Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Μέρος 1ον ΠΕΡΙ ΑΚΡΙΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ Η ΕΓΚΥΡΟΤΗΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥΣ, ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΤΩΝ "ΝΕΟΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΩΝ"

Η ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟ ΑΚΡΙΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ  ΚΑΙ ΚΑΘῌΡΗΜΕΝΩΝ  ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟ-ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ

Δεκαετίες τώρα ὑπάρχει ἕνα θέμα πού διχάζει τούς πιστούς οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τό παλαιόν ἑορτολόγιον (οἱ συγκεκριμένοι δέν ἔχουν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μέ τούς Οἰκουμενιστάς), τό  ὁποῖον καί ἔγινε αἰτία πολλῶν χωρισμῶν καί διενέξεων. Αὐτό, τῶν ἐγκύρων ἤ μή, μυστηρίων τῶν καινοτόμων νεοημερολογιτῶν καί λοιπῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἡ συζήτησις ἐπάνω εἰς αὐτό τό θέμα αὐτό εἶναι διαχρονική  καί δέν ἔχει ἐπιφέρει κανένα ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ γίνεται ὄχι βάσει κανονικοῦ διαλόγου, ἀλλά σπασμωδικῶς καί χωρίς κάποιους ἐπισήμους ἐκκλησιαστικούς φορεῖς πού νά τήν διευθύνουν. Γίνεται κυρίως διά λιβέλλων καί ἄλλων κιτρινιστικῶν φυλλαδίων, πού ὁ καθένας προσπαθεῖ νά δικαιώσῃ τήν ἄποψίν του καί νά ἐπιβληθῇ τοῦ ἀντιπάλου! Ἡ Ἀλήθεια βεβαίως δέν μπορεῖ νά εὑρεθῇ οὔτε μέ ὕβρεις, οὔτε μέ παραποιήσεις κειμένων, οὔτε μέ κατάρες καί ἀναθέματα, ἀλλά μέ εἰλικρίνεια καί σεβασμό πρός αὐτήν, εἰς τόν δρόμο πρός τήν πραγματικήν ἀναζήτησίν της.

Εἶναι μάλιστα ἀπορίας ἄξιον ἐπί τοῦ προκειμένου, πώς πιστοί καί μάλιστα μοναχοί, δέν διστάζουν νά παραποιήσουν στοιχεῖα καί δεδομένα, ἁπλῶς διά νά στηρίξουν τήν γνώμην τους, ἀδιαφορῶντας ἄν αὐτό εἶναι ἠθικό καί ἔντιμο καί ἀντιπροσωπεύει αὐτό, διά τό ὁποῖο ἐρευνοῦν, δηλαδή τήν Ἀλήθειαν! Ἴσως μερικές φορές ὁ σκοπός νά ἁγιάζῃ... τά μέσα! Ἴσως πάλι ἡ ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας νά εἶναι ἕνα ἄλλοθι διά νά ἐκτονώσουμε τά πάθη μας  ἐπάνω εἰς τούς ἄλλους, χωρίς ὅμως νά κατηγορηθοῦμε γι' αὐτά! Ποῖος ἄλλωστε θά τολμοῦσε νά κατηγορήσῃ κάποιον πού ὀργίζεται διά τήν... Πίστη; Ἐκ τούτου, σέ γενικές γραμμές παρατηρεῖται μία τάση ἐμπαθείας ἀνάμεσα εἰς τούς ὑποστηρικτάς τῶν δύο αὐτῶν θέσεων, μέ τόν ἕναν νά κατηγορῇ τόν ἄλλον ὅτι ἀντιτίθεται εἰς τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν καί στάσιν τῶν Πατέρων, ἀπέναντι σέ παρόμοια ζητήματα πού προέκυψαν κατά τό παρελθόν. Τοῦτο συμβαίνει διότι εἰς τά παραδείγματα πού ἔχουμε ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν,  ὑπάρχουν πολλές ἀοριστίες καί ἀσάφειες εἰς τάς ἀναφοράς τῶν τότε γεγονότων.

Ὑπάρχει βεβαίως καί ἡ μετριοπαθής τάση, πού προσπαθεῖ νά γεφυρώσῃ τίς δύο πλευρές. Ἡ ἀλήθεια ὅμως δέν μπορεῖ νά εἶναι κάπου εἰς τήν μέση... καθώς εἰς αὐτά τά θέματα δέν χωροῦν μεσότητες· κάποια εἶναι ἔγκυος, ἤ δέν εἶναι! Ἔτσι καί εἰς τήν περίπτωσίν μας, ἤ ἔχουν Θείαν Χάριν τά Μυστήρια τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν, ἤ ὄχι∙ δέν ὑπάρχει ἐναλλακτική!

Κάτω λοιπόν ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες θά προσπαθήσωμεν, Θεοῦ θέλοντος, μέ τήν σειράν μας νά συμβάλωμεν εἰς τήν περαιτέρω διερεύνησιν αὐτοῦ τοῦ προβλήματος, παραθέτοντας κάποιες  συμπληρωματικές σκέψεις εἰς τάς ἤδη ὑπάρχουσας.

Τό ζήτημα τοῦτο πυροδοτήθηκε τελευταῖα, ἀρχῆς γενομένης εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, ἕνεκα τῆς ἐμφανίσεως τῶν λεγομένων Νεοαποτειχισμένων,  τῶν νεωστί δηλαδή διακοπτόντων τό μνημόσυνον τοῦ "πατριάρχου", ἀλλά καί τῶν παλαιοτέρων Ἀκαινοτομήτων.  Οἱ Ἀκαινοτόμητοι εἶναι εὐάριθμος ὁμάδα πρώην ζηλωτῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τήν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μέ τούς ὑπολοίπους Ζηλωτάς Πατέρας, προέβαλον μίαν νέαν ἐκκλησιολογικήν δοξασίαν διά τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διακοπή αὐτή τῆς κοινωνίας,  δέν εἶχε ὡς βάσιν τήν διαμαρτυρίαν διά τά κακῶς κείμενα εἰς τόν χῶρον τῶν Γ.Ο.Χ., καί τίς πράγματι μεγάλες παρεκτροπές, πού κατά καιρούς ἐμπίπτει ὁ ἀνώτερος καί κατώτερος κλῆρος, ἀλλά τήν προώθησιν τῆς ἰδικῆς των ἐκκλησιολογίας. Ὑπάρχουν βεβαίως μέσα εἰς τήν ἐπιχειρηματολογίαν τους καί οἱ κατηγορίες περί σχισμάτων καί διασπάσεων εἰς τούς Γ.Ο.Χ., πού συχνά πυκνά ἀκοῦμε καί ἀπό τά στόματα τῶν νεωτεριστῶν, ἀλλά αὐτάς τάς θεωροῦμε ὡς προπέτασμα καπνοῦ... ἔτσι διά νά ἐμπλουτιστῇ τό κατηγορητήριόν τους, ἀφοῦ καί αὐτοί οἱ ἴδιοι πρίν καλά καλά νά βγοῦν εἰς τό πεδίον τῆς ''μάχης'', ἄρχισαν νά παρουσιάζουν διασπαστικά φαινόμενα, μέ ἀποτέλεσμα σέ ἐλάχιστον χρόνον νά διασκορπισθοῦν εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθησαν!!!

Διά νά λάβωμε μάλιστα μίαν ἰδέαν περί τό τί φρονοῦν, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά καταλάβῃ περί τίνος πρόκειται, θά ἀναφέρω μερικάς ἀπό τάς βασικάς δοξασίας των. Οἱ ἐκκλησιολογικές θέσεις τῶν Νεοαποτειχισμένων καί τῶν Ἀκαινοτομήτων δέν διαφέρουν μεταξύ τους σέ μεγάλο βαθμό, διό καί διά ἕνα μικρό διαστημα ἦρθαν σέ πλήρη ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν.

Οἱ Νεοαποτειχισμένοι πιστεύουν ὅτι, ὅταν κηρύττεται γυμνῇ τῇ κεφαλῇ αἵρεσις, δηλαδή φανερά, οἱ πιστοί πρέπει νά διακόπτουν μέν τό μνημόσυνον τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου ἤ ἐπισκόπου, χωρίς ὅμως νά ἀποκόπτονται καί ἀπό τήν “ἐκκλησίαν”, τήν ὁποίαν ποιμαίνει ὁ ἐν λόγῳ αἱρετικός! Ὁ ἀποτειχισμένος πιστός θά πρέπῃ μετά τήν ἀποτείχισίν του νά περιμένῃ τήν σύγκλησιν Ὀρθοδόξου Συνόδου, πού θά προβῇ εἰς τήν καταδίκην τῆς αἱρέσεως καί τῶν προεξαρχόντων αὐτῆς, ὥστε νά ἐπανέλθῃ ξανά μετά τήν ἀποκατάστασιν εἰς τήν προτεραίαν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν.

Ἡ αἵρεσις κατ' αὐτούς εἶναι κάτι πού ζεῖ καί κινεῖται μέσα εἰς τήν ἐκκλησίαν, καί πρέπει νά καταπολεμηθῇ μέσα ἀπ' αὐτήν καί ὄχι ἀπ' ἔξω. Δέν νοεῖται ἄκριτος αἱρετικός ἐκτός ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν ἡ αἵρεσις ἔχει κριθεῖ καί καταδικαστεῖ εἰς τό παρελθόν ἀπό κάποια Ὀρθόδοξον Σύνοδον· θά πρέπῃ δέ νά συγκληθῇ ξανά ἑτέρα Σύνοδος, πού θά κρίνῃ καί καθαιρέσῃ τούς αἱρετικούς ξεχωριστά. Σίγουρα πράγματα...! Διά τόν λόγον αὐτόν δέν νοεῖται κανονική χειροτονία κληρικοῦ, ἀνωτέρου ἤ κατωτέρου, ἔξω ἀπό τό κλίμα τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου, καθώς αὐτός, ἄν καί πεσμένος εἰς τήν αἵρεσιν, ἔχει τό μοναδικόν προνόμιον νά τελῇ κανονικάς καί ἰσχυράς χειροτονίας! Ἡ διαδοχή λοιπόν ἰσχυρῶν χειροτονιῶν ὑπάρχει μόνον εἰς αὐτόν καί εἰς τούς περί αὐτοῦ ὑπαγομένους “κοινωνικούς” ἐπισκόπους καί ὄχι εἰς τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, πού ὑφίστανται ἐκτός τοῦ κλίματός του.

Ἡ διενέργεια χειροτονιῶν ὑπό Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων χωρίς τήν συγκατάθεσιν τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου, θεωρεῖται παράνομος καί ἀντικανονική, ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς "Μίας Ἐκκλησίας"! Κανένας δηλαδή Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ νά χειροτονήσῃ κληρικόν, οὔτε κἄν διάκονον, ἤ ἀκόμη καί ἀναγνώστην, χωρίς τήν ἔγκρισιν τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου, διότι ἡ χειροτονία τελεῖται ἐκτός ἐκκλησίας! Ἐντός ἐκκλησίας εὑρίσκεται λοιπόν ὁ ἄκριτος αἱρετικός πατριάρχης καί τό συνάφι του καί ὄχι οἱ ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι πού ἀποστρέφονται τήν αἱρετικήν κοινωνίαν του! Νά τονίσωμεν ὅτι, ὅταν τούς ἀκοῦμε κάποιες φορές νά ἀποκαλοῦν τόν "πατριάρχην" ἐκτός Ἐκκλησίας, τοῦτο τό ἐννοοῦν μόνον δυνάμει καί ὄχι ἐνεργείᾳ! 

Εἶναι φανερόν ὅτι ἡ ὀρθόδοξος ὁμολογία δέν παίζει κατ'  αὐτούς κανέναν ρόλον, καθώς ἑστιάζουν ἀποκλειστικῶς εἰς τόν τύπον καί μόνον εἰς τόν τύπον, ἐφ' ὅσον θεωροῦν ἀνίκανον τήν αἱρετικήν ὁμολογίαν πίστεως νά στερήσῃ τήν ἁγιαστικήν χάριν! Αὐτό βεβαίως μᾶς θυμίζει ὀλίγον Παπικόν Κανονικόν Δίκαιον, πού οὔτε αὐτή ἡ πρᾶξις τῆς καθαιρέσεως μπορεῖ νά στερήσῃ ἀπό τούς καθῃρημένους τήν ἱερωσύνην· ἁπλῶς τήν καθιστᾷ ἀργή. Τόσο ἑδραιωμένη εἶναι ἡ ''Χάρις'' εἰς τούς αἱρετικούς! Ὅπως θά ἰδοῦμε παρακάτω, μέσα ἀπό τήν προσπάθειαν νά σταθῇ ἡ δοξασία τους, ἐπικαλοῦνται καί αὐτοί παραδείγματα πού συμπίπτουν μέ τήν Παπικήν ἐκκλησιολογίαν καί Δίκαιον[1], ἔστω καί ἄν δέν τό παραδέχονται.

Ἄς ἰδῶμεν ὅμως τί φρονεῖ καί ἡ ἄλλη πλευρά, αὐτή πού θεωρεῖ τόν αἱρετικόν πατριάρχην ἐνεργείᾳ ἐκτός Ἐκκλησίας καί ὄχι δυνάμει, μέ ὅ,τι αὐτό βεβαίως συνεπάγεται περί τῆς ἰσχύος καί ἐγκυρότητος τῶν ἐκκλησιαστικῶν του πράξεων. Ἡ δικιά τους πεποίθησις εἶναι πιό ξεκάθαρος καί ἀποδείξιμος, ἄν ἐξετάσωμεν τάς πηγάς καί τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα ἐπικαλοῦνται. Θεωροῦν πώς δέν εἶναι ἀπαραίτητος ἡ σύγκλησις Συνόδου διά νά βγῇ κάποιος ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐάν  κάποιο μέλος Αὐτῆς φωραθῇ νά κηρύττῃ αἵρεσιν φανερῶς (γυμνῇ τῇ κεφαλῇ), καί ἀφοῦ ἐλεγχθεῖ δύο καί τρεῖς φορές[2] καί συνεχίσει ἀμετανόητος, τότε ἡ Θεία Χάρις ἀπέρχεται ἀπ' αὐτόν, καθότι ὁ μολυσμός τῆς αἱρέσεως τόν ἐμίανε.  Λέγουν πώς ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις, ὑπάρχει ἀπαραίτητα καί μολυσμός.

Λέγουν ἀκόμη πώς, ὅταν ἕνα Μυστήριον στερεῖται ἁγιαστικῆς Χάριτος εἶναι ἀνυπόστατον, δηλαδή ἀνύπαρκτον· αὐτά εἶναι τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν πού ἔχουν κατεγνωσθεῖ Συνοδικῶς, ἤ αὐτῶν πού ἐλέχθησαν ὑπό τῶν Πατέρων, καθώς καί τῶν καθῃρημένων, ἀφοῦ διά τῆς καθαιρέσεως ἀπογυμνώθησαν τῆς ἱερωσύνης. Διακρίνουν ὅμως διαφορές, ὅταν τά Μυστήρια ἀναφέρονται ὡς ἄκυρα, καθότι ἕνα ἄκυρον Μυστήριον μπορεῖ νά εἶναι ὑπαρκτόν, ἤ ἀνυπόστατον· ἀναλόγως τήν περίπτωσιν. Ἕνα ἄκυρον Μυστήριον εἶναι ἀνυπόστατον ὅταν τελεῖται ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό αἱρετικούς ἤ καθῃρημένους, ἐνῷ ὑπαρκτόν, ὅταν ἐτελέσθη ἀπό Ὀρθοδόξους μέ κανονικήν χειροτονίαν, ἀλλά παρανόμως· διά παράδειγμα, χωρίς τήν ἄδειαν τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, καί δι' αὐτό ἀπαγορεύεται εἰς τούς πιστούς νά τά λαμβάνουν[3]. Ἀπό τό Μυστήριον αὐτό ἁπλῶς λείπει τό κῦρος, δηλαδή ἡ νομιμότητα· τό Μυστήριο αὐτό ὅμως εἶναι ὑπαρκτόν.

Ἡ πρώτη περίπτωσις ἀφορᾶ αἱρετικούς καί καθῃρημένους, ἐνῶ ἡ δευτέρα κατά πάντα Ὀρθοδόξους. Ἡ ἀποκατάστασις εἰς τήν νομιμότητα ἑνός Μυστηρίου τελεσθέντος  ὑπό Ὀρθοδόξου εἶναι εὔκολος ὑπόθεσις καί δέν ὑπάρχει χρεία ἰδιαιτέρων διαδικασιῶν, εἰς σχέσιν μέ τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, πού ἀναλόγως τῆς περιπτώσεως ἴσως χρειασθῇ καί ἡ συνολική γνώμη τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτές εἰς γενικάς γραμμάς εἶναι οἱ θέσεις τῶν δύο ἀντιτιθεμένων μερίδων, χωρίς βέβαια αὐτό νά σημαίνῃ πώς δέν ὑπάρχουν καί ἐσωτερικές διαφοροποιήσεις καί παραλλαγές εἰς τόν καθένα.

Ἡ περίπτωσις τῶν ἀποτειχισμένων μέ τήν ἀνωτέραν ἐκκλησιολογίαν, ἀποτελεῖ ἕνα ἐντελῶς καινούργιο φαινόμενον εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ποτέ εἰς τήν ἱστορίαν της δέν συναντᾶται παρόμοιος τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν. Κατά παράδοξον τρόπον θεωροῦν τούς αἱρετικούς ἐκτός ἐκκλησίας, ἀλλά ταυτοχρόνως καί ἐντός, ἐφ' ὅσον δέν ἐκρίθησαν πρῶτον ἀπό κάποια ὀρθόδοξον Σύνοδον συνισταμένη εἰδικά δι' αὐτούς, ὥστε νά τούς ἀποβάλῃ. Εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν παρατηροῦμε τούς ἁγίους Πατέρες νά ἀντιδροῦν μέ ἕναν ξεκάθαρον τρόπον, πού δέν ἄφηνε περιθώριον παρερμηνείας, ὥστε οἱ πιστοί νά προβληματίζονται τί εἶναι τό σωστόν ἤ ὄχι. Ἐγνώριζον πώς, ὅταν ἐμφανιστῇ κάποιος Πατριάρχης ἤ καί κατώτερος κληρικός νά κηρύττῃ φανερά αἵρεσιν, ἀμέσως ἀποτειχιζόταν καί προσπαθοῦσαν νά τόν συνεφέρουν μέ διαφόρους προτροπάς καί παρακλήσεις νά ἐπιστρέψῃ εἰς τήν ὀρθήν διδασκαλίαν.

Ἐάν ὁ παρεκκλίνων   Πατριάρχης ἤ κληρικός ἐπέμενε εἰς τάς αἱρετικάς δοξασίας του,  τότε οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες συγκροτοῦσαν Σύνοδον καί κατεδίκαζον τήν αἵρεσιν καί τούς φορεῖς αὐτῆς. Εἰς περίπτωσιν πού ἡ συγκρότησις Συνόδου ἦταν ἀδύνατος λόγῳ ἐπεμβάσεως τῆς κρατικῆς ἐξουσίας πού ἐστήριζεν τήν αἵρεσιν, τότε οἱ ὀρθόδοξοι  θεωροῦσαν τελεσίδικα τούς αἱρετικούς ἐκτός Ἐκκλησίας ἐστερημένους κάθε ἐκκλησιαστικοῦ δικαιώματος καί ἐξουσίας· ἔστω καί Συνοδικῶς ἀκρίτους. Καί σωστά ἔπραττον, διότι ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία θεωρεῖ ἐντός Ἐκκλησίας, μόνον ὅσους κρατοῦν ἀλώβητον καί ἀκεραίαν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί ὄχι ἀλλοιωμένη καί παραχαραγμένη.

Συμφώνως λοιπόν μέ τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, κάποιος αἱρετικός εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό τήν στιγμήν, πού μετά τήν ἐκδήλωσιν τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων του,  ἐλεγχθεῖ μετά πρώτης καί δευτέρας νουθεσίας καί παραμείνει εἰς τάς κακοδόξους ἀπόψεις του. Δέν χρειάζεται ἰδιαιτέρα διαδικασία δι' αὐτό, ἀφοῦ ἡ ὀρθή ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι πρωταρχικός παράγοντας διά νά ἀνήκῃ κάποιος εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἔστω καί ἄν φαινομενικά κατέχει τό πατριαρχικόν σχῆμα, ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο προσδίδει ἐξουσία καί κῦρος εἰς τό πρόσωπόν του. Τό ἀρχικόν του κῦρος δέν ἔχει πλέον καμία διοικητικήν καί ἐκκλησιαστικήν ἀξίαν, ἐφ' ὅσον δέν συνοδεύεται μέ τήν ὀρθόδοξον ὁμολογίαν, καί κατά συνέπεια στερεῖται καί κάθε ἐξουσίαν πνευματικήν ἐπάνω εἰς τό Ὀρθόδοξον ποίμνιον. Ἐπίσης καί κάθε ἱερατική πρᾶξις πού τελεῖ μένει ἀνενεργός καί ἀνίσχυρος.

Τό Ὀρθόδοξον ποίμνιον ἀναγνωρίζει ὡς ποιμένας, μόνον ὅσους ὀρθοτομοῦν τόν λόγον τῆς Ἀληθείας καί ὄχι ὅποιον θεολογεῖ ἐλευθέρως καί ὡς βούλεται, ὅπως οἱ σημερινοί ἐκκλησιαστικοί ταγοί τῆς νεωτερικῆς ἐκκλησίας. Ὅποιος λοιπόν θέλει νά ἐλευθεριάζῃ θεολογῶν, αὐτός ῥισκάρει τήν θέσιν του μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἔστω καί ἄν δέν ἐξεδήλωσεν εὐρέως τάς κακοδόξους ἀπόψεις του, ὥστε νά γίνουν ἀντιληπτές ἀπό τούς ἁρμοδίους Αὐτῆς φορεῖς, καί οὕτω νά προβοῦν εἰς τάς καταλλήλους διαδικασίας ἀπομακρύνσεώς του. Μέ ἁπλά λόγια, κατά τό φαινόμενον ἀνήκει μόνον εἰς τήν Ἐκκλησίαν! Οἱ πιστοί ὅμως οὐδόλως βλάπτονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μέ ἕναν τέτοιον αἱρετικόν, ἐφ' ὅσον ἀγνοοῦν τήν κρυφήν του πλάνην καί τόν θεωροῦν ὡς πραγματικόν ὀρθόδοξον.

Συμπέρασμα λοιπόν ἐκ τῶν προηγουμένων εἶναι ὅτι,  μπορεῖ μέσα εἰς τόν Ναόν νά βλέπουμε πολλούς νά προσέρχονται καί νά κοινωνοῦν, ἀλλά ἀγνοοῦμε ποῖος ἐξ αὐτῶν εἶναι πραγματικόν μέλος τῆς Ἐκκλησίας! Αὐτό συμβαίνει μέ τούς κρυφούς αἱρετικούς· ἀλλά τί γίνεται μέ αὐτούς πού παρρησία καί φανερῶς κηρύττουν κακοδοξίας; Μπορεῖ αὐτοί νά παραμένουν ἐπ' ἀόριστον ἐντός ἐκκλησίας ἐπειδή δέν συνεκροτήθη κάποια Σύνοδος, πού νά τούς καταδικάσῃ καί ἐκβάλλῃ ἐκτός Της; Ἔχουμε πάρα πολλά ξεκάθαρα παραδείγματα ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, πού μᾶς δείχνουν τόν σωστόν δρόμον!

Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπ' αὐτοῦ τοῦ θέματος, πού λέγει τά ἑξῆς: ''ἐάν ἐπιτρέψουμε νά προσδιοριστοῦν αὐτά πού ἔχουν θεολογηθεῖ ἀπό τούς Πατέρας ἀπροσδιόριστα, θά ἠδύνατο νά συγκατασκευασθῇ εὐχερῶς ἀπό πάντα βουλόμενο, ἀλλ' αὐτός θά καθυποβληθῇ εὐθύς ἀμέσως εἰς τό ἀνάθεμα, ἐάν δέν μεταμεληθῇ· διότι λέγει, ἄν κανείς κηρύττῃ διαφορετικόν ἀπό ἐμᾶς Εὐαγγέλιον ἄς εἶναι ἀνάθεμα''[4]. Ἐπίσης εἰς τήν τρίτην πρός Ἀκίνδυνον ἐπιστολήν του ἀναφέρει πώς, ὅποιος ἀκολουθεῖ τήν αἱρετικήν διδασκαλίαν του, καί διχοτομεῖ τήν μίαν θεότητα εἰς κτιστήν καί ἄκτιστον (δηλαδή κηρύττει αἵρεσιν), αὐτός ὁ ἴδιος διχοτομεῖ τόν ἑαυτόν του ἀποκοπτόμενος ἀπό τήν Θείαν Χάριν καί ἀποσπᾶται τελείως ἀπό τούς εὐσεβεῖς, ὄχι λιγότερο ἀπ' ὅτι οἱ αἱρετικοί, Ἄρειος, Εὐνόμιος καί  Μακεδόνιος, ἴσως καί περισσότερον[5]!!!

Σημαντική εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Ἁγίου καί εἰς τήν ὑψίστης σημασίας κατοχήν τῆς Ἀληθείας τῆς πίστεως, καθότι ἀποτελεῖ τόν συνδετικόν κρίκον τοῦ πιστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας,  ἀφοῦ ἡ ἀπομάκρυνσίν του ἀπ' αὐτήν τόν τοποθετεῖ αὐτομάτως ἐκτός της! Πράγματι, μᾶς λέει, ''κι ἄν ἐξαπατήσουν μερικούς καί τούς παρασύρουν, ὅποιοι καί ὅσοι κι ἄν εἶναι,  ἐκείνους μέν τούς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἱεράν Ἐκκλησίαν, αὐτή ὅμως μένει ἐξ  ἴσου ἀσφαλής καί ἀκράδαντος,  ἐστηριγμένη σταθερά εἰς ὅσα στηρίζεται ἡ ἀλήθεια.  Διότι οἱ ἀνήκοντες εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὀπαδοί τῆς ἀληθείας καί ὅσοι δέν ἀνήκουν εἰς τήν ἀλήθειαν,  δέν ἀνήκουν οὔτε εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ''[6].

Εἶναι φανερόν ἐκ τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πώς ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπ' τήν ἀλήθειαν, αὐτομάτως ἐκβάλλουν τούς ἑαυτούς των ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, δίχως ἄλλην διαδικασίαν, δίχως νά περιμένουν σύγκλησιν Συνόδων κ.τ.λ.! Πῶς λοιπόν φλυαροῦν κάποιοι περί αἱρετικῶν ἐντός Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους μάλιστα δέν τούς κουνᾶς μέ τίποτε ἀπό ἐκεῖ, ὅ,τι καί ὅσας κακοδοξίας καί ἄν ξεστομίζουν, ὅσας βλασφημίας κατά τῆς πίστεως καί ἄν ξερνᾶν, μέ τήν πρόφασιν τοῦ ἀκρίτου; Δέν γνωρίζουν ὅτι ἐφ' ὅσον καταδικασθεῖ κάποια αἵρεσις οἱ ἀποφάσεις της εἶναι διαχρονικές καί δέν χρειάζεται νά ἐπαναλαμβάνονται κάθε φορά πού κάποιος τήν ἐνστερνισθῇ εἰς τό μέλλον;  Μάρτυρας διά τήν διαχρονικότητα τῆς ἰσχύος τῶν ἀποφάσεων εἶναι καί πάλι  ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος ἐκφράζων τήν γνώμην τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει εἰς τόν πρῶτον Ἀντιρρητικόν λόγον του τά ἐξῆς: ''...τό γράμμα (τῆς Συνόδου), ἐπιτιμᾶ ἐκεῖ φανερά ὄχι τούς προηγουμένως ἀπολογηθέντας, ἀλλά ἐκείνους πού ἀνακινοῦν εἰς τό ἐξῆς ζητήματα...[7]''

 

Ἕνας ἄλλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, πού θεωρεῖται αὐθεντία στά θέματα αὐτά εἶναι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος ἔζησε καί ἐμεγαλούργησε μέ τούς ὁμολογιακούς του ἀγῶνες κατά τήν δευτέραν φάσιν τῆς εἰκονομαχίας.

Μετά τήν ἑβδόμην Οἰκουμενικήν Σύνοδον καί τήν καταδίκην τῆς εἰκονομαχίας, ἐπῆλθε εἰρήνη καί ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκατεστάθη. Ἡ Σύνοδος ἀφοῦ ἀναθεμάτισεν τήν αἵρεσιν καί καθῄρεσεν τούς ἀμετανοήτους εἰκονομάχους, ἐδέχθη κατ' οἰκονομίαν ὅσους μετεμελήθησαν εἰλικρινῶς καί τούς ἀπεκατέστησεν εἰς τήν ἱερωσύνην διά χειροθεσίας. Ἡ εἰρήνη ὅμως εἰς τήν Ἐκκλησίαν δέν ἐκράτησε πολύ, διότι μετά ἀπό κάποιο χρονικόν διάστημα ὀλίγων ἐτῶν τά ζιζάνια ἄρχισαν καί πάλι νά ἀναφύονται ἐπιδιώκοντας ξανά τήν ἀνασύστασιν τῆς αἱρέσεως. Οἱ περισσότεροι ὅπως πάντα[8], ἀνώτεροι καί κατώτεροι κληρικοί φοβούμενοι ἤ καί ἐπειδή εἶχον κρυφίως μέσα τους τό μίασμα τῆς αἱρέσεως, ἀκολούθησαν τούς ὑποκινητάς τῆς αἱρέσεως. Ὀλίγοι ἦταν αὐτοί πού ἔμειναν σταθεροί εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν τους καί μέσα εἰς  αὐτούς καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος μέ τήν μοναστικήν συνοδείαν του. Ὁ ἅγιος ὑπέστη τρομερούς διωγμούς καί βασανιστήρια διά νά ἀρνηθῇ τήν πίστιν του καί ἀκολουθήσῃ τούς συγχρόνους του εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἦσαν μέν ὑποκείμενοι εἰς τά διαχρονικά ἀναθέματα τῆς Ζ' οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά συμφώνως μέ τίς δοξασίες τῶν νεοαποτειχισμένων ἔφεραν τήν διαδοχήν τῆς ἱερωσύνης, ἀφοῦ δέν εἶχαν καθαιρεθεῖ ἐκ νέου ἀπό κάποια Ὀρθόδοξον Σύνοδον. Ἦσαν δηλαδή ἄκριτοι, ὅπως ἀκριβῶς καί οἱ σημερινοί νεοημερολογίτες, οἱ ὁποῖοι ναί μέν ἔχουν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μέ ὅλας σχεδόν τάς καταδικασμένας καί κεκριμένας αἱρέσεις τοῦ κόσμου ὑπό Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ἀλλά δέν ἔχουν καταδικαστεῖ ξεχωριστά καί καθαιρεθεῖ ἐπισήμως ἀπό κάποια νεωτέραν Ὀρθόδοξον Σύνοδον. Ὁ Ἅγιος ὅμως, κυρίως μέσα ἀπό τάς ἑκατοντάδας ἐπιστολάς του, μᾶς δίνει τό στίγμα τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἀπέναντι εἰς τάς φλυαρίας περί ἀκρίτων αἱρετικῶν, πού ἐνστερνίζονται σήμερα κάποιοι νεόκοποι ἀντιοικουμενιστές ''θεολόγοι''.

Εἶναι πολλά τά παραδείγματα πού συναντοῦμε εἰς τά συγγράμματά του, εἰς τά ὁποῖα εἶναι πασιφανεστάτη ἡ ἀντιμετώπισις τῶν εἰκονομάχων ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων, χωρίς καμία διάκρισιν ἀνάμεσα εἰς κεκριμένους καί ἀκρίτους. Χαρακτηριστικόν εἶναι τό παράδειγμα, πού ὁ Ἅγιος ἐρωτᾶται ἀπό κάποιον ἡγούμενον περί τινων ἱερέων ἐπιστρεψάντων ἀπό τήν αἵρεσιν, διά τοῦ τρόπου πού θά τούς δεχθοῦν καί πάλιν εἰς κοινωνίαν. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀποφαίνεται τά ἐξῆς: ''Ἡ συμβουλή μας εἰς τήν ἐρώτησιν τοῦ κυρίου ἡγουμένου εἶναι αὐτή, ὥστε μέχρι τήν ἑορτήν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων νά ἀπαλλαγοῦν ὅλοι ἀπό τό ἐπιτίμιον καί νά συμμετάσχουν εἰς τά μυστήρια. Ὅμως οἱ ἱερεῖς νά μή τελοῦν τά τῆς ἱερωσύνης, μέχρι νά συγκληθῇ ὀρθόδοξος σύνοδος, κατά τήν ὁποίαν θά δοθῇ κάθε ἄφεσις καί κάθε χαρά. Ἀλλά ὅλοι μαζί, σάν ἁπλοί μοναχοί, εἴτε εἶναι ἱερωμένοι, εἴτε ὄχι, νά εὐλογοῦν καί νά εὐλογοῦνται, καί νά εὔχονται καί νά δέχονται εὐχές''[9].

Εἰς ἄλλην ἐπιστολήν ἀπολογούμενος εἰς κάποιον ἡγούμενον διά τήν ἐπιβολήν ἐπιτιμίων  πού ἔβαλεν εἰς μεταμεληθέντας αἱρετικούς, λέει τά ἐξῆς σημαντικά: ''Καί διά νά μιλήσω συνοπτικά, ὁ ἱερέας πού μέ ὑπογραφήν ἤ μέ κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς νικήθηκε, ἤ ὁ διάκονος, νά ἐμποδίζεται τελείως ἀπό τήν ἱερουργίαν, ἀλλά καί ἀπό τήν κοινωνίαν. Μετά τήν λῆξιν ὅμως τοῦ ἐπιτιμίου νά κοινωνῇ βεβαίως τῶν μυστηρίων, ἀλλά ὄχι καί νά λειτουργῇ, μέχρι τήν ἁγίαν σύνοδον. Καί νά εὐλογῇ ἤ νά προσεύχεται ὡς ἁπλός μοναχός, ὄχι ὅμως ὡς ἱερωμένος, ἀλλὰ καί αὐτό μετά τή λῆξιν τοῦ ἐπιτιμίου. Καί νά μή μπαίνῃ εἰς τάς ἐκκλησίας πού κατέχονται ἀπό αἱρετικούς, οὔτε ἐὰν ἕνας ναός ἐλευθερωθῇ καί κρατεῖται ἀπό ὀρθόδοξον, ἀφοῦ ὅμως ἔχουν γίνει ἐκεῖ λειτουργίες αἱρετικές, νά μή λειτουργῇ ὁ ὀρθόδοξος χωρίς τήν λύσιν ὀρθοδόξου ἐπισκόπου''[10].

Βλέπομε λοιπόν τόν Ἅγιον καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις νά θεωρῇ τούς ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν αἵρεσιν ἱερεῖς ἀνεπαρκεῖς διά νά τελέσουν Θείαν λειτουργίαν, ἐάν πρῶτον δέν ἀποκατασταθοῦν ἀπό Ὀρθόδοξον Σύνοδον, διά χειροθεσίας βέβαια· πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι ἡ χειροτονία τους ἡ ὁποία ἔγινε ἀπό αἱρετικούς εἰκονομάχους, ἔστω καί ἀκρίτους, ὅπως καί τῶν σημερινῶν νεοημερολογιτῶν οἰκουμενιστῶν, ἦταν ἀνίσχυρες καί χρειαζόταν ἀποκατάστασιν. Μελετῶντας αὐτά τά δύο παραδείγματα ἔρχεται εἰς τό μυαλό μας ἡ σημερινή κατάστασις, πού ἱερεῖς ἀκολουθοῦντες τό νέο ἡμερολόγιον, ἤ ψευδοπαλαιοημερολογίτες ἁγιορεῖτες, κ.ἄ. χειροτονηθέντες ἀπό οἰκουμενιστές ἐπισκόπους, πανθομολογουμένως ὡς παναιρετικούς, ἀποκόπτονται ἐξ αὐτῶν καί γίνονται δεκτοί χωρίς καμίαν διαδικασίαν ἀπό τούς λεγομένους νεοαποτειχισμένους, καί δή ἁγιορείτας!!!

 

Συμφώνως μέ τά λεγόμενα τῶν νεοαποτειχισθέντων οἱ χειροτονίες τῶν ἱερέων αὐτῶν εἶναι κανονικότατες, ἀφοῦ ἐτελέσθησαν ἐντός ἐκκλησίας καί ἀπό ἐπισκόπους πού ἦταν μέν αἱρετικοί, ἀλλά εἶχαν Ἀποστολικήν διαδοχήν ἀπαρασάλευτον!  Ἡ θολή αὐτή θεώρησις τῶν πραγμάτων ἀπό μέρους τους καί ἡ ἀδυναμία νά διαχωρίσουν τήν ἀλήθειαν ἀπό τό ψεῦδος, δυστυχῶς προκαλεῖ μεγάλη σύγχυσιν εἰς τούς πιστούς, πού μένουν ἐνεοί μπροστά εἰς τό δίλλημα αὐτό. Δέν γνωρίζομεν τά κίνητρά τους, ἀλλά ἕνα εἶναι βέβαιον, ὅτι κάνουν μεγάλην ζημίαν εἰς τόν ἀγῶνα ἐνάντια εἰς τόν οἰκουμενισμόν, ἔστω καί ἄν αὐτό δέν τό παραδέχονται, ἀφοῦ ἀνατρέπουν καί παραποιοῦν κανόνας καί παραδόσεις αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἀπορίας ἄξιον πώς αὐτοί πού παρουσιάζουν τούς ἑαυτούς τους σάν ἐκφραστάς τῆς γνησίας ἀποτειχίσεως, παραβλέπουν τόσο ξεκάθαρες μαρτυρίες Ἁγίων, ἐμμένοντες εἰς τάς θεωρίας κάποιων ἀμφιλεγομένων ''θεολόγων'' τῆς ἐποχῆς μας, τύπου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἀριστ. Δελήμπαση κ.ἄ. Κάτω μάλιστα ἀπ' αὐτήν τήν δοξασίαν τοῦ ''ἀκρίτου'' κάποιοι ''ἀκαινοτόμητοι'' ἐδέχθησαν τινάς ''νεοαποτειχισθέντας''  ὡς λειτουργούς, πρίν ἀκόμη ἀπό τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου!!! Ἀστεῖα πράγματα!

Πῶς θά μᾶς πείσουν λοιπόν, ὅτι ἀκολουθοῦν τούς Πατέρας, ὅταν αὐτοσχεδιάζουν καί ''μαγειρεύουν'' κυριολεκτικῶς τάς δοξασίας τους, παρουσιάζοντες αὐτάς ὡς φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν στιγμήν πού τόσο ἐξόφθαλμα τούς παραποιοῦν ἤ τούς παραβλέπουν; Τί ἔχουν νά προβάλουν ὡς δικαιολογίαν διά τήν ἄμεσον ἀποδοχή αὐτῶν τῶν ψευδολειτουργῶν, χωρίς νά ὑπολογίσουν τήν κανονικήν τάξιν, πού ἐπιβάλει ἔστω καί ἕναν τυπικό κανόνα-ἐπιτίμιον, ὅπως καταδειχθῇ πώς ἔσφαλαν ὅλο αὐτό τό χρονικόν διάστημα πού ἐπικοινωνοῦσαν ἀμέριμνοι μέ τούς οἰκουμενιστάς; Πῶς ἔτσι ξαφνικά, καί ἐνῷ εἶναι ὑπόλογοι ἐνώπιον τῶν ἱερῶν κανόνων διά τήν πολυχρόνιον παραβίασίν των, διά τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας των, αὐτοί παρουσιάζονται ὡς ἥρωες καί ὁμολογητές χωρίς ἴχνος ἐνοχῆς-ντροπῆς;

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἦταν κάθετος σχετικῶς μέ τούς ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν αἵρεσιν κληρικούς καί ὄχι μόνον. ''Καί ἐγώ λέγω· Ἐάν σύμφωνα μέ σᾶς μετά τήν ἄρνησιν, δηλαδή μετά τήν κοινωνίαν τῶν χριστομάχων, γίνονται ἀμέσως δεκτοί, καί χωρίς νά τούς ἐπιβληθῇ ἐπιτίμιον, γιατί κινδυνεύω ἄσκοπα μάταια κάθε ἡμέρα, καί δέν καταφεύγω εἰς τούς ἀντιθέτους, ἀπ' πού μπορῶ νά συνταχθῶ ἀμέσως μετά εἰς τούς ὀρθοδόξους μέ μετάνοια, χωρίς ἐπιτίμιον;''[11] . Ἐπίσης καί εἰς τάς ἐρωταποκρίσεις του πρός Μεθόδιον μονάζοντα, ἀναφέρει τά ἐξῆς: Ἐρώτηση 7η: Διά τούς μοναχούς καί κληρικούς πού ὑπέγραψαν καί κοινώνησαν μέ τήν αἵρεσιν αὐτήν, πῶς πρέπει νά τούς δεχόμαστε· χωρίς ἐπιτίμιον, ἤ μέ ἐπιτίμιον, ἐάν ὁμολογοῦν ὅτι δέν λειτουργοῦν πιά. Καί ἐάν ἐπιτρέπεται εἰς ἐμᾶς νά βάλωμεν ἐπιτίμια. Ἀπόκριση: Εἶναι φανερόν ὅτι πρέπῃ νά τούς δεχόμαστε μετά τό ἐπιτίμιον. Πῶς δηλαδή, χωρίς νά ἐπιδείξουν τούς καρπούς τῆς μετανοίας τους, εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἄξιοι νά ἑνωθοῦν μέ τό ὀρθόδοξον σῶμα; Τό νά ἐπιβάλωμεν καί ἐμεῖς ἐπιτίμια σ' αὐτούς δέν ἀπαγορεύεται...”[12] Δυστυχῶς κανένα ἀπό τά παραπάνω κριτήρια δέν πληροῦν οἱ νεοαποτειχισθέντες ἀπό τόν οἰκουμενισμόν κληρικοί, πού ἔγιναν δεκτοί... μετά κιθάρας ψαλτηρίου καί τυμπάνων[13]!

Καί πάλιν: "Ὅσο διά τόν πρεσβύτερον, διά τόν ὁποῖον παρήγγειλες νά μᾶς πῇ ὅτι εἶναι ἔτσι καί ἔτσι, καί ὅτι ἀπελευθερώθηκε ἀπό τή βαρβαρικήν αἰχμαλωσίαν, τά γνωρίζουμε, διατί τά ἔχουμε μάθει ὅλα ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο. Ὅμως ὁ ἄνδρας δέν θέλει, δηλαδή δέν ἀνέχεται, νά προσαρμοστῇ μέ τό δικό μας τυπικόν. Διατί γνωρίζεις, θεοτίμητε, ὅτι μέ κοινήν ἀπόφασιν καί αὐτῶν πού ἀκόμα βρίσκονται ἐπάνω στήν γῆν, καί τῶν ὁμολογητῶν ἐκείνων πού πρόσφατα ἐξεδήμησαν πρός τόν Κύριον, ὁρίστηκε οἱ ἱερωμένοι πού μιά φορά κυριεύθηκαν ἀπό τήν αἱρετικήν κοινωνίαν, νά ἐμποδίζονται ἀπό τήν ἱερουργίαν, μέχρι δηλαδή νά μᾶς ἐπισκεφθῇ ἡ πρόνοια ἀπό πάνω.

Καί πῶς θά μπορούσαμε νά τόν ἀπαλλάξωμεν ἀπό τόν κανόνα, καί μέ την ἀποδοχήν τοῦ ἑνός νά θεσπίσουμε νόμο πάνω ἀπό ὅλους τούς προηγούμενους πού τό ἀπαγορεύουν, καί μέ αὐτό νά ἐνεργήσωμεν ἀντίθετα πρός τόν θεῖον καί πρώταρχον καθηγούμενον, ὁ ὁποῖος δέν ἐπιτρέπει γενικά σ’ αὐτούς οὔτε κοινό φαγητόν νά εὐλογοῦν, πόσο μᾶλλον νά κάνουν ἱεροπραξίες, καί νά σκανδαλίσουμε ἔτσι τούς ἄλλους ὁμολογητάς καί νά προκαλέσουμε διχόνοια σ’ αὐτούς πού ἐπιμένουν εἰς τήν ἀκρίβειαν;

Καί ἐάν ἐνδεχομένως μερικοί ἔφτασαν μέ ἰδικήν τους ἀπόφασιν, ἐξαιτίας τοῦ περιορισμένου χρόνου καί τοῦ ἐξαναγκασμοῦ ἐκείνων πού τό ζητοῦσαν, μερικούς ἀπό τούς πρεσβυτέρους μετά τό ἐπιτίμιον νά τούς ἀφήσουν ἐλευθέρους, εἰς ἐμᾶς δέν εἶναι δυνατόν νά τό κάνωμε αὐτό χωρίς τόν πρόεδρον, διατί νομίζουμε ὅτι ὁ λόγος τῆς ἀπαγορεύσεως εἶναι σωστός. Πῶς δηλαδή θά φανῇ ἡ διαφορά ἐκείνων πού ἐπρόδωσαν τήν ἀλήθειαν, καί τῶν ἄλλων, αὐτῶν πού ἀγωνίστηκαν γενναία, καί ἐκείνων πού δέν προτίμησαν καθόλου νά ὑποφέρουν διά τό καλό; Καί ποῦ εἶναι ὁ Χριστός καί πού ὁ Βελίαρ, τό φῶς καί τό σκοτάδι, ἐάν ὅλα εἶναι ἀνάμικτα, καί πρίν ἀπό τήν συνοδικήν ἀπόφασιν, ἄλλη ἀπόφασις, καί πρίν ἀπό τήν εἰρήνη, εἰρήνη;”[14].

Ἐάν λοιπόν οἱ νεωστί ἀποτειχισθέντες θέλουν νά εἶναι ἐκφραστές τοῦ ἁγιοπατερικοῦ πνεύματος καί ἐκκλησιολογίας, ὅπως ἔχουν αὐτοανακηρυχθεῖ, ἄς μᾶς ἐπιδείξουν τά ἔργα τῆς μετανοίας τους! Ἀντιθέτως, οὗτοι εἶναι εἰς ἄκρον ἐπιθετικοί καί ἐριστικοί ἀπέναντι εἰς τούς καταταλαιπωρημένους ἀπό τούς διωγμούς, καί κατά πολύ προγενεστέρους τους εἰς τόν ἀντιοικουμενιστικόν ἀγῶνα, γνησίους Ὀρθοδόξους· καθοδηγούμενοι καί ὑποδαυλιζόμενοι μάλιστα εἰς αὐτό καί ἀπό κάποιους πρώην ζηλωτάς  ἁγιορείτας μοναχούς. Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν λοιπόν  οἱ ἀποδεχόμενοι αὐτούς ἀδιακρίτως· ἀπαίτησαν ἀπ' αὐτούς κάποιες ἀπό τίς προϋποθέσεις πού θέτει ὁ Ἅγιος, ἤ ἔκαναν τά στραβά μάτια διατί τούς βολεύει οὕτως ἡ κατάστασις! Τό πρῶτον ἔργον λοιπόν τῆς μετανοίας τους, θά ἔπρεπε νά ἦταν ἡ προσωρινή παῦσις τῆς ἱερουργίας καί ἡ ἀναμονή συγκλήσεως Συνόδου, πού θά τούς ἀποκαθιστοῦσε εἰς τό ἱερατικόν ἀξίωμα χωρίς κόλλημα, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς προελεύσεως τῆς χειροτονίας τους καί τῆς πολυχρόνιας συμμετοχῆς τους εἰς τήν αἵρεσιν. Αὐτοί ὅμως ἀρνοῦνται ὅτι ἔχουν τό παραμικρόν κόλλημα καί ψεγάδι λόγῳ αἱρέσεως καί ἡ χειροτονία τους εἶναι καθ' ὅλα κανονική καί ἀψεγαδίαστη! Ἄν ἰσχύει αὐτό, τότε εἰς τήν οὐσίαν δέν ὑπάρχει αἵρεσις ἐκεῖ ἀπ΄ πού ἀποτειχίσθησαν· ἄρα δέν ὑπῆρχε λόγος ἀποτειχίσεως καί κατά συνέπεια δέν εἶναι ἀποτείχισις αὐτό πού ἔκαναν ἀλλά ἀπόσχισις! Ὑπάρχει μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα εἰς αὐτάς τάς λέξεις!

Κατά τόν ἅγιον Θεόδωρον ὅμως, δέν νοεῖται ἐπιστροφή ἀπό τήν αἵρεσιν χωρίς τάς προηγουμένας προϋποθέσεις, καθότι ἀκυρώνεται ὄχι μόνον ἡ Ὀρθόδοξος πρᾶξις, ἀλλά καί ἡ ἀξία τῶν ἀγώνων, ὅλων ἐκείνων πού ὑπέφεραν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας τόσα χρόνια, καθώς ἐξομοιοῦνται μέ ἐκείνους πού ζοῦσαν μέ ἄνεσιν καί εἰρήνη μέ τούς αἱρετικούς. Ἄν εἶναι νά ἐπιστρέφουν σάν ἥρωες χωρίς καμμίαν συνέπειαν διά τόν πρότερόν τους βίον, (ἀναρωτιέται ὁ Ἅγιος), τότε διατί  ὁ ἴδιος ὑπέφερε μυρίους διωγμούς, φυλακίσεις καί ξυλοδαρμούς, ἐνῷ θά μποροῦσε καί αὐτός νά ἀκολουθήσῃ τούς αἱρετικούς καί νά ἐπιστρέψῃ μετά εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ἀνεπιτίμητος; Πῶς θά μποροῦσε νά ξεχωρίσῃ ἀπό ἕναν αἱρετικόν, ὅταν καί οἱ δύο ἀντιμετωπίζονται ἐξ ἴσου ὅμοια; Θά πρέπῃ νά τονίζωμε συνεχῶς, ὅτι ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ πάντοτε διά ἀκρίτους αἱρετικούς, πού δέν ἔχουν ὑποστεῖ καθαίρεσιν!

Ἕνα ἄλλο σημεῖον πού πρέπει νά προσέξωμεν ἰδιαιτέρως εἰς τούς λόγους τοῦ Ἁγίου εἶναι, ὅτι ἡ ἔνταξις τῶν ἀποτειχισμένων ἀπό τήν αἵρεσιν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν δέν πρέπει νά γίνεται ἀπό τόν καθένα ὅπως αὐτός βούλεται, ἀλλά βάσει τῶν προηγουμένων ἀποφάσεων τῶν Συνόδων καί τήν γνώμην ἀρχιερέων. Εἶναι φανερόν ἀπό τά ἀνωτέρω, ὅτι καί εἰς τόν καιρόν τοῦ Ἁγίου ὑπῆρχαν κάποιοι πού μέ ἐπιπολαιότητα ἀποδεχόταν τούς τοιούτους ἀποτειχισμένους χωρίς πολλές διαδικασίες! Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀπέρριπτε ἀσυζητητί αὐτή τήν ἀντικανονικήν στάσιν, δηλώνοντας, ὅτι αὐτός δέν θά παραβῇ τόν κανόνα, καί ὅ,τι εἶναι νά γίνῃ, θά γίνῃ μέ τήν σύμφωνον γνώμην τοῦ Προέδρου, βάσει τῶν προειλημμένων ἀποφάσεων. Ἄν λοιπόν οἱ νεοαποτειχισμένοι ἐπιμένουν τόσο πολύ εἰς τό ἄκριτον τῶν οἰκουμενιστῶν, τότε ἄς σεβαστοῦν τό ἄκριτον καί εἰς τήν ἰδικήν τους περίπτωσιν, περιμένοντας τήν κρίσιν ὀρθοδόξων ἀρχιερέων, ὥστε νά ἐνταχθοῦν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν νομοκανονικῶς καί ὄχι ἐκ τοῦ παραθύρου...



[1]   Κων/νου Ράλλη, Ποινικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, 1907,  σελ. 20,  ὑποσ. 81. καί Ἀναστασίου Χριστοφιλοπούλου, Ἑλληνικόν Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, σελ. 152, 1965.

[2]   Τίτ. 3:10. "αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος".

[3]   Παναγιώτου Παναγιωτάκου, Ἡ Ἱερωσύνη καί αἱ ἐξ αὐτῆς Νομοκανονικαί συνέπειαι, 1951, σελ. 35. “Ὡς λ.χ. διαφορά τῶν ἀκύρων χειροτονιῶν ἀπό τῶν ἀντικανονικῶν τοιούτων, ἥτις εἶναι τεραστία. Διότι αἱ μέν πρῶτοι ἀποτελοῦν πράξεις τελεσθείσας ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ αἱ δεύτεραι τοιαύτας τελεσθείσας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί κατά παράβασιν τῆς κανονικῆς τάξεως καί ἀκρίβειας καί μόνον (παραβίασις ἐκκλησιαστικοῦ νόμου διά παρανόμου πράξεως, ὡς λ.χ. τέλεσις χειροτονίας ὑπό καθῃρημένου τελεσιδίκως, κ. ἄ.)”.

[4]   Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λόγος Β' 36, σελ. 251. ''...εἰ προσδιορίζειν δοίημεν τά τεθεολογημένα τοῖς ἁγίοις ἀπροσδιορίστως, καί τοῦτ' ἄν εὐχερῶς κατασκευασθείη παντί τῷ βουλομένῳ· ἀλλ' εὐθύς οὗτος εἰ μή μεταμεληθείη, καθυποβληθήσεται τῷ ἀναθέματι· ''εἰ γάρ τίς'', φησίν, ''εὐαγγελίζεται παρ' εὐηγγελισάμεθα, ἀνάθεμα ἔστω''.

[5]   Πρός Ἀκίνδυνον,  ἐπιστολή Γ', 9. σελ.601. ''Ὁ δέ τήν οὐσίαν ἄκτιστον εἶναι μόνην διαβεβαιούμενος, τήν δέ ταύτης οὕτω διενηνοχυῖαν δύναμιν καί θέλησιν καί ἐνέργειαν κτιστήν, εἰς κτιστά καί ἄκτιστα διχοτομεῖ τήν μίαν θεότητα, διχοτομούμενος αὐτός καί ἀποτεμνόμενος τῆς θείας χάριτος καί τελείως ἀπορρηγμένος τῶν εὐσεβῶν, Ἀρείου καί Εὐνομίου καί Μακεδονίου μηδέν ἧττον, ὅτι μή καί μᾶλλον'' .

[6]   Λόγος Ἀντιρρητικός  Α', 56. σελ. 137. ''Κἄν γάρ τινας φενακίσαντες παρασύρωσιν, οὕς καί ὁπόσους, ἐκείνους τῆς ἱεράς Ἐκκλησίας ἐκβάλλουσιν, αὕτη δέ μένει μηδέν ἧττον ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἀλήθεια. Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὅλοι τῆς ἀληθείας εἰσί, καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, καθάπαξ οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί ''.

[7]   Λόγος Ἀντιρρητικός Α', 53.  σελ. 131. ''...Καί μήν οὐ τοῖς προαπολογουμένοις ἀλλά τοῖς τό ἐξῆς κινοῦσιν ἐκεῖ φανερῶς ἐπιτιμᾶ...''.

[8]   Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή 40η, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, σελ. 168. ''Τοιοῦτον δέ Πρεσβύτερον σπάνιον εὑρεῖν νῦν μή μιγνύμενον καί συγκοινωνοῦντα αἱρετικοῖς''.

[9]   Ἐπιστολή 101, Πέτρῳ Νικαίας, σελ.418. ''Αὕτη παρ' ἡμῶν συμβουλή πρός τήν ἐρώτησιν τοῦ κυρίου ἡγουμένου, ἵνα μέχρι τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί λυθῶσι πάντες τοῦ ἐπιτιμίου, μετέχοντες τῶν ἁγιασμάτων· οὐ μέντοι ἐνεργεῖν τούς ἱερεῖς τῆς ἱερωσύνης, ἕως ἐλεύσεως ὀρθοδόξου συνόδου, ἐν πᾶσα λύσις καί πᾶσα θυμηδία. Κοινῶς δέ πάντες ὡς κοινοί μοναχοί, εἴτε ἱερωμένοι, εἴτε μή, εὐλογείτωσαν καί εὐλογείσθωσαν, καί εὐχέσθωσαν καί εὐχάς λαμβανέτωσαν''.

[10]  Ἐπιστολή 152, Θεοδώρῳ μονάζοντι. σελ. 510. ''Ἐν κεφαλαίῳ δέ εἰπεῖν, τόν ὑπογραφῇ κοινωνίᾳ αἱρετικῇ ἁλόντα ἱερέα, ἁπλῶς διάκονον, εἴργεσθαι παντάπασι τῆς ἱερουργίας, ἀλλά γάρ καί τῆς κοινωνίας. Μετά δέ τήν τῆς ἐπιτμίας περαίωσιν, τῶν μέν ἁγιασμάτων μετέχειν, τῆς δέ λειτουργίας οὐδαμῶς, ἕως ἁγίας συνόδου, εὐλογεῖν δέ εὔχεσθαι ὡς κοινόν μοναχόν, οὐχ ὡς ἱερωμένον, ἀλλά καί τοῦτο μετά συμπλήρωσιν ἐπιτιμητικήν. Εἴς τε τάς ὑπό αἱρετικῶν κατεχομένας ἐκκλησίας μή εἰσιέναι, μήτε ἐαθῇ ναός, κρατεῖσθαι ὑπό ὀρθοδόξου μετά τό ἐκεῖσε αἱρετικάς ἀναφοράς γενέσθαι, λειτουργεῖν τόν ὀρθόδοξον, ἄνευ λύσεως ὀρθοδοξοῦντος ἐπισκόπου''.

 

[11]  Ἐπιστολή 11η, σελ. 253. ''Εἰ καθ' ὑμᾶς μετά τήν ἄρνησιν, ἤτοι κοινωνίαν, τῶν Χριστομάχων, εὐθύς δεκτέοι καί ἀνεπιτίμητοι οἱ τοιοῦτοι, τί μάτην κινδυνεύω καθ' ἑκάστην ἡμέραν καί μή αὐτομολήσας πρός τούς ὑπεναντίους, αὖθις διά μετανοίας τοῖς ὀρθοδόξοις ἀνεπιτιμήτως συνταχθείην;''.

[12]  Μεθοδίῳ μονάζοντι, σελ. 649. ''Ἐρώτησις Ζ'.-Περί τῶν ὑπογραψάντων καί κοινωνησάντων μοναχῶν καί κληρικῶν ἐν τῇ αὐτῇ αἱρέσει· πῶς χρή τούτους δέχεσθαι· χωρίς ἐπιτιμίου, μετά ἐπιτιμίου· ἐάν ὁμολογῶσι μηκέτι ἐνεργεῖν ἐν τῇ ἱερατείᾳ· καί εἰ ἔξεστιν ἡμῖν, διδόναι ἐπιτίμια τοῖς τοιούτοις. Ἀπόκρισις.-Δῆλον ὅτι μετά τῶν προσηκόντων ἐπιτιμίων. Πῶς γάρ ἄν μή τούς καρπούς τῆς μετανοίας ἐπιδεικνύμενοι, εἶεν ἄξιοι συναφθῆναι τῷ ὀρθοδόξῳ σώματι; διδόναι δέ καί ἡμᾶς ἐπιτίμια τοῖς τοιούτοις, οὐκ ἀποκριτέον...''.

[13]  Ἡσαΐας, 5, 12.

[14]  Εὐθημίῳ Σάρδης, Ἐπιστολή 211η,  σελ.640. ''Περί δέ οὗ πρεσβυτέρου ἐκέλευσας σημᾶναι οὕτω καί οὕτως, εἶναί τε καί ἐκλελυτρῶσθαι τῆς βαρβαρικῆς αἰχμαλωσίας, σύνισμεν πρός αύτοῦ τούτου ἕκαστα ἐκμεμαθηκότες .Ἀλλ'  ἀνήρ οὐ βούλεται, εἴτ' οὖν οὐκ ἀνέχεται, τῷ καθ' ἡμᾶς τύπῳ κεκανονίσθαι. Οἶσθα γάρ, θεοτίμητε, ὅτι κοινῃ ψήφῳ τῶν τε ἔτι ὑπέρ γῆν ὄντων, καί τῶν ἔναγχος ἐκδημησάντων πρός Κύριον ὁμολογητῶν, τούς ἅπαξ ἑαλωκότας τῇ αἱρετικῇ κοινωνίᾳ ἱερωμένους εἶρχθαι τῆς ἱερουργίας, διώρισται, ἕως δηλονότι καιροῦ ἐπισκοπῆς τῆς ἄνωθεν προνοίας.

Καί πῶς ἄν δυνηθείημεν λῦσαι τόν κανόνα καί διά τῆς τοῦ ἑνός παραδοχῆς νόμον ἐπί ἅπαντας τούς προειργμένονς ἀποῖσαι, κἄν τούτῳ ὑπεναντία μέν δρᾶσαι τῷ θείῳ ἡμῶν καί πρωτάρχῳ καθηγεμόνι, ὅτι μηδέ ἁπλῶς αὐτός τούς τοιούτους εὐλογεῖν κοινήν βρῶσιν ἀνέχεται· μή ὅτι γε πλέον τι ἐνεργεῖν ἱερατικῶς, τούς ἄλλους τε τῶν ὁμολογητῶν σκανδαλίσαι καί ὑποῖσαι διχόνοιαν τούς ἀκριβείας ἀντεχομένους;

Κἄν τινες ἴσως ἔφθασαν τῇ κατ' αὐτούς διακρίσει διά τό στενόν τοῦ χρόνου, καί τό τῶν ἐπιζητούντων ἀναγκαστικόν, τινάς τῶν πρεσβυτέρων μετά τήν ἐπιτιμίαν ἀπολελυκέναι, ἡμῖν δέ οὐδαμῶς τοῦτο κατεργάσασθαι ἄτερ τοῦ προέδρου, ὅτι καί νομιστέον εὖ ἔχειν τόν λόγον τῆς καθείρξεως. Ποῦ γάρ φανείη τό διάφορον τῶν προδωσάντων τήν ἀλήθειαν καί μή; τῶν γενναίως ἐνηθληκότων, καί μηδαμῶς ἑλομένων ὑπέρ τοῦ καλοῦ τληπαθεῖν; Καί ποῦ Χριστός καί Βελίαρ, τό φῶς καί τό σκότος, εἴπερ ἀναμίξ τά πάντα, καί πρό κρίσεως συνοδικῆς, κρίσεως, καί πρό εἰρήνης, εἰρήνη;''.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου