Μαρίνος
Ριτσούδης καί οἱ συν ἐμοί αδελφοί ΠΡΟΣ : Τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τῶν
ΓΟΧ
Πειραιάς
Email:
marrinos@gmail.com
12/25-03-2015
Αγίων Θεοφάνους Ομολογητοῦ, Συμεών τοῦ Θεολόγου, και Γρηγορίου του
Διαλόγου
ΘΕΜΑ: Ὀφειλόμενη
ἀπάντηση ἐπί τῆς ‘‘ἐνημέρωσης’’ τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου ΓΟΧ Ἑλλάδος
Σχέτ: Α.
Διατάξεις τοῦ νόμου 4301
Β. Αἰτιολογική ἔκθεση τοῦ νόμου 4301
Γ. Ἐνημέρωση Τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς
Συνόδου ΓΟΧ Ἑλλάδος
Μακαριώτατε, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἁσπάζομαι τήν δεξιά Σας καί
ζητῶ τίς εὐχές Σας.
Σέ συνέχεια
τῆς προηγούμενης ἐπιστολῆς μου, ἐπικαλούμενος καί τήν Συνταγματική ἐλευθερία τῆς
καθ᾿ ὅλα ἐλεύθερης σκέψης, ἄποψης,
βούλησης, ὡς γνώρισμα τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας καί τῆς Δημοκρατίας, ἐπιτρέψτε μου νά
καταθέσω τίς παρακάτω καλοπροαίρετες ἀπόψεις, σχετικά μέ τήν ἐνημέρωση πού ἔχετε
ἀναρτήσει, γιά τό πολυσυζητημένο θέμα τῆς ἔνταξης τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νομική ἀναγνώριση, ὑπό τῶν
διατάξεων τῶν ἄρθρων 1-12 τοῦ νέου νόμου 4301.
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἔχει ἐγερθεῖ
μεγάλο συνειδησιακό θέμα ὄχι μόνο στήν ψυχή τοῦ γράφοντος, ἀλλά καί τῶν ζηλωτῶν
πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅπως ἐπίσης καί τῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν.
Ἐπί τῆς οὐσίας, ἡ συνέχεια τῆς πορείας πρός ἔνταξη ἦταν ἡ ἐξαντλητική ἐνημέρωση
πού ἀναρτήθηκε σχετικά μέ τό ὅλο θέμα καί ἀποτελεῖ τήν ἐπίσημη ἄποψη τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος. Κατόπιν αὐτῶν λοιπόν, συντάχτηκε ἡ παρούσα ἀπάντηση, ἡ
ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς ἑνότητες: Α) Ἀντιρρητικές θέσεις ἐπί τῆς ἐνημέρωσης,
Β) Ἀπόδειξη περί τῶν ἀντισυνταγματικῶν διατάξεων τοῦ νόμου 4301 καί Γ) Ἐπίλογος-κατάληξη.
2
Α) Ἀντιρρητικές
ἀπόψεις ἐπί τῆς ἐνημέρωσης
1)
Ξεκινώντας τήν ἐπιχειρηματολογία μου, θέλω νά τονίσω ὅτι γιά λόγους Πίστεως, ἀρχῶν,
ἱστορίας, παραδόσεων, Ἔθνους, καί Συνταγματικῆς νομιμότητας, εἶμαι ἀντίθετος
κατ᾿ ἀρχήν, ὡς πρός τήν ἑρμηνευτική καί αἰτιολογική ἐπιχειρηματολογία τῶν Νομικῶν
καί Ἀρχιερέων, πού εἶναι καταληκτική στό συμπέρασμα ὅτι, τό ἄρθρο 3 τοῦ
Συντάγματος δέν ταυτίζεται καί δέν περιγράφει τήν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος (σελίδα 14 Ἐνημέρωσης).
Ἐν προκειμένω, τό ἄρθρο 3 τοῦ ἐν ἰσχύει Συντάγματος σήμερα εἶναι ἀκριβῶς ἀντιγραφή τῆς σύμπτυξης
τῶν ἄρθρων 1 & 2 τοῦ Συντάγματος τοῦ
1864, ἀφαιρούμενα τά περί ἀνεκτές θρησκείες.
Ἐφόσον τότε ἀναγνώριζε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί, ἐξ ὅσων γνωρίζω,
δέν ὑπῆρχαν διαφωνίες Ἁγίων Ἀνδρῶν οὔτε ὡς πρός τό κείμενο τῶν ἄρθρων 1 & 2
οὔτε καί ἐπί τῆς ἑρμηνευτικῆς οὐσίας, καί ἐπειδή ἡ Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
κατά τήν ἐποχή τοῦ 1864 πού περιγράφει τό τότε Σύνταγμα, εἶναι δογματικῶς ἤ ἴδια
μέ τήν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ τοῦ σήμερα, εἶναι ἀκατάληπτο σέ ἐμένα τό ἀσύμπτωτο πρός
τήν Ἐκκλησία τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος.
Τώρα, τό ἄν
τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ὑφαρπαγή ὑπό Οἰκουμενιστή Πατριάρχη, αὐτή
ἡ ἁρπαγή θέσεως εἶναι προσωρινή καί παράνομη ἐκ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ἑπομένως
δέν εἶναι δυνατό νά ἀλλοιώνει τήν ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος. Τό Ὀρθόδοξο
καί τό νόμιμο, θεσμικά καί Ἁγιοπατερικά, εἶναι νά εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τό
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἐφόσον διακονεῖται ἀπό Ὀρθόδοξο Πατριάρχη. Για ἐκείνους
δε, πού θεωροῦν ἐμπόδιο, συμφώνως μέ τη ρητή ἀναφορά τοῦ ἄρθρου 16, τήν ἔκφραση,
”δογματικῶς ἡνωμένοι μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον”, ἀντικρούω άναφέροντας ὅτι,
τό ἄρθρο 3 του Συντάγματος ἀναφέρεται στήν ἀναγνώριση τῆς Ἀγίας Ὁρθόδοξης Ἐκκλησίας
στήν Ἐλλάδα καί ὅχι στίς πνευματικές μας σχέσεις μέ τό Πατριαρχεῖο, καί ὅπως η Ἀγία
Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία συνεχίζει νά ὑφίσταται παρά την ἐκτροπή τοῦ Οἱκουμενιστή
Πατριαρχη ἔτσι καί τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος συνεχίζει νά ἀναγνωρίζει τήν Ἀγία
Ἐκκλησία τοῦ Χριστού.
Ἄλλωστε κατά την ἀπόφανση ΣτΕ 1444/1991, '“Οἱ
γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τηροῦν ἀπαρεγκλίτως καί ἐπακριβῶς τά δόγματα τῆς Ἀνατολικῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας”, δικαιωθήκαμε χωρίς
να θίξει ἡ Ὁλομέλεια ἄλλης μορφής ἐρμηνεία, γιά τό ἄρθρο 3 του Συντάγματος.
Ἐάν τό
Σύνταγμα ἀναγνώριζε τίς σχέσεις μας μέ τό Πατριαρχείο, δέν θά μάς δικαίωναν
κατά αὐτόν τόν τρόπο, καί θά ὑπήρχε ρητή ἀναφορά τοῦ Ἀνωτάτου δικαστηρίου
σχετικά μέ τέτοιου εἴδους ἐρμηνεία τοῦ ἄρθρου 3.
Βέβαια εἶναι
πολύ σημαντικό καί τό ὅτι ἡ Ἀγία Ἐκκλησία τῆς Ελλάδος, ἀνακηρύχθηκε μέ τόν
Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο τῆς 29ης Ιουνίου 1850, Αὐτοκέφαλη, ὑπό ρητούς ὅρους,
μεταξύ τῶν ὁποίων περιλαμβάνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐλλάδος θά διοικείται «κατά
τούς θείους καί ἰερούς κανόνας ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπό πάσης κοσμικής ἐπεμβάσεως»,
ρητές διατάξεις πού ἔχουν ἐνσωματωθεί καί στό Σύνταγμα τῆς Ἐλλάδος.
3
Πέραν αὐτοῦ,
ἐάν δεχθοῦμε τήν ἑρμηνευτική σας ἄποψη ὅτι οἱ ΓΟΧ δέν καλύπτονται ἀπό τό ἄρθρο
3 τοῦ Συντάγματος, καί κατά τό ἴδιο σκεπτικό καί ἐπειδή τό ἄρθρο 3 γράφει γιά
τήν “ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν ἱερῶν κανόνων” δέν ἐμπίπτει οὔτε ἡ Κρατοῦσα Ἐκκλησία
Τῆς Ἑλλάδος, διότι ἐπί τῆς οὐσίας δέν τηρεῖ ἀπαρέγκλιτα τούς ἱερούς Κανόνες,
καί δέν εἶναι σύννομη καί μέ τό ἐν ἰσχύει
βασιλικό διάταγ. ΦΕΚ 24 Α 25 Ἰαν
1923. Ἀναρωτιέμαι λοιπόν, στίς μέρες μας τό ἄρθρο 3 τοῦ
Συντάγματος, οὐδένα καλύπτει; Μποροῦν οἱ Εἰσηγητές καθηγητές καί λοιποί νά ὑποστηρίξουν
ἐπίσημα, ἐπώνυμα καί δημόσια ὅτι τό ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος εἶναι σέ γενική ἀχρηστία;
Διεξοδικότερα
ἐπ᾿ αὐτοῦ, θά πρέπει νά ἐνθυμίσω ὅτι κρίσιμες Ὑπουργικές ἀποφάσεις καί Νομολογία
τῶν δικαστηρίων, τόσο τῶν κατωτέρων ὅσο καί τῶν ἀνωτέρων Σ.τ.Ε. καί Ἀρείου
Πάγου μᾶς ἔχουν ἀναγνωρίσει ὡς Ὀρθόδοξη Ἁγία Ἐκκλησία, ἔχοντας βασιστεῖ στό ἄρθρο
3 τοῦ Συντάγματος, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ ἐν ἰσχύει Βασιλικοῦ Διατάγματος,
(ΦΕΚ 24 Α 25 Ἰαν 1923). Ἐνδεικτικά ἀναφέρω/ἐπαναλαμβάνω ὡς ἄνωθεν τήν ὁμολογιακή
φράση-σταθμό, ἐκ τοῦ αἰτιολογικοῦ της ἀποφάσεως, τῆς Ὁλομέλειας ΣτΕ 1444/1991:
“Οἱ γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τηροῦν ἀπαρεγκλίτως καί ἐπακριβῶς τά δόγματα τῆς
Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας”. Ὅλες οἱ ἀποφάσεις πού μᾶς δικαίωσαν,
βασίστηκαν ἄλλοτε ἐμμέσως (γιά λόγους ἀποφυγῆς σύγκρουσης μέ τήν Κρατούσα Ἐκκλησία),
καί ἄλλοτε εὐθέως, στήν κάλυψη καί ταύτιση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος. Ἐπιπρόσθετα,
ἡ ἐν λόγω νομολογία ΣτΕ τῆς Ὁλομέλειας, ἔχει
ἰσχύ νόμου, εἶναι δηλαδή ἰσόκυρη νόμου, καί ἀναγνωρίζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς
Θεοΐδρυτη Ὀντότητα, καί ὁποιαδήποτε νέα διάταξη νόμου πού νά διακόπτει τήν ἀναγνώριση
τῶν μυστηρίων ΓΟΧ στά ληξιαρχεῖα, θά εἶναι ἀντισυνταγματική καί καθ᾿ ὅλα
παράνομη. Ἄρα λοιπόν ἡ νομολογία ΣτΕ τῆς
Ὁλομέλειας διασφαλίζει καί γιά τό μέλλον καί χαρακτηρίζει ἀντισυνταγματική καί
μή νόμιμη, κάθε ἄλλη ἀντίθετη διάταξη νόμου ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς ἀντίθετη
πρός αὐτήν. Μέ ἀφετηρία τή θέση αὐτή, υἱοθετώντας τήν ἄποψη ὅτι ἀποποιούμαστε
τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος γιά νά ἐνταχθοῦμε στό ἄρθρο 13 περί θρησκειῶν, εἶναι
ὡσάν νά ὁρίζουμε ἄλλη Ἐκκλησία, ὡσάν νά ἀμαυρώνουμε ὅλους τούς οὐκ ὀλίγους ἀγῶνες
πού διεξήγαγαν στό παρελθόν οἱ πατέρες μας γιά νά κρατήσουν τίς παραδόσεις, καί
ὡσάν νά ἀκυρώνουμε ὅλες τίς ἀποφάσεις πού ἔχουμε κατά κανόνα κερδίσει, σέ ὅλα
τα στάδια τοῦ δικαίου κατά τήν ἱστορία τῶν ΓΟΧ
Ἑλλάδος.
Μέ ἄλλα
λόγια, διακόπτουμε, ἀπεμπολοῦμε καί ἀπαρνούμαστε τήν ὅλη ὑπόσταση καί παρουσία
μας μέχρι τώρα, μέ τήν ὁποία συνδεόμαστε ἄρρηκτα μαζί της, Ἱστορικά, Ὁμολογιακά
καί Ἀγωνιστικά καί περιλαμβάνει τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία, τά Αἵματα τῶν Μαρτύρων,
τούς Διωγμούς, τούς Ἀγῶνες, τίς ἐξορίες, τούς ἀπελθόντες Πατέρες, τίς
Γνωμοδοτήσεις, τίς ἀποφάσεις τῶν δικαστηρίων, τίς Ὑπουργικές Ἀποφάσεις, τίς Ἀναγνωρίσεις,
τίς Νομολογίες, τά δικαιώματά μας, καί ἐν τέλει τόν Παγκόσμιο σεβασμό πού ἀποκτήσαμε
γιά τόν τίμιο καί ὁμολογιακό ἀγώνα. Μάλιστα, θεωρεῖτο τιμή μας τό γεγονός ὅτι μεγάλοι Ἅγιοι τῶν ἡμερῶν μας, ὅπως λ.χ. ὁ Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς, μιλοῦσαν μέ θαυμασμό
καί δέος πρός τό ποίμνιό τους, στήν ἄλλη
ἄκρη τοῦ κόσμου, γιά τούς ἀγῶνες μας ἐνάντια στόν Οἰκουμενισμό. Τώρα ὅλα τά
ξεπουλᾶμε, ἴσως (ὅπως ἀκούγεται), χάριν εὐτελῶν σκοπιμοτήτων…
Ἀποκόπτοντας,
πάντως, τόν ὀμφάλιο λῶρο τῆς ἐκ τοῦ Συντάγματος ἀναγνώρισης, εἶναι ὡσάν νά ἀποδεχόμαστε
ὅτι ἤμασταν ὡς τώρα μη σύννομοι μέ τό ἄρθρου 3, καί δικαίως
4
μᾶς ἐδίωξαν
οἱ τῆς Κρατούσης Ἐκκλησίας ταγοί γιά ἀντιποίηση ἀρχῆς! Τό δέ χείριστον αὐτοῦ εἶναι
ὅτι δίδεται πανηγυρική δικαίωση σέ ὅλους τούς διώκτες μας γιά τούς διωγμούς ἐναντίων
μας, ἐφόσον μᾶς καταλόγιζαν την κατηγορία τῆς ἀντιποίησης ἀρχῆς.
Ἐδῶ εἶναι ἀναγκαῖο
νά συμπληρώσουμε καί νά ὑπογραμμίσουμε τά ἑξῆς: Εἶναι ἄλλο θέμα ποιός εἶναι ὁ
νομίμως Ὀρθόδοξος στήν Ἑλλάδα σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί τό Σύνταγμα, ἄλλο
ποιός τελικά βρίσκει τό δίκαιό του, καί ἄλλο ποιός ἀξίζει μέ ἔννομο συμφέρον νά
διεκδικήσει τό δίκαιο, ἔτσι ὥστε νά ἀναγνωριστεῖ δικαστικῶς ἡ ἐκτροπή ἐκ τῶν Ἱερῶν
Κανόνων τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Πατριάρχου. Τό ὅτι δέν δικαιωνόμεθα στά δικαστήρια,
δέν σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε τή νομιμότητα καί τό δίκαιο μέ τό μέρος μας. Αὐτό ἐπίσης
δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει βάσιμη ἐπιχειρηματολογία γιά τό ὅτι θά πρέπει νά ἀλλάξουμε
τίς ἑρμηνεῖες, προκειμένου νά “βολευτοῦμε” μέ κάποιες ἄλλες διατάξεις τοῦ νόμου
γιά ἀναγνώριση. Στό αὐτό πνεῦμα καί γράμμα τοῦ νόμου, δέν θά πρέπει νά
διαχωριζόμαστε ἐκ τῆς Συνταγματικῆς ἀναγνώρισης τοῦ ἄρθρου 3, ἐνῶ εἶναι ἀπεχθές
τό νά ἐνταχτοῦμε στό ἄρθρο 13, πού ἀφορᾶ θρησκεῖες ἀνεκτές, δηλαδή εἰσαγόμενες
θρησκείες ὑπέρ τῶν άλλοδαπῶν, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Συντάγματος, καί συμφώνως
καί τῆς ἐρμηνευτικής ἐγκυκλίου τοῦ ’Υπουργεῖου Παιδεῖας ἀρ. πρωτ. 69230/Α3 ἀπό
6/5/2014, ἀφορᾶ τίς ἐτερόδοξες καί τίς ἐτερόθρησκες θρησκευτικές κοινότητες,.
Διαδυκτιακή ένημέρωση ‘Υπουργεῖου Παιδεῖας
Τό ὅτι ἐντέλλονται,
ἀπό καθέδρας, α) η Πολιτειακή ἐξουσία,
διά τῆς Διεύθυνσης Ἐκκλησιαστικῆς Διοίκησης τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, β) ἡ Κα Καμτσίδου μέ τήν γνωμοδότησή της,
καί γ)
ἡ ΕΕΔΑ, νά μᾶς ἐντάξουν στό ἄρθρο
13, τοῦτο εἶναι ἔγκλημα νά τό ἀποδεχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ἄς μᾶς θεωροῦν ὅπως θέλουν. Τό νά τό ἀποδεχθοῦμε, ὡς μᾶς θεωροῦν, εἶναι
ἐγκληματικό καί ἀσύμβατο μέ τούς Ἱερούς Κανόνες. Εἰς τὸ Γεροντικὸν γράφει ὅτι, ἐρωτηθεὶς
ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων ἐὰν εἶναι ὑπερήφανος, πόρνος, αἱρετικός, ἀπήντησεν ὅτι τὰς
πρώτας κατηγορίας, ἑμαυτῷ ἀπιγράφω, ὄφελος γὰρ τῇ ψυχῇ μου, τὸ δὲ αἱρετικός τήν
άποδοχή και συγκατάβαση, χωρισμὸς ἐστιν ἀπὸ Θεοῦ. Ἰδού λοιπόν τό πραγματικό πρόσωπο τῆς ‘‘Πολιτειακῆς
Ἐξουσίας’’ πρός τήν Ἁγία Ἐκκλησία. Ἰδού
πῶς διαφαίνεται διωγμός στόν ὁρίζοντα.
Στή συνέχεια
τοῦ σκεπτικοῦ μου, θά σημειώσω ὅτι, ὄχι μόνο δέν ἱκανοποιεῖ τήν Σύνοδό μας ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ
Συντάγματος, ἀλλά ἐπιχειρεῖται καί ‘‘ἀναγνώριση’’
βάση τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ νόμου! Εἶναι
γνωστό τοῖς πᾶσι καί ἀπό δημοσιεύματα ἐγκρίτων ἐφημερίδων, ἀλλά καί ἀπό τόν ἴδιο
Ὑπουργό Παιδείας κ. Λοβέρδο, ὅτι οἱ
διατάξεις τῶν ἄρθρων 1 ἕως 12 εἶναι διατάξεις γιά τήν ἀναγνώριση σεκτῶν,
παραθρησκειῶν, αἱρέσεων, δωδεκαθεϊστῶν. Εἶναι διατάξεις γιά ἐτερόδοξους καί ἐτερόθρησκους
συμφώνως και τοῦ νέου ὁργανογράμματος τοῦ Ὑπουργεῖου Παιδεῖας. Δέν ἀναφέρεται
πουθενά σ᾿ αὐτά ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τήν αἰτιολογική ἔκθεση τοῦ ἄρθρου
1, καί δέν μπορεῖ νά ἀναφέρεται διότι άναφέρεται στό ἄρθρο 16. Πῶς λοιπόν
συνειδησιακά ἡ Ἱερά Σύνοδος ΓΟΧ, ἀποκόπτεται ἀπό τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος,
καί ἐντάσσεται στίς διατάξεις περί θρησκείας τοῦ ἄρθρου 1 γιά ἀναγνώριση; Ἐπεκτείνοντας τό συλλογισμό μου, θά σημείωνα
παραβολικά ὅτι εἶναι σάν νά λέμε πώς ὑπάρχει μία Νομική Πύλη ὁρισθείσα ὡς Πύλη Ἐτεροδόξων
καί
5
Ἐτεροθρήσκων
τοῦ Ὑπουργεῖου Παιδεῖας, πού ἀναγνωρίζει ὅλα τά κατασκευάσματα τοῦ διαβόλου,
καί ἐμεῖς μέ τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία περνώντας μέσα ἀπό τήν Πύλη, ἐπιζητοῦμε νά ἀναγνωριστοῦμε
ὡς Ὀρθόδοξοι, προκειμένου νά λάβουμε τίς «εὐεργεσίες» τοῦ νέου νόμου.
Καθίσταται
σύμφωνο μέ τίς Ἁγιοπατερικές ἐπιταγές τέτοια Ὀρθόδοξη ἀναγνώριση; Οἱ Ἁγιορεῖτες
ζηλωτές πατέρες, ἀπάντησαν ΟΧΙ στήν ἐν λόγω ἐρώτηση.
Ἄρθρα νόμου (1-12), πού δέν ἀναγνωρίζει Ὀρθοδόξους,
ἔστω καί μέ τήν Ὀρθόδοξη ὁμολογία δέν δύναται νά γίνει Ὀρθόδοξη ἀναγνώριση,
διότι κατά τήν ἐπιταγή τού νομοθέτη ἡ τοιαύτη προβλέπεται στο άρθρο 16, σε ἄλλη
Νομική ὁριζόμενη Πύλη, ὅπου ἀναγνωρίζει
τούς Ὁρθοδόξους Χριστιανούς κατά τήν ἐπικρατοῦσα τοῦ Συντάγματος Ἀγία Ἐκκλησία.
Δέον νὰ ἐπισημανθῇ ἰδιαιτέρως καὶ τὸ γεγονὸς,-- ὡς συνέπεια αὐτοῦ τοῦ ἀνοσιουργήματος,--
τό ὅτι οἱ Ἐκκλησιαστικοί Λειτουργοί τῶν ΓΟΧ Ἐλλάδος, κατά τό προαναφερθέν νέο ὁργανόγραμμα
τοῦ Ὑπουργεῖου Παιδεῖας, στό ὑπό τό νέο νόμο δημιουργηθέν ἠλεκτρονικό μητρώο
Θρησκευτικῶν Λειτουργῶν, καί ἐφόσον ἐπιθυμοῦν να προβοῦν σέ διαδικασίες ἀναγνώρισης
ὑπό τῶν διατάξεων τῶν ἄρθρων 1 εως 12, θά ὑποχρεοῦνται νά ὑπάγονται στό τμῆμα Ἑτεροθρήσκων!!!!!
καί Ἐτεροδόξων!!!! τῆς Διεύθυνσης Θρησκευτικῆς Διοίκησης τοῦ Ὑπουργείου
Παιδείας. Σέ συνέχεια αὐτοῦ, στό αὐτό
τμήμα θά ἀνήκουν καί θά ὑπάγονται καί οἱ ἐχοντες ὑπογράψει πιστοί, τήν ὑπεύθυνη
δήλωση τοῦ Θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου. Ἀδιαμφησβήτητα παραμένει ἰσχυρή ἡ ἀρχική
μου ἐπισήμανση, γιά διττή ‘’ὁμολογία’’,
αὐτή τῆς Ὁρθοδόξου καί αὐτῆς τῆς αἰτῆσεως ὑπογραφῆς καί ἀναγωγῆς στίς Ἐτερόθρησκες
καί Ἐτερόδοξες Σέκτες καί παραθρησκείες, κατά τίς κατατάξεις τοῦ ὁργανογράμματος
τοῦ Ὑπουργεῖου Παιδεῖας, πού διαχωρίζει έπίσημα τήν Ὁρθοδοξία ἀπό τίς
Παραθρησκείες.
Ὧ! τοῦ
φρικτοῦ τερατουργήματος, ἐν κατακλείδι, ἡ
Ἐκκλησία ΓΟΧ Ἐλλάδος, νά ὁμολογεῖται Δημόσια σέ παγκόσμια διαδυκτιακή κλίμακα, ὡς
μέλος τοῦ τμήματος τῶν Ἑτεροδόξων καί Ἐτεροθρήσκων
θρησκειῶν τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἡ δέ
κατατεθεῖσα Ἁγίαν Ὁρθόδοξον Ὁμολογίαν νά εἶναι ὑποκρύπτουσα στα συρτάρια τοῦ Ὑπουργεῖου,
γιά λόγους προστασίας προσωπικῶν δεδομένων! (Αἰτιολογικό νόμου Ἄρθρου 14 &
Διαδικτυακή πύλη Ὑπουργείου Παιδείας).
2) Μέχρι ἐδῶ θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀπόλυτα αἰτιολογημένη
ἥ ἄποψη πού ταπεινῶς καταθέτω καί δέν ὑφίσταται λόγος νά συνεχίσω, θεωρώντας ὅτι
κάλυψα τό θέμα μέ βάσιμη ἐπιχειρηματολογία.
Ὅμως χάριν τοῦ πλουραλισμοῦ θά ἤθελα νά ἐκφράσω καί τίς ἀντιρρήσεις μου
καί ἑτέρων ἀδελφῶν γιά τά ἄλλα θέματα. Ἔτσι, καί ἐάν ἀκόμη δέν ὑπῆρχε ἡ ἀναφορά
τοῦ Ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος γιά τήν Ἁγία Ἐκκλησία στό ἄρθρο 16, καί ὑπῆρχε ὡς ἐπιλογή
ἡ Ἁγία Ἐκκλησία στό αἰτιολογικό τοῦ ἄρθρου 1, καί πάλι δέν θά ἦταν συμβατή
τέτοια ἔνταξη ἀναγνώρισης ὑπό τῶν διατάξεων αὑτῶν. Συγκεκριμένα, ἀναφέρομαι στή σχετική ἀποδοχή τῆς ἐρωταπόκρισης Νο 3,
πού μνημονεύει ὅτι δύναται ἡ Ἐκκλησία νά χρησιμοποιεῖ νομικά πρόσωπα,
προσδίδοντας τήν ἑρμηνεία, ὅτι τά νομικά πρόσωπα εἶναι “τό νομικό κέλυφος” ἤ ‘’ἔνδυμα’’
τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, καί κάνει σαφῆ διαχωρισμό ὅτι ἄλλο
6
Ἁγία Ἐκκλησία
καί ἄλλο τό νομικό της πρόσωπο. Ἐπιπλέον,
θεωρεῖ ὅτι ἀπώτερος σκοπός (κατά τήν ἀπάντηση στήν 3) γιά τήν ἵδρυση τοῦ νομικοῦ
προσώπου, εἶναι ἡ διαφύλαξη τῶν λατρευτικῶν χώρων. Δίδονται καί δύο
παραδείγματα, ἐκ τῶν ὁποίων τό ἕνα τῆς Κρατούσης Ἐκκλησίας ὡς Ν.Π.Δ.Δ. (σελ 9),
τό ὁποῖο εἶναι λανθασμένο, καθώς ὑπάρχει βιβλιογραφία Μητροπολίτου ἐκ τοῦ
σώματός της πού καταγγέλει ὡς ἀντίθετη τῶν Ἰερῶν Κανόνων τοιαύτη ταύτιση, καί
τό ἄλλο παράδειγμα μέ τίς Αὐτοκέφαλες Ἀρχιεπισκοπές Ἀχρῖδος καί Σερβίας, (σελ
8) γιά τίς ὁποίες δέν κατατίθενται ἐπαρκεί στοιχεία στήν ἐνημέρωση, δηλαδή τό
πλαίσιο νόμου, κάτω ἀπό τό ὁποῖο ἐντάχτηκαν κατά τό δανεισμό, γιά νά τούς ἀποδίδεται
ὁ χαρακτηρισμός τῆς νομικῆς προσωπικότητας μέ τή σημερινή μορφή.
Ξεκινώντας
τήν ἐπιχειρηματολογία μου λοιπόν, θά ἤθελα νά διαφωνήσω καθολικά μέ τήν ὅλη αὐτή
παράθεση, υἱοθετώντας τίς παρακάτω ἀπόψεις. Δέν συμφωνῶ μέ τήν ἀπόδοση ‘’νομικού ἐνδύματος’’, τήν θεωρώ
βλάσφημη τήν ἄποψη, διότι ἄν συμφωνήσουμε, εἶναι ὡσάν νά ἀποδεχόμεθα ὅτι ὁ
Χριστός δέν δύναται νά προστατεύει τήν Ἐκκλησία Του καί δέν δύναται νά τήν
σκεπάζει. Οὐδέν ἐζητήθη ποτέ ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες, καί οὐδέν ἐφηρμόσθη ποτέ
τοιαύτη καινοτομία, περί τῆς καταλογίσεως δηλαδή ‘’νομικού ἐνδύματος’’ στήν Ἁγία
Ἐκκλησία. Εἶναι ὡσάν νά ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ἀγία Ἐκκλησία εἶναι ἐλλιπής καί ἀτελής,
ὑφίσταται μέ ἀδυναμίες, καί περιμένει ἐμᾶς τούς ὀγδοῆτες, τῆς ἀποστασίας τή
γενιά, νά ἀναλαμβάνουμε πρωτοποριακό καί καινοτομιακό ρόλο, ὥστε γιά πρώτη φορά
στά χρονικά της ἰστορίας τῆς Ἐκκλησίας,
νά ἀποζητοῦμε νά τῆς ἀποδώσουμε νομικό ἔνδυμα, γιά προστασία. Ἡ Βυζαντινή
συναλληλία ὡς ἀναγράφει ὁ Χρῆστος Ἀνδροῦτσος εἶναι ἡ ὑπόδειγματική ὑπαρξιακή
κοινωνία μεταξύ Πολιτείας και Ἀγίας Εκκλησίας. ‘’Κατ΄αὐτήν, ὁ ὕπατος σκοπός τῆς
Πολιτείας εἶναι ἡ καλλιέργεια τῶν Χριστιανικῶν διδαγμάτων, ἡ κραταίωσις τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὑποταγή εἰς τον Θεῖον Λόγον, ἐνί λόγω ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή Η Βυζαντινή
σύνδεσις Ἐκκλησίας και Πολιτείας συνίσταται ἐν τούτο, ὅτι το Κράτος ἡνώθη μετά
τῆς Ἐκκλησίας ὁμολογοῦν την πίστην αὐτῆς
συντρέχον διά τῶν ἰδίων μέσων εἰς τούς ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἐπιδιωκόμενους σκοπούς
και την ἰδίαν νομοθεσίαν ρυθμίζον συμφώνωνς πρός τούς Ἐκκλησιαστικούς κανόνες.
Αἱ δύο ἐξουσίαι ἡ πολιτική και ἡ ἐκκλησιαστική εἰ καί ἀνεξάρτητοι ἀλλήλων, ὡς προερχόμεναι ὅμως έκ τῆς αὐτῆς ἀρχῆς,
Τοῦ Θεοῦ, συνεργάζονται ἀπό κοινοῦ συνυποστηρίζουσαι και συμπροάγουσι ἀλλήλας».
(Χρ. Ἀνδρούτσου Ἐκκλησία καί Πολιτεία σελ 5, )
Ἐπιπλέον, «οἱ
κανόνες λέγουσι, ‘’ἔχουσι την αὐτήν δύναμιν και ἰσχύν οἵαν και οἱ νόμοι τῆς
Πολιτείας,’’ και ‘’ὅπερ οἱ κανόνες ἀπαγορεύουσι, τοῦτο ἀπαγορεύεται και ὑπό τῶν
νόμων τῆς Πολιτείας’’, ἐν περιπτώσει δε συγκρούσεως νόμων προς κανόνας την νικῶσαν
την ἔχουσι οἱ κανόνες.’’ (Στο ἴδιο, πρβλ. Φωτίου Νομοκ. Τίτλ 3,2, καί 3ον τῆς Γ΄. Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ἐπειδή ὅμως στίς ἡμέρες τῆς ἀποστασίας πού
διερχόμεθα εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξει τοιαύτη συναλληλία, θά συμφωνοῦσα καί μέ
τήν ἰδέα, ἐάν ψηφιζόταν ἕνα νομοθετικό
διάταγμα, πού νά ἀναγνώριζε τήν Ἁγία Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος ὡς Θεοΐδρυτο καί
Θεοσύστατο Ὀργανισμό, ὅπου τά μέλη της, χωρίς ἄλλες διαδικασίες, νά δύνανται νά
τελοῦν ἀκωλύτως τά λατρευτικά τους καθήκοντα, καί νά διαφυλάττουν τούς
λατρευτικούς τούς χώρους. Θά συμφωνοῦσα δηλαδή μέ τό νομικό καθεστώς πού ὑπῆρχε
στή Σερβική καί
7
Ρουμανική Ἐκκλησία
τό θεσπίζον, “οὐδείς νόμος ἤ κανονισμός ἀφορῶν τήν Σερβική Ἐκκλησία καί τόν
Σερβικόν κλῆρον δύναται νά ἐκδοθεῖ, ἤ ὑπάρχων
νά μεταβληθεῖ, ἄνευ τῆς προηγούμενης συναινέσεως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου!!”
(Χρήστου Ἀνδρούτσου Ἐκκλησία καί Πολιτεία, σελ 101).
Συνέπεια αὐτοῦ λοιπόν εἶναι οἱ Ἐκκλησίες τῆς
Σερβίας καί τῆς Ρουμανίας νά ἔχουν κατοχυρωμένη πλείονα αὐτοτέλεια καί ζωή.
Κατά ἄλλη ἔκφραση θά συμφωνοῦσα, ὅπως δηλαδή
ἀναγνωρίζει τό Σύνταγμα κατά τό ἄρθρο 3 τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, καί χωρίς
περαιτέρω ἐπέμβαση στά τῆς ἀναγνώρισης, ὀργάνωσης, Θείας Λατρείας, ἐκκλησιαστικῆς
περιουσίας καί στίς διοικητικές διαδικασίες.
Πέραν
τούτου, εἶναι χρήσιμο νά τονιστεῖ ὅτι ὁ νομοθέτης χρησιμοποιεῖ τήν ἔννοια
‘’νομικό πρόσωπο’’, ὄχι τυχαία ἤ συμβολικά, ἀλλά ἀκριβολογώντας διότι τά πάντα
στά νομοθετικά κείμενα εἶναι κείμενα ἀκριβείας, -γράμμα τοῦ νόμου-, ἔχοντας
συγκεκριμένη σημασία καί σημειολογία, ἔτσι ὥστε νά ἀποδίδονται κατά τό δυνατόν
μέ ἀκρίβεια οἱ προθέσεις τοῦ νομοθέτη. Κατόπιν αὐτού, ἀκόμη και ἐάν ἡ ἕννοια ‘’νομικό ἔνδυμα’’ πού παραθέτει ἡ ἐνημέρωση ἦταν ὅρθη κατά τούς
ἱερούς κανόνες, στήν συγκεκριμμένη αἰτιολογία τῆς ἐνημέρωσης δεν ἀνάγονται ὁρθά
οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ νόμου, διότι τό
‘’κέλυφος’’, ἤ και το ‘’ἔνδυμα’’
λαμβάνει τό “σχήμα” τοῦ σώματος ὡς εἶναι, χωρίς δυναμική προσωπικότητα,
χωρίς ἀπαιτήσεις καί ὑποχρεώσεις, χωρίς περαιτέρω διεργασίες ἀναγνώρισης, χωρίς
παραμορφώσεις. Ἀπεναντίας, τό νομικό πρόσωπο πού ἀναφέρει ὁ νομοθέτης, εἶναι ἕνα
μόρφωμα, ἕνα νομικό κατασκεύασμα, καί ἔχει ἀναχθεῖ ἀπό τό δίκαιο σέ ὑποκείμενο
δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων. Πλήρης ἐξαρτώμενο ἀπό τόν νομοθέτη καί τήν κάθε
Κυβέρνηση, πού δύναται νά τό διευθύνει καί νά τό κηδεμονεύει. Κατά συνέπεια ἔχει
δυναμική κίνηση, κατεύθυνση, πλοήγηση, πού καθορίζεται ὄχι ἀπό τούς Ἁγίους καί Ἱερούς
Κανόνες ἀλλά σύμφωνα μέ τίς βουλές τοῦ Κοινοβουλίου. ‘’H κηδεμονία Τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας
ὑπό τῶν Κοινοβουλευτικῶν εἶναι ἀσεβής σφετερισμός ξένης ἐξουσίας, ἐφόσον κατά
τήν Συνταγματική ἀναγνώριση ἀποδέχονται τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὡς ἀναγκαῖον καί
Θεοσύστατο ἵδρυμα, ὀφείλουσι νά συναποδεχθῶσιν, ὅτι τό διευθύνειν τά ἐκκλησιαστικά
ἀνήκει Τή Ἁγία Ἐκκλησία καί ὄχι εἰς αὐτούς.’’ (Χρ. Ἀνδρούτσου Ἐκκλησία καί
Πολιτεία, σελ 30)
Ὀρθῶς
παρατήρησε ὁ Θιέρσος, ὅτι “ἡ πολιτειοκρατία τότε μόνο θά δικαιωθεῖ ὅταν
κατορθώσει νά ἀποδείξει, ὅτι τό «ποίμενε τά πρόβατά μου» ἀπηύθυνε ὁ Χριστός εἰς
τόν Ἠρώδη”. (Thiersch Uber den Christlichen Staat 41).
‘’Ἐλέγχει δέ
μυωπίαν καί ἀνακολουθίαν μικροπολιτικῆς ἡ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ἐπέμβασης τῆς
Πολιτείας, διότι ἐνῶ οἱ πολιτικοί ἄρχοντες ἀναγνωρίζουσι καί τιμῶσι τήν Ἐκκλησίαν
ὡς Θεῖον καί Σωτήριον Ἵδρυμα, δυσχαιρένουσι εἴτα ἤ καθιστῶσιν ἀδύνατον πάσαν αὐτοτελῆ
Αὐτῆς κίνησιν.‘’ (Χρ. Ἀνδρούτσου Ἐκκλησία
καί Πολιτεία, σελ 32)
Στίς ἡμέρες
μας ὅμως ὁ νομοθέτης, ἄθεος ἤ ὑπέρμαχος τῆς νέας τάξης πραγμάτων, δύναται μέ
τροπολογίες νά κατευθύνει, νά καταδυναστεύει, καί ἐν τέλει νά στραγγαλίζει τήν Ἐκκλησία.
Ἀβίαστα, λοιπόν, ἐπί τῆς οὐσίας καί ὄχι συμβολικά, συνάγεται τό συμπέρασμα, ὅτι
8
τό νομικό
πρόσωπο, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό ἀναπόσπαστο
τμῆμα μίας ζωντανῆς Κεφαλῆς. Αὐτή ἡ
κεφαλή, δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν κεφαλή τοῦ κράτους, ἀπόλυτα καθοδηγούμενη ἀπό τό
Ἑλληνικό κοινοβούλιο, ὅπου ὄψιμα ἡ πλειοψηφία ἀποτελεῖται ἀπό Βουλευτές ἀριστερῆς ἰδεολογίας σύμφωνα μέ
τό καταστατικό τοῦ Κυβερνώντος κόμματος. Ὅμως ἕνα σῶμα ἐκ φύσεως δέν μπορεῖ νά ἔχει
δύο κεφαλές. Mήπως τελικά χωρίς ὑπερβολή, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι «ἀποκόπτεται» ἡ
Ἁγία Κεφαλή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί στή θέση του τοποθετεῖται μέ τήν δική
μας συναίνεση ἡ κεφαλή τοῦ πεπερασμένου,
κτιστοῦ Καίσαρα; Ὑπάρχουν διατάξεις πού περιορίζουν καί στραγγαλίζουν
τήν Ἐκκλησία, στά σημεῖα ἐκεῖνα πού αὐτές εἶναι ἀντίθετές των ἱερῶν Κανόνων, ἀλλά
καί ἄλλες πού καθιστοῦν τήν Ἁγία Ἐκκλησία Τοῦ Χριστοῦ σέ κατάσταση ὑποτέλειας.
Τέτοιες διατάξεις εἶναι:
α)
“Θρησκευτική κοινότητα εἶναι ἱκανός ἀριθμός φυσικῶν προσώπων μέ συγκεκριμένη
θρησκευτική Ὁμολογία γνωστῆς θρησκείας..” Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος
γνωστή θρησκεία, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν περιγραφή τῆς αἰτιολογικῆς ἔκθεσης τοῦ ἄρθρου 1 ἤ ὄχι; Πῶς,
καί μέ ποιά Ἁγιοπατερική διάταξη εἶναι δυνατή ἡ ἔνταξη καί ἀναγνώριση; Γιατί
δέν γίνεται οὐδεμία ἀναφορά στήν ἐνημέρωση;
β)“Γιά νά
συσταθεῖ θρησκευτικό νομικό πρόσωπο χρειάζονται τριακόσια τουλάχιστον
πρόσωπα..”άρθρο 2 Ἔστω καί ἀκόμη νά ἦταν
ἀποδεκτές ὅλες οἱ διατάξεις, ἀναρωτιέμαι, εἶναι εὐέλικτος τοῦτος ὁ ὅρος; Σέ
γεωγραφικές περιοχές ἀποκεντρωμένων Μητροπόλεων πού δέν ὑπάρχουν πιστοί στόν
δεδομένο ἀριθμό 300, πῶς θά ἀναγνωριστοῦν σύμφωνα μέ τόν νόμο; Μήπως θά πρέπει
νά συντάξουν ψεύτικες δηλώσεις μόνιμης κατοικίας;
γ)“Ὁ σκοπός
τοῦ νομικοῦ προσώπου εἶναι ἐκ τοῦ νόμου θρησκευτικός (ἄρα δέν δύναται νά ἀφίσταται
αὐτοῦ), ἤτοι ἡ συστηματική καί ὀργανωμένη ἄσκηση τῆς λατρείας της καί ἡ
συλλογική ἐκδήλωση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τῶν μελῶν της..”(Αἰτιολογική ἔκθεση
νόμου ἄρθρου 4) καί σέ συνδυασμό μέ
τό “Αὐτοί οἱ χῶροι λατρείας δέν
χρειάζεται νά περιβληθοῦν κάποιο ἰδιαίτερο νομικό τύπο.” (Αἰτιολογική ἔκθεση
νόμου ἄρθρου 9)
Ἡ ἐνημέρωση,
τό ἑρμηνεύει ὡς διαφοροποίηση τοῦ νόμου ἀπό
τά σωματεῖα πού εἶναι οἰκονομικοί οἱ σκοποί. Ἐδῶ ὁ νόμος καθορίζει θρησκευτικό,
δηλαδή πνευματικό σκοπό. Ἀποσκοπεῖ στήν πνευματική ὑπόσταση κάθε θρησκείας. Δέν
εἶναι ἐπιτρεπτό η Πολιτεία να καθορίζει τις θρησκευτικές αρμοδιότητες τῶν πολιτῶν, εἶναι ἀπευκταῖον, βλάσφημο τά τώ Θεῶ τώ
Καίσαρι να ἀποδίδονται. Καί μόνο γιά αὐτή τήν ἀμφισβήτηση, θά πρέπει νά ἀπορρίψουμε
τήν διαδικασία ἀναγνώρισης μέ τίς διατάξεις τοῦ νέου νόμου.
δ) ‘’Τό θρησκευτικό νομικό πρόσωπο ἀποκτᾶ προσωπικότητα
ἀπό τή στιγμή πού θά ἐγγραφεῖ στό βιβλίο, ἡ ἐγγραφή γίνεται μόλις ἐκδοθεῖ ἡ
δικαστική ἀπόφαση πού τή διατάσσει.’’
ε) ‘’Θεμελιώδης ἀρχή τῆς κάθε θρησκείας εἶναι ἡ
κατοχή τῆς μόνης Ἀλήθειας’’, αἰτιολογική ἔκθεση ἄρθρου 6. Τοῦτη ἡ δηλητηριώδης φράση στο αἰτιολογικό
τοῦ νόμου, εἶναι θεμελιώδης διάταξη του Καταστατικοῦ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν,
Π.Σ.Ε. Ἀποδέχεται τήν ἀρχή τῆς μόνης ἀλήθειας
γιά ὅλες τίς θρησκεῖες, πού σημαίνει ὅτι ὁ νόμος
9
στά ἄρθρα
1-12 ἀποδέχεταί το ὅτι ὅλες οἱ νεοπαγεῖς θρησκεῖες ὑπό ἔνταξη, εἶναι ἰσόκυρες
καί ἰσάξιες. Αὔτη ἡ ἀνορθόδοξη διάταξη, ὄχι μόνο ἀπάδει πρός τήν Ἱερά Παραδόση ἀλλά
πρό παντός φέρει τόν ὄλεθρο, καί τήν ἀποσύνθεση στόν Ἐκκλησιαστικό βίο Τῆς Ἑλλάδος.
στ) Διατάξεις ἀναγνώρισης ἀπό τo Πρωτοδικεῖο καί διατάξεις διάλυσης τοῦ
θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου.
ζ) “Ἐκκλησία,
εἶναι ἡ ἕνωση τουλάχιστον τριῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων τῆς αὐτῆς
θρησκείας, ἤτοι μέ τήν αὐτή Ὁμολογία πίστεως καί ἀποδεχόμενα τούς ἴδιους ἱερούς
κανόνες καί κείμενα, χωρίς καμία διαφοροποίηση στό δόγμα τους, ἡ ὁποία ἔχει ἐπισκοπική
ἤ συνοδική ἤ ἄλλη κεντρική δομή” αἰτιολογική
ἔκθεση ἄρθρου 12.
Καί ἐπίσης: “χωρίς νά ὑπεισερχόμαστε σέ
δογματικά, ἐκκλησιολογικά ζητήματα, ἡ ἔννοια τῆς ἐκκλησίας ἐκλαμβάνεται ἐδῶ ὡς
τύπος διοικητικῆς ὀργάνωσης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπαντᾶται κυρίως στίς
χριστιανικές θρησκεῖες καί δόγματα καί ὄχι σέ ἄλλες θρησκεῖες ὅπως ἡ ἰσλαμική…”αἰτιολογική
ἔκθεση ἄρθρου 12.
Αὐτονόητα, ἀλλά
καί ἀντίστοιχα κατά τήν ἔννοια τοῦ Θ.Ν.Π., ἔχουμε τήν δημιουργηθεῖσα ὑπό τό
νόμο νέα ἔννοια τῆς Νομικῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν σύμπτυξη αὐτῶν. Ἐπίσης, εἶναι ἀπαγορευτικό νά υἱοθετηθεῖ ἀπό
τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ αὐτή ἡ νεοπαγής
‘’νομική’’ Ἐκκλησία ὡς τύπος διοικητικῆς ὀργάνωσης καθώς ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἀναφέρει,
“Η Ἐκκλησία ἐν τῇ ἑαυτῆς διακυβερνήσει ἐστίν ἀνεξάρτητος ἀπό τῆς πολιτείας,
διότι ἐστί καθαρῶς Θεοΐδρυτον καθίδρυμα, κέκτηται δέ πολίτευμα καθαρῶς
Πνευματικόν”, καί ἀλλοῦ ἀναφέρει “Ἡ ἐξουσία
τῆς Ἐκκλησίας ἐστίν ἁπλῶς πνευματική καί ἐν τῇ διοικήσει, ἀναπτύξει καί
προαγωγή αὐτῆς δί ὅλως πνευματικῶν μέσων ἑξασκείται” (βλ. Ἁγίου Νεκταρίου
Πενταπόλεως, Ποιμαντική, ἐκδ. Ρηγοπούλου) καί: “εἶναι δέ ἡ Ἐκκλησία μία,
καθόσον εἶναι ἑνωμένη ἐν τῇ πίστει καί ἐν τῇ διοικήσει, οὕτω δέ ἡ ἐν τοῖς δυσί
τούτοις σημείοις ἑνότης ἀποτελεῖ τό γνώρισμα ἅμα καί τήν βάσιν τοῦ ἑνιαίου καί
μοναδικοῦ της Ἐκκλησίας”. (εκ του ιδίου).
Περαιτέρω,
’’πολιτειακή νομοθεσία πού κηδεμονεύει τήν Ἁγία Ἐκκλησία, μέ ἀντίθετα των ἱερῶν
κανόνων νομοθετήματα, εἶναι ὅτι συμφύλλον καί ὀθνεῖον, εἶναι ἡ πηγή τοῦ μαρασμοῦ
καί τῆς ἀπονεκρώσεως, καί τῆς ἀποσυνθέσεως τῆς χαρακτηριζούσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος σήμερον, διότι ἀποκόπτει τήν κεφαλήν τοῦ Ἰδρυτοῦ Αὐτῆς Ἰησοῦν
Χριστόν. Τοῦτο τό σύστημα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ὑποταγῆς ἐν τῇ Πολιτεία εἶναι ἀντικρυς,
πολεμίαν καί καταδιώκουσα τό Ἔθνος καί ἰδίους ἐπιδιώκουσα σκοπούς, οἶα ἀκριβῶς ὑπολαμβάνεται
ἡ Ρωμαική Ἐκκλησία ὑπό τῶν κρατῶν τῆς Δύσεως.’’ (Χρ. Ἀνδρούτσου, Ἐκκλησία καί
Πολιτεία ἐξ ἀπόψεως Ὀρθοδόξου, σελ 54)
Ἐπί τῶν ἀνωτέρω
ἀπόψεων, μπορεῖ κάποιος, διαφοροποιούμενος, νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἡ παρουσία τοῦ
Πρωτοδίκη καί τό καθεστώς ἐλέγχου ὑπό τοῦ Κράτους, ἀλλά καί τῆς διαλύσεω εἶναι
τυπικά; Ἀπαντῶ ὅτι ὁ Πρωτοδίκης ἔχει τό
δικαίωμα προφανῶς νά μήν ἐγκρίνει τήν ἀναγνώριση, ἀλλά καί ὁ ἔλεγχος τοῦ Κράτους
ὑφίσταται γιά τόν γενικότερο ἔλεγχο τῆς Ἱεραρχίας, καί πιθανῶς στήν συνέχεια
καί τῶν ἀποφάσεων πού θά θεωροῦνται ἀντιβαίνουσες τοῦ πολιτικοῦ συμφέροντος. Αὐτές
οἱ διατάξεις εἶναι πρωτόγνωρες γιά τήν
10
Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα,
καί ἡ ἀποδοχή καί ἐφαρμογή αὐτῶν, διττῶς δύναται νά ἐξηγηθεῖ. Μαρτυρεῖ τό
νομοταγές της Ἑλληνικῆς Ἱεραρχίας, πού σημαίνει ἀποφάσεις σύμφωνα μέ τούς
νόμους πάντοτε! Ἤ ἀκόμη περισσότερο, ὅτι τό ἁρμόδιο Ὑπουργεῖο Παιδείας θά
προλαμβάνει ἐνδεχομένως ἐκ τῶν παρασκηνίων κάθε σύγκρουση, ὄχι μόνον πρός τούς
νόμους, ἀλλά καί πρός τίς ἐπιθυμίες τῆς Κυβερνήσεως, διαμηνύων τίς θελήσεις τῆς
Κυβερνήσεως σέ ἐπισκόπους, καί σύν τῷ χρόνω νά συνηθίζουν νά σκέπτονται καί νά ἀποφασίζουν
κατά τά παραγγέλματα τῶν ἑκάστοτε κυβερνήσεων. Γιά ἐπισκόπους πού ἔχουν
συναίσθηση τῆς Θεόθεν Ἀρχῆς καί τῆς ἀποστολῆς αὐτῶν, καί μόνο αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἑξαρτηματική
σχέση ἐκ τοῦ κράτους, δηλαδή ἡ ἀναγνώριση, οἱ ἔλεγχοι, ἡ διάλυση, εἶναι κάτι
δεινό καί ἀφόρητο. Οἱ Ἱεράρχες συναισθανόμενοι τήν ἴδια ἀξιοπρέπεια καί τήν ὑψηλή
αὐτῶν εὐθύνη ἐρειδομένη ἐπί πλέον ἐπί τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, τοῦ ἀνακηρύσσοντος
κυρίαρχον τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν Τοῦ Χριστοῦ, διεπόμενη ὑπό τῶν ἱερῶν Κανόνων καί
παραδόσεων, οὔτε γιά μία ἡμέρα θά δέχονταν νά βρίσκονται ὑπό καθεστώς κρατικοῦ ἐλέγχου.
Αὐτές οἱ διατάξεις διαταράσσουν τήν ἐλευθερία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σέ ὅλα τα
ἐπίπεδα, ἤτοι, τῶν ἀποφάσεων, τοῦ δημόσιου λόγου, τῆς ὀρθόδοξης ὁμολογίας κλπ. Ἐπιπλέον,
παρεμποδίζει τήν ὀρθόδοξη πρωτοβουλία, τό αὐτεξούσιο, ἀνακόπτοντας τήν παρρησία
ὅπου αὐτή πρέπει νά ἐνεργεῖται κατά Θεόν. Ἀκόμη, δεσμεύει τήν ἔκφραση τῆς
σκέψεως καί καλλιεργεῖ σύν τῷ χρόνῳ τήν ἀπόλυτη ὑποδούλωση στήν Πολιτεία, ὑποβαθμίζοντας
τήν Ἐκκλησία σέ ἕνα γραφειοκρατικό
σύστημα πού διεξάγει τυπικές ὑπηρεσίες. Κατά συνέπεια, εἶναι ἐξ ἀρχῆς ὁρατό τό
φαινόμενο ὅτι τό κράτος κατ᾿ οὐσίαν διευθύνει τήν Ἁγία Ἐκκλησία, μεταβάλλοντας
τούς ἱεράρχες μέ τό χρόνο καί τήν τριβή σέ Πολιτειακούς ὑπαλλήλους, ὅπου πλέον
καθίσταται ἡ Ἐκκλησία μή ἀνορθωθεῖσα, ἀλλά μᾶλλον ἐπί τό χεῖρον πεσοῦσα. Ἡ τοιαύτη θέση δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τά
Προτεσταντικά Πολιτειακά κράτη, τά μή ἀποδεχόμενα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας,
φέροντας τήν τύφλωση, τόν ὄλεθρο καί τήν ἀποσύνθεση στόν ἐκκλησιαστικό βίο. Μήν
θεωρηθεῖ ὑπερβολική ἡ ἀνωτέρω τοποθέτηση, καθώς ἀμέσως μέ τήν ψήφιση τοῦ νόμου ἡ
Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας των ΓΟΧ, ἀποδέχεται καί συντάσεται μέ τήν λανθασμένη ἄποψη τῆς Πολιτείας, πού θεωροῦν
καί ἐντάσσουν τήν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ, ὅχι στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, ἀλλά στό ἄρθρο
13 περί ἀνεκτῶν θρησκειών, δηλαδή τῶν ἐτεροδόξων και τῶν έτεροθρήσκων
θρησκευτικών κοινοτήτων, ἥ ἐρμηνευτικά τῶν αἰρετικῶν κοινοτῆτων, συμφώνως και τῆς
ἐρμηνευτικής ἐγκυκλίου ’Υπουργεῖου Παιδεῖας
ἀρ. πρωτ. 69230/Α3 ἀπό 6/5/2014. Διαδυκτιακή ένημέρωση ‘Υπουργεῖου Παιδεῖας.
Ἑτέρα ποδηγέτηση τῆς Πολιτείας διά τῶν ὀργάνων
της εἶναι καί ἡ βούληση νά μᾶς ἐντάξουν ὑπό καθεστώς ἀναγνώρισης στή νομοθεσία
γιά Σέκτες και Παραθρησκείες κατά τις διατάξεις τοῦ νέου νόμου 4301. Ἀπόρροια
τοῦ ἐξωφρενικού ἀνοσιουργήματος τοῦτου εἷναι τό ὅτι καί οἱ Ἐκκλησιαστικοί Λειτουργοί
τῶν ΓΟΧ Ἐλλάδος, κατά την τήρηση τοῦ νέου ἠλεκτρονικοῦ μητρώου Θρησκευτικῶν
Λειτουργῶν, θά ὑπάγονται στό τμῆμα Ἐτεροθρήσκων καί Ἐτεροδόξων τῆς Διεύθυνσης τῆς
Θρησκευτικῆς Διοίκησης τοῦ Ὑπουργεῖου Παιδεῖας. Συνέπεια τῶν προεκτεθέντων, ἐν
τοῖς πράγμασι καθίσταται ἡλίου φαεινότερο τό πῶς ἐπιδρᾶ καί πῶς κηδεμονεύει ἡ
Πολιτεία, τήν Ἐκκλησία μέ τήν ἐμφάνιση
τοῦ νέου νόμου.
11
Σέ συνέχεια τῶν παραπάνω ἀπόψεων, θεωρῶ ὅτι ἡ Ἁγία
Ἐκκλησία, στήν ὁποία Ἄρχων καί Κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός, τίθεται ὑπό τό κράτος τοῦ
νόμου καί χαρακτηρίζεται νομική Ἐκκλησία, ἐκ τῶν τριῶν ἀναγνωρισθέντων, ἐκ τοῦ
πρωτοδικείου, θρησκευτικῶν καί νομικῶν προσώπων. Ἀλλά περί αὐτοῦ, τό παρακάτω παράθεμα εἶναι χαρακτηριστικό καί
σφόδρα πειστικό: “Τί τό θλιβερόν καί
βλάσφημον κατά Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τό Πανάγιο Πνεῦμα Αὐτό ἐξουσιάζει Αὐτῆς καί
κατά συνέπεια οὐδεμία ἄλλη ἐξουσία, καί μάλιστα κοσμική, δύναται νά λάβη θέση ἐν
Αὐτή. Κατά τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ, ἡ κοσμική ἐξουσία, ἤτις διά τοῦ τοιούτου
χαρακτηρισμοῦ ὑπεισερχομένη εἰς τόν Ἱερόν καί Ἅγιον Χῶρον Τοῦ Παναγίου
Πνεύματος περιφρονεῖ τήν παρουσία τούτου καί ὑποτιμᾷ τήν ἀξίαν καί τήν δύναμη Αὐτοῦ
εἰς τό νά κυβερνᾶ τήν Ἐκκλησίαν. Καταργεῖ δέ ἐπί τούτοις «καί τήν ἐπ᾿ αὐτῆς ἐξουσίαν
Αὐτοῦ ἐγκαθιστῶσα ἐν αὐτῇ τῇ Ἐκκλησίᾳ τήν ἰδικήν τῆς ἐξουσίαν μεταβάλλουσα οὕτω
τήν Ἐκκλησίαν εἰς ἁπλοῦν κοσμικόν ἤ μᾶλλον κρατικόν ἴδρυμα”. (Μητροπολίτου
Σισανίου καί Σιατίστης: Ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, οὐχί νομικό πρόσωπο, Ἀθῆναι 1969, σελ 39).
Ἄρα, ἐρωτῶ,
κατά τίς παραπάνω ἀλήθειες/παραδοχές, τοῦτος ὁ νόμος πρός ἔνταξη δύναται ἤ ὅχι
νά ἀποκόπτει τήν κεφαλήν τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας δηλαδή τόν Χριστό καί στή θέση τοῦ
τοποθετεῖ τήν κεφαλήν τοῦ Κράτους, δηλαδή τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἑλληνικοῦ
κοινοβουλίου; Στή συνέχεια θά θεωροῦσα λάθος, ἐάν κάποιος ἐπιμείνει ἰσχυριζόμενος,
ὅτι τό κοινοβούλιο στίς μέρες μας ὑπηρετεῖ Χριστό καί Ἑλλάδα, ὅσο καί ἄν οἱ
δημοκράτες βουλευτές ὑπεραμύνονται τό τῆς
Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικῆς Δημοκρατίας πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος. Τό ὅλο θέμα,
δηλαδή ἡ βάση τῶν ἄρθρων τοῦ ν.δ.4301 πού ἀναφέρεται στήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας
στό καθεστώς τῆς παρούσας κυβέρνησης ἀριστερῆς ἰδεολογίας, θεωρῶ ὅτι δέν εἶναι
διαφορετικό ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας τῶν κατακομβῶν στήν Ἁγία Ρωσία τό 1927,
ἐπειδή ἡ τότε «Ἐπίσημη Ρωσική Ἐκκλησία» διακήρυξε νομιμοφροσύνη πρός τό Ἄθεο
Σοβιετικό καθεστώς. Μέ τήν "Διακήρυξη" τοῦ 1927, οἱ ἀθεϊστικές Ἀρχές
πέτυχαν -κατά τόν Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Γκράμπε, (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Γρηγόριο τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς) - τήν δημιουργία μιᾶς "νομικῶς καί
κανονικῶς τερατώδους πλάνης, δηλαδή μιᾶς "Ἐκκλησίας" στήν ὑπηρεσία τῆς
Σοβιετικῆς πολιτικῆς… (Γ. Γκράμπε, "Ἡ νομική καί κανονική θέσις τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας", 1971, σελ. 11).
Μέ ἄλλα λόγια, “ἦταν μία κατάστασις σχισματική, ἐλεγχόμενη ἀπό τό ἀθεϊστικό
Σοβιετικό Κράτος, ἦταν ἡ ἔνταξή Της στόν κρατικό μηχανισμό τῆς ἀπολυταρχικῆς Αὐτοκρατορίας”
(Ἀθ. Δεληκωστόπουλος).
‘’Ἡ ταύτιση
τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Τσαρικό καθεστώς, δημιούργησε μία κατάσταση καθόλου
εὐνοϊκή γιά τόν πνευματικό Της προσανατολισμό.’’ (Á. Buevski γιά τήν ἐκκλησιαστική
μεταρρύθμιση τοῦ Πέτρου Α' ("The Juornal of the Moscow Patrirchate",
ö. 11/1985).
Εἶναι πολύ
σημαντικό νά τονίσουμε ὅτι οἱ ἱστορικοί ἀποφάνθησαν τελεσιδίκως, τήν “ταύτιση“
τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Ἄθεο καθεστώς. Γι᾿ αὐτό λοιπόν δέν μπορεῖ νά
θεωρήσει κανείς ὅτι ἡ ὑπαγωγή ἐκκλησιαστικῶν καί κοσμικῶν στό Πρωτοδικεῖο μέ
τήν ὁμολογία Πίστεως, καί τίς ὑπεύθυνες δηλώσεις, εἶναι ἰδιωτική ὑπόθεση. Εἶναι
μία ὁλοκληρωμένη ἐκκλησιαστική πράξη ὑποταγῆς στό Πρωτοδικεῖο καί στήν
Πολιτεία, ἐκεῖ πού προσβλέπει ὁ νόμος γιά νεοπαγεῖς θρησκευτικές κοινότητες,
καί εἶναι καθ᾿ ὅλα νεωτερίζουσα καί πρωτοφανῆς ἐνέργεια στήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
12
3) Τό θέμα τῆς
περιουσίας παρουσιάζεται λανθασμένα στό ἐνημερωτικό τοῦ νόμου. Τό ὁποιοδήποτε
καταστατικό δέν ἔχει τήν ἐλευθερία τοῦ νόμου νά ἐπιτρέπετα νά μεταβιβαστεῖ ἡ
περιουσία σέ πρόσωπα ἤ καί σέ ἄλλα σωματεῖα. Τοῦτο εἶναι ἀπόλυτα λογικό καθώς
τρίτες θρησκείες, γιά πρώτη φορά ὁργανώνονται στήν Ἐλλάδα βάση τοῦ νόμου 4301. Ἄρα
δέν εἶναι ἐφικτό νά ὑπάρχει νομική σύνδεση τοῦ νόμου μέ ἄλλο νομικό καθεστώς
γιά νά δύνανται νά μεταβιβαστούν οἱ περιουσίες σά ἄλλα καθεστώτα νόμου, ἐάν ἀπαιτηθεῖ
η διάλυση των Θ.Ν.Π. Ἄλλωστε, ἐάν ὑπῆρχε τέτοια διευκόλυνση τοῦ νόμου, θά ἔπρεπε
ρητῶς νά ἀναγράφεται σέ ἄρθρο νόμου, ὅπως ἀναγράφεται ἡ μεταβίβαση περιουσίας
πρός τά νέα Θ.Ν.Π. κατά τό ἄρθρο 18. Τό ἐνδεχόμενο
τῆς διάλυσης ὅλων τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων γιά λόγους Πίστεως, θά ἀποτελεῖ
ἀναγκαία καί ἰκανή συνθήκη γιά ὅλα τα νομικά πρόσωπα καί τήν νομική Ἐκκλησία, ἐνδεχόμενο
πού γίνεται ἀποδεκτό στήν ἐρωταπόκριση 6, “Ἄν πάλι, θεωρήσει κανείς ὅτι στό
μέλλον, κάποια ἄλλη Κυβέρνηση μπορεῖ νά μᾶς διαλύσει , αὐτό μπορεῖ νά τό κάνει
οὕτως ἤ ἄλλως, εἴτε ἔχουμε Θ.Ν.Π, εἴτε Σωματεῖα, εἴτε Ἀστικές Ἑταιρεῖες.” Ἐπί τῆς οὐσίας, γιά αὐτή τήν παράθεση θά ἔλεγα
ὅτι Σωματεῖα καί Ἀστικές Ἑταιρεῖες πού δημιουργήθηκαν γιά λόγους διαφύλαξης τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας καί τῶν λατρευτικῶν χώρων δέν μποροῦν νά διαλυθοῦν ἀπό
τήν Ἑλληνική Βουλή, διότι πρέπει νά γίνει εἰδική νομοθετική μονομερής ρύθμιση,
πού νά περιγράφει ἐπακριβῶς τά συγκεκριμένα ΓΟΧ σωματεῖα καί τίς ἑταιρεῖες.
Θεωρῶ ἀδύνατη τέτοια ἀναιτιολόγητη,
καθόλα ἀντισυνταγματική καί παράνομη, νομική σφαγή. Ἀντιβαίνει σέ πολλά ἄρθρα
τοῦ Συντάγματος, καί ξεσηκώνει ὅλους τούς πιστούς σέ ἔντονες διαμαρτυρίες τό ὁποῖο
εἶναι ἀπευχόμενο σέ Κυβερνήσεις. Ὅμως δύναται πολύ εὔκολα νά ψηφιστεῖ
γενικευμένη τροπολογία-νόμος πού νά ἀναφέρεται δυσμενῶς, χάριν
παγκοσμιοποιήσεως καί οἰκουμενισμοῦ στό Π.Σ.Ε.
γιά ὅλες τίς νεοπαγεῖς θρησκευτικές ὁμάδες πού ἀναγνωρίστηκαν μέ τις
διατάξεις 1 εως 12 τού ν.δ. 4301. Μέ
τέτοια ρύθμιση εἶναι πολύ δύσκολο νά ὑποστηριχτεῖ ἡ ἀντισυνταγματικότητα τῶν
διατάξεων μίας ἐνδεχόμενης τέτοιου τύπου νέας τροποποίησης.
4) Στήν
τελευταία παράγραφο διακρίνω μία ἰδιαίτερη ἀναφορά, προκειμένου νά κρατήσουμε
τήν ‘’ἐπωνυμία’’ τῆς ‘’Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος’’.
Δέν θά διαφωνοῦσα, ἐάν δέν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά τά θέματα, τά καθόλα ψυχοφθόρα πού
δημιουργοῦν σοβαρές συνειδησιακές ἐνστάσεις. Ὅμως ὁ ρόλος μας δέν εἶναι νά
γίνουμε οὔτε θεματοφύλακες τοῦ ὀνόματος ΓΟΧ Ἑλλάδος, οὔτε χωροφύλακες γιά τούς
ψευδό-γόχ, ἀλλά νά παραμείνουμε μέλη τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τούς ψευδο-ΓΟΧ πού λυμαίνονται τό
ποίμνιο, ἐμεῖς δέν ἔχουμε νά λογοδοτήσουμε περί τούτου, ’’ὅστις θέλει…’’ εἶπε ὁ
Χριστός μας. Ἐάν ὅμως ἐντάξουμε τήν Ἁγία Ἐκκλησία ὑπό τήν Κεφαλή τῆς κρατικῆς ἐξουσίας,
ὑπό τό καθεστώς διατάξεων γιά σέκτες, θεωρῶ ὅτι θά λογοδοτήσουμε.
5) Σχετικά
μέ τό δίλημμα, νομολογία ἤ νομοθεσία, Θά ἔλεγα ὅτι ἡ νομολογία τῶν ἀποφάσεων
καί τῶν δικαστηρίων μᾶς ἀναγνωρίζει ὡς εἴμαστε ὅλα αὐτά τά χρόνια, κατόπιν
μεγάλων ἀγώνων καί εἶναι τιμή μας ἐν καιρῷ ἀποστασίας, ὅμως ἡ νομοθεσία σκλαβώνει τήν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ καί τήν καθιστά δεσμευτική, γιά τούς παραπάνω λόγους. Ἄρα γιά τό
13
θέμα εἰδικά
αὐτό τῆς Ἐκκλησίας ἡ νομολογία ἀναγνώρισης προερχομένη ἐκ τῆς ὁλομέλειας τοῦ
ΣτΕ εἶναι τό ἰδεώδες, καθώς δέν ὑποχρεώνει οὔτε δεσμεύει, μόνο ἀναγνωρίζει.
6) Καθίσταται
φανερό ἐκ τοῦ νόμου καί ἐκ τῶν διευκρινήσεων τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα τοῦ Ὑπουργείου
Παιδείας, ὅτι τό καθεστώς ἀναγνώρισης νομικοῦ θρησκευτικοῦ προσώπου εἶναι
δεσμευτικό καί ἀνελαστικό ὡς πρός τήν Πολιτεία, καί γιά τήν πλήρη ἐφαρμογή του
δέν θά μπορεῖ νά ὑπάρχουν μέλη τῆς κοινότητας πού δέν θά εἶναι ἐνταγμένα μέ ἐνυπόγραφη
ὑπεύθυνη δήλωση. Ἄρα αὐτό τό σῶμα γιά νά
λειτουργήσει σύμφωνα μέ τίς προθέσεις τῆς Πολιτεῖας & τις διατάξεις τοῦ
νόμου, θά πρέπει ὅλα τά μέλη νά εἶναι ἐνταγμένα.
7) Ἀκριβῶς
στό αὐτό πνεύμα τῶν ἀνωτέρω τοποθετήσεων, καί ὁ Διδάκτωρ Νομικῆς και Ἰερεύς τῆς
Ἀγίας Ἐκκλησίας, Π. Νικόλαος Δημαράς, ἐκφράζει με πέραν τοῦ δέοντος
γλαφυρότητα, ἀνάλυση καί ἀνησυχία τήν ὁλική του διαφωνία, μέ τό ἐγχείρημα τῆς ἔνταξης στό νέο
Νόμο. Ὑπό τον τίτλο ‘’ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ’’ ἐξωτερικεύει
μέ πρωτοφανή τίτλο καί τρόπο τή συνειδησιακή του ἔκρηξη, καί καταφέρνει νά ξεσηκώσει ἀστραπιαία
τούς Ὁρθοδόξους Χριστιανούς καί τούς
ζηλωτές Ἀγιορείτες πατέρες, καταρχήν για νά ἐνημερωθούν, και ἐν τἐλει νά ἀντισταθούν
σθεναρά σέ ἐπίπεδο ἐνοριών, Ἰερών Ναών,
καί Ἰερῶν Μονῶν. Κατατίθενται, αὐτολεξή ἡ ἀγωνία τοῦ Π. Ν. Δημαρᾶ. ‘’
Πιστεύω, ὅτι σέ καμμία περίπτωση δέν θά πρέπει νά πέσουμε στήν παγίδα καί νά
“βγάλουμε τά μάτια μας μόνοι μας”, συμπληρώνοντας ὑπεύθυνες δηλώσεις γιά τήν ἀναγνώρισή
μας ὡς θρησκευτικῶν κοινοτήτων[….] Ἄν
συμπληρώσουμε ὑπεύθυνες δηλώσεις, γιά νά “ἀναγνωριστοῦμε” ὡς “θρησκευτική
κοινότητα” ἀπεμπολοῦμε τά δικαιώματά μας καί τήν μέχρι τώρα ἀναγνώρισή μας καί
θά ὑπαχθοῦμε ὡς ἄλλοι ἀλλοδαποί στό ἴδιο καθεστώς μέ αὐτούς, γιά τούς ὁποίους ἔγινε
ὁ Νόμος […..]Θά θεωρούμαστε ξένοι μέσα στήν ἴδια τήν Πατρίδα μας, ἐκτός τοῦ ὅτι
θά χαρακτηριστοῦμε ὡς “μία θρησκευτική κοινότητα”, ὅπως οἱ ἄλλες (π.χ.
Μωαμεθανοί) […] Καί βέβαια θά προσβάλλεται ἔτσι βάναυσα καί τό δικαίωμά μας
στήν προσωπικότητα, στή ἐλεύθερη ἄσκηση τῶν θρησκευτικῶν μας καθηκόντων,
παραβιαζομένης τῆς θρησκευτικῆς μας συνειδήσεως καί τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καί ἀξιοπρέπειας.
Θά
θεωρούμαστε Ἕλληνες πολίτες δεύτερης κατηγορίας, πρᾶγμα πού τό ἐπιδιώκουν πάσῃ
θυσία οἱ Νεοημερολογίτες. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε ἡ συνταγματικά προστατευόμενη Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού τηρεῖ ἀπαρασάλευτα τίς παραδόσεις καί τούς Ἱερούς
Κανόνες, κατά τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματός μας.
Μᾶς ἀρκεῖ
πλήρως ἡ μέχρι τώρα ἀναγνώριση καί ἡ νομοθετική μας προστασία..’’ Δρς Νομικῆς
Πρεσβύτερος Νικόλαος Δημαρᾶς Ἐπιστολή ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ 7/11/14
Τοῦτο το ἰστορικό
πλέον κείμενο, μοναδικό στο εἶδος του, λὀγω του τίτλου του και τῆς ἀστραπιαίας ἐξάπλωσής
του, οὔτε δύνατε νά ἀκυρωθεῖ, οὔτε να καταργηθεῖ, οὔτε να παρασιωπηθεῖ. Γιατί ὅπως ἡ Ἀγία Ἐκκλησία δέν δύναται νά
γκρεμιστεῖ, ἔτσι καἰ ὅλα τἀ ἀναφερόμενα ἀληθή κείμενα στά τῶν Αγίων Δογμάτων τῆς
Αγίας Ἐκκλησίας, δέν δύναται νά καταστραφούν, νά διαγραφούν, νά ἀκυρωθούν. Κάθε
κείμενο ὑγιές, ἐμπνευσμένο Χάριτι
14
Θεού, ἐνσωματώνεται
αὐτόματα μέ τήν δημιουργία του, και τελεί ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Ἀγίας Ἐκκλησίας
τῶν γραπτῶν παραδόσεων καί τῶν δογμάτων. Τοῦτο τό καθιστά αἰώνιο, ἀκατάριτπο, ἐνεργό,
και πάντοτε ὅρθιο καί ἰσχυρό, νά ἐλέγχει καί νά καταρίπτει τίς κακοδοξίες τῶν ὁργᾶνων
τοῦ διαβόλου. Ἀκυρώνεται ἀπό μόνο του καί αὐτόματα, ἐάν ἀποδειχτούν κακόδοξα τά
τῶν παραγράφων περιεχόμενα. Ἐπειδή
λοιπόν, οὔτε ἡ ἐνημέρωση τῶν Νομικών καί Θεολόγων μέ βάσιμη ἐπιχειρηματολογία ἀντικρούει, άνερεί και ἀκυρώνει τίς ἀρχικές θέσεις τοῦ Π. Ν.
Δημαρά, -- ἡ ἐνημέρωση καθόλου δεν ἐπιλαμβάνεται αὐτῆς τῆς προσοχῆς τῶν
άπόψεων,-- οὔτε ἀπό ἄλλους Νομικούς οὔτε
καί ἀπό Ἐκκλησιαστικούς δόθηκαν στήν δημοσιότητα ἀντιρρητικές ἀπόψεις, ἀποδυκνείει
περίτρανα ὅτι οἱ θέσεις τῆς πρῶτης ἐπιστολῆς εἶναι βάσιμες, καταλυτικές, πού
μετά καί τήν παρέλευση ἰκανοῦ χρόνου, καθίστανται ἰδιαίτερα ἰσχυρές και ἀνεπηρέαστες,
ὡς οὐδέποτε προσβαλλόμενες ἀπό νεώτερη ἐπιχειρηματολογία. Τό ὅτι δεν την ὑποστηρίζει
ἐνεργά ὁ Συγγραφέας ὡς ἵσως θα ὅφειλε, αὐτό δεν σημαίνει ὅτι καθίσταται ἀστήρικτη,
ἀκυρωμένη και παραμελημένη ἡ ἄποψη, διότι δύναται ὁ Θεός καί τίς πέτρες νά ἐγείρει,
και τα σκουπίδια να μιλήσουν, καί μέσα ἀπό τούς ὅνους να ἀκουστεί ἡ φωνή τοῦ
Θεοῦ, νά ξεσηκώσει τις συνειδήσεις καί νά ὁμολογηθεῖ ἡ ἀλήθεια. Καί οἱ λίθοι
κεκράξονται ὑπέρ τῆς ἀληθεῖας και τῆς δικαιοσύνης, τό δέ Φῶς οὐδὲποτε ὑπὸ τὸν
μόδιον, ἀλλά πάντοτε ἐπὶ τὴν λυχνίαν στά
θέματα τῆς Πίστεως τῆς Ἀγίας Ἐκκλησίας, γιατί ἔτσι ὁρίζει ὁ Θεός, νά μήν καυχᾶται
ο διάβολος κατά τοῦ Φωτός, καί νά παραπλανεῖ τους Πιστούς Ορθοδόξους. Συνέπεια αὐτοῦ εἶναι να καθίστανται ἀκόμη
άτρωτες, νά παραμένουν ἐν ἰσχύει καί νά ὑφίστανται μέ παρρησία καί σθένος ὡς
καθεστώς ἐλέγχου, καί ἱσχυρής διαμαρτυρίας πρός τούς Νομικούς καί Άρχιερεῖς
τούς ἐνεργούντες τήν ἴδρυση, τῆς νομικῆς
Εκκλησίας ΓΟΧ Ἐλλάδος!!!
Β) Ἀπόδειξη
περί τῆς ἀντισυνταγματικότητας τοῦ νέου νόμου 4301 .
“Τό ἰσχῦον
Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος εἶναι ψηφισμένο ἀπό τήν Ἐ´ Ἀναθεωρητική Βουλή τῶν ‘Ἑλλήνων
«εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος» μέ τήν ἀκατάλυτη
νομική ἀξία, πού σημαίνει, δηλαδή, ὅτι ὅλες οἱ διατάξεις τοῦ Συντάγματος καί
συνακολούθως τῶν συναδόντων ὑποχρεωτικῶς μέ αὐτό νόμων, πρέπει νά εἶναι
σύμφωνες καί νά ἐμπνέονται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ὑπερτάτης Ἀρχῆς, στό ὄνομα τῆς ὁποίας
εἶναι ψηφισμένο τό Σύνταγμα, δηλαδή τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτῆς τῆς
προοιμιακῆς συνταγματικῆς Ἀρχῆς εἶναι ἀπόρροια τό ἄρθρο 3 πάρ. Ἰ τοῦ
Συντάγματος, μέ τό ὁποῖο ἡ πίστη στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξή του Χριστοῦ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται
ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα, μέ ὅλα τα νομικά συνταγματικά ἐπακόλουθα αὐτῆς,
καθώς καί πολλές ἄλλες διατάξεις τοῦ Συντάγματος, ὅπως τά ἄρθρα 13 περί τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, 14 πάρ. 3 ἐδάφιο ἅ´, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν
κατάσχεση ἐντύπων, ὅταν πρόκειται γιά προσβολή τῆς χριστιανικῆς Πίστεως, 16
πάρ. 2 γιά τήν ὑποχρέωση τοῦ Κράτους νά μεριμνᾶ γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς
συνείδησης τῶν Ἑλλήνων. Ἀλλά καί ὅλες οἱ διατάξεις τοῦ Συντάγματος (ἄρθρα 425)
περί τῶν ἐπικαλουμένων ἀτομικῶν δικαιωμάτων ἤ ἐλευθεριῶν εἶναι διαποτισμένες ἀπό
τήν θεμελιώδη προοιμιακή ὑπερσυνταγματική ἀρχή στήν ὁποία ψηφίσθηκε τό
Σύνταγμα, δεδομένου ὅτι ἀπό αὐτή τήν
15
Ἀρχή, τῆς Ὁμοουσίου
καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, ἀπό τόν Ἕνα δηλαδή καί μόνο ἀληθινό θεό, ἀπορρέουν ὅλα
τα δικαιώματα, ἐπειδή Αὐτός εἶναι ἡ πραγματική πηγή τῆς ἐλευθερίας. Ὅλα αὐτά
νομικῶς μεταφραζόμενα σημαίνουν ὅτι ἡ ψήφιση τοῦ Συντάγματος «εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας
Τριάδος» γεννᾶ τήν βασική καί θεμελιώδη ὑποχρέωση πρός ἀπόλυτο σεβασμό τοῦ
Τριαδικοῦ Θεοῦ εἰς τό ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι ψηφισμένο τό Σύνταγμα, καί ἀποτελεῖ
εὐθέως καί ρητῶς ὡς θεμελιώδης διάταξη
τό ἀπαραβίαστο συνταγματικό προοίμιο. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τό
συνταγματικό προοίμιο ἔχει τήν ἔννοια ὅτι δέν ὑφίσταται καμία ἀπολύτως ἀρχή στό
Κράτος, ἡ ὁποία νά ἔχει τό δικαίωμα νά ψηφίσει νομοθεσίες, ἀντιβαίνουσες στήν
κατά τό ἄρθρο 3 Συνταγματικά κατοχυρωμένη ἐπικρατοῦσα ἐν Ἑλλάδι Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
Τοῦ Χριστού”. (Ἀνάλυση Βασίλειου Ε. Νικόπουλου, Πρόεδρος Ἀρείου Πάγου ἐ.τ.)
‘’Κατά τό ἄρθρο
3 τοῦ Συντάγματος, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία διακρίνεται τῆς Πολιτείας, ὡς σῶμα κυρίαρχον
διεπόμενον ὄχι ὑπό τῶν νόμων τῆς Πολιτείας ἀλλά ὑπό ἰδίων νόμων, τῶν ἀποστολικῶν καί συνοδικῶν κανόνων καί παραδόσεων, τῆς
Πολιτείας μή δικαιουμένης νά ἐπεμβαίνει τό παραπᾶν εἰς τήν κατά τούς κανόνας διοίκησης καί ἀποστολῆς
αὐτῆς…’’ (Χρήστου Ἀνδρούτσου : Ἐκκλησία καί Πολιτεία ἐξ ἀπόψεως Ὀρθοδόξου σελ
56).
Κατά ἄλλη ἐκδοχή,
ἡ ἐπικρατοῦσα Ἁγία Ἐκκλησία Τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἐπιταγή τοῦ Συντάγματος,
δηλώνει ὅτι ὁ “Ὕπατος σκοπός τῆς Πολιτείας, εἶναι ἡ καλλιέργεια τῶν Χριστιανικῶν
διδαγμάτων, ἡ Κραταίωσις τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, ἡ ὑποταγή εἰς τόν Θεῖον Λόγον, ἐνί
ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.”. (Χρ. Ἀνδρούστου, Τό Ἐκκλησιαστικόν τῆς Ἑλλάδος καθεστώς, σελ
5-6).
Ἄλλη ἑρμηνεία
περί τῆς ἐπικρατούσης Ἐκκλησίας: “Ὅτι ἡ Ἑλληνική Πολιτεία, καῖπερ τήν ἐλευθερία
τῆς συνειδήσεως σεβόμενη, καί πάσας τάς ὁμολογίας καί τά θρησκεύματα ἐν τῇ
πράξει ἐξ ἴσου ἀναγνωρίζον, διατηρεῖ τόν Ὀρθόδοξο καθ’ ὅλα χαρακτήρα, ἀποδεχόμενον
ἐπικρατοῦσαν, τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἤν πᾶς διάδοχός του Ἑλληνικοῦ Θρόνου,
καί νά προστατεύει ὁ Βασιλεύς τῆς Ἑλλάδος, ἀπαγορευομένου τοῦ προσυλητισμοῦ,
τάς δ᾿ ἄλλας ὁμολογίας ὑποτιμῶν καί ὑπολαμβάνων ὄχι ἐλευθέρας ἀλλά ἀνεκτάς”.
(Χρ. Ἀνδρούστου, Τό Ἐκκλησιαστικόν τῆς Ἑλλάδος καθεστώς)
Ἄλλη θεώρηση, γιά τήν ἐπικρατοῦσα ἐν Ἑλλάδι Ἁγία
Ἐκκλησία, περί κύρους τῶν Ἱερῶν κανόνων καί ἁρμοδιότητες τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας: “Νομοθετοῦσα ἡ Πολιτεία, δέν δύναται νά ἀποστῆ
τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων δέον νά τά καθορίσει, κατά πόσον δέ
τά ἀντικείμενα ταῦτα ἅπτονται τῶν ἱερῶν κανόνων, τούτου τήν ἁρμοδιότητα καί ἐν γένει τήν αὐθεντικήν
ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν κανόνων ἔχει ἀποκλειστικά ἡ Ἁγία Ἐκκλησία, καί ἐπί τῇ βάση
τοῦ Συντάγματος ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἡ ἐκπροσωποῦσα τήν Ἐκκλησίαν ἀρχή”. (Χρ. Ἀνδρούστου,
Τό Ἐκκλησιαστικόν τῆς Ἑλλάδος καθεστώς)
Περαιτέρω
καί σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ 4301, ὁ νομοθέτης κατά τό ἄρθρο 16 καί κατά
τίς ρητές διατάξεις τό ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ἀναφέρει τό καθεστώς
διατήρησης /ἀναγνώρισης τῶν νομικῶν καθεστώτων τῆς Ἁγίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῶν
ΓΟΧ Ἐλλάδος, πού μπορεί να θεωρηθεί ὅτι δεν εἶναι ἄλλα καθεστώτα ἀπό αὐτά τῆς ἀναγνώρισης
τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένου και τά νομικά καθεστώτα γιά τήν
διαφύλαξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, κατά την ἰστορία τῶν ΓΟΧ ὡς
16
ἀποδείξαμε. Ταυτόχρονα δε, ὁ νομοθέτης ἀναφέρεται καί ὑπονοεῖ φυσικά
στήν ἀναγνώριση τῆς Κρατούσης Ἐκκλησίας, ὅπως ἑρμηνευτικά γίνεται λόγος
στήν αἰτιολογική ἔκθεση τοῦ ἄρθρου 16. “Επιπλέον, ὅμως, περιλαμβάνονται καί οἱ ὁμόδοξες
Ἐκκλησίες πού βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο”.
Το ἄρθρο 3
τοῦ Συντάγματος ὡς ἀναφέρει ὁ νόμος, εἶναι η Ἁγία Ἐκκλησία των ΓΟΧ Ἐλλάδος. Το ἄρθρο
16 ἐρμηνευτικά ἀναγνωρίζει διατήρηση νομικοῦ καθεστώτος καί τῆς Κρατούσης Ἐκκλησίας.
Πρόκειται δηλαδή για διττή ἀναγνώριση. Ἡ Πολιτεία ἐάν ἐπεδίωκε τήν ἀναγνώριση τῆς
Κρατούσης Ἐκκλησίας, δεν ἦταν ἀναγκαίο να εἰσαγάγει την διάταξη πού ἀναφέρει το
ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος. Θά μποροῦσε νά ἀναφέρει μόνο τήν Κρατούσα Ἐκκλησία τῆς
Ἐλλαδος πού βρίσκεται σέ κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως ὡς συνεστημένο
Ν.Π.Δ.Δ. Θά πρέπει βέβαια νά τονιστεῖ ὅτι
δέν ἐπιζητῶ τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ Ἐλλάδος σέ καθεστώς Ν.Π.Δ.Δ., ἐπιζητῶ
ὅμως τήν ἀναγνώριση ὡς Θεοϊδρύτου Ὁργανισμοῦ, τοῦ ὁποίου τά μέλη νά ἔχουν τήν ἐλευθερία
νά ἀσκοῦν ἀκωλύτως τήν Θεία Λατρεία, γιά λόγους Συνταγματικής συνέχειας,
νομιμότητας και Ἐθνικῆς ταυτότητας. Τέτοια ἀναγνώριση προφανῶς δέν ἀναφέρει ὁ
νόμος, μέ τήν προφανή συνέπεια ὅτι ἡ ὕπαρξη καί ἐφαρμογή τοῦ νόμου 4301 τῆς
Πολιτείας θά ὑποσκελίζει δραστικά τήν Ἁγία
Ἐκκλησία.
Κατά τίς ἀνωτέρω
λοιπόν ἀναγκαῖες ἑρμηνεῖες, ὀφείλουμε νά καταγγείλουμε ὅτι παράνομα καί
καταχρηστικά ὁ νόμος 4301, ὑποβαθμίζει την Συνταγματικά ὁριζόμενη έπικρατούσα Ἐκκλησία,
καί ἀναβαθμίζει ἀναγνωρίζοντας ἀνώτερες -σέ θέματα νομικῆς κατοχύρωσης,
κραταίωσις, καί ἰσχύος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, εὐεργετημάτων και παροχῶν-
σέ σύγκριση μέ τήν Ἁγία Ἐκκλησία Τοῦ Χριστοῦ, τήν Κρατούσα Ἐκκλησία, τίς
θρησκευτικές Ἰσραηλιτικές κοινότητες, καί τίς Μουσουλμανικές κοινότητες τῶν
Μουφτειῶν, ἐπιτρεπόμενες νά δραστηριοποιηθοῦν καί ἐκτός Θράκης, καί σέ ὅλη τή
γεωγραφική περιφέρεια τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Νομική ἀναγνώριση ἀνάγεται σέ πρωτεύοντα
νομικά καθεστῶτα, Ν.Π.Δ.Δ. μέ πρόβλεψη γιά μισθοδοτικές ἀπολαβές, γιά ἵδρυση
& ἀνέγερση χώρων λατρείας, γιά ἐκπαιδευτικά κέντρα, γιά ἐπιστημονικές ἡμερίδες,
συνέδρια καί μελέτες, βαρύνοντας κατά κανόνα καί σημαντικά τούς Ἕλληνες
φορολογούμενους πολίτες, πολλούς ἐξ αὐτῶν Ὀρθοδόξους. Πρόκειται γιά
διάταξη καθόλα ἀντισυνταγματική σύμφωνα μέ τήν προοιμιακή καί Ὑπερθεμελιώδη
Συνταγματική Ἀρχή, καί μέ τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, πού ρητά δηλώνει ἐπικρατοῦσα
τήν Ἁγία Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα.
Ἐπιπλέον, καί ἐνῶ ὁ νομοθέτης μέ τήν ἀναφορά
τοῦ ἄρθρου 3, ἐπί τῆς οὐσίας ἀναγνωρίζει τήν Ἁγία, Ὀρθόδοξη, Ἀνατολική Ἐκκλησία,
προσθέτει δέ καί τό ἄρθρο 12 β, ὅπου τελικά γιά προφανεῖς λόγους, δέν ἐπιτρέπει
τήν περαιτέρω Πολιτειακή κατοχύρωση τῶν Ἰερῶν Ναῶν και Ἰ. Μονῶν και την ἀνακούφιση
ἀπὀ πιθανά φορολογικά εὐεργετήματα τοῦ νόμου ὑπέρ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
περιουσίας, τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος, κατά τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 16, ἐπειδή, “……δέν μπορεῖ
νά ὁδηγεῖ σέ ἀντιποίηση τῆς ἐπωνυμίας ἑνός συνεστημένου ἐκκλησιαστικοῦ ν.π ἤ σέ
σύγχυση περί τῆς ταυτότητάς της.” αἰτιολογική ἔκθεση ἄρθρου 12. Ἡ Κρατοῦσα Ἐκκλησία εἶναι συνεστημένο ν.π.
17
Ἡ προσθήκη
τοῦ ἄρθρου 12 παρ.2 εἶναι ὁμοίως ἀντισυνταγματική. Θρησκευτικές κοινότητες, ἀποτελούμενες
ἀπό νόμιμους, φιλήσυχους, φορολογούμενους πολίτες πού ἔχουν διασπαστεῖ μεταξύ
τους πιθανῶς γιά μικρῆς σημασίας διοικητές διαφορές, ἔχοντας ὅμως οὐσιαστικά
τήν αὐτή θρησκευτική ὁμολογία καί ἐπωνυμία, ἀποκλείονται ἐκ τῆς ἀναγνώρισης
διότι ὁ νόμος ἀναιτιολόγητα καί παράνομα, μή ἐξετάζοντας τό καθεστώς διαφωνιῶν
καί τῆς νομιμότητας, δηλαδή τήν οὐσία τῆς διαστάσεως, ἀναγνωρίζει μόνο μία ἐκ τῶν
διασπασθέντων θρησκευτικῶν κοινοτήτων, τήν πρώτη πού θά συγκεντρώσει τίς
προϋποθέσεις. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ νόμος
θέτει ὡς πρωτεύοντα ὄρο ἀναγνώρισης, ἐκτός αὐτῶν πού ἀναφέρονται ρητά
στόν νόμο, τήν ταχύτητα συλλογῆς ὑπογραφῶν καί κατάθεσης τῆς αἴτησης στό
Πρωτοδικεῖο, προκειμένου νά λάβει νομική ὑπόσταση ἡ θρησκευτική κοινότητα καί
νά κατοχυρώσει καί τό ὄνομα αὐτῆς. Αὐτή ἡ διάταξη ὑφίσταται ὡς ἀντιβαίνουσα τοῦ
Συντάγματος, διότι ἀπό τά ἄρθρα 13 πάρ. 1 τοῦ Συντάγματος καί 9 παρ. 1 τῆς ΕΣΔΑ
ποῦ κατοχυρώνουν τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως κατοχυρώνεται καί ἡ
ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητος, ἐνῶ ἀπό τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 13 πάρ. 2 τοῦ
Συντάγματος καί 9 πάρ. 2 τῆς ΕΣΔΑ συνάγεται ἡ ὑποχρέωση τοῦ Κράτους στό πλαίσιο
τοῦ ἐκ τῆς φύσεως, σέ μιά δημοκρατική Πολιτεία θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ νά
τηρεῖ οὐδέτερη καί ἀμερόληπτη στάση ἔναντι ὅλων τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων
(ΕΔΔΑ HassanetTchaouchκατά Βουλγαρίας,26/10/2000σκ.60,62,
ΕglisemetropolitainedeBessarabieκατά Μολδαβίας, 13/12/2001, σκ.113, Mirolubovsκατά
Λεττονίας, 15/9/2009 σκ.80).
Ἐξάλλου, ἀντίκειται στήν καθιερωμένη ἀπό τό
Σύνταγμα ἀρχή τῆς ἰσότητος, (ἄρθρο 4) σέ συνδυασμό πρός τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου
13, ἡ βάση θρησκευτικοῦ ἀποκλειστικῶς κριτηρίου προνομιακή μεταχείριση ὑπέρ ὁρισμένων
πολιτῶν (Ὁλομ. ΣτΕ 1016/1963).
Ἐπιπλέον, ὁμοίως
εἶναι ἀντισυνταγματική, γιά τούς προφανέστατους λόγους:
α) ὡς ἀντιβαίνουσα
στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, να ὑποσκελίζεται
και να ὑποδουλώνεται, μέ τίς διατάξεις τοῦ νέου νόμου, ἡ Μία καί μοναδική Ἁγία Ἐκκλησία
Τοῦ Χριστοῦ τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος, ὡς ἡ μοναδική ἐπικρατοῦσα του Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, σύμφωνα μέ τίς ἑρμηνεῖες
τοῦ ὅρου ἐπικρατοῦσα, σύμφωνα τῆς Σημαίας, της
ἱστορίας, καί τῶν πατρώων παραδόσεων,
β) ὡς ἀντιβαίνουσα
στό ἄρθρο 16 πάρ. 2, πού ρητά ὁρίζει τήν
ὑποχρέωση τοῦ Κράτους νά μεριμνᾶ γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς (Ὀρθόδοξης)
συνείδησης τῶν Ἑλλήνων καί
γ) ὅτι “ἔρχονται
καί σέ ἀντίθεση μέ τόν Πατριαρχικό καί
Συνοδικό Τόμο τῆς 29ης Ἰουνίου 1850, (ἐνσωματώθηκε στίς διατάξεις τοῦ
Συντάγματος), μέ τόν ὁποῖο ἀνακηρύχθηκε κανονικῶς αὐτοκέφαλη ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τόν ὄρο ὅτι ἡ διοίκησή της θά ἀσκεῖται κατά τούς ἱερούς
Κανόνες καί μάλιστα «ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπό πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως». Αὐτή
ἡ ρητή διάταξη καθόλα παραβιάσθηκε ἀπό
τήν Πολιτεία, ποῦ οὐσιαστικῶς παγίωσαν, ἄν καί σέ πιό ἐκλεπτυσμένη μορφή, τήν
πολιτειοκρατία στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος”.(ἀνάλυση I. Κονιδάρη καθηγητού
Νομικής Πανεπιστημιου Ἀθηνῶν.)
18
Ἄρα λοιπόν ὁ
νέος ‘’ἀντιρατσιστικός’’ νόμος, οὐχί μόνο δεν καθιστά ἀνεκτές τίς θρησκεῖες, ἀλλά
ἔτι περισσότερο προάγει συστηματικῶς ὑπέρ ἀλλοδαπῶν τήν ἀπόλυτη θρησκευτική
κυριαρχία πολλῶν θρησκειῶν. Εἶναι νομοθετική ρύθμιση πού τίς ἀναβαθμίζει σέ ὅλα
τα ἐπίπεδά της ζώσας Πολιτείας καί κοινωνίας, στήν ἀναγνώριση, στήν ὀργάνωση,
στά εὐεργετήματα καί στήν ἀνεμπόδιστη πανελλαδική ἀνάπτυξη, σέ βαθμό πού σέ
σύντομο μελλοντικό χρόνο, θά καταστεῖ ἡ κραταίωση, λαμβάνοντας ὑπόψη τήν ἀθρόα
εἰσροή ἀλλοδαπῶν λαθρομεταναστῶν, σέ συνδυασμό μέ τήν ὑπογεννητικότητα καί τήν
μετανάστευση τῶν Ἑλλήνων λόγω τῆς κρίσεως. Χαρακτηρίστηκε καί ὡς Δούρειος ἵππος
τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διότι ἀπολαμβάνουν πλήρως τήν Πολιτειακή ὑποστήριξη
λόγῳ ἀκόμη καί τῶν ἀνάλογων χρηματικῶν ἐπιχορηγήσεων. (Τό Ὑπουργεῖο Παιδείας
χορήγησε μέσω ΕΣΠΑ τό ποσό τῶν 900.000 Εὐρώ, γιά τήν παιδαγωγική ὑποστήριξη τῆς
διδασκαλίας τοῦ κορανίου! (Διαδυκτιακή ἐνημέρωση, news.gr).
Τό ὅλο ἐγχείρημα,
στά πλαίσια τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, καθοδηγεῖται καθοριστικά ἐκ
τῆς Πολιτείας, καί τελεῖται καταστροφικά
εἰς βάρος τῆς Ἀληθοῦς Ἁγίας Ἐκκλησίας Τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός λοιπόν ὁ ‘‘ἀντιρατσιστικός’’
νόμος, καθίσταται ἀπόλυτα ρατσιστικός, ἀπαράδεκτος καί ἀντισυνταγματικός, καί
προδίδει τήν δυσμενῆ μεταχείριση τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ὡς πρός τήν Ὀρθοδοξία,
πού κατά ἄλλη ἑρμηνεία, θεωρεῖται, ὑπονομεύεται καί παρασύρεται σέ καθεστώς
κεκαλυμμένου διωγμοῦ!!!
Γ) Ἐπίλογος-Κατάληξη
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι Ἀρχιερεῖς, ἤθελα ἐν κατακλεῖδι νά δηλώσω ὅτι δέν ἀποδέχομαι τό
γεγονός ὅτι καθοδηγεῖται ἡ Ἐκκλησία
Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος ἐκτός του ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, και ἐντὀς τοῦ ἄρθρου 13
διότι θεωρῶ ὅτι θά εἶναι ἄλλη Ἐκκλησία.
Δεν ἀποδέχομαι
πού κατ’ ἐντολήν σας, ὑπογράφουνε οἱ Ὁρθόδοξοι Χριστιανοί διττή ὁμολογία στήν ὑπεύθυνη
δήλωση, αὐτήν τοῦ διαβόλου για ἀναγωγή στις Ἐτερόδοξες θρησκευτικές κοινότητες,
καί αὐτήν τήν Ὁρθόδοξον Ὁμολογίαν, πού
θα παραμένουν σφραγισμένες, προς ἔλεγχο αὐτῶν, μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία.
Δέν ἀποδέχομαι
τήν ἔνταξη τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος σέ καθεστώς ‘‘ἀναγνώρισης,’’ ὑπό τῶν διατάξεων
(1-12) τοῦ νόμου καί τήν ὑπαγωγή της στό τμῆμα Ἐτεροθρήσκων καί Ἑτεροδόξων
Θρησκειῶν τοῦ ‘Ὑπουργεῖου Παιδείας, κατά Παγκόσμια διαδυκτιακή ὁμολογία. Ἡ Αγία
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀναγνωρίζεται στό Ἄρθρο 16 καί τοῦτο ἀρκεῖ!
Δέν ἀποδέχομαι
τό γεγονός ὅτι διά τῆς ἔνταξης, ὑποτάσσεται
ἡ Ἁγία Ἐκκλησία, σέ νομικό πρόσωπο, ὑπό
τήν πολιτειακή κηδεμονία, ἀριστερῆς Κυβέρνησης.
19
Ἐγώ ὁ ἐλάχιστος
καί πλῆθος πιστῶν ἀντιδρώντων δέν συμφωνοῦμε καί δέν συναινοῦμε στό νά γίνεται
χρήση ἑνός κατάφορα ἀντισυνταγματικοῦ νόμου, πού ὑποδουλώνει τήν Ἁγία Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων ὑπό μίαν κυριαρχία θρησκειῶν
καί αἱρέσεων ἐπ᾿ εὐεργεσία προαγωγή καί ὡφέλεια
τῶν ἀλλοδαπῶν. Εἶναι προδοσία σε βάρος τοῦ τόπου μας, εἶναι ἡ θεσμοθέτηση τῆς
βαρβαρότητας, εἶναι ἡ ἀρχή τῆς μεθοδευμένης ὑποδούλωσης τῆς ἐπόμενης γενιᾶς,
καθώς καθίσταται ὁ πόλος ἔλξης γιά τους μελλοντικούς ἀλοδαπούς. Ἀπό πολλούς
θεωρεῖται ἡ ἀρχή τῆς μεθοδευμένης Ἱσλαμοποίησης τῆς Πατρίδος μας, καθώς
καταγγέλεται ὅτι 7,5 ἐκατομμύρια ζοῦν στήν Ἐλλάδα. Ὁ ἐν λόγω νόμος απελευθερώνει το χτίσιμο
τεμένων σε ὁλη την ἐπικράτεια, ὅπου σύμφωνα μέ τό Διεθνές καθεστώς Δικαίου, ὁ
χώρος λατρεῖας τους, εἶναι καί τόπος ἰδιοκτησίας τους ἀλλά καί ἀσύλου γιά ὅλους
τούς ἐνοικούντες, μέ ὅλες τίς προφανείς συνέπειες τῆς ἀνεξέλεγκτης ὕπαρξης, ὑπόθαλψης, συμμετοχῆς καί δράσης.
Ὡς Ὀρθόδοξοι
καί Ἕλληνες κατά τό Ἔθνος, ἔχουμε αὐστηρή ὑποχρέωση νά παραμείνουμε νόμιμοι
στίς διατάξεις τοῦ Συντάγματος καί νά μήν συνταχτοῦμε μέ αὐτόν τόν ἀντισυνταγματικό
καί ἀσυμβίβαστο μετά τῶν ἱερῶν Κανόνων νόμο. Ἔχουμε ἱερή ὑποχρέωση νά μείνουμε
τό μικρό ποίμνιο πού θά διατρανώνει Ὀρθόδοξη φωνή διαμαρτυρίας ὑπερασπίσεως τῆς
Ἁγίας Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, καθώς ἡ Ἁγία Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καί τό Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένα καί ἑνωμένα. Ὑπερασπιζόμενοι
τήν Ἁγία Ἐκκλησία, ὑπερασπιζόμαστε καί τό Ἔθνος ἀλλά καί τό Σύνταγμα, ὡς
ψηφισθέν εἰς τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κάνοντας χρήση αὐτοῦ τοῦ ἀντισυνταγματικοῦ
νόμου, παραβιάζουμε σέ ἐγκληματικό βαθμό καί τό Σύνταγμα, ὡς νά εἴμεθα Ἀνθέλληνες,
ἀλλά καί ἀχρηστεύουμε τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
“Χρέος
λοιπόν ὅλων μας, καί εἰδικότερα ὅλων των Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, εἶναι νά ὑπερασπιστοῦμε
τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, διότι ἔτσι ἀποδεχόμαστε καί ταυτιζόμαστε καί μέ τό
προοίμιο τοῦ Συντάγματος. Τήν ὑποχρέωση αὐτή τήν ἐπιβάλλει σέ ὅλους μας τό ἴδιο
το Σύνταγμα μέ τό ἄρθρο 120 πάρ. 4, τό ὁποῖο ὁρίζει ὅτι ἡ τήρηση τοῦ
Συντάγματος ἐπαφίεται στόν πατριωτισμό τῶν Ἑλλήνων, ποῦ δικαιοῦνται καί ὑποχρεοῦνται
νά ἀντιστέκονται μέ κάθε μέσο ἐναντίον ὁποιουδήποτε ἐπιχειρεῖ νά τό καταλύσει
μέ τή βία. Ἡ ἴδια ὅμως ὑποχρέωση ὑφίσταται καί στήν περίπτωση ποῦ ἐπιχειρεῖται ἡ
κατάλυση τοῦ Συντάγματος ὄχι μέ τή βία, ἀλλά μέ ἄλλα ἔμμεσα καί πλάγια μέσα,
καί κυρίως μέ τή συστηματική ἄρνηση ἐκ μέρους τῶν κυβερνώντων νά τό ἐφαρμόζουν,
διότι ὁ σεβασμός στό Σύνταγμα ἀποτελεῖ θεμελιώδη ὑποχρέωση ὅλων των Ἑλλήνων, ὅπως
ἐπίσης ὁρίζει τό ἴδιο ἄρθρο 120 πάρ. 2 τοῦ Συντάγματος.” (Ἀνάλυση Β.
Ε. Νικοπούλου, Προέδρου Ἀρείου Πάγου ἐ.ἔτ.)
Κατόπιν ὅλων
τῶν ἀνωτέρω, θεωρῶ ὅτι ὅσο πιό μακριά ἀπό τίς διατάξεις τοῦ νόμου κινούμαστε,
τόσο πιό Ὀρθόδοξοι εἴμαστε. Μή λησμονοῦμε τή γνωστή Διδαχή τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ
Αἰτωλού: ’’– τά πράγματά σας ἂς σᾶς τά πάρουν – μή σᾶς μέλλει –δώσατέ τα – δέν
εἶναι δικά σας. ‘’Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζοντα,’’ ἀλλά καί ‘’Ἐάν μῆ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν
ὁ φυλάσσων’’.
20
Οὐδείς νόμος
δέν μπορεῖ νά μᾶς διαφυλάξει, ἐάν δέν σκεπάσει ἡ Χάρις Τοῦ Θεοῦ, καθώς
γνωρίζετε. Μόνο ἡ Μετάνοια μᾶς θωρακίζει. Πολύ εὔστοχο καί τρανό τό παράδειγμα
πού μᾶς δίνει ἡ Ἰερά Μονή Ἐσφιγμένου μέ τούς τιμίους ἀγωνιστάς πατέρας της, πού
ἄν καί ‘’παράνομοι’’ ἐκ πληθώρας δικαστικών ἀποφάσεων, -ὁλόκληρη ἡ Πολιτεία
θέλει νά τούς ἀφανήσει-, καί ὅμως ὑφίστανται, διότι ἀκόμη ἔτσι ἐπιτρέπει ἡ
Κυρία Θεοτόκος, ἡ ἔφορος τοῦ Ὄρους. Τό νόμιμο τοῦ νόμου χαρακτηρίζεται μόνο ὡς
πρός τήν νομιμότητα τῆς ψήφισης, ἐνῶ ἐπί τῆς οὐσίας καί τοῦ περιεχομένου εἶναι
καθόλα ἀντισυνταγματικός καί ἀπαράδεκτος! Δηλώνει δέ ἀπροκάλυπτα καί ἀποφασιστικά
ὅτι ὄχι μόνο δέν ‘‘ὑπερασπίζεται’’ τήν Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς ὄφειλε κατά
τίς Συνταγματικές ἐπιταγές, ἀλλά την… ἀποδυναμώνει, τήν ὑποβαθμίζει καί τήν
παρασύρει σέ καθεστώς κεκαλυμμένου διωγμοῦ, ἐφόσον οἱ ἐχθροί της Πίστεως στήν Ἑλλάδα
ἀποκτοῦν κυριαρχικά δικαιώματα εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι αὐτονόητο πάντως ὅτι,
ἀντισυνταγματικός Νόμος πού ἔστω καί κεκαλυμμένα φανερώνει διωγμό ἀπό τώρα καί
γιά τό μέλλον, δέν δύναται νά εἶναι εὐεργετικός
για τό ποίμνιο τῶν Ὀρθοδόξων, καί εἶναι
αὐτονόητο ἐπίσης ὅτι ἡ ἰδία Πολιτεία πού ἀποφάσισε τήν ἐξόντωση τῆς ἱερᾶς
Μονῆς Ἐσφιγμένου καί ἐνεργεῖ μέ ὅλα τά μέσα κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, δέν θά
εὐεργετήσει ἐμᾶς διά νόμου.
Η βάση τοῦ
παραπάνω ὑπομνήματος, ὅτι ἡ Ἀγία Ἐκκλησία πρέπει να ἀπέχει τῆς χειραφέτησης,
καί τήν χειρίστη ὑποζύγωσι ὑπό τῆς Πολιτείας, ἔτσι ὧστε να εἶναι ἐλεύθερη και ἀπαλλαγμένη
τῶν πιεστικῶν Πολιτειακῶν δεσμῶν, εὐστοχότατα καί γλαφυρώτατα ἀποδόθηκε πρό
πενταετίας, ἀπό τον Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Μαραθῶνος ΓΟΧ Κο Φώτιο ὡς ἐξῆς, αὐτολεξή: ‘’Οἱ γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἤδη ἀπό ἀπό
πολύ νωρίς ἐπεσήμαναν τὴν ἀναγκαιότητα
τοῦ χωρισμοῦ Κράτους Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπεμπλοκῆς τοῦ πνευματικοῦ ὀργανισμοῦ
τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τά θανατηφόρα γρανάζια τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ. Σε πρακτικό
τῆς Ἑλληνικῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τοῦ ἔτους
1934, ἀναγράφεται μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅτι: «Ἡ βουλή δὲν δικαιοῦται νὰ νομοθετῇ διὰ
τὴν Ἐκκλησίαν, ἅρα πρέπει νὰ ἐπέλθῃ χωρισμὸς Εκκλησίας –Κράτους’’. ἡ σύνδεση αὐτή
που ὑπάρχει μεταξὺ Κράτους – (κρατούσης) Ἐκκλησίας εἶναι εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας.
Στερεῖ ἀπό αύτήν τὴν ἐλευθερία της, Διότι εἶναι δέσμιες τοῦ Κράτους καὶ ἀναγκασμένες
νὰ διοικοῦνται, ὄχι σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ οἱ ἴδιες θὰ ἤθελαν, ἀλλά ὅπως τοὺς
ὑπαγορεύουν οἱ νόμοι τοῦ κράτους […]Τί γνωρίζουν οἱ Βουλευτές ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς
Κανόνες; Ἢ μᾶλλον, τί γνωρίζουν ἀπὸ Ὀρθοδοξία οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς; […]
Γιαυτό έπαναλαμβάνουμε καὶ πάλι αὐτό που ζητούσαμε πρίν 70 χρόνια. Νά χωρίσει ἡ
(νεοημερολογιτική) Ἐκκλησία ἀπό τό Κράτος. Ἡ ἀποδέσμευσή της ἀπό τό Κράτος θά ἦταν
ἕνα πνευματικό κέρδος γι' αὐτήν. Ἐλεύθερη ἀπό τὸν ἐναγκαλισμὸ τῆς κρατικῆς ἐξουσίας
θὰ μποροῦσε νὰ ἀσκήσει μεγαλύτερη ἐπιρροή σὲ ἀντεθνικές κινήσεις τῆς ἐξουσίας,
καὶ θὰ ἐνέπνεε περισσότερη ἐμπιστοσύνη στὸν λαό. Ἴσως, ἀκόμη νὰ ἐτίθετο σὲ
πνευματικώτερη τροχιά, πλησιάζοντας τὶς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδοξίας.[….] Ἡ
'Εκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, εἶναι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερη
ἀπό τὴν κρατική παρέμβαση. Ὅμως ὁ σφικτός ἐναγκαλισμός τοῦ Κράτους μὲ τὶς
Νεοημερολογιτικές Ἐκκλησίες στὴν Ἑλλάδα, γίνεται αἰτία περιορισμοῦ τῆς δικῆς
μας ἐλευθερίας!!! ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΟΣ Ο
ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Τοῦ Θεοφιλεστάτου
Ἐπισκόπου Μαραθῶνος ΓΟΧ κ. Φωτίου
2010 ecclesiagoc.gr Ἀς
μήν θεωρήσει
21
κανείς, ὅτι
οἱ παραπάνω ἀπόψεις, ἀποτελούν προσωπική θέση τοῦ Θεοφιλεστάτου Κου Φωτίου. Εἶναι ὁμόφωνη άποδοχή τῆς Ὁλομέλειας τῆς Ἰεραρχίας
τῶν ΓΟΧ Ἐλλάδος, καθώς δημοσιεύεται ἐπίσημα στον Ἰστότοπο τῆς Ἰερᾶς Συνόδου.
Κατόπιν αὐτοῡ ἀναρωτιέμαι, πῶς εἶναι δυνατόν να καταγγέλεται ἀπό τους ΓΟΧ ὥς ἀπεχθές
ὁ κρατικός ‘’ἐναγκαλισμὸς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας με την Κρατούσα Ἐκκλησία’’, και
να καθίσταται σύμφωνο τό ἐγχείρημα οἱ Ἐκκλησιαστικοί Λειτουργοί τῆς Ἀγίας Ἐκκλησίας,
νά ἀνέχονται νά ὑπαχθοῦν ὑπό διατάξεις νόμου πού ἀφορούν Σέκτες καί
Παραθρησκείες, καί νά ἀνήκουν στό τμήμα Ἐτεροδόξων και Ἐτεροθρήσκων τοῦ Ὑπουργείου
Παιδείας, κατά τις ἐπιταγές τοῦ ἄρθρου 14 τοῦ νέου νόμου;
Οἱ στιγμές πού διανύουμε καταγράφονται ὡς ἰδιαίτερα
κρίσιμες καί ἱστορικές γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἁγία
Ἐκκλησία καί τήν Πατρίδα μας, καί ἡ ἱστορία πάντοτε ἀποδεικνύεται ἀλάνθαστος
κριτής, ἀλλά ἐπιπλέον καταλογίζει καί τίς ἀνάλογες εὐθύνες γιά τά θανάσιμα λάθη
τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν. Τέλος δέ, ἡ ἱστορία ἀναλαμβάνει αὐτόκλητα καί τήν ἐκτελεστική
ἐξουσία καί μεταμορφώνεται σέ ἀμείλικτο τιμωρό
προσώπων πού τήν παρασύρουν σέ
‘‘κακοτράχαλες διαβάσεις’’. Ἴσως ἔτσι ἐπιτρέπει ὁ Πανάγαθος Θεός, ἔτσι ὥστε νά ἀποδίδεται
δικαιοσύνη.
Μακαριώτατε
και Ἄγιοι Ἀρχιερεῖς, παρακαλῶ θερμῶς καί γονυκλινῶς ὅπως μεριμνήσετε εὐαισθήτως
Ὁρθοδόξως καί ποιμαντικῶς, ὥστε τό ζήτημα νά ἀντιμετωπιστεῖ ὅπως ἐπιτάσσουν οἱ
οἱ Ἀγιοι και Ἱεροί κανόνες καί οἱ ἀγώνες
τῶν ΓΟΧ, οἱ συνυφασμένοι μέ τίς παραδόσεις, τήν ἱστορία καί τήν λεβεντιά μας.
Παρακαλῶ ἐπίσης βαθυσεβάστως, ἄς μήν ὑποτιμοῦνται ἀπό Ἀρχιερεῖς οἱ ἀγωνιώντες
πιστοί (ὅπως συμβαίνει καί τό γνωρίζουμε), οὔτε νά χαρακτηρίζονται οἱ ἀντιδρώντες
και δικαιωμένοι πλέον εκ τοῦ δημοσιευμένου ἀνωτέρου πονήματος, ὡς «φευγάτοι», «ἀκραῖοι»,
«ἀνόητοι», διότι αὐτό δέν περιποιεῖ τιμή στούς ἐξαπολύοντες αὐτά ὅλα, ἀφοῦ ἡ ἀντίδραση
εἶναι δεῖγμα ἀνδρείας, ὑγείας, συνέσεως
καί εὐσυνειδησίας, Πατριωτισμού, εὐαισθησίας και ἀγάπης για την Ὀρθοδοξία και την
Πατρίδα μας.
Ἐπαναλαμβάνοντας,
γιά λόγους ἔμφασης, τά τοῦ Γεροντικοῦ τά περί Ἀββά Ἀγάθων, --‘’ ὅτι ἐρωτηθεὶς, ἐὰν
εἶναι ὑπερήφανος, πόρνος, αἱρετικός, ἀπήντησεν ὅτι τὰς πρώτας κατηγορίας, ἑμαυτῷ
ἀπιγράφω, ὄφελος γὰρ τῇ ψυχῇ μου, τὸ δὲ αἱρετικός τήν άποδοχή και συγκατάβαση,
χωρισμὸς ἐστιν ἀπὸ Θεοῦ,’’ -- καί
συναισθανόμενος καί ἐγώ ὁ ἐλάχιστος τήν Ἁγία Κληρονομιά στις ‘’πλάτες’’
μας, δέν θά μποροῦσα νά σιωπήσω, διότι ὁ σιωπῶν δοκεῖ συναινεῖν και συνεργεῖν, ἀλλά
ἐπιθυμῶ νά ἐκφράζω τήν ὑπέρμετρη ἀνησυχία
μου, τήν άγωνία μου, ἐν τέλει την διαμαρτυρία μου, νά παραμείνουμε ἀπομακρυσμένοι
ἀπό τόν νόμο, θεωρώντας ὅτι οὑδείς, οὕτε καί
οἱ τῆς Κρατοῦσης Ἐκκλησίας θα πρέπει να συγκατατεθοῦν στόν νόμο
4301, πού άνοίγει τούς ἀσκούς γιά τήν
κραταίωση τῶν ἀλοδαπῶν στην Πατρίδα μας. Θεωρώ δε ἐπιπλεον, ὅτι ἡ περί τοῦ
νόμου ‘’ἐνημέρωση’’, πού ξεσήκωσε θύελλα
ἀντιδράσεων, ἔστω καί ὡς ἐρμηνεία τοῦ
νόμου καί πρόθεση τῶν Ἀρχιερέων και Νομικῶν, εἶναι ψευδής καί βλάσφημη, καί
πρέπει νά ἀκυρωθεῖ, να ἐξαφανιστεῖ, νά
καταστραφεῖ, νά μήν ὑφίσταται, καί νά
μήν ὑπάρχει, οὔτε σε δημόσια προβολή στήν κεντρική ἱστοσελίδα τῶν ΓΟΧ Ελλάδος,
οὔτε στίς ἐνορίες οὔτε καί στούς Οἴκους τῶν Ὁρθοδόξων, διότι προσβάλει τό Ὁρθόδοξο
ἦθος, δηλητηριάζει τήν
22
γνησιότητα τῶν
δογμάτων τῆς Ἀγίας Ἐκκλησίας, κατακερματίζει τήν ὁμολογιακή μας Ἀγία μαρτυρία,
διαστρεβλώνει τίς παραδόσεις μας, ἀλλάζει τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἔχει θέση μετά τῆς Ἀγίας Ἐκκλησίας καί τῆς
Ἐλλάδας, εἶναι ἀπευκταία, διότι ἐκτός τῶν λόγων που άναφέρω παραπάνω, ἐμπεριέχει
και τήν διαστρεβλωμένη, ἐν κατακλείδι, ἄποψη
τῆς Ε.Ε.Δ.ΑΠ., ἡ ὁποία εἶναι κατά κύριο λόγο προσβλητική, ἀπαξιωτική, εἰρωνική, βλάσφημη, γιά τήν Ἀγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
καί γιά τήν Πατρίδα μας την Ἐλλάδα, ἀφού ὑποστηρίζει την ἄποψη, ‘’…ἀντιμέτωποι μὲ
ἕνα σχέδιο νόμου κατώτερο τῶν περιστάσεων καὶ δέσμιο ἑνὸς «ἑλληνο-χριστιανικοῦ
συντηρητισμοῦ.’’!!!! ἐνημέρωση σελ 13 Ἐρμηνευτικά,
‘’συντηρητισμός’’ ἀποδίδεται άπαξιωτικά στόν κονσερβατισμό καί τόν
πουριτανισμό, μέ τήν ἔννοια τῆς πλανεμένης καί τυφλῆς προσκόλλησης σέ παλαιές
δοξασίες ἀρνούμενοι τόν προοδευτισμό καί νεωτερισμό!!!!!!
Ἐάν τελικά ἡ Ἱεραρχία Τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας Τοῦ
Χριστοῦ τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος ἐπιμένει γιά τήν ἔνταξη, θά παρακαλοῦσα μόνο τήν
γνωστοποίηση τῆς ἡμερομηνίας πού ἀποφασίστηκε ἡ ὑπαγωγή στό Πρωτοδικεῖο, γιά τούς δικούς μου λόγους.
Υ/Γ Ὅλες οι ἀπόψεις,/ἀπαντήσεις
πού συλλέγονται ἐπί τοῦ θέματος, θά δημοσιευτούν στο μέλλον, μέ τήν ιδιότητα
καί τήν ὑπογραφή τοῦ ἐκφράζοντος τήν ἄποψη, γιά λόγους δικαιοσύνης, ἀληθεῖας
καί διαφάνειας.
Μετά τοῦ
προσήκοντος σεβασμού.
Ἐν την Ἀγία
Ένορία τῆς Άγίας ‘Υπαπαντῆς Πειραιῶς.
Μαρίνος Ριτσούδης
και οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί.