Ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς μετά τόν χωρισμό τοῦ σώματος
Περί τῶν ἀρνητῶν τοῦ Τελωνισμοῦ, καί τῆς κακοδόξου διδασκαλίας τοῦ μεταθανάτιου ὕπνου τῆς ψυχῆς.
Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι στίς ἡμέρες μας ἀμφισβητοῦν διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας μας βαθειά ριζωμένες στήν συνείδηση τῶν πιστῶν, ἀντικαθιστῶντες αὐτές μέ καινοφανῆ κατασκευάσματα τῆς διανοίας τους, ἐμφανιζόμενα δῆθεν ὡς ἀνώτερη θεολογία! Ἀποτέλεσμα τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι ἡ διασάλευση τῆς πίστεως τῶν ἁπλοϊκῶν χριστιανῶν καί ἡ ἐκ νέου πορεία αὐτῶν σέ νέες καί ἐπικίνδυνους ἀτραπούς.
Μία νέα τέτοια διδασκαλία εἶναι καί αὐτή ἡ ὁποία ἀρνεῖται τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, πού πιστεύει στόν μετά τόν θάνατο τελωνισμό τῶν ψυχῶν καί τήν διεκδίκηση αὐτῶν ὑπό τῶν δαιμόνων. Καινοφανής διδασκαλία τους, ἐπίσης, εἶναι καί ἡ κακόδοξη περί ὕπνου τῆς ψυχῆς θεωρία.
Οἱ δοξασίες αὐτές προωθοῦνται ἀπό διάφορους κύκλους θεολογικούς καί διανοουμένων, ἐκδίδοντας κατά καιρούς διάφορα ἔντυπα, εἰς τά ὁποῖα καί διατυπώνουν τίς ἀπόψεις τους. Ἕνα τέτοιο ἔντυπο εἶναι καί τό ὀλιγοσέλιδο περιοδικό “Ἐπίγνωση”, πού γιά κάποιους μάλιστα ἔγινε τό σημεῖο ἀναφορᾶς αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων!
Κατά τήν ἀνάγνωσή τοῦ ἐν λόγῳ φυλλαδίου, διαπιστώσαμε ἕναν ἄκρως προκλητικό ἐκ μέρους τῶν συντακτῶν τρόπο, ὅπου παρουσιάζουν μέν κάποιες ἁγιοπατερικές μαρτυρίες καί θέσεις, ἀλλοιώνοντας ὅμως πλήρως τό νόημά τους καί διαστρέφοντες αὐτές, σύμφωνα μέ τίς πεπλανημένες ἀντιλήψεις τους. Ἀπό τήν ἄλλη, ἀρνοῦνται πεισματικά στούς ἀποδεχομένους τίς θέσεις αὐτές ὡς Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, νά παρουσιάσουν ἐπιχειρήματα ἀπό τίς πηγές πρός τεκμηρίωση τῶν δικῶν τους θέσεων, καθώς, ὡς λέγουν, ἡ ἀνάγνωση τῶν πηγῶν ἀποτελεῖ μέρος τοῦ προβλήματος, ἐπειδή ἡ ἐπίκληση αὐτή τῶν Πατέρων εἶναι μιά μόδα πού ἐπιβάλλεται μέ τούς ὅρους τῆς αὐθεντίας!!![1]
Εὐφυέστατο ὄντως, χειραγωγικό σοφιολόγημα, πού ἐπιχειρεῖ νά ἀφοπλίσῃ πάραυτα τήν ἐπιχειρηματολογία ἐκείνων πού δέν ἀποδέχονται τό ἀστήρικτο ἀφήγημά τους, στερώντας τους τήν δυνατότητα νά ἐπικαλοῦνται τίς γνῶμες τῶν θεοφόρων Πατέρων καί τῆς Ἁγίς Γραφῆς, καθώς χαρακτηρίζονται αὐτόχρημα ὡς ἐπιτάσσοντες καταχρηστικῶς τήν ἀναγκαστική ἐπιβολή τῆς αὐθεντίας τῶν πηγῶν! Προφανῶς σοφίστηκαν αὐτή τήν δικαιολογία, ὥστε νά μή βγῇ στήν ἐπιφάνεια ἡ ἀντιπατερικότητα τῶν δοξασιῶν τους!
Δέν θά τούς κάνουμε ὅμως τήν χάρη, διότι ἡ Πατερική διδασκαλία καί οἱ ἁγιογραφικές μαρτυρίες εἶναι σαφέστατες ἐπί τοῦ θέματος καί δέν χωρᾷ οὐδεμία παρερμηνεία!
Ἀλλά καί μέ τήν ἄλλη κατηγορία τους, ὅτι ἡ διδασκαλία περί Τελωνίων, προκαλεῖ ἀνωφελῆ φόβο καί πανικό, ἐμφαίνεται ὅτι μᾶλλον ἀπό τόν δικό τους φόβο καί πανικό θέλουν ξεφύγουν, στρουθοκαμηλίζοντας ἀνώφελα, ἀφοῦ ἡ πραγματικότητα δέν ἀλλάζει· ἁπλῶς, ἐπειδή ἀδυνατοῦν οἱ ἴδιοι νά προσαρμοστοῦν μέ αὐτήν, λόγῳ τῆς δικῆς τους καί μόνο ὑπαιτιότητος!
Ἡ ἀπαλλαγή ἐκ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου μέ τήν ἀποχώρηση τῆς ψυχῆς πρός τά ἐπέκεινα, δέν θά ἐπέλθῃ ἀλλοιώνοντας τήν πραγματικότητα, ἀλλά προτρέποντας τούς ἀνθρώπους νά δείξουν πραγματική μετάνοια, γινόμενοι γνήσια τέκνα Θεοῡ ὥστε νά μήν βρεθοῦν πρό τετελεσμένων γεγονότων[2].
Ἄς ἐρευνήσωμε ὅμως μερικές ἀπό ἐκεῖνες τίς πηγές, τίς ὁποῖες μᾶς ἀποτρέπουν νά ἐπικαλεστοῦμε! Καί μόνο ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού λέει ὅτι “ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καί ἐν ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν” (Ἰωαν. 14, 30), θά ἐπαρκοῦσε διά νά ἀποδειχθῇ τό ὀρθόν τῆς ὑποθέσεως! Ἀμέτρητες βεβαίως εἶναι καί οἱ μαρτυρίες καί ἀναφορές τῶν Ἁγίων Πατέρων περί τῆς τρομερᾶς ἐκείνης στιγμῆς τοῦ θανάτου, πού διατύπωναν διά τῶν συγγραμμάτων τους, προκειμένου νά ἀποκριθοῦν στίς εὔλογες ἀπορίες, ἀλλά καί στήν ἀγωνία τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τούς. Ἀδιαμφισβήτητα ὅμως, τίποτε δέν εἰπώθηκε ἀπό τούς Πατέρες, τό ὁποῖο πρῶτα δέν στηρίχθηκε ἐπάνω στίς θεόπνευστες Γραφές, καί ἕνεκα τούτου, καί οἱ μαρτυρίες τους εἶναι κατά πάντα ἀξιόπιστες!
Κατά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα μᾶς ὅπως καταθέτει ἡ ἀδιαμφισβήτητη πατερική Θεολογία καί ἐμπειρία, οἱ ἄγγελοι συνοδεύουν τίς ψυχές τῶν ἀποθανόντων, δικαίων καί ἁμαρτωλῶν καθώς μᾶς διαβεβαιοῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπικαλούμενος τήν παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου: “Ἄφρων· ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ” (Λουκ. 12, 20). “Ἔτσι καί τόν Λάζαρο τότε ἄγγελοι τόν μεταφέρουν· ἐνῷ τήν ψυχή τοῦ πλουσίου τήν ἀπαιτοῦσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις, ἴσως σταλμένες γι’ αὐτόν τόν σκοπό ” (Λογ. Εἰς τόν Λάζ. 2. 2. ΕΠΕ 93, 453).
Συναφῶς καί ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί Μάρτυς, στό ψαλμικό “ρῦσαι ἀπό ρομφαίας τήν ψυχή μου… σῶσον με ἐκ στόματος λέοντος” , σχολιάζει: “Καί τό ὅτι παρακαλεῖ νά σωθῇ ἡ ψυχή του ἀπό τήν ρομφαίαν καί τό στόμα τοῦ λέοντος καί ἀπό τήν χεῖρα τοῦ σκύλου, ἦτο αἴτησις νά μή κυριεύσῃ κανείς τήν ψυχή του, οὕτως ὥστε, ὅταν φθάσωμεν πρός τήν ἔξοδον τοῦ βίου, νά ζητοῦμε καί ἡμεῖς τά ἴδια ἀπό τόν Θεόν, τόν δυνάμενον νά ἀπομακρύνῃ πάντα ἀναιδῆ πονηρόν ἄγγελον ὥστε νά μήν λάβῃ τήν ψυχήν μας” (Διάλογος, 105, 3-5, ΕΠΕ, σελ. 561).
Σαφέστατος εἶναι καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύων τόν Ζ΄ψαλμό: “Νομίζω δέ ὅτι οἱ γενναῖοι ἀθληταί τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἠγωνίσθησαν εἰς ὁλόκληρον τήν ζωήν των ἀξίως κατά τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν, ὅταν διαφύγουν ἀπό ὅλας τάς καταδιώξεις αὐτῶν καί φθάσουν εἰς τό τέλος τῆς ζωῆς, ἐξετάζονται ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος καί ἐάν μέν εὑρεθοῦν τραυματισμένοι ἀπό τούς ἀγῶνας των ἤ κάπως στιγματισμένοι ἤ νά ἔχουν ἀποτυπώματα τῆς ἁμαρτίας, θά κρατηθοῦν αἰχμάλωτοι.. διότι λέγει, σῶσον με ἐδῶ ἀπό τούς διώκτας· λύτρωσέ με ἐκεῖ εἰς τόν καιρόν τῆς ἐξετάσεως μήπως ὡς λέων ἁρπάξῃ τήν ψυχή μου” (ΕΠΕ, 12, 45).
Ὁ δέ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος σημειώνει: “Ὅπως οἱ τελῶνες κάθονται στούς σκοτεινούς δρόμους καί πιάνουν ὅσους περνοῦν ἀπό ἐκεῖ καί τούς ἐλέγχουν αὐστηρά, ἔτσι καί οἱ δαίμονες ἐλέγχουν καί κυριεύουν τίς ψυχές ἀκόμα καί ὅταν αὐτές βγοῦν ἔξω ἀπό τό σῶμα· ἄν δέν ἔχουν προηγουμένως καθαρισθεῖ, δέν ἐπιτρέπεται σ’ αὐτές ν’ ἀνεβοῦν στίς οὐράνιες κατοικίες καί νά συναντήσουν τόν Κύριό τους· διότι κρατοῦνται κάτω ἀπό τούς δαίμονες” (ΕΠΕ, 7, 581).
Ἐπίσης, καί ὁ Ἀββᾶς Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος γράφει: “Θά ἔρθει καί σέ ἐμᾶς ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, θά ἔρθει καί δέν εἶναι δυνατόν νά τόν ἀποφύγουμε. Καί εἴθε τότε, ὅταν ἔρθει ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀέρα, νά βρεῖ τά ἁμαρτήματά μας λίγα καί μηδαμινά γιά νά μή μᾶς ἐλέγξει στ’ ἀλήθεια καί κλάψουμε τότε ἀνώφελα” (Πρός Θεόδουλο, κεφ. 161).
Ἕνας ἄλλος νηπτικός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Διάδοχος Φωτικῆς, θά περιγράψῃ γλαφυρά τίς φοβερές ἐκεῖνες στιγμές τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῆς ψυχῆς: “Γιατί ἐκεῖνος πού δοκιμάζει τότε φόβο, δέ θά περάσει ἐλεύθερα ἀπό τούς ἄρχοντες τοῦ ταρτάρου, γιατί αὐτοί θά ἔχουν σάν συνήγορο τῆς κακίας τή δειλία τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχή ὅμως πού αἰσθάνεται ἀγαλλίαση μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου, πηγαίνει πάνω ἀπό ὅλες τίς σκοτεινές παρατάξεις μαζί μέ τούς ἀγγέλους…” (Κεφάλαιο 100).
Τρομακτική εἶναι καί ἡ διήγηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, περί ἑνός μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο στήν ἐπιθανάτια κλίνη, ὅπου καί ἔπεσε σέ ἔκσταση καί μέ τά μάτια ἀνοικτά παρατηροῦσε ἔμφοβος ἀριστερά καί δεξιά τῆς κλίνης, ἀπαντῶντας σέ ἐρωτήσεις πού τοῦ ἔκαναν οἱ γύρω του παρευρισκόμενοι δαίμονες! Καί σάν νά τόν ἀνέκριναν ἀπαντοῦσε καί ἔλεγε κάποιες φορές “ναί τό ἔκανα”, ἄλλες δέ, “Ὄχι, ψεύδεστε, αὐτό δέν τό ἔκανα”. Καί ἔτσι ξεψύχησε! Ἦταν λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης “...ἕνα θέαμα φρικτό καί φοβερό. Ἕνα δικαστήριο ἀόρατο καί χωρίς ἔλεος. Καί τό φοβερώτερο, ὅτι τόν κατηγοροῦσαν καί γιά πράγματα πού δέν εἶχε διαπράξει” (Λόγος περί χαροποιοῡ πένθους, Ζ’, 50).
Τήν ὕπαρξη Τελωνείων μαρτυρεῖ καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: “Κατέχεται οὖν ἡ ψυχὴ ὑπὸ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, διὰ τοῦ ἀέρος παρερχομένη, καὶ ὑψουμένη, εὑρίσκει τε τελώνια φυλάττοντα τὴν ἄνοδον, καὶ κρατοῦντα, καὶ διακωλύοντα τὰς ἀναβαινούσας ψυχάς. Ἕκαστον τὸ τελώνιον τὰς οἰκείας ἁμαρτίας προσφέρει αὐτῶν” (Λόγος 14ος, Περί ἐξόδου ψυχῆς καί Δευτέρας Παρουσίας).
Ἀλλά καί πάλι ὁ Μέγας Βασίλειος στήν ἑρμηνεία τοῦ 7ου ψαλμοῦ, ρητῶς ἀναφέρεται στήν διαδικασία τῆς ἐξετάσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου: “Νομίζω δέ ὅτι οἱ γενναῖοι ἀθληταί τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἠγωνίσθησαν εἰς ὁλόκληρον τήν ζωήν των ἀξίως κατά τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν, ὅταν φθάσουν εἰς τό τέλος τῆς ζωῆς, ἐξετάζονται ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος· καί, ἐάν μέν εὑρεθοῦν τραυματισμένοι ἤ νά ἔχουν ἀποτυπώματα τῆς ἁμαρτίας, θά κρατηθοῦν αἰχμάλωτοι· ἐάν ὅμως εὑρεθοῦν ἀπρόσβλητοι καί ἀκηλίδωτοι, θά τούς ἀναπαύσῃ ὁ Χριστός, ἐπειδή εἶναι ἀνίκητοι καί ἐλεύθεροι.
Παρακαλεῖ λοιπόν καί περί τῆς παρούσης καί περί τῆς μελλούσης ζωῆς. Διότι λέγει, σῶσε με ἐδῶ ἀπό τούς διώκτας· λύτρωσέ με ἐκεῖ εἰς τόν καιρόν τῆς ἐξετάσεως μήπως ὡς λέων ἁρπάξῃ τήν ψυχήν μου. Καί αὐτά δύνασαι νά τά μάθῃς ἀπό τόν ἴδιον τόν Κύριον πού ἔλεγε κατά τόν καιρόν τοῦ πάθους του· ΄Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἔρχεται, καί ἐν ἐμοί ἔξει οὐδέν΄” (ΕΠΕ, τόμ. 5, σελ. 45).
Ὡσαύτως, καί ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας εἶναι ὁμόφρων τοῦ Μ. Βασιλείου ὡς καί τῶν λοιπῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, καθώς λέγει: “Ἀγαπητέ ἀδελφέ, αὐτοί πού ἀσχολοῦνται μέ τίς ἐργασίες αὐτοῦ τοῦ προσωρινοῦ κόσμου, ἄν προκόψουν σέ αὐτές καί κερδίσουν, δέν σκέφτονται τούς κόπους πού πέρασαν, ἀλλά χαίρονται γιά τήν προκοπή πού ἔκαναν ὕστερα. Πόση λοιπόν χαρά νομίζεις ὅτι νοιώθει ἡ ψυχή ἐκείνου πού ἄρχισε νά ἐργάζεται γιά τόν Θεό καί ὁλοκλήρωσε αὐτό τό ἔργο; Καί ὅταν φύγει ἀπό τήν ζωή, τά ἔργα του θά προπορεύονται, καί θά χαροῦν μαζί του οἱ ἄγγελοι, ὅταν τόν δοῦν ὅτι ἐλευθερώθηκε ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ σκότους. Γιατί ὅταν βγεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, τή συνοδεύουν ἄγγελοι, καί τότε βγαίνουν νά τήν συναντήσουν ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους, θέλοντας νά τήν κρατήσουν, ἐξετάζοντας μήπως ἔχει κάτι ἀπό τά δικά τους. Τήν ὥρα ἐκείνη δέν πολεμοῦν ἐναντίον τους οἱ ἄγγελοι, ἀλλά τά ἔργα πού ἔκανε ἡ ψυχή τήν περιτριγυρίζουν καί τήν φυλάγουν ἀπό αὐτές, γιά νά μήν τήν ἀκουμπήσουν. Καί ἄν νικήσουν τά ἔργα της, ψάλλουν μπροστά της οἱ ἄγγελοι, ὥσπου νά φθάσει στόν Θεό μέ χαρά. Τήν ὥρα ἐκείνη λησμονεῖ κάθε ἔργο τοῦ κόσμου τούτου καί ὅλους τούς κόπους της” (Εὐεργετινός, τόμ. 1ος, σελ. 105).
Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι διά νά φθάσῃ κάποιος στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί τελικά νά ἀναπαυθῇ, θά πρέπῃ πρῶτα νά περάσῃ ἀπό τήν διαδικασία τῆς ἐξετάσεως τῶν πράξεων του. Βεβαίως, ὁ ἄρχοντας τοῦ αἰῶνος τούτου, δέν βρίσκεται ἐκεῖ ὡς κριτής, ἀλλ' ὡς κατήγορος καί ἅρπαξ τῆς ψυχῆς, καθ' ὅτι κριτής εἶναι μόνο ὁ Θεός καί Αὐτός εἶναι πού ἐκφέρει τήν τελική κρίση.
“Πάντες δέ δίκαιοι καί ἄδικοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Λόγου θά βρεθοῦν. Σέ Αὐτόν ὁ Πατέρας ἔδωκε τήν πᾶσα κρίση, καί Αὐτός ἐκτελῶν τήν θέληση τοῦ Πατέρα, γίνεται κριτής. Τόν ὁποῖον ὀνομάζουμε Χριστόν, Θεός πού ἐνανθρώπησε. Δέν εἶναι κριτές ὁ Μίνως ἤ ὁ Ραδάμανθυς, ὅπως πίστευαν οἱ Ἐθνικοί εἰδωλολάτρες, ἀλλά Αὐτός πού ὁ Θεός Πατέρας ἐδόξασε…” (PG, τόμ. 96), μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας.
Ἡ φράση του Ἀββᾶ Ἠσαΐα, ὅτι ἡ ψυχή “τήν ὥρα ἐκείνη λησμονεῖ κάθε ἔργο τοῦ κόσμου τούτου”, δέν σημαίνει τήν ἀμνησία ὅλων τῶν προηγούμενων ἐμπειριῶν τῆς ἐπί γῆς ζωῆς της, ὅπως λίαν πονηρῶς προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν οἱ ἀρνητές, ἀλλά, τήν τελείαν ἀνάπαυση καί χαρά ἕνεκα τῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ κατά Θεοῦ ἔργου της, ὅπως πρωτύτερα μᾶς περιέγραψε ὁ ἴδιος Ἅγιος, συγκρίνοντάς την, μέ τήν ἀνάπαυση πού νοιώθει κάποιος ὅταν τελειώνῃ ἕνα ἐπίπονο καί κοπιαστικό ἐπί τῆς γῆς ἔργο. Παρόμοιες τέτοιες φράσεις μέ τήν ἴδια πάντοτε σημασία, θά συναντήσουμε καί σέ ἄλλους Πατέρες, οἱ ὁποῖες ὅμως διαστρεβλώνονται βάναυσα στήν προσπάθεια νά ἀποδείξουν ἕνα ἕτερο φρόνημα σχετικό μέ τόν τελωνισμό τῆς ψυχῆς, καί κατά πάντα αἱρετικό, αὐτό τῆς κοιμισμένης μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ψυχῆς, ὅπως θά ἐξετάσωμε παρακάτω.
Εἶναι περιττό νομίζω νά παραθέσωμε καί ἄλλες Πατερικές μαρτυρίες, πού βεβαιώνουν τήν διδασκαλία τοῦ τελωνισμοῦ τῶν ψυχῶν, ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἐνδιαφερόμενος μπορεῖ νά τίς ἀναζητήσῃ καί νά τίς βρῇ σέ δεκάδες πατερικά κείμενα πού κυκλοφοροῦν στά χριστιανικά βιβλιοπωλεῖα.
Ὁ ὕπνος καί ἡ "λήθη" τῶν ψυχῶν
Ἕνα ἄλλο σημεῖο πού θά πρέπῃ νά προσέξουμε, εἶναι ὅτι οἱ συγκεκριμένοι κύκλοι, πού διασπείρουν αὐτές τίς περί Τελωνείων ἀντορθόδοξες διδασκαλίες, παράλληλα, παρουσιάζουν καί μία ἐξίσου κακόδοξη θέση, περί τῶν ψυχῶν πού ἔχουν ἀποδημήσει. Λένε λοιπόν, ὅτι οἱ ψυχές μετά τήν ἀποδημία τους παραμένουν κατά κάποιο τρόπο σέ μιά κατάσταση ὕπνου καί ἀφασίας, καθώς παύουν οἱ ψυχοσωματικές λειτουργίες, περιμένοντας στήν κατάσταση αὐτή τήν τελική κρίση![3] Συμπεραίνουν πώς, ἐπειδή στόν ἐδῶ βίο, ἐάν κάποιος ὑποστῇ τινά σωματική βλάβη, πού καθιστᾷ ἀδύνατες βασικές λειτουργίες, ὅπως τήν ὁμιλία, τήν ἀκοή, τήν ὅραση, τό ἴδιο συμβαίνει καί ὅταν ἡ ψυχή ἀπογυμνωθῇ ἀπό τό σῶμα μετά τόν θάνατο στόν πνευματικό κόσμο! Ἡ ψυχή δηλαδή ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη γιά νά ἔρθη σέ ἐπαφή μέ τό νέο πνευματικό περιβάλλον, ἕνα σῶμα, ὥστε νά λειτουργῇ μέσῳ αὐτοῦ! Τῆς στεροῦν ἀκόμη καί τήν δυνατότητα ἁπλῆς σκέψης, ἀφοῦ αὐτή πραγματώνεται μέσῳ τῆς ἐγκεφαλικῆς λειτουργίας τοῦ σώματος! Διότι λέγουν “οὐ λαλεῖν, οὐ διακρίνειν, οὐκ ἐπιθυμεῖ, οὐ λογίζεσθαι, οὐ θυμοῦσθαι, οὐ καθορᾶν”[4]!!! Τίς δυνατότητες αὐτές λέγουν θά τίς ἀποκτήσῃ μόνον ὅταν προσλάβῃ ξανά τό σῶμα μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καθότι τότε καί μόνο θά ἀποκατασταθῇ ἡ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή δηλαδή, ἀκόμη καί στόν πνευματικό κόσμο, διά νά λειτουργήσῃ πλήρως, χρειάζεται χέρια καί πόδια… Ἴσως ἀγνοοῦν τόν ἀπόστολο Παῦλο πού λέγει: “βλέπομεν γάρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρός πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δέ ἐπιγνώσομαι καθώς καί ἐπεγνώσθην” (Α’ Κορ. 13, 12). Τό σῶμα στόν παρόντα βίο ἐμποδίζει τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς, μόλις ὅμως αὐτή ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό σῶμα, τότε αὐτή ἐλεύθερη χωρίς περιορισμούς θά μπορῇ νά ἐνεργῇ τίς φυσικές της δυνάμεις καί ἰδιότητες.
Θά ἀγνοοῦν φυσικά ὅτι, στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἀκοές, ὁράσεις, ὁμιλίες κ.ἄ.. Εἶναι οἱ φυσικές· αὐτές στίς ὁποίες ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετέχουμε καί οἱ ὁποῖες ἐκδηλώνονται μέσα ἀπό τό φθαρτό σῶμα μας, ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ ὑπερφυσικές, ὅπως αὐτές, διά τῶν ὁποίων π.χ., ὁμιλοῦσαν μεταξύ τους νοερῶς οἱ ἅγιοι!
Προφανῶς οἱ κήρυκες τῆς διδασκαλίας τῶν ὑπνωσάντων ψυχῶν, θεωροῦν ἀπαραίτητη διά τήν δυνατότητα τῶν ψυχικῶν ἐκδηλώσεων τήν παρουσία καί τοῦ σώματος, ὅπως αὐτές ἐνεργηθοῦν ἀκέραια. Μία τέτοια ἐκδήλωση εἶναι καί ἡ ἀναγνώριση τῶν ψυχῶν μεταξύ τους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ὅμως μᾶς λέγει ὅτι, οἱ ψυχικές ἰδιότητες τῶν ψυχῶν δέν θά γίνονται μέσῳ τῶν σωμάτων (!), ἀλλά μέ ἄλλον τρόπον, νοερό! “Γιατί δέν πρέπει νά νομίζει κανείς ὅτι δέν θά γίνει ἀναγνώριση τοῦ καθενός ἀπό τούς ἄλλους κατά τήν φοβερή ἐκείνη συνάθροιση. Ναί, πραγματικά, ὁ καθένας θά ἀναγνωρίσει τόν πλησίον του, ὄχι ἀπό τό σχῆμα τοῦ σώματός του, ἀλλά μέ τό διορατικό μάτι τῆς ψυχῆς” (ΕΠΕ, τόμ. 4, σελ. 195).
Δηλαδή ἡ ἀναγνώριση τῶν ψυχῶν μεταξύ τους, ἀκόμη καί μετά τήν ἀνάσταση καί τήν πρόσληψη τοῦ νέου καί ἀφθάρτου σώματος, θά συνεχίσουν νά γίνεται νοερῶς, ὅπως ἐπίσης θά γίνονται νοερῶς καί οἱ ἄλλες ψυχικές ἐκδηλώσεις, ἡ ἀκοή, ἡ ὅραση, ἡ ὁμιλία κ. ἄ.. Ἡ πρόσληψη λοιπόν τοῦ ἀναστηθέντος σώματος ἔχει ἄλλο σκοπό καί ἄλλο θεολογικό ὑπόβαθρο καί ὄχι τήν ἀπόκτηση ἐκ νέου τῶν ψυχικῶν ἐκδηλώσεων!
Βάσει τῶν ἀνωτέρω, ἐάν οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν ἁπλῶς κοιμοῦνται, τότε πῶς κατά τήν κατάβαση τοῦ Κυρίου στόν Ἅδη, ἄκουσαν, διέκριναν καί ἐπέλεξαν νά πιστέψουν ἤ ὄχι στό κήρυγμά του;[5]
Μήπως καί ἡ ψυχή τοῦ Κυρίου μας μετά τόν σταυρικό θάνατο Αὐτοῦ καί κατά τήν τριήμερον κατάβαση στόν Ἅδη, βρισκόταν σέ κατάσταση ὕπνου; Λέγομεν αὐτό διότι, ἡ προσληφθεῖσα ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁμοούσια μέ τήν δική μας καί ἄρα εἶχε ὅλες τίς ἴδιες ἰδιότητες καί χαρακτηριστικά, καθότι προσέλαβε τέλειον Ἄνθρωπον μέ λογικήν ψυχήν. Δίχως βεβαίως τά διαβλητά πάθη.
Ἡ ἰδέα λοιπόν τοῦ ὕπνου τῆς ψυχῆς δέν ἔχει ἐρείσματα στήν Ἁγία Γραφή! Ὅταν ἡ Γραφή ὁμιλεῖ περί κεκοιμημένου νεκροῦ ἀνθρώπου, δέν ἐννοεῖ τήν ψυχή του, ἀλλά τό σῶμα του, τό ὁποῖον κεῖται ἀκίνητο στόν τάφο σάν νά κοιμᾶται. “Ἔκλαιον δέ πάντες, καί ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δέ εἶπε· μή κλαίετε· οὐκ ἀπέθανε ἀλλά καθεύδει” (Λουκ. 8, 52). Εἶναι ξεκάθαρο καί ἀπό τήν παραβολή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, ὅτι οἱ ψυχές δέν κοιμοῦνται οὔτε στόν Παράδεισο, οὔτε στήν Κόλαση (Λουκ. 16, 19-31). Ἐκεῖ, βλέπουμε ὅλες τίς σωματικές ἰδιότητες, ἔστω καί παραβολικά, νά εἶναι ἐνεργούμενες! Μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει ἡ δίψα ὅπως τήν νοιώθουμε σωματικά στόν ἐπίγειο βίο μας, ἀλλά ἐκδηλώνεται ψυχικῶς, κατά τρόπο ἀκόμη ἄγνωστο σέ ἐμᾶς τούς ζῶντες! Ὁ πλούσιος θυμᾶται, λυπεῖται καί ἐπιθυμεῖ τό καλό τῶν συγγενῶν του, ὥστε νά μήν καταλήξουν στήν δική του ἐλεεινή κατάσταση.
Καταλυτική εἶναι ἐπιπλέον καί ἡ μαρτυρία ἀπό τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ὅπου βλέπουμε τίς ψυχές τῶν ἀποθανόντων δικαίων, τῶν ἐσφαγμένων διά τόν λόγον τοῦ Κυρίου, νά κράζουν μέ μεγάλη τῇ φωνῇ γιά νά κρίνῃ καί νά ἐκδικηθῇ τό χυμένο αἷμα τους ἀπό τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς[6]. Ἐπίσης μεγαλοπρεπής εἶναι καί ἡ εἰκόνα πού περιγράφεται στήν Ἀποκάλυψη, ὅπου ἀναρίθμητος ὄχλος δικαίων, προερχόμενοι ἐκ τῆς μεγάλης θλίψεως ἐκ παντός ἔθνους καί φυλῶν καί γλωσσῶν, μέ μεγάλη τήν φωνή νά δοξάζουν τόν Θεό, λατρεύοντες Αὐτόν ἐνώπιον τοῦ θρόνου Του[7]. Κατά τά λεγόμενα τῶν νέων αὐτῶν “ὑπνοψυχιτῶν”, ὅλοι αὐτοί οἱ δίκαιοι πού ὑμνοῦσαν καί ἐλάτρευαν ἀσταμάτητα τόν Θεό, θά ἔπρεπε ἁπλῶς νά κοιμοῦνται...
Ἀναφορές Πατέρων καί τῆς Γραφῆς περί ἀμνησίας τῶν ψυχῶν, δέν ἔχουν νά κάνουν μέ τήν ἀπώλεια τῆς φυσικῆς ἱκανότητας τῆς ψυχῆς νά θυμᾶται· ἀλλά λόγῳ τῶν βασάνων αὐτῶν ὅταν εἶναι ἁμαρτωλές, ὅπου εἶναι τελείως ἀπορροφημένες ἀπ’ τήν ἀπελπισία τους· τῶν δέ δικαίων περί τῆς ἀφροντισιᾶς τῶν ἐν ζωῇ δοσοληψιῶν! Ἐπίσης, στόν Ἀββᾶ Δωρόθεο, διαβάζουμε ὅτι κάποιος μεγάλος Γέροντας, τοῦ διαβεβαίωσε ὅτι, οἱ ψυχές θυμοῦνται ὄχι μόνο τίς συνήθειες πού ἀπέκτησε ἡ ψυχή ἀπό τήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, ὅπως νόμιζε καί ὁ ἴδιος μέχρι τότε, ἀλλά, "καί αὐτό τό εἶδος τῆς ἁμαρτίας θυμᾶται καί τόν τόπο ἀκόμα καί τό πρόσωπο πού ἁμάρτησε μαζί του... γιατί ὅ,τι ἔχει κάνει ἐδῶ, αὐτό θά τόν συνοδεύσει καί αὐτό θά ἔχει ἐκεῖ" (Ἔργα Ἀσκητικά, κεφ. 129).
Τό ὅτι λοιπόν δέν εἶναι φυσική ἡ αἰτία τῆς “ἀμνησίας...”, τό φανερώνουν οἱ ἑρμηνευτές τῶν ψαλμικῶν ἐκείνων χωρίων, πού κατά κόρον ἐπικαλοῦνται καί οἱ ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς ἀνοήτου δοξασίας, δίχως ὅμως νά παραθέτουν καί τήν ἑρμηνευτική γνώμη τῶν Πατέρων γι’ αὐτά, παραπλανῶντας ἔτσι τούς ἀφελεῖς. Ἕνα τέτοιο χωρίο βρίσκεται καί στόν ἕκτο Ψαλμό, ὅπου ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνός, βασιζόμενος στίς ἑρμηνεῖες παλαιῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀποδίδει ὡς ἑξῆς:
Ψαλμ. 6, 6. “Ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου”.
Ἑρμηνεία: “Θάνατον ἐδῶ ὀνομάζει ὁ Δαυίδ τήν ἁμαρτίαν, διατί αὐτή προξενεῖ τόν θάνατον τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἀπ’ ἀρχῆς γάρ ἡ ἁμαρτία ἔφερε τόν θάνατον εἰς τούς ἀνθρώπους. Λέγει λοιπόν, ὅτι ἐκεῖνος ὁποῦ κάνει τήν ἁμαρτίαν δέν ἐνθυμῆται τόν Θεόν κατ’ ἐκείνην τήν ὥραν ὁποῦ τήν κάμνει, μέ τό νά ἦναι μεθυσμένος καί ἀναίσθητος ἀπό τό πάθος. Ἤ θάνατον ὀνομάζει τόν καιρόν, ἀφοῡ γάρ ὁ ἄνθρωπος ἀποθάνει, δέν μπορεῖ πλέον νά μνημονεύῃ καί νά παρακαλῇ τόν Θεόν, ἐπειδή ἀνωφελῶς τόν παρακαλεῖ”.
Ἡ ἀδυναμία δηλαδή τῆς μνημονεύσεως τοῦ Θεοῦ, δέν ὀφείλεται στό ὅτι ἡ ψυχή κοιμᾶται, ἀλλά στό ἀνώφελο τῆς παρακλήσεως αὐτῆς!
Ἄλλα ψαλμικά χωρία τά ὁποῖα ἐπικαλοῦνται:
Ψαλμ. 145, 4. “Ἐν ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀπολοῦνται πάντες οἱ διαλογισμοί αὐτοῦ”.
Ἑρμηνεία: “Ἡμέραν λέγει ἐδῶ ὁ Δαυίδ τήν τοῦ θανάτου, κατά τήν ὁποίαν βγαίνει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό σῶμα. Διαλογισμούς δέ ὀνομάζει τάς περί τῶν βιωτικῶν πραγμάτων μερίμνας, ἤτοι περί πλούτου, περί δόξης, περί δυναστείας, περί ἡδονῶν, καί τῶν τοιούτων ἄλλων. Λοιπόν τί ἐλπίζεις λέγει, ἀνόητε ἄνθρωπε, εἰς ἕνα τοιοῦτον θνητόν καί σκωληκόβρωτον καί ἀσθενέστατον ἄρχοντα;”.
Ἐδῶ ὁμιλεῖ δι’ ἐκείνους πού ἐλπίζουν τήν σωτηρία τους σέ γήινους ἄρχοντες , τονίζων τήν ματαιότητα των διαλογισμῶν τους, δηλαδή μέ ὅσα μάταια ἦταν δεμένη ἡ ψυχή τους, πού δέν μπόρεσαν νά βοηθήσουν οὔτε τόν ἴδιο! Καμμία σχέση ὅπως βλέπουμε, μέ τήν ἱκανότητα σκέψης τῆς ψυχῆς στήν μεταθάνατο ζωή!
Ψαλμ. 113, 15. “Οὐχ οἱ νεκροί αἰνέσουσί σε Κύριε, οὐδέ πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς Ἅδου. Ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εὐλογήσομεν τόν Κύριον ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος”.
Ἑρμηνεία: “Τοῦτο τό ρητόν εἶναι ὅμοιον μέ ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν ἀλλαχοῦ. “Μή ἐξομολογήσεταί σοι χοῦς, ἤ ἀναγγελεῖ τήν ἀλήθειάν σου;” (ψαλμ. 29, 12). Καί μέ τό “Μή διηγήσεταί σοι τίς ἐν τῷ τάφῳ τό ἔλεός σου;” (ψαλμ. 87, 12). Κοντά δέ εἰς ἐκείνους ὁποῦ βαθύτερον στοχάζονται, νεκρούς μέν λέγει ὁ Δαυίδ ἐκείνους, ὁποῦ ἐνεκρώθησαν κατά τήν ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς, καί πρό τοῦ νά φθαροῦν ἀπό τόν φυσικόν θάνατον τοῦ σώματος, ἐφθάρηκαν ἀπό τόν προαιρετικόν θάνατον τῆς ἁμαρτίας. Ζωντανούς δέ πάλιν ὀνομάζει ἐκείνους ὁποῦ ζῶσιν ἐναρέτως, καί μεταβαίνουν ἀπό τήν χθαμαλήν ζωήν ταύτην εἰς ζωήν ὑψηλοτέραν καί θείαν. Διότι ἐκεῖνοι, ὁποῦ εἶναι νεκροί κατά τήν ἀρετήν, αὐτοί δέν θέλουν ὑμνολογήσουν ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ τόν Θεόν. Ἐπειδή κατά τόν Σειράχ “...οὐχ ὡραῖος αἶνος ἐν στόματι ἁμαρτωλοῦ” (15, 9). Ἀλλ’ οὐδέ εἰς τήν ἄλλην ζωήν θέλουν ὑμνήσουν τόν Θεόν[8] ἐπειδή μέλλουν βασανίζωνται παντοτινά. Οἱ δέ ἐναρέτως ζῶντες, αὐτοί θέλουν ὑμνήσουν τόν Θεόν καί ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀπό τοῦ νῦν γάρ λέγει καί ἕως τοῦ αἰῶνος, καί οἱ μέν νεκροί κατά τήν ἀρετήν, καταβαίνουν εἰς τόν Ἅδην, οἱ δέ ζῶντες ἐν τῇ ἀρετῇ, ἀναβαίνουσιν εἰς τόν οὐρανόν…”.
Ὁ λόγος καί ἐδῶ τῆς σιωπῆς, δέν εἶναι ἕνεκα τοῦ ὕπνου τῶν ψυχῶν τους, ἀλλά εἶναι τά βάσανα τῆς κολάσεώς τους, πού δέν τούς ἀφήνουν νά σκεφτοῦν τίποτε ἄλλο, οὔτε κἄν τόν Θεό! Οἱ δίκαιοι ὅμως ἔχουν τήν ἄνεση νά ὑμνοῦν τόν Θεό καί στήν παροῦσα ζωή καί στήν αἰώνια, πρᾶγμα πού φανερώνει ὅτι οἱ ψυχές στήν αἰωνιότητα δέν βρίσκονται σέ κατάσταση ὕπνου!
Ψαλμ. 102, 16. “ὅτι πνεῦμα διῆλθε ἐν αὐτῷ, καί οὐχ ὑπάρξει, καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτει τόν τόπον αὐτοῦ ”.
Ἑρμηνεία: “Πνεῦμα λέγει, ἐδῶ ὁ Δαυίδ τόν ἀέρα, ἐπειδή γάρ κάθε ζῶον, ὁποῦ ἀναπνέει ἀέρα, εἶναι φθαρτόν, ἀκολούθως καί ὁ ἄνθρωπος ὡς τοιοῦτος εἶναι φθαρτός, διά τί καί εἰς τόν ἄνθρωπον ἀέρας διέρχεται καί ἐξέρχεται μέ τό μέσον τῆς εἰσπνοῆς καί τῆς ἐκπνοῆς. Ἤ πνεῦμα πρέπει νά νοήσωμεν τήν ψυχήν κατά τόν Θεοδώρητον, ἡ ὁποία διαπερνᾷ εἰ, ὅλον τό σῶμα, καί πάλιν ἐξέρχεται ἀπό τό σῶμα κατά τόν διωρισμένον καιρόν τοῦ θανάτου, καί πλέον δέν ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, μέ τό νά ἀποθάνῃ. Δέν γνωρίζει πλέον ὁ ἄνθρωπος τόν τόπον καί τήν κατοικίαν τοῦ παρόντος βίου, ἐπειδή καί μεταβαίνει εἰς ἄλλον τόπον καί κατοικίαν. Ἀλλ’ οὐ δέ τό πνεῦμα ἤγουν ἡ ψυχή, ἀφοῦ χωρισθῇ ἀπό τό σῶμα της θέλει πλέον ὑπάρξει, ἤγουν θέλει κατοικήσει εἰς τό σῶμα, καθώς ὑπῆρχε καί ἐκατοίκει πρότερον εἰς αὐτό ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ οὐδέ θέλει γνωρίσει πλέον τόν τόπον τῆς κατοικίας της, ἤτοι τό σῶμα. Διατί ἀγκαλά καί κατά τήν ἀνάστασιν ἔχουν νά ἀπολάβουν πάλιν αἱ ψυχαί τά ἰδικά των σώματα, ἀλλ’ οὐχί τοιαῦτα ἔχουν νά τά ἀπολάβουν, καθώς ἦτον πρότερον, φθαρτά δηλαδή, καί εἰς μυρίας ἀλλοιώσεις ὑποκείμενα. Πρεπόντως λοιπόν διά τήν ἐναλλαγήν δέν γνωρίζουν ταῦτα αἱ ψυχαί”.
Ἡ μή “ἐπίγνωση” λοιπόν τοῦ τόπου, δέν ἀφορᾷ τήν ἄγνοια ἀπό ποῦ βρέθηκε ἐκεῖ, σέ ἐκεῖνο τό μέρος, ἀλλά σάν΄τόπο΄ ἐννοεῖ τό νέο ἀφθαρτοποιημένο σῶμα πού μέλλει νά λάβῃ κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως!
Ὅσες ὅμως μαρτυρίες καί ἀποδείξεις νά τούς παραθέσῃ κάποιος, ἄς μήν ἐλπίζῃ ὅτι θά ὑπάρξῃ μεταστροφή καί μετάνοια. Διατείνονται ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀφοῦ τό λένε αὐτοί, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀλλιῶς!!!
Ἡ διδασκαλία, λέγουν μέ ὕφος χιλίων Καρδιναλίων, “περί τελωνίων ἔρχεται σέ ἀνοικτή ρήξη μέ τήν παραπάνω πατερική κατανόηση ἀλλά καί μέ τήν πίστη τῆς ἐκκλησίας ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος ἐν χειρί Θεοῦ ”![9]
Εἶναι ἐντελῶς προκλητικό νά ἐπικαλοῦνται τούς Πατέρες καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ἀόριστα, καί τό μόνο πού μποροῦν νά παρουσιάσουν εἶναι παρερμηνεῖες καί διαστρεβλώσεις!
Δέν ὑπάρχει πραγματικά κάποιος λόγος τους, πού νά μήν ἐμπεριέχῃ κάποια νοηματική διαστροφή!
Ἡ ἁγιογραφική φράση στήν Παλαιά Διαθήκη:“ Δικαίων ψυχαί ἐν χειρί Θεοῦ, καί οὐ μή ἄψητε αὐτῶν βάσανος” (Σοφ. Σολομ. 3, 1), πού συχνά πυκνά χρησιμοποιοῦν, καί αὐτήν περικομμένη,[10] ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς: “Ἡ ζωή τῶν δικαίων εὑρίσκεται κάτω ἀπό τό παντοδύναμον προστατευτικόν χέρι τοῦ Θεοῦ, καί καμμιά θλῖψις καί βάσανος δέν θά τούς ἐγγίση, χωρίς ὁ Θεός νά τό ἐπιτρέψη”.
Ὁμιλεῖ ξεκάθαρα μόνον διά τίς ψυχές τῶν Δικαίων! Μόνο οἱ ψυχές τῶν Δικαίων βρίσκονται “ἐν χειρί Θεοῦ” καί ὄχι τῶν ἀδίκων καί ἁμαρτωλῶν, τῶν ὁποίων οἱ ψυχές, “οὐχ ἕξουσιν ἐλπίδα, οὐδὲ ἐν ἡμέρᾳ διαγνώσεως παραμύθιον·” καθότι, “γενεᾶς γὰρ ἀδίκου χαλεπὰ τὰ τέλη” (στίχ. 9).
Δέν γίνεται οἱ ψυχές τῶν ἀδίκων καί ταυτόχρονα οἱ ψυχές τῶν δικαίων, νά εἶναι κάτω ἀπό τήν ἴδια προστατευτική χεῖρα τοῦ Θεοῦ, καί ταυτόχρονα νά βιώνουν δύο διαφορετικές καταστάσεις! Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, ὅτι οἱ δίκαιοι πού μεταστάθηκαν βρίσκονται στόν Παράδεισο, συμφώνως καί μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου πρός τόν ληστήν ἐπάνω στόν Σταυρό[11], ἐνῷ οἱ ἄδικοι στόν Ἅδην, περιμένοντες ἀμφότεροι τήν τελική κρίση κατά τήν Δευτέρα Παρουσία.
Τό πῶς καί ποῦ εἶναι ὁ Παράδεισος καί ὁ Ἅδης, κανείς δέν γνωρίζει, παρά μόνο ὁ Κύριος, καί σέ καμμία περίπτωση δέν πρέπει νά τούς νομίζωμε ὡς ὑλικούς τόπους. Κατά τούς Πατέρες οἱ τόποι αὐτοί εἶναι καταστάσεις, ὅπως σαφέστατα μᾶς λέγει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: “...τόν ἀναφερθέντα Ἅδην νά μήν ἐκλάβωμεν ὡς ὀνομασίαν τόπου, ἀλλά ὡς κατάστασιν ζωῆς ἀειδῆ καί ἀσώματον, ἐν τῇ ὁποῑᾳ ζῆ ἡ ψυχή ὅπως διδασκόμεθα ἀπό τήν Γραφήν” (ΕΠΕ, τόμ. 1ος, σελ. 297).
Τό νά συγκαταλέγουν κάποιοι “ἐν χειρί Θεοῦ” τίς ψυχές ὄχι μόνον τῶν δικαίων, ἀλλά καί τῶν ἁμαρτωλῶν, ἔχει προφανῶς Ὠριγενιστικές προεκτάσεις, καί συμπίπτει καί μέ τίς ἀντιλήψεις τοῦ αἱρετικοῦ Ἀκινδύνου, πού θεωροῦσε πάντας τούς ἀνθρώπους, ἀσεβεῖς τε καί δικαίους, ὡς ἕνα σῶμα καί μάλιστα Χριστοῦ![12] Ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν συμπαρασύρει ἀναγκαστικῶς σέ αὐτήν καί ὅλους τούς ἄλλους, τούς μακράν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους, ἀφοῦ πάντες ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, πού δέν μπορεῖ νά διαχωρισθῇ μέ κανέναν τρόπο, μετέχοντες ἐξ ἀνάγκης καί στίς ἴδιες ἐμπειρίες!
Τίς Ὠριγενιστικές, “περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων” θέσεις δέν τίς κρύβουν, ἀλλά συνεσκιασμένα τίς παρουσιάζουν στά κείμενά τους ὡς ἑξῆς: “Καί τί εἶναι ἀληθινά κόλαση; ‘Εἶναι ἡ ἀνταπόδοση μίσους στήν ἀγάπη. Ἡ πικρία στή θέα μιᾶς ἀθώας χαρᾶς. Νά περιβάλλεσαι ἀπό ἀγάπη καί νά ἔχεις στήν καρδιά σου μῖσος’. Αὐτό εἶναι τό μαρτύριο ὅσων ἀρνηθοῦν τή σχέση μέ τόν Θεό, ΄Ὅλοι τους εἶναι προσκεκλημένοι στή χαρούμενη γιορτή. Ὅλοι τους ζοῦν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στήν Καινή Γῆ καί στούς Καινούς Οὐρανούς. Κανένας δέν τούς διώχνει. Ἀκόμα κι ἄν ἤθελαν νά ἀπομακρυνθοῦν δέν θά μποροῦσαν νά δραπετεύσουν ἀπό τήν Καινή Κτίση τοῦ Θεοῦ, οὔτε νά κρυφτοῦν ἀπό τήν τρυφερή ἀγάπη τῆς πανταχοῦ παρουσίας Του. Ἡ μόνη τους ἐναλλακτική λύση ἴσως θά ἦταν ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τούς ἀδελφούς τους καί ν’ ἀναζητήσουν μιά πικρή μοναξιά, ἀλλά δέν θά μποροῦσαν νά ξεφύγουν ἀπό τό Θεό καί τήν ἀγάπη του ”[13].
Ὅλοι λοιπόν -κατά τά ἀνωτέρω- μέσα στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀποκατεστημένοι, θέλουν δέν θέλουν! Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀπ’ ὅσο γνωρίζουμε εἶναι μόνο τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι, τῶν πενθούντων, τῶν πραέων, τῶν πεινώντων τήν δικαιοσύνη, τῶν ἐλεημόνων, τῶν καθαρῶν τῇ καρδίᾳ, τῶν εἰρηνοποιῶν τῶν ὀνειδιζομένων καί δεδιωγμένων (Ματθ. 5, 3), κατά τά λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου στούς Μακαρισμούς, καί ὄχι τῶν πονηρῶν, τῶν χαιρόντων, τῶν ταραχοποιῶν, τῶν βολεμένων…!!!
Καί ἀλλοῦ: “λέγω γάρ ὑμῖν ὅτι ἐάν μή περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐ μή εἰσέλθετε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν” (Ματθ. 5, 21).
“Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Ματθ. 7, 25).
Ἐπίσης: “λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακληθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων” (Ματθ. 8, 11-12).
Ἀλλά καί στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, ὅπου γίνεται λόγος γιά τήν Καινή Πόλη, εἶναι καταφανέστατος ὁ διαχωρισμός αὐτός: “Δειλοῖς δέ καί ἀπίστοις, καί ἐβδελυγμένοις καί φονεῦσι καί πόρνοις καί φαρμακεῦσι καί εἰδωλολάτραις, καί πᾶσι τοῖς ψευδέσι, τό μέρος αὐτῶν, ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ πυρί καί θείῳ, ὅ ἐστι δεύτερος θάνατος” (Ἀποκ. 21, 8). Καί στό ἑπόμενο κεφάλαιο: “Ἔξω οἱ κύνες, καί οἱ φαρμακοί, καί οἱ πόρνοι, καί οἱ φονεῖς καί οἱ εἰδωλολάτραι, καί πᾶς ὁ φιλῶν καί ποιῶν ψεῦδος” [14].
Εἶναι φανερό, ὅτι αὐτοί οἱ ἀφοριστικοί λόγοι τοῦ Κυρίου, ἔρχονται σέ φανερά ἀντίθεση μέ τήν γλυκανάλατη ἀγαπολογία τους!
Εἶναι περιττό νομίζω νά παρουσιάσωμε ὅλα ἐκεῖνα τά ἁγιογραφικά χωρία πού ἀποδεικνύουν ὅτι διαχωρίζονται οἱ εὐσεβεῖς ἀπό τούς ἀσεβεῖς στήν μέλλουσα ζωή. Εἶναι ἄλλο πρᾶγμα, νά μετέχουν ὑπαρξιακά ἀπό κοινοῦ τῆς αἰωνιότητας μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, καί ἄλλο νά θεωροῦμε ὅτι ἡ αὐτή μετοχή ἐπιφέρῃ καί τήν ἀναγκαστική μετοχή τῆς εὐδαιμονίας!
Ἄς συνεχίσωμε ὅμως τόν λόγο περί τῆς καταστάσεως τῶν ψυχῶν, μετά τήν μικρή αὐτή παρέκκλιση.
Περί τῆς ὑπνώσεως τῶν ψυχῶν κάνει σαφῆ ἀναφορά, ὁ Μητροφάνης Κριτόπουλος, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας στήν “Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν” του, κατά τό ἔτος 1625, πρός τούς Προτεστάντας τῆς Δύσεως, ἐκθέτων διεξοδικά τήν ὀρθόδοξη πίστη. Στό 17ο κεφάλαιο περί Ἐπικλήσεως τῶν Ἁγίων ἀναφέρει περί τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας, “μή ἀναίσθητον εἶναι τῶν ἀναγκῶν καί παθημάτων τῆς ἐπί γῆς ἔτι στρατευομένης Ἐκκλησίας, μηδέ κάρῳ (ναρκωμένοι) τάς τῶν ἁγίων ψυχάς κατέχεσθαι μέχρι τῆς ἀναστάσεως καθάπερ ὑπό μανδραγόρα καθευδούσας, ὅπερ ἔδοξέ τισι λίαν ἀνοήτως”.[15]
Δηλαδή μᾶς λέγει, ὅτι ἡ ἐν οὐρανῷ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία παρατηρεῖ καί ἐνδιαφέρεται διά τά παθήματα καί τίς ἀνάγκες τῆς ἐπί γῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας καί δέν μένει ἀναίσθητη ἀπέναντι Αὐτῆς, καί οὔτε οἱ ψυχές τῶν ἁγίων πού ἀποτελοῦν τήν στρατευομένη Ἐκκλησία βρίσκονται ἐν ὑπνώσει, σάν νά εἶναι κοιμισμένες-ζαλισμένες ἔχοντας πιεῖ μανδραγόρα, περιμένοντας νά ξυπνήσουν τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ὅπως λέγουν κάποιοι λίαν ἀνοήτως! Διότι, συνεχίζει παρακάτω, “Θαυμαστόν δέ, πῶς διέλαθε αὐτούς τό τοῦ Ἀποστόλου, ἐπιθυμοῦντος ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι. Οὐ γάρ ἄν ἐπεθύμησέ ποτ’ ἐν κάρῳ (νάρκῃ) ἔσεσθαι, εἰ τοῦτο οἶδε ”[16].
Δηλαδή, ἄν οἱ ψυχές συνέχιζαν νά ζοῦν βυθισμένες στόν ὕπνο, ὅπως λέγουν ὁρισμένοι, πῶς θά εἶχε τόσο πόθο ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος νά φύγῃ ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμον; (πρβλ Φιλιπ. 1, 22-23).
Ἡ θεωρία τοῦ ὕπνου σύμφωνα μέ τόν Χρ. Ἀνδρούτσο, ἔχει ἀποδοκιμασθεῖ καί ἐλεγχθεῖ ἤδη ἀπό τόν Τερτυλλιανό (155-240 μ.Χ.). Τήν δοξασία αὐτήν στούς νεώτερους καιρούς ἀσπάζονται ἰδίως προτεσταντικές ὁμάδες ὅπως οἱ Ἰρβιγγιανοί[17].
Σύμφωνα μέ τήν Βικιπαίδεια,[18] ὁ Ὕπνος τῆς ψυχῆς εἶναι μία διδασκαλία τοῦ ριζοσπαστικοῦ προτεσταντισμοῦ. Σύμφωνα μέ τή θεωρία, οἱ νεκροί δέν πηγαίνουν ἄμεσα στόν παράδεισο, ἀλλά κοιμοῦνται στό χῶμα μέχρι τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Ἀνάμεσα στούς ἀξιοσημείωτους ἐκπροσώπους αὐτοῦ τοῦ δόγματος συμπεριλαμβάνονται οἱ Τζόν Μίλτον, Τόμας Χόμπς (Λεβιάθαν) καί Ἰσαάκ Νεύτων.
Παραπλήσιες δοξασίες περί ὕπνου τῆς ψυχῆς, διδάσκουν καί ἄλλες ὁμάδες, ὅμως οἱ Ἰεχωβᾶδες, οἱ Ἀντβενιστές κ. ἄ.
Ἐν κατακλεῖδι, παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τίς συνομιλίες τοῦ Ἀββᾶ Κασσιανοῦ μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐρήμου, καί συγκεκριμένα ἀπό τό κεφάλαιο14, “Γιά τήν μεταθανάτιο ζωή τῆς ψυχῆς”. Στό κείμενο αὐτό ὁ Ἅγιος συνοψίζει μέ γλαφυρό τρόπο τήν πραγματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀποστομώνοντας ὅλους αὐτούς τούς φορεῖς κακοδοξιῶν, πού διασπείρουν ἀνεξέλεγκτα τά σαθρά καί πεπλανημένα διανοήματά τους στό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας, ὁδηγῶντάς το σέ πιθανό ψυχικό θάνατο!
«… Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, πού ζοῦν ἀκόμα σ’ αὐτό τό σῶμα, καί εἶναι νεκροί καί δέν μποροῦν νά ὑμνήσουν τόν Θεό. Γιατί αὐτοί εἶναι μέσα στόν τάφο. Ὅπως ἐπίσης ὑπάρχουν καί πολλοί πού, ἄν καί εἶναι νεκροί κατά τό σῶμα, ὅμως ὑμνοῦν τόν Θεό “ἐν Πνεύματι”. “Πνεύματα” λέει, “καί ψυχές δικαίων, δοξάστε τόν Κύριο” (Ὕμνος Τριῶν Παίδων, Δανιήλ: 3, 63). Καί ὁ ψαλμωδός ἐπίσης λέει:”Καθετί πού ἔχει ζωή καί ἀναπνέει, ἄς δοξολογήσει καί ἄς ἀνυμνήσει τόν Κύριο” (Ψαλμ. 150, 6).
Καί στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου ἀναφέρεται ὅτι οἱ ψυχές ὅσων ἔχουν σφαγιασθεῖ, ὄχι μόνον ὑμνοῦν τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπευθύνονται σ’ Αὐτόν (Ἀποκ. 6, 9-10).
Ἐπίσης στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος λέει πολύ ξεκάθαρα στούς Σαδδουκαίους: “Δέν ἔχετε διαβάσει ἐκεῖνο πού σᾶς εἶπε ὁ Θεός, Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεός τοῦ Ἰσαάκ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ; Δέν εἶναι ὁ θεός, θεός νεκρῶν, ἀλλά Θεός ζωντανῶν”( Ματθ. 22. 31, 32).
Γιά τούς δικαίους ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος λέει:” Γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν ντρέπεται ὁ θεός νά ὀνομάζεται Θεός τους, διότι τούς ἔχει ἑτοιμάσει πόλη” (Ἑβρ. 11, 16). Γιατί οἱ ψυχές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, μετά τόν χωρισμό τους ἀπ’ τό σῶμα, δέν παραμένουν ἀργές, οὔτε εἶναι ἀναίσθητες, ὅπως μᾶς ἐπιβεβαιώνει ἡ παραβολή τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καί τοῦ πλουσίου, πού ἦταν ντυμένος μέ πορφύρα. Ὁ πρῶτος ἀπολάμβανε τόν “κόλπο τοῦ Ἀβραάμ”, ἐνῷ ὁ ἄλλος φλεγόταν στήν αἰώνια φωτιά (Λουκ. 16, 19 ἐξ).
Ἄν καί θά θέλαμε ἀκόμη νά καταλάβουμε τό νόημα τῆς φράσεως πού εἶπε ὁ Χριστός στό Ληστή, “σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο” (Λουκ. 23, 43), νομίζω πώς θά ἀντιλαμβανόμασταν ὅτι αὐτό σημαίνει πώς οἱ ψυχές μετά τόν θάνατο διατηροῦν τήν δυνατότητα τῆς σκέψεως καί τῆς ἀντιλήψεως. Σημαίνει ἐπίσης ὅτι, ἄν καί οἱ ψυχές εἶναι σέ διαφορετική κατάσταση, ἐν τούτοις ἀπολαμβάνουν ὅ,τι τούς ἀξίζει, ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους.
Δέν θά εἶχε δώσει ποτέ ὁ κύριος μία τέτοια ὑπόσχεση στόν Ληστή, ἄν γνώριζε ὅτι ἡ ψυχή του μετά τόν θάνατο θά ἦταν ἀναίσθητη ἤ ὅτι θά ἐκμηδενιζόταν. Γιατί ἡ ψυχή τοῦ Ληστῆ ἦταν ἐκείνη πού θά ἔμπαινε στόν Παράδεισο μαζί μέ τόν Χριστό καί ὄχι τό σῶμα του. Πρέπει λοιπόν, νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί καί νά ἀπορρίψουμε τελείως τήν ἔννοια πού δίνουν σ’ αὐτή τήν φράση οἱ αἱρετικοί, κάνοντας μία κακότροπη στίξη. Γιατί αὐτοί δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν δυνατόν νά βρεθεῖ στόν Παράδεισο τήν ἴδια μέρα πού κατέβηκε στόν Ἅδη. Γι’ αὐτό, μετά τή φράση “ἀλήθεια σοῦ λέω σήμερα” βάζουν κόμμα καί μετά παραθέτουν τή φράση, “θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο”.
Μέ αὐτό πού κάνουν ἐννοοῦν ὅτι ἡ ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ δέν πραγματοποιήθηκε ἀμέσως μετά τόν θάνατό Του, ἀλλά μετά τήν Ἀνάστασή Του. Διότι οἱ αἱρετικοί ἀγνοοῦν αὐτό πού διακήρυξε ὁ Χριστός πρίν τήν Ἀνάστασή Του πρός τούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι, ὅπως γιά τούς ἴδιους ἔτσι καί γιά τόν Χριστό, ἀποτελοῦσαν ἐμπόδιο οἱ δυσκολίες τοῦ σώματος καί ἡ ἀσθένεια τῆς σάρκας. Δέν εἶχαν καταλάβει αὐτό πού ὁ Χριστός ἐννοοῦσε λέγοντας, “κανείς δέν ἀνέβηκε στόν οὐρανό παρά μονάχα Ἐκεῖνος πού κατέβηκα ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι στόν οὐρανό” (Ἰωάν. 3, 13).
Μέ αὐτό θέλει νά πεῖ ὅτι οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων, ὄχι μόνο ἔχουν τό λογικό τους, ἀλλά ἔχουν καί συναισθήματα ἐλπίδας ἤ λύπης, χαρᾶς ἤ φόβου καί ὅτι ἤδη ἀρχίζουν νά προγεύονται κάτι ἀπ’ αὐτά πού εἶναι φυλαγμένα γι’ αὐτούς μετά τή Δευτέρα Παρουσία. Καί ἔτσι δέν εἶναι σωστό αὐτό πού πρεσβεύουν μερικοί ἄπιστοι, ὅτι δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος μετά τόν θάνατο διαλύεται καί ἐκμηδενίζεται. Ἀντίθετα, οἱ κεκοιμημένοι δίκαιοι ζοῦν μία ζωή πιό πραγματική καί ὑμνοῦν μέ περισσότερη θέρμη τόν Θεό, περιμένοντας τήν μέλλουσα κρίση.
Ἄς βάλλουμε τώρα γιά λίγο στήν ἄκρη τά ἐπιχειρήματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἄς συζητήσουμε, ὅσο ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές μας, γιά τήν φύση τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Δέν θά ἦταν ἔξω ἀπό κάθε ὅριο, ἀλλά καί μεγάλη ἀφροσύνη, τό νά ἔχουμε ἀκόμη καί τήν ἐλάχιστη ὑποψία ὅτι ἡ ψυχή, πού εἶναι τό εὐγενέστερο μέρος τοῦ ἀνθρώπου καί πού εἶναι δημιουργημένη, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος, “κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν” τοῦ Θεοῦ (Α’ Κορ. 11, 7· Κολ. 3, 1), γίνεται ἀναίσθητη μετά τήν ἀπόθεση τῆς παχύτητας τοῦ σώματος, τή στιγμή πού αὐτή εἶναι “ὁ φορέας τῆς ζωῆς”, πού “συνέχει καί ζωοποιεῖ” τήν ἄψυχη ὕλη;
Ἀκολουθεῖ λοιπόν τό λογικό συμπέρασμα ὅτι ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο, ἐλεύθερη ἀπό τήν παχύτητα τῆς σάρκας πού τή βαραίνει, θά ξαναβρεῖ τίς πνευματικές της λειτουργίες, πολύ καλύτερες ἀπό πρίν, πιό καθαρές καί πιό ὡραῖες ἀπ’ ὅτι ἦταν πρίν ἀπό τόν χωρισμό της μέ τό σῶμα.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόσο πολύ ὑποστηρίζει αὐτή τήν ἀλήθεια, πού λέει ὅτι εὐχόταν ν’ ἀφήσει τό σῶμα, ὥστε μέ αὐτό τόν χωρισμό νά ἑνωθεῖ πιό πολύ μέ τόν Θεό. “Ἔχω τήν ἐπιθυμία νά πεθάνω καί νά εἶμαι μαζί μέ τόν Χριστό, γιατί αὐτό εἶναι πολύ καλύτερο” (Φιλιπ. 1, 23). “Ξέρουμε ὅτι, ἐφόσον παραμένουμε στό σῶμα, εἴμαστε μακριά ἀπό τόν Κύριο, ἔχουμε ὅμως θάρρος καί ἐπιθυμοῦμε μᾶλλον νά φύγουμε ἀπό τό σῶμα καί νά παραμείνουμε κοντά στόν Κύριο. Γι’ αὐτό καί φιλοτιμούμαστε, εἴτε παραμένουμε στό σῶμα εἴτε φεύγουμε ἀπ’ αὐτό, νά εἴμαστε εὐάρεστοι στόν Κύριο” (Β’ Κορ. 5, 6-8). Λέει, λοιπόν ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἑνωμένη μέ τό σῶμα, αὐτό δέν τήν βοηθάει, ὥστε νά ζεῖ μέ πληρότητα τήν παρουσία Κυρίου. Καί αὐτήν τήν ἔννοια ἔχει αὐτό πού λέει ὅτι δηλαδή, “εἴμαστε μακριά ἀπό τόν Κύριο”. Γιατί πιστεύει ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή χωρισθεῖ ἀπό τό σῶμα, θά μπορέσει νά ζήσει ἐντονώτερα καί καθαρώτερα τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καί πάλι σέ μία ἄλλη ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος μᾶς μιλάει ξεκάθαρα γιά τήν μεταθανάτια κατάσταση τῶν ψυχῶν καί μᾶς λέει ὅτι αὐτή βρίθει ζωῆς:¨Ἐσεῖς ὅμως” λέει, “προσήλθατε στό ὄρος Σιών, στή πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, στήν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ, καί σέ μυριάδες ἀγγέλους, σέ πανηγύρι καί σέ σύναξη τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ Θεοῦ, πού τά ὀνόματά τους ἔχουν καταγραφεῖ στούς οὐρανούς· καί σέ πνεύματα ἀνθρώπων δικαίων πού ἔχουν φθάσει στήν τελείωση” (Ἑβρ. 12, 22-23). Γιά τά πνεύματα τῶν κεκοιμημένων μιλάει καί σέ ἕνα ἄλλο χωρίο καί λέει: ”Ἔπειτα, οἱ σαρκικοί μας πατέρες μᾶς διαπαιδαγωγοῦσαν μέ τιμωρίες καί ὅμως τούς σεβόμασταν. Δέν θά πρέπει λοιπόν, πολύ περισσότερο, νά ὑποταχθοῦμε στόν Πατέρα τῶν πνευματικῶν καί λογικῶν ὄντων, γιά νά κερδίσουμε τήν πραγματική ζωή;” (Ἑβρ. 12, 9)».
(Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐρήμου, τόμ. 1ος, σελ. 138-141, ἐκδ. Ἑτοιμασία, 2004).
[1] Περιοδικό Ἐπίγνωση, τεῦχος 94, 2005-2006, σελ. 6.
[2] Συμεών Νέου Θεολόγου, Πρακτικά Κεφάλια, 66, Φιλοκαλία, 154, σελ. 25. “Σέ καθένα πού ἀρχίζει νά ζεῖ κατά Θεόν, εἶναι ὠφέλιμος ὁ φόβος τῆς κολάσεως καί ὁ πόνος πού γεννιέται ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖνος πού φαντάζεται ὅτι μπορεῖ νά βάλει ἀρχή χωρίς αὐτόν τόν πόνο καί τό δεσμό, δέ θεμελιώνει μόνο πάνω στήν ἄμμο τίς πράξεις του, ἀλλά καί νομίζει ὅτι μπορεῖ νά χτίσει σπίτι στόν ἀέρα χωρίς θεμέλια, πρᾶγμα τελείως ἀδύνατο. Γιατί ὁ πόνος αὐτός σέ λίγο γεννᾶ κάθε χαρά, καί ὁ δεσμός αὐτός συντρίβει τά δεσμά ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων καί τῶν παθῶν, καί ὁ δήμιος αὐτός προξενεῖ ὄχι θάνατο, ἀλλά ζωή αἰώνια’’.
[3] Αὐτόθι, σελ. 5.
[4] Τήν θέση αὐτήν τήν ἐρανίζονται, ὅπως νομίζουν, κυρίως ἀπό τόν ἅγιο Ἀναστάσιο τόν Σιναΐτη καί τό βιβλίο αὐτοῦ, ΄Ἐρωταποκρίσεις΄. Στήν ἀπάντηση τῆς ἐρώτησης πθ’, ἀναφέρεται ὡς ἄποψή του, ἡ δοξασία τῆς κοιμωμένης μετά τόν θάνατο ψυχῆς. Στήν πραγματικότητα ὅμως ἡ συγγραφή μεγάλου μέρους τοῦ βιβλίου αὐτοῦ δέν ἀνήκει στόν Ἅγιο, ἀλλά σέ διαφόρους ἄλλους συγγραφεῖς, πού κατά καιρούς προσέθεταν ἐρωταποκρίσεις κατά τίς ἴδιες αὐτῶν ἀντιλήψεις! Μία ἀπό αὐτές ἦταν καί ἡ ἐν λόγῳ ἐρώτηση! Κατά τόν ἐκδότη (Ἐκδ. Ρηγόπουλος 2002) τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου, ὅπως ἀναγράφεται καί στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου, ἀναφέρεται ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἀνήκει ὄχι στόν ἅγιο Ἀναστάσιο τόν Σιναΐτη, ἀλλά στόν Ἀναστάσιο τόν Πρεσβύτερο (9ος αἰῶνας). Οἱ προστεθεῖσες ἐρωταποκρίσεις ὑπ’ αὐτοῦ εἶναι οἱ οε’-ρκζ’ καί οἱ ρκθ’-ρμα’, στήν ὁποία ἀνήκει καί ἡ πθ’.
[5] Ἀ Πέτρ. 3, 19. “ἐν ᾧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν”.
[6] Ἀποκ. 6, 10.
[7] Ἀποκ. 7, 9-14.
[8] Ἡ ἀδυναμία νά προσευχηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί στήν ἄλλη ζωή κατά τόν Ἀββᾶ Δωρόθεο, ἔχει αἰτία τά ψυχικά πάθη πού κουβαλάει μαζί της ἀπό τήν παραμονή της στήν Γῆ, ὅπου δέν φρόντισε νά ἀπαλλαχθῇ ἀπ’ αὐτά καί ὄχι λόγῳ κάποιας φυσικῆς ὑπνηλῆς κατάστασης. Σέ ἀντίθεση οἱ κεκαθαρμένες ψυχές τῶν ἐναρέτων τεθνεώτων, ἔχουν τήν δυνατότητα νά προσευχηθοῦν. “Ὅταν ὅμως χωρισθεῖ ἀπό τό σῶμα, μένει μόνη ἡ ψυχή μέ τά πάθη της καί τιμωρεῖται πάντοτε ἀπ’ αὐτά, παραμένοντας σ’ αὐτά καί ὑποφέροντας ἀπό τήν ἐνόχλησή τους σάν νά βρίσκεται σέ καμίνι, καί καταξεσχίζεται ἀπ’ αὐτά, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά φέρει στό νοῦ της οὔτε τόν ἴδιο τόν Θεό. Γιατί καί μόνο ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παρηγορεῖ τή ψυχή, ὅπως λέει καί στόν ψαλμό:΄Ἔφερα στό νοῦ μου τόν Θεό καί εὐφράνθηκα΄ (Ψαλμ. 76, 4). Οὔτε καί αὐτό ὅμως δέν τό ἐπιτρέπουν τά πάθη”. (Διδασκαλία ΙΒ’ 126).
[9] Ἐπίγνωση, σελ. 5.
[10] Εἶναι παρατηρημένο, ὅτι ὅταν ἀναφέρονται στό χωρίο Σοφ. Σολομ. 3, 1 ἀφαιροῦν τήν λέξη “Δικαίων ψυχαί”, καί συνεχίζουν ἀπό τό σημεῖο, “ἐν χειρί Θεοῦ”, θέλοντες νά δώσουν τήν ἐντύπωση ὅτι, ὅλων οἱ ψυχές βρίσκονται στό χέρι τοῦ Θεοῦ!!!
[11] Λουκ. 23, 43. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ.
[12] Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπαντᾶ στίς κακόδοξες θέσεις τοῦ Ἀκινδύνου, περί ἑνός σώματος τῶν δικαίων καί τῶν ἀσεβῶν, καί ταυτόχρονα στούς σύγχρονους θιασῶτες τῆς κακοδοξίας αὐτῆς: «Ἄν λοιπόν ἔτσι εἶναι αὐτά, κι’ ἐκεῖνα ἀνήκουν εἰς τά πνευματικά χαρίσματα, ὅλον τό ἀνθρώπινον γένος κατά τόν Ἀκίνδυνον, οὐχί μόνον οἱ σημερινοί, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι ἐφύτρωσαν ἀπό τόν Ἀδάμ, πονηροί καί ἀγαθοί, εὐσεβεῖς καί δυσσεβεῖς, εἶναι ἕνα σῶμα, καί μάλιστα τοῦ Χριστοῦ, μᾶλλον δέ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός κατά τήν φωνήν τοῦ Παύλου. Ἑπομένως ὅλοι «ἕν Πνεῦμα ἐποτίσθησαν», καί οὕτω δέν εἶναι μόνον ἕν σῶμα, ἀλλά καί ἕν Πνεῦμα, καί μάλιστα μαζί μέ τόν Κύριον, ἐπειδή «ὁ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἕν πνεῦμα ἐστι» . Ἐπί πλέον οἱ μή βαπτισθέντες ἔλυσαν τάς ἰδίας ἱεράς ὠδίνας μετά τῶν εἰς Χριστόν βαπτισαμένων καί οὕτως ἔχουν τήν ἰδίαν ἀξίαν καί ἀλλήλων ὑπάρχουν μέλη καί πάντες ἔχουν μίαν κεφαλήν, τόν Χριστόν, ὄχι ὀλιγώτερον ἀπό τόν Παῦλον καί τόν Πέτρον καί τούς ὁμοίους των, καί ἑπομένως θά συνδοξασθοῦν μετ’ αὐτῶν καί θά συνευφρανθοῦν τώρα καί εἰς τόν μέλλοντα αἰῶνα∙ « εἴτε γάρ» λέγει, «δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» .
Μᾶλλον δέ, ἐπειδή δέν συμβαίνει τοῦτο μόνον, ἀλλά συμπάσχουν πάντα τά μέλη, ὅπου πάσχει κάποιο μέλος τοῦ σώματος, ἐκεῖ θά ἀνατραποῦν ὅλα ἀπό τήν ἀλληλεπίδρασίν των. Ἐφ’ ὅσον οἱ δυσσεβεῖς θά κακοπαθοῦν καί θά τιμωροῦνται, δέν θά ἠμποροῦν οἱ εὐσεβεῖς νά εὐημεροῦν καί νά μετέχουν τῆς ἀνέσεως, διά τήν πρός τά μέλη τοῦ ἑνός σώματος συμπάθειαν∙ ἐφ’ ὅσον δέ, οἱ εὐσεβεῖς θά εὐτυχοῦν καί θά ἀγάλλωνται, δέν θά ἠμποροῦν οἱ ἀσεβεῖς νά στενοχωροῦνται καί νά δυστυχοῦν, διά τήν πρός τό ἕνα σῶμα κοινωνίαν».
Καί παρακάτω: «Δηλαδή τά μέλη τῆς κατ’ αὐτόν ἐκκλησίας συμπεριλαμβάνονται καί οὗτοι, καί εἶναι συνδεδεμένοι μεταξύ των ἀληθῶς, αὐτοί τε καί αὐτός καί ὅσοι εἶναι σύμφωνοι μέ αὐτόν, ἐπειδή πάντες αὐτοί μετέχουν τῶν ὁμοταγῶν χαρισμάτων...». Καί περαίνων ὁ ἅγιος τόν λόγον του λέγει: «Ἄρα λοιπόν, δέν εἶναι προϊόν τῆς διεφθαρμένης διανοίας τοῦ Ἀκινδύνου, ὅπου ὅλα τά συμφύρει καί τά συγχέει, καί πάντα θεσμόν Θεῖον ἀθετεῖ καί πᾶν σχεδόν εἶδος εὐσεβείας ἀναιρεῖ καί πᾶσαν εἰσφέρει δυσσέβειαν, καί παρέχει κάποιαν ἀναβίωσιν τῶν Σαβελλίων καί τῶν Ἀρείων καί τῶν Μακεδονίων, καί τοῖς πρό τούτων καί μετά τούτων κακοδόξων; Τοῦτο νομίζω ἔχει γίνει ἤδη κατάδηλον διά πολλῶν τρόπων». (ΕΠΕ, τόμ. 6, σελ. 238).
[13] Ἐπίγνωση, σελ. 7-8.
[14] Ἀποκ. 22, 15
[15] Ἰωάν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. 2ος, σελ. 548.
[16] Αὐτόθι.
[17] Χρ. Ἀνδρούτσου, Δογματική, σελ. 416.
[18] Λῆμμα: Ὕπνος τῆς ψυχῆς.
ΛΙΝΚ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ PDF:
https://drive.google.com/file/d/1bZnTU-v2YrJ0_rPurFqY4dHaDdlwsng2/view?usp=drive_link