κάποιο οὐσιῶδες καί θεμελιῶδες συστατικό τοῦ Βαπτίσματος, σέ σχέση μέ τίς ἐπικλήσεις τῶν Θείων Ὀνομάτων, διό καί τίς παρέβλεπαν πρός ἱκανοποίηση ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν σκοπιμοτήτων καί δή, διά τήν διατήρηση τῆς ἡσυχίας τους!

Νά σημειώσουμε ὅτι, πολλοί Ἀρχιερεῖς ἀντίπαλοι τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου δέν ἦταν λατινόφρονες, ἀλλά σφόδρα ἀντιπαπιστές, προτίμησαν ὅμως χάριν τῆς εἰρήνης νά ὑποστηρίξουν τήν μετριοπάθεια...[29].

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ε' συγκροτῶντας Σύνοδον κατά τό ἔτος 1755, διά τόν ἐξ ἀρχῆς Βαπτισμό τῶν αἱρετικῶν, ἐποίησε ἕναν ἄθλο, ἄν ἀναλογισθοῦμε τό χαλαρό καί ἀλλοπρόσαλλο σέ θέματα πίστεως πνεῦμα, πού ἐπικρατοῦσε στήν ἐποχή του, στίς τάξεις τῆς ἱεραρχίας καί τῶν θεολογικῶν γενικότερα κύκλων.

Πάντες ἐκτός ἐλαχίστων, ἐπέπεσαν ἐπάνω του ἀσκῶντας κάθε εἴδους πολεμική, καθώς μία τέτοια Ἀπόφαση,  διετάρασσε ἐκ θεμελίων τίς καλές σχέσεις τους μέ διαφόρους Δυτικούς, Λατίνους καί Προτεστάντες, πού κατοικοῦσαν κυρίως στήν Κων/λη, ἀλλά καί στόν εὐρύτερο χῶρο τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ Δυτικοί αὐτοί ἐνίοτε δροῦσαν καί ὡς προστάτες τους, ὡς ἐνδεικτικά φαίνεται καί ἀπό τήν περίπτωση τοῦ Καλλινίκου Δ΄,  πού κατά τήν διάρκεια τοῦ διωγμοῦ του, βρῆκε καταφύγιο στήν οἰκία τοῦ Γάλλου Καθολικοῦ Baron de Tott, τόν ὁποῖον μάλιστα παρακαλοῦσε νά τόν ἀνεβάσῃ καί στόν Πατριαρχικό Θρόνο[30]! Τοσαύτη, ὡς φαίνεται, ἐπιρροή εἶχαν οἱ Δυτικοί ἐπί τῶν ἡμετέρων πραγμάτων, συνεργούσης δέ καί τῆς δουλοπρεπείας τῶν ἡμετέρων ταγῶν!

Ἡ κατά τοῦ Κυρίλλου ἀντίδρασις εἶχε, σύμφωνα μέ τόν Ἄγγλο ἱστορικό Runciman, ὄχι μόνο θεολογικά, ἀλλά ὑλικά καί προσωπικά κίνητρα, γιατί εἶχε λάβει φορολογικά μέτρα ὑπέρ τῶν φτωχότερων ἐνοριῶν πού ἐπιβάρυναν τίς Μητροπόλεις καί τίς πλουσιότερες ἐπισκοπές. Ἦταν λοιπόν, ἑπόμενο τά μέτρα αὐτά νά προκαλέσουν τήν ἀντίδραση τῶν μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι, θιγόμενοι οἰκονομικά, σύμφωνα μέ τόν προαναφερθέντα ἱστορικό, καί ἰδιοτελῶς κινηθέντες, ἐξαπέλυσαν πολλές συκοφαντίες ἐναντίον του.

  «Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Λαός («ὄχλος» κατά μερικούς θεολόγους), οἱ μοναχοί καί θεολόγοι τοῦ ὕψους τοῦ Ἀργέντου καί τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως, ἦταν σύμφωνοι μέ τόν ἀναβαπτισμό τῶν Δυτικῶν καί ὑποστήριξαν τόν Κύριλλο, σηκώθηκε ἀντίδραση σφοδρή ἐκ μέρους τῶν Μητροπολιτῶν»[31].

Ἐπίσης καί ὁ Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός ἀναφέρει, «Ὁ Σκουβαρᾶς, ἀναφερόμενος στίς ἐπιθέσεις ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου, γράφει:ἱ Λατῖνοι καί οἱ Οὐνῖται εἶδαν τό πράγμα ὡς "διατάραξιν τῶν ὁμαλῶν κοινωνικῶν σχέσεων" καί "ὕβριν προσγενομένην κατά τῆς πίστεώς των". Στούς κόλπους τῶν πρέσβεων τῶν βασιλέων τῆς Δύσης ἐπικράτησε ἀναταραχή. "Ὀρθῶς διέδιδον ὅτι, τούτου διευρυνομένου καί παγιουμένου, παραβλάπτονται πολλαπλῶς τά συμφέροντα τῶν ἐντός ὁρίων τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας· ὅθεν προσεπάθησαν νά ἀντιδράσουν καί ἀναφανδόν καί παρασκηνιακῶς. Ἐφάρμοσαν τακτική πολεμικῆς ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου ἐπιτηδείως ἐξάπτοντες τούς ἐν τέλει Ὀθωμανούς ἐναντίον του… ἠπείλησαν ὅτι θά προβοῦν εἰς οἰκονομικά ἀντίποινα καί θά λάβουν θρησκευτικά ἀντίμετρα κατά τῶν πολυαρίθμων Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς»[32].

Παρ' ὅλες ὡστόσο τίς ἀντιδράσεις καί προπηλακισμούς πού ὑπέστη ὁ Κύριλλος Ε΄   προσωπικῶς[33], τόν Συνοδικό Ὅρο του, οὐδείς ἄλλος ἀντιφρονῶν μετέπειτα Πατριάρχης ἤ Σύνοδος, τόλμησε νά ἀναιρέσῃ.

Ὁ κύριος λόγος βεβαίως πού δέν ἀναιρέθηκε ὁ Συνοδικός Ὅρος τοῦ ἔτους 1755, ἦταν ἡ ὀργή τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος  πολλάκις σέ ὅλο αὐτό τό χρονικό διάστημα τῆς διαμάχης στάθηκε στό πλευρό τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου καί τῶν σύν αὐτῷ, ἀντιδρῶντας ἔντονα στό καινοτόμο πνεῦμα πού διακατεῖχε τούς ὑποστηρικτές τοῦ Λατινικοῦ βαπτίσματος. Αὐτός ὁ λαός ἦταν πού κατεβίβασε ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ Θρόνου τόν λατινίζοντα Καλλίνικο,  παραμείνας ἐλάχιστα σέ αὐτόν, ὅταν αὐτός καταφέρθηκε ἐνάντια στόν Συνοδικό Ὅρο τοῦ 1755, ὑβρίζων τούς συντάκτες του ὡς Ἀναβαπτιστές, καί ἀποφαινόμενος, φυσικά, ὑπέρ τοῦ ψευδοβαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν.

 Ὁ Τ. Γριτσόπουλος καί ὁ Βασ. Γεωργιάδης κατακρίνουν τόν Καλλίνικο, διότι «στιχοπλοκῶν ἔσκωψε μετά πείσματος τόν προκάτοχόν του, ἰδία διά τό ζήτημα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, καίτοι ὁ ἴδιος δέν ἐτόλμησε νά ἀνατρέψη τόν Ὅρον διά συνοδικοῦ τίνος τόμου, παρά τά ὅσα εἰς τήν πρώτην τοῦ Κυρίλλου καθαίρεσιν ἐπί τοῦ θέματος κατ’ αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ ἐκστομίζει»[34].

Ἐπίσης καί ὁ Ἐπισκ. Κάλλιστος Ware γράφει διά τήν μή κατάργηση τοῦ Ὅρου, λόγῳ τῆς λαϊκῆς ὀργῆς: «Ἄν καί ἦτο ὁ κατ’ ἐξοχήν ἀντιδραστικός τοῦ Ὅρου τοῦ Κυρίλλου ὁ Καλλίνικος, δέν ἔκαμε τίποτε διά νά τόν κατάργηση. Μέ τόση λαϊκή ἀντίδρασιν ἐναντίον του δέν ἐτόλμησε νά παροξύνη τό ζήτημα περισσότερον...  ἦτο τόσον ἀντιπαθής εἰς τόν λαόν, ὥστε δέν ἦτο εἰς θέσιν νά ἱερουργήση εἰς τήν Θ. λειτουργίαν οὔτε νά κάμνη δημοσίας ἐμφανίσεις χωρίς τήν παρουσίαν τῆς Τουρκικῆς Ἀστυνομίας»[35].

Ὁ λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως στήριξε τίς ἀποφάσεις τοῦ Κυρίλλου, διότι διέβλεπε τόν ἐπικείμενο κίνδυνο ἀπό μέρους τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι καραδοκοῦσαν ἵνα ἐπιτύχουν τούς καταχθονίους σκοπούς τους. Ἦταν γνωστές ἄλλωστε οἱ συνεχεῖς πιέσεις πρός Πολιτικούς καί ἀνωτέρους ἐκκλησιαστικούς κύκλους, ὅπως ἐφαρμόζουν ἐλαστικότερη συμπεριφορά ἀπέναντί τους, ἔχοντες ἔτσι περισσότερη ἐλευθερία κινήσεων. Ἐπίσης, ἦταν σέ γνώση τοῦ λαοῦ τό ὅτι, δέν ἦταν μόνο θέμα ἐξωτερικῶν πιέσων ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητας τοῦ Παπικοῦ βαπτίσματος, ἀλλά καί ἰδιαιτέρου αἱρετικοῦ φρονήματος πολλῶν ἐκ τῶν ἀρχιερέων καί λογίων, οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε μετά περισσοῦ ζήλου καί φανατισμοῦ ἐνεργοῦσαν παντοδαπῶς ὑπέρ τῶν συμφερόντων τῶν Λατίνων. Δι᾿ αὐτό καί δέν δίστασε οὗτος νά φθάσῃ ἀκόμη καί σέ ἀκρότητες, ὥστε νά μήν ἐπικρατήσῃ ἡ κατά τῶν ὀρθοδόξων ἐπιβουλή τῶν Δυτικῶν, διά μέσου τῶν ἡμετέρων δωσιλόγων.

Σύγχρονοι μελετητές τοῦ ζητήματος παρουσιάζουν τήν ἀπαξίωση ἀλλά καί τήν ὀργή πού  ἔδειχνε διά τοῦτο ὁ λαός στό πρόσωπο τοῦ  Καλλινίκου,  «Ἄσχημη εἰκόνα γιά τόν Καλλίνικο σχηματίζει κανείς ἀπό τά γεγονότα τῆς ἐκλογῆς του, ὅπως μᾶς τά διηγεῖται ὁ Ὑψηλάντης (Τά μετά τήν ἅλωσιν, σελ. 373) ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Καλλίνικος πού στίς 17 Ἰανουαρίου "ἐδάρη πολλά ὑπό τοῦ πλήθους καί κατά πρόσωπον καί ἐπληγώθη μαχαίρα...»[36].

«Ἀλλ' ἡ ἐν τοιαύτη τῶν παθῶν ἐξάψει διά τῶν δυτικῶν προαγωγή τοῦ Καλλινίκου ἦν κάκιστος οἰωνός καί ἀπαίσιον προοΐμιον τῆς πατριαρχείας αὐτοῦ, καί διά τοῦτο εὐθύς τῇ ἑπομένῃ ἡμέρᾳ, τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὄχλος πολύς συνελθών εἰς τόν πατριαρχικόν ναόν ἐκάκωσεν αὐτόν ὡς «φράγκον» μετά τήν ἀπόλυσιν, μόλις ἡμιθανῆ διασωθέντα»[37].

Ὑπάρχουν ὅμως παλαιοί  ἀλλά καί  σύγχρονοι συγγραφεῖς, ἀσχοληθέντες μέ τούς βίους τῶν Λατινιζόντων αὐτῶν ἀρχιερέων, ὅπου τούς παρουσιάζουν ὡς Μάρτυρας, πού εἶχαν ὑποστῇ ἀμέτρους διώξεις καί κατατρεγμούς, ἀπό τούς (κατ᾿ αὐτούς) φανατικούς καί μισαλλοδόξους «ἀναβαπτιστάς» ἀντιπάλους τους, ἕνεκα τῶν πιστεύω τους. Τίς περί τοῦ βαπτίσματος χαλαρές ἰδέες αὐτῶν, παρουσιάζουν ὡς μίαν ἀναγκαία τακτική πρός ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους!

Ὅ,τι δηλαδή γινόταν με τούς Ἑνωτικούς πρίν τήν πτώση τῆς Κων/λης, ἀλλά καί σήμερα μέ τούς Οἰκουμενιστές!

Μέ ἄλλα λόγια νά θυσιάσουμε τήν Πίστη, διά νά σώσουμε τά ἄψυχα οἰκοδομήματα[38]!!!

Πῶς ὅμως ἐπωφελεῖτο ἡ Ἐκκλησία; Ἀπεμπολῶντας τήν πίστη περί τοῦ ὀρθοῦ Βαπτίσματος, τήν ὁποίαν παρέλαβε ἐξ' Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, μέ ἀντάλλαγμα μιᾶς ψυχοφθόρου εἰρήνης μέ τούς Λατίνους; Πράγματι ὁ περί βαπτίσματος ἔλεγχος τῶν Ὀρθοδόξων ἐκνεύριζε καί προσέβαλε ὅσο τίποτε ἄλλο τούς Λατίνους, διά τοῦτο καί μετήρχοντο κάθε μέσο, ὥστε νά παύσουν κάθε εἴδους συζητήσεις περί  τοῦ ψευδοβαπτίσματός τους.

Μποροῦσαν νά ἀνέχονται κάθε εἴδους ἔλεγχο διά τίς λοιπές  καινοτομίες καί αἱρέσεις τους, ἐκτός ἀπό αὐτόν! Ἡ μεγαλυτέρα προσβολή δι᾿ αὐτούς ἦταν καί εἶναι, νά τούς ὀνομάσῃ κάποιος ἀβαπτίστους!!!

 Ὅσο λοιπόν καί ἄν διατείνονται καί κραυγάζουν οἱ ὑποστηρικτές τῶν ψευδοβαπτισμάτων, παρουσιάζοντας ὡς "ἀναβαπτιστάς" τούς ἐμμένοντες στίς Ὀρθόδοξες διδασκαλίες καί Παραδόσεις περί τοῦ Βαπτίσματος, ἄς γνωρίζουν ὅτι ἀκόμη καί σήμερα, αὐτό πού  ἰσχύει σάν ἐπίσημη Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καί θά εἶναι διαπαντός, ὁ Συνοδικός Ὅρος τοῦ ἔτους 1755, ὁ ὁποῖος διατάσσει τόν ἐξ ἀρχῆς βαπτισμό, ὅλων τῶν εἰς τήν Ὀρθοδοξία εἰσελθόντων αἱρετικῶν.

Ὅσοι δέν τόν τηροῦν, εἶναι ἁπλῶς παραβάτες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!

 Οὐδενός Συνοδικοῦ Ὅρου ἤ Ἀποφάσεως τό κύρος δύναται νά ἀναιρεθῇ, ἐπειδή δέν εἶναι ἀρεστή σέ κάποιους ἰδιῶτες, ἀλλά μόνο ἀπό ἄλλη τινά  Σύνοδο, παρομοίου κύρους ἤ καί μεγαλυτέρου[39]. Προϋπόθεση βεβαίως διά μία τέτοια διόρθωση εἶναι ὅτι, ἐπιβάλλεται νά  προσήκει καί νά συνάδει μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων.

Σύνοδος πού δέν εἶναι κατά πάντα σύμφωνη μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, θεωρεῖται ψευδοσύνοδος καί οἱ ἀποφάσεις της ἀπόβλητες, καταδικαστέες καί καταφρονητέες!



[1]     Μανουήλ Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, Τόμ. Β', σελ. 459, Ἔκδ. 1888.

[2]    Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 460.

[3]    Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 462.

[4]   Πρβλ. «Ὅθεν οἱ Λατῖνοι ποιοῦντες τῷ ῥαντισμῷ καθ' ὅν ἐκλείπουσιν αἵ τε καταδύσεις καί ἀναδύσεις, θανασίμως ἁμαρτάνουσι...». Δοσιθέου, Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, σελ. 525, ἔκδ. 1860.

[5]   Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 460.

[6]    Κανονικαί Διατάξεις, σελ. 483.

[7]    Θεωρεῖται βέβαιο, ἄν καί τό ἔργο κυκλοφόρησε ἀνώνυμο, ὅτι συνεγγράφη ὑπό τοῦ Εὐστρατίου Ἀργέντη, Ὅρα, Τό Βάπτισμα τῶν μή Ὀρθοδόξων, Ἑλένης Γιαννακοπούλου, Ἀθήνα 2015, σελ. 393.

 [8]     Σέργιος Μακραῖος, παρά Κων/νου Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, ἐν Βενετίᾳ, 1872, τόμ. Γ΄, σελ. 410. «Τῶν Ἀρμενίων τό ἔθνος ἐφύλαττε τόν ἀληθῆ τύπον τοῦ βαπτίσματος· κατά δέ τόν προλαβόντα δέκατον ὄγδοον αἰῶνα, ἀγόμενον καί φερόμενον ὑπό τῶν μισιοναρίων καί πολλῶν ὑπαγομένων τοῖς δόγμασι καί ἐθίμοις τῆς Ῥώμης, συνέχεε τήν ὀρθήν παράδοσιν τοῦ βαπτίσματος...».

 Βλπ. Προσθήκη Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἔκδ. 1795, τόμ. Δ΄, σελ. 315-319.

[9]   Εὐστρατίου Ἀργέντη, Ῥαντισμοῦ Στηλίτευσις, σελ. 38, ἔκδ. 1756. «...ὁ κελεύων μύρῳ χρίειν τούς αἱρετικούς Λατίνους, ἐγένετο εἰς τήν ἀρχήν, ὅταν οἱ Λατῖνοι ἁλμυρόν ῥαντισμόν οὐκ εἶχον, ἀλλ' ἐπίσης ἡμῖν τῷ θείῳ ἐβαπτίζοντο βαπτίσματι».

    Περιοδικό Νέα Σιών, 1924, τόμ. 19, «Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι δέν παρέσχον τήν ἀναγκαίαν στάθμην τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, ὡς εἴδομεν, καί διά τοῦτο αἱ μετ' αὐτές αἱρέσεις ὡς πρός τό βάπτισμα κρίνονται ὑπό τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν κατά τάς διαφόρους αὐτῶν ἀνάγκας καί ἀναλόγως τῶν διαφόρων ἱστορικῶν ἐποχῶν».

[10]    Ἑλένης Γιαννακοπούλου Δρ. Θ., Τό Βάπτισμα τῶν μή Ὀρθοδόξων 1453-1756, ἔκδ. 2015. .

[11]    Παρά τήν συμφωνία τους μέ τόν Πατριάρχη, διά τό θέμα τοῦ Βαπτισμοῦ τῶν αἱρετικῶν, εἶχαν ὅμως ἀντίθετη στάση στήν περί τῶν Μνημοσύνων ἔριδα. Βλπ. Θ. Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν, σελ. 202, ὑποσ. 20, καί Γ. Μεταλληνοῦ, Ὁμολογῶ ἕν Βάπτισμα, Ἀθῆναι 1983, σελ. 67.

[12]     Κατά Λατίνων στηλιτευτική Ἐπιστολή, σελ. 19-20. Ἐν Κων/λῃ, 1839.

[13]  Τό νά ἀναφέρεται κάποιος στούς ὑποστηρικτές τοῦ δι’ Ἐπιχύσεων βαπτίσματος, ὡς “λατινίζοντες,” ἤ “λατινόφρονες”, δέν εἶναι ἄστοχο, καθώς δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀσπάζεται κανείς πάντα τά τῶν Λατίνων, ἀλλά ἔστω καί μία καινοτομία καί αἵρεση αὐτῶν νά ἀποδεχθῇ, ἐπαξίως ἀποκτᾷ τόν χαρακτηρισμό. Ὡσαύτως, παλαιότερα ἐπί Βέκκου, οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες ἀποκαλοῦσαν “ἀζυμίτας” τούς “πατριαρχικούς”, ἔστω καί ἄν δέν ἀποδεχόταν τά ἄζυμα, ἤ κάποιαν ἄλλη αἵρεση αὐτῶν, παρά ἦταν ἐπιζητοῦντες μόνο τό ψιλό μνημόσυνο τοῦ Πάπα!

 [14]   Αὐξέντιος Μοναχός, σφοδρός πολέμιος του λατινικοῦ ψευδοβαπτίσματος καί θερμός ὑποστηρικτής τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου.

[15]    Ἐμμ. Λιναριτάκη, Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Καλλίνικος Γ' (Δ)' καί το θέμα τοῦ  Ἀναβαπτισμοῦ, (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 362.

[16]    Αὐτή ἡ κακόδοξη πλάνη, τό ὅτι ὑπάρχει ἔγκυρο βάπτισμα μέσα στήν αἵρεση δέν ἦταν καινούργιο ἐφεύρημα, ἀλλά πρῶτος πάπας Κάλλιστος (217-222) καί μετέπειτα ὁ πάπας Στέφανος (254-257), σύγχρονος τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, προσπάθησε νά ἐπιβάλλῃ αὐτήν τήν δοξασία, κατά τήν μεταξύ τους περί βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν διένεξη.

[17]   Ἔνθ. ἀν., Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Καλλίνικος..., σελ. 364.

[18]   «Τό πολλάκις ἐπαναλαμβανόμενον, κατ' ἐπίδρασιν προφανῶς τῶν ὑπό τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας διδασκομένων, ὅτι ὡς ἄκυρον ἀνεγνωρίσθη μόνον τό βάπτισμα τό τελεσθέν ὑπό λειτουργῶν αἱρέσεων, μή ἀποδεχομένων τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος-τοὐλάχιστον ἐν ταῖς γενικαῖς γραμμαῖς-καί μή εἰς τό ὄνομα αὐτῆς βαπτιζόντων, οὐδόλως εἶναι ἀκριβές». Θεολογία, ἔτος 1957, ὑπό Ἀναστ. Χριστοφιλοπούλου, Ἡ εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν προσέλευσις τῶν Ἀλλοθρήσκων καί Ἑτεροδόξων, σελ. 196.  

[19]    Ἔνθ. ἀν. σελ. 363.

[20]    νθ. ἀν. σελ. 362.

[21]    Ἔνθ. ἀν. σελ. 361.

[22]   Ῥαντισμοῦ Στηλίτευσις, σελ. 21, ἔκδ. 1756.

[23]   Κων/νου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Ἅπαντα Σωζόμενα, τόμ. Α', Ἔκδ. 1862, σελ. 426. «...αἱ δέ σχετικαί ἀπαγορεύσεις τῆς ἐπαναλήψεως ἀναφέρονται οὐχί εἰς τό ψευδώνυμον βάπτισμα, ἀλλ' εἰς τό τῶν Ὀρθοδόξων...».

[24]   Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 55-7.

   Βλπ. καί Διαταγαί Ἀποστόλων, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 2, σελ. 104. «Ὁμοίως καί βαπτίσματι ἑνί ἀρκεῖσθαι μόνῳ τῷ εἰς τόν τοῦ Κυρίου θάνατον δεδομένῳ οὐ τῷ παρά τῶν δυσωνύμων αἱρετικῶν, ἀλλά τῷ παρά τῶν ἀμέμπτων ἱερέων δεδομένῳ... Οὐ γάρ εἰσιν ἐκεῖνοι ἱερεῖς·λέγει γάρ πρός αὐτούς ὁ Θεός «Ἐπεί καί σύ ἀπώσω γνῶσιν, ἀπώσομαί σε τοῦ ἱερατεύειν μοι”· οὔτε μήν οἱ βαπτισθέντες ὑπ᾿ αὐτῶν μεμύηνται, ἀλλά μεμολυσμένοι ὑπάρχουσιν, οὐκ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνοντες, ἀλλά θεσμόν ἀσεβείας».

[25]  «...οἱ γάρ αἱρετικοί οὕς τήν αἵρεσιν ἀποσεισαμένους καί προστεθέντας τῇ καθολικῇ Ἐκκλησία, δέχεται ἡ Ἐκκλησία, καίτοι ἐλλιπῆ ἐσχηκότες τήν πίστιν, τέλειον ἔλαβον τό βάπτισμα, ὅθεν τελείαν ὕστερον τήν πίστιν κεκτημένοι οὐκ ἀναβαπτίζονται». Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Ὁμολογία Πίστεως, ἔκδ. 1672, σελ. 38.

[26]    «εἶτα τό βάπτισμα τό παραδοθέν ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων πατέρων ἀπαιτεῖ τρεῖς καταδύσεις, καί τρεῖς ἀναδύσεις, καί κινδυνεύει εἶναι ἀβαπτίστους τούς μή οὕτω βαπτιζομένους χωρίς ἀναγκαίας αἰτίας». Δωδεκάβιβλος, σελ. 525.

[27]   Ῥαντισμοῦ Στηλίτευσις, σελ.38.

[28]    Ὁμολογῶ ἕν Βάπτισμα, σελ. 59.

[29]    Ὁμολογῶ ἕν Βάπτισμα, σελ. 67.

[30]  Ἐμμ. Λιναριτάκη, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 382-3.

[31]  Μαρίας Μανάκου, Ἡ Σύνοδος τοῦ 1755, ἱστορικοκανονική προσέγγιση, Μεταπτυχιακή Ἐργασία, Κατερίνη, 2008, σελ. 74. Στῆβεν Ράνσιμαν, Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ, (μετάφρ. Νικολ.   Παπαρρόδου), Ἀθήνα 1979, σελ. 616-618.

[32]  Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμολογῶ ἕν βάπτισμα, Ἀθῆναι, 1983, σελ.65.       Μαρίας Ι. Μανάκου, Ἡ Σύνοδος τῆς Κων/λης τοῦ ἔτους 1755  σελ. 84.

[33]  Μαρίας Μανάκου, Ἡ Σύνοδος τοῦ 1755…, σελ. 69. Σέργιος Μακραῖος,  Ὑπομνήματα ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, παρά Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄, Βενετία 1872, σελ. 217. Ὁ Σέργιος Μακραῖος ἀναφέρεται γλαφυρῶς περί τῶν τραγικῶν καταστάσεων, πού διαδραματιζόταν λόγῳ τῆς ἐπιβουλῆς τῶν Λατίνων. «...τῶν ἀπηνῶν καί αἱμοβόρων λύκων τῆς δύσεως… διηνεκῶς ἐπαγρυπνοῦντες ἀδιαλείπτως διηγωνίζοντο οἱ  μακαριώτατοι πατριάρχαι… ἐν ταῖς νήσοις καί τή μικρή Ἀσία διακηρυττομένη ἡ διαλαλιά ὅτι οἱ Λατῖνοι εἰσίν ἀβάπτιστοι, ἀπεσόβει τούς λυμεώνας καί διετείχιζεν. Ἐλύπει δέ τούτους μάλιστα καί ἡ τοῦ πατριάρχου κυρίου Κυρίλλου εἰς τόν θρόνον καθίδρυσις· ἤν γάρ διάπυρος ζηλωτής τῶν ὀρθῶν δογμάτων καί γενναῖος  πολέμιος τῆς δυτικῆς δουλοφροσύνης καί προφανής καθαιρέτης τῆς ἀθέου αὐτῶν μηχανουργίας».

[34]    Ἔθν. Ἀνωτ., σελ. 382, Γριτσόπουλος Τ., Ὁ Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος Ε΄, σελ. 382,  Γεωργιάδου Β. “Ἐκκλησιαστικά Πάρεργα”, Ἐκκλ. Ἀλήθεια., 3 (1882-1883) 620».

[35]   Ἐνθ. Ἀνωτ. Ware Τ. Eustratios Argenti, σελ. 77 ἐ.

[36]  Ἐμμ. Λιναριτάκη, Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Καλλίνικος…, σελ. 43.

[37]  Ἔνθ. ἀνωτ., Γεωργιάδου Β., Ἐκκλ. Ἀλήθεια., 3, 618».

[38]   Ματθ. 6, 21, «...ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν...».

[39]  «Ἀλλ' ἐρωτᾶται περαιτέρω, ἐάν ἡ τοιαύτη ἐν τοῖς πράγμασι (de facto) ἀχρηστία τοῦ Ὅρου τοῦ πατριάρχου Κυρίλλου Ε' ἀπέκτησε νομικόν κῦρος, ἐπαγαγοῦσα καί τήν νόμιμον ( de jure) αὐτοῦ κατάργησιν. Κατά τήν νεαράν 1 Λέοντος στ' τοῦ σοφοῦ, ἀποτελοῦσαν τήν τελικήν τοῦ θέματος ῥύθμισιν οὔ μόνον ἐξ ἀπόψεως κοινοῦ βυζαντινορρωμαΐκοῦ ἀλλά καί τοῦ τάς περί πηγῶν δικαίου διατάξεις τοῦ τελευταίου τούτου ἀποδεξαμένου ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, ἡ κατάργησις γραπτοῦ κανόνος γίνεται μόνον δι' ὁμοίου καί οὐχί ἐθιμικῶς». Θεολογία, ἔτος 1957, ὑπό Ἀναστ. Χριστοφιλοπούλου, Ἡ εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν προσέλευσις τῶν Ἀλλοθρήσκων καί Ἑτεροδόξων, σελ. 202-203.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου